Ο Νίκος Καζαντζάκης και η Ελληνορθόδοξη Παράδοση
Η θρησκευτικότητα και η πνευματικότητα διαπνέουν άπαντα τα έργα του Νίκου Καζαντζάκη και αποτελούν σήμα κατατεθέν της λογοτεχνικής του παραγωγής. Αν και ο ίδιος ανατράφηκε εντός ενός χριστιανικού ορθόδοξου περιβάλλοντος και εμποτίστηκε με τα νάματα της λειτουργικής και πνευματικής παράδοσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σύντομα ο Κρητικός συγγραφέας διαχώρισε τη θέση του απ’ την εκκλησία που γνώρισε στη νεότητά του. Για παράδειγμα απέρριψε τη διδασκαλία ότι η σωτηρία προέρχεται μόνο από την πίστη στον Ιησού Χριστό ως μονογενή Υιό του Θεού, καθώς και την πίστη στην αιώνια μέλλουσα ζωή. Σύμφωνα με τον Καζαντζάκη ο παράδεισος και η κόλαση δεν αποτελούν μεταθανάτιους τρόπους ύπαρξης, αλλά ενθαδικές αρνητικές ή θετικές καταστάσεις. Επιπροσθέτως αρνιόταν να πιστέψει σε έναν προσωπικό Θεό, ο οποίος υπερβαίνει την ανθρώπινη ύπαρξη, διότι κατά τη γνώμη του, Θεός και διάβολος ενδημούν μόνο εντός των ανθρώπων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας μας απομακρύνεται πλήρως απ’ τα χριστιανικά δόγματα, ενώ εφευρίσκει και ακολουθεί άλλες οδούς που οδηγούν στη σωτηρία της ψυχής, στον Θεό και στον κόσμο· αναζητά μια θρησκεία με νέα μορφή και χαρακτηρίζεται από την προτίμησή του στη φιλοσοφία. Στο φιλοσοφικό-μυστικιστικό θεμελιώδες δοκίμιό του Ασκητική: Salvatores Dei, αντλεί από ένα ευρύ φάσμα πηγών, όπως την φιλοσοφία του Henri Bergson και του Friedrich Nietzsche, καθώς και τον Βουδισμό, τον κομμουνισμό αλλά και την χριστιανική ορθόδοξη παράδοση, την οποία προσαρμόζει στη δική του κοσμοθεώρηση. Επομένως διατήρησε διάφορα στοιχεία της ελληνορθόδοξης παράδοσης που ταιριάζανε με τις απόψεις του, προσδίδοντάς τους νέο περιεχόμενο. Με άλλα λόγια, η σκέψη του Καζαντζάκη μπορεί να χαρακτηριστεί «αιρετική» ή «πολύ φιλελεύθερα ορθόδοξη», καθώς διακρίνεται και από ορισμένα δόγματα, τα οποία συγκροτούν την «εκκλησία» του. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο Καζαντζάκης δεν είναι ούτε συστηματικός θεολόγος, ούτε επαγγελματίας φιλόσοφος, αλλά ένας εξαιρετικός συγγραφέας που γοητεύεται και καθοδηγείται από την αναζήτηση της υπερβατικότητας και το νόημα της ζωής, γι’ αυτό το λόγο εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για τις θρησκείες, τη θρησκευτική σκέψη και τις ιερές τελετές, αλλά δεν θέλει να ταυτιστεί ούτε να τηρήσει οποιαδήποτε θρησκευτική διδασκαλία. Επιπλέον θέτει συνεχώς υπό αμφισβήτηση κάθε αμετάβλητη αλήθεια και διανοίγει το δικό του μονοπάτι στο περίπλοκο φάσμα των θεμελιωδών οικουμενικών αρχών για τη ζωή. Συνεπώς, οι πολλαπλές θεολογικές και φιλοσοφικές πτυχές του έργου του πρέπει σίγουρα να διερευνηθούν και να αποτιμηθούν, αλλά όχι να συγκριθούν και να εκτιμηθούν σύμφωνα με το έργο των ειδικών στους τομείς της θεολογίας και της φιλοσοφίας.
Στην Ελλάδα τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά ήταν αρνητικά διακείμενες απέναντι στον κρητικό συγγραφέα. Πολλοί Ορθόδοξοι κληρικοί και απλοί πιστοί τον είχαν αποκηρύξει, απορρίπτοντας τον θρησκευτικό χαρακτήρα του έργου του και την επίμονη αναζήτησή του για το Θεό, στηλιτεύοντάς τον ως βλάσφημο και άθεο. Παρόλα αυτά, ορισμένοι Ορθόδοξοι επίσκοποι, καθώς και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας, είχαν σε μεγάλη εκτίμηση τον Καζαντζάκη και αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με το αίτημα αφορισμού του από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εκείνη την περίοδο, πιθανότατα, ήταν αναμενόμενο πολλοί πιστοί αφοσιωμένοι στη παράδοση να εκφράσουν την αγανάκτησή τους ενάντια στον ελεύθερα σκεπτόμενο και φιλελεύθερο κρητικό. Σήμερα επίσης, η στάση πολλών ανθρώπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας, επισκόπων, θεολόγων, μοναχών και λαϊκών απέναντι στον Καζαντζάκη παραμένει διφορούμενη και συχνά εντελώς αρνητική. Πολλοί τον κατηγορούν για αθεϊσμό και προσβολή της θρησκείας – όχι μόνο της Ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά γενικά του Χριστιανισμού. Εκτός από αυτό η ηγεσία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είχε καταχωρήσει τον Τελευταίο Πειρασμό [του Χριστού]στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων (Index), ενώ μια σειρά από Προτεσταντικές ομάδες στις Η.Π.Α προσπάθησαν να αφαιρέσουν τα έργα του από δημόσιες βιβλιοθήκες.
Η θρησκευτικότητα και η πνευματικότητα διαπνέουν άπαντα τα έργα του Νίκου Καζαντζάκη και αποτελούν σήμα κατατεθέν της λογοτεχνικής του παραγωγής. Αν και ο ίδιος ανατράφηκε εντός ενός χριστιανικού ορθόδοξου περιβάλλοντος και εμποτίστηκε με τα νάματα της λειτουργικής και πνευματικής παράδοσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σύντομα ο Κρητικός συγγραφέας διαχώρισε τη θέση του απ’ την εκκλησία που γνώρισε στη νεότητά του. Για παράδειγμα απέρριψε τη διδασκαλία ότι η σωτηρία προέρχεται μόνο από την πίστη στον Ιησού Χριστό ως μονογενή Υιό του Θεού, καθώς και την πίστη στην αιώνια μέλλουσα ζωή. Σύμφωνα με τον Καζαντζάκη ο παράδεισος και η κόλαση δεν αποτελούν μεταθανάτιους τρόπους ύπαρξης, αλλά ενθαδικές αρνητικές ή θετικές καταστάσεις. Επιπροσθέτως αρνιόταν να πιστέψει σε έναν προσωπικό Θεό, ο οποίος υπερβαίνει την ανθρώπινη ύπαρξη, διότι κατά τη γνώμη του, Θεός και διάβολος ενδημούν μόνο εντός των ανθρώπων
Απ’ την άλλη πλευρά, υπήρχαν και υπάρχουν πάρα πολλοί Ορθόδοξοι, καθώς και άλλοι πιστοί Χριστιανοί που είναι ενθουσιώδεις αναγνώστες του Καζαντζάκη, θεωρώντας τον πηγή έμπνευσης για τη σκέψη και τη ζωή τους. Επιπροσθέτως σήμερα πολλοί Ορθόδοξοι επίσκοποι και θεολόγοι υποστηρίζουν μια θετική εκ νέου αποτίμηση του έργου και της συνεχούς αναζήτησης του συγγραφέα για τον Θεό. Επιτρέψτε μου να αναφέρω εδώ τον Μητροπολίτη Αυστρίας και Έξαρχο Ουγγαρίας κ. Αρσένιο (Καρδαμάκη), ο οποίος υποστηρίζει ανοιχτά τη μελέτη του Καζαντζάκη και την επανεκτίμησή του από Ορθόδοξη πλευρά. Εν πάση περιπτώσει, εξαιτίας όλων αυτών των εκστρατειών σπίλωσης, ο κρητικός λογοτέχνης παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής.
Διάφοροι ερευνητές έχουν στρέψει την προσοχή τους στο έργο του Καζαντζάκη. Μεταξύ αυτών είναι οι Αμερικανοί Darren Middleton, Daniel Dombrowski κ.α. Εδώ πρέπει να αναφερθεί και ο Peter Bien, καθηγητής αγγλικής και συγκριτικής φιλολογίας, ο οποίος έχει ερευνήσει εις βάθος το έργο και τη ζωή του κρητικού στοχαστή, λαμβάνοντας υπόψη τις θρησκευτικές παραμέτρους του έργου του καθώς ισχυρίζεται ότι «η νέα μεθοδολογία έρευνας [του έργου του Καζαντζάκη] είναι σαφώς θεολογική». Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός ότι αρκετοί σύγχρονοι Έλληνες θεολόγοι που αποδέχονται το έργο του Καζαντζάκη υποστηρίζουν ότι το όραμα και η θεώρησή του έχουν τις ρίζες τους σε μεγάλο βαθμό στην Ορθόδοξη πνευματική παράδοση και την πολυδιάστατη θεολογία της. Ορισμένοι απ’ αυτούς τους θεολόγους είναι οι Νικόλαος Ματσούκας, Μαρία Χατζηαποστόλου, Σπυριδούλα Αθανασοπούλου-Κυπρίου και ως ένα βαθμό ο Χρυσόστομος Σταμούλης. Το κοινό τους σημείο είναι η αναγνώριση βασικών χαρακτηριστικών της Ορθοδοξίας στο έργο του Καζαντζάκη και γι’ αυτό το λόγο το αξιολογούν ως «σαφώς» Ορθόδοξο. Σύμφωνα με την ιδεαλιστική θα έλεγα άποψη των ανωτέρω θεολόγων, τα εν λόγω χαρακτηριστικά που διακρίνουν το καζαντζακικό έργο είναι τα εξής: η έκκληση για απελευθέρωση των ανθρώπων, η ζωή σύμφωνα με το απελευθερωτικό πνεύμα του Σαρκωμένου Υιού του Θεού, δηλαδή του Ιησού Χριστού, η φροντίδα για τους μη-έχοντες δίχως προσκόλληση στο status quo, η καθοδήγηση από την αγάπη αντί απ’ τον ηθικισμό, καθώς και η συνεχής προσπάθεια για τη μεταμόρφωση του υλικού κόσμου με μια Ορθόδοξη Εκκλησία που θα προσφέρει χώρο σε όλους και θα υφίσταται ως κοινότητα προσώπων που νοιάζονται ο ένας για τον άλλον. Επιπλέον, εκτός από τους ερευνητές θεολόγους και άλλους Ορθόδοξους πιστούς, ορισμένοι κληρικοί διάκεινται ευνοϊκά απέναντι στο συγγραφέα. Ο π. Βασίλειος Χριστοδούλου (Αθήνα), για παράδειγμα, ερμηνεύοντας μια ευαγγελική διήγηση, αναφέρει τον Καζαντζάκη ως εξαίρετο δείγμα τέχνης που αναζητά τη λύτρωση και συνοδεύεται απ’ την ανάσταση.
Στην Ελλάδα τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά ήταν αρνητικά διακείμενες απέναντι στον κρητικό συγγραφέα. Πολλοί Ορθόδοξοι κληρικοί και απλοί πιστοί τον είχαν αποκηρύξει, απορρίπτοντας τον θρησκευτικό χαρακτήρα του έργου του και την επίμονη αναζήτησή του για το Θεό, στηλιτεύοντάς τον ως βλάσφημο και άθεο. Παρόλα αυτά, ορισμένοι Ορθόδοξοι επίσκοποι, καθώς και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας, είχαν σε μεγάλη εκτίμηση τον Καζαντζάκη και αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με το αίτημα αφορισμού του από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Από μια διαφορετική οπτική γωνία, ο Ελληνοκαναδός ιερέας και ερευνητής Λάμπρος Καμπερίδης εξετάζοντας τη χριστιανική θεματολογία της Ασκητικής συμπεραίνει ότι αυτό το κείμενο αποτελεί ένα μοναδικό πνευματικό επίτευγμα, καθώς και ένα προσωπικό λογοτεχνικό έργο, το οποίο πραγματεύεται θεμελιώδη εσχατολογικά ζητήματα. Παρόλα αυτά, κατά τον ίδιο, το κείμενο σαφώς δεν ανήκει στην Ορθόδοξη παράδοση και σε πολλά κρίσιμα σημεία αποστασιοποιείται από την Ορθόδοξη θεολογία. Απ’ την άλλη πλευρά για όσους αναγνώστες έχουν εντρυφήσει στη λειτουργική, θεολογική και πατερική παράδοση, το κείμενο αυτό γέμει απ’ τους χυμούς της Ορθοδοξίας. Επιπλέον, ο καθηγητής Αγιολογίας Παναγιώτης Υφαντής, ενώ συμφωνεί με τους ανωτέρω συναδέλφους του ότι οι Ορθόδοξες ρίζες του Καζαντζάκη είναι καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση του έργου του, συμπεριλαμβανομένης και της Ασκητικής, απ’ την άλλη πλευρά διαφωνεί με την κατάταξη του κρητικού συγγραφέα στους κύκλους της Ορθόδοξης παράδοσης. Ο Υφαντής υποστηρίζει ότι ο Καζαντζάκης αποστασιοποιήθηκε από οποιαδήποτε καθιερωμένη θρησκεία, ομολογία και πολιτική παράταξη και ότι οι απόψεις του αποτελούν ένα υβριδικό μείγμα ορθόδοξων στοιχείων, δυτικών ιδεών και προσωπικών θέσεων. Επομένως ο εν λόγω θεολόγος δεν αμφισβητεί ότι ο Καζαντζάκης επηρεάστηκε βαθιά απ’ την Ορθόδοξη ανατροφή που έλαβε, αλλά επισημαίνει ότι ο κρητικός συγγραφέας ακολούθησε άλλες οδούς για να σβήσει την πνευματική του δίψα, χρησιμοποιώντας συχνά χριστιανική ορολογία και έννοιες, μεταβάλλοντας όμως το περιεχόμενό τους. Δυστυχώς, σύμφωνα με τον Υφαντή, έπρεπε να περάσει μισός αιώνας για να διεξαχθεί μια αμερόληπτη συζήτηση σχετικά με τη θρησκευτικότητα του Καζαντζάκη και τις Ορθόδοξες ρίζες του απ’ τη σκοπιά της Ορθόδοξης θεολογίας.
Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός ότι αρκετοί σύγχρονοι Έλληνες θεολόγοι που αποδέχονται το έργο του Καζαντζάκη υποστηρίζουν ότι το όραμα και η θεώρησή του έχουν τις ρίζες τους σε μεγάλο βαθμό στην Ορθόδοξη πνευματική παράδοση και την πολυδιάστατη θεολογία της. Το κοινό τους σημείο είναι η αναγνώριση βασικών χαρακτηριστικών της Ορθοδοξίας στο έργο του Καζαντζάκη και γι’ αυτό το λόγο το αξιολογούν ως «σαφώς» Ορθόδοξο. Σύμφωνα με την άποψη των ανωτέρω θεολόγων, τα εν λόγω χαρακτηριστικά που διακρίνουν το καζαντζακικό έργο είναι τα εξής: η έκκληση για απελευθέρωση των ανθρώπων, η ζωή σύμφωνα με το απελευθερωτικό πνεύμα του Σαρκωμένου Υιού του Θεού, δηλαδή του Ιησού Χριστού, η φροντίδα για τους μη-έχοντες δίχως προσκόλληση στο status quo, η καθοδήγηση από την αγάπη αντί απ’ τον ηθικισμό, καθώς και η συνεχής προσπάθεια για τη μεταμόρφωση του υλικού κόσμου με μια Ορθόδοξη Εκκλησία που θα προσφέρει χώρο σε όλους και θα υφίσταται ως κοινότητα προσώπων που νοιάζονται ο ένας για τον άλλον.
Έως την αρχή της τρίτης χιλιετίας, η Ορθόδοξη θεολογία στην Ελλάδα, αν εξαιρέσουμε ορισμένους όπως τον Ματσούκα, απέτυχε να προβεί σε μια κριτική θεώρηση του Καζαντζάκη, κυρίως λόγω της κοινωνικοπολιτικής πόλωσης μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Εκείνη την περίοδο η Δεξιά κατηγορούσε την Αριστερά για πρόκληση αναταραχών και περιφρόνηση της επικρατούσας θρησκείας, ενώ η Αριστερά μεμφόταν τη Δεξιά για υποκριτική αφοσίωση στο καταπιεστικό κοινωνικό και εκκλησιαστικό καθεστώς· τότε ο κρητικός συγγραφέας βρισκόταν ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο παρατάξεις με αποτέλεσμα να παρεμποδιστεί οποιαδήποτε σοβαρή και αμερόληπτη έρευνα του έργου του από τη σκοπιά της Ορθόδοξης θεολογίας.
Έως την αρχή της τρίτης χιλιετίας, η Ορθόδοξη θεολογία στην Ελλάδα, αν εξαιρέσουμε ορισμένους όπως τον Ματσούκα, απέτυχε να προβεί σε μια κριτική θεώρηση του Καζαντζάκη, κυρίως λόγω της κοινωνικοπολιτικής πόλωσης μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Εκείνη την περίοδο η Δεξιά κατηγορούσε την Αριστερά για πρόκληση αναταραχών και περιφρόνηση της επικρατούσας θρησκείας, ενώ η Αριστερά μεμφόταν τη Δεξιά για υποκριτική αφοσίωση στο καταπιεστικό κοινωνικό και εκκλησιαστικό καθεστώς· τότε ο κρητικός συγγραφέας βρισκόταν ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο παρατάξεις με αποτέλεσμα να παρεμποδιστεί οποιαδήποτε σοβαρή και αμερόληπτη έρευνα του έργου του από τη σκοπιά της Ορθόδοξης θεολογίας.
Για ορισμένους από τους οπαδούς του Καζαντζάκη, οποιαδήποτε κριτική στον ήρωά τους θεωρείται ιεροσυλία, ενώ για άλλους, κάθε έπαινος για τον υποτιθέμενο αιρετικό και άθεο είναι ανεπίτρεπτος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαπλέοντας ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες θα χρειαστεί να ζυγίσω τα συμπεράσματα της έρευνάς μου αγκυροβολώντας στη σωστή θέση. Αναμφίβολα ήταν δύσκολο να διεξαχθούν απροκατάληπτες ακαδημαϊκές έρευνες για μεγάλο χρονικό διάστημα δεδομένης της διαμάχης και των αντιπαραθέσεων που προκαλούσε ο συγγραφέας στην Ελλάδα του 1950 και αργότερα παγκοσμίως κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 εξαιτίας της ταινίας Ο Τελευταίος Πειρασμός. Ακριβώς αυτό προσπαθώ να κάνω τώρα και γι’ αυτό οι κριτικές παρατηρήσεις δεν αποτελούν ιεροσυλία, αλλά απαραίτητο συστατικό της ακαδημαϊκής έρευνας, η οποία λειτουργεί άνευ θυμού και πάθους βασισμένη στη διεξαγωγή αμερόληπτης έρευνας. Ολόκληρη η μελέτη μου Ανάβαση και Αγώνας για την Ελευθερία: Η Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη και η Ελληνορθόδοξη Πνευματική και Λειτουργική Παράδοση, συμπεριλαμβανομένης της περιστασιακής κριτικής, έχει ως στόχο να συμβάλλει σε μια ολιστική ακαδημαϊκή προσέγγιση του καζαντζακικού έργου, ειδικότερα της Ασκητικής και των απόψεων του σχετικά με τη θρησκεία.
Ο Basilius J. Groen είναι Ολλανδός συγγραφέας, Ομότιμος Καθηγητής στο Ινστιτούτο Λειτουργικής του Πανεπιστημίου του Graz (Αυστρία), Επισκέπτης Καθηγητής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Παλαιάς Λουβαίνης και στο Pontifico Istituto Orientale (Ρώμη), Κάτοχος της Έδρας της UNESCO για τον Διαπολιτισμικό και Διαθρησκευτικό διάλογο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Το παρόν άρθρο αποτελεί περίληψη εισήγησης στο ερευνητικό σεμινάριο της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου που πραγματοποιήθηκε στις 7 Ιουνίου υπό την ευθύνη του π. Δημητρίου Μπαθρέλλου και του καθηγητή Χρήστου Καρακόλη (μελών του Δ.Σ. της Ακαδημίας). Αποτελεί τμήμα της υπό έκδοσης μελέτης του συγγραφέα Ascent and Struggle for Freedom. Nikos Kazantzakis, His Asceticism: Saviours of God and the Greek Orthodox Spiritual and Liturgical Tradition.
Μετάφραση από τα αγγλικά Γιάννης Καμίνης, Συνεργάτης της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.
To εικαστικό θέμα της ανάρτησης προέρχεται από τον πίνακα του El Greco (Δομήνικος Θεοτοκόπουλος) «Η Αγωνία στον Κήπο της Γεσθημανή».