Η μετανάστευση, το προσφυγικό ζήτημα και η παγκοσμιοποίηση συνέβαλαν στη δημιουργία πλουραλιστικών κοινωνιών. Ένα βασικό χαρακτηριστικό αυτών των κοινωνιών αποτελεί και η συνύπαρξη ατόμων ή ομάδων διαφορετικών θρησκευτικών παραδόσεων (Βλ. Elaine Padilla και Peter C. Phan (επιμ.), Θεολογία της μετανάστευσης στις Αβρααμικές θρησκείες: Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ). Η συμβίωση των διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων δεν αποτελεί καινούρια κατάσταση αλλά εντοπίζεται συχνά στην Ιστορία. Σε γενικές γραμμές οι σχέσεις μεταξύ των θρησκευτικών ετεροτήτων στον ίδιο τόπο χαρακτηρίζονται από ποικίλες διαβαθμίσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι θρησκευτικές κοινότητες καταφέρνουν να συνυπάρχουν ειρηνικά, δημιουργούν ρωμαλέα μνημεία και προάγουν τον πολιτισμό. Άλλες φορές κυριαρχεί η μετριοπάθεια και η απλή ανεκτικότητα, δίχως ιδιαίτερη έκφραση συμπάθειας ή αντιπάθειας. Ωστόσο δεν είναι λίγες οι φορές, όπου επικρατεί η διαίρεση, η καχυποψία, ο φανατισμός, η μισαλλοδοξία και η βία μεταξύ των πιστών διαφορετικών θρησκευτικών παραδόσεων. Συνήθως η τελευταία περίπτωση είναι αυτή που προκαλεί θόρυβο και διατηρείται στη συλλογική μνήμη.
Ο φανατισμός και η βία που έχουν θρησκευτικό υπόβαθρο, κυοφορούνται κυρίως από την έλλειψη αντικειμενικής γνώσης για τη θρησκεία του άλλου, του διαφορετικού. Η άγνοια σε συνδυασμό με την ανάπτυξη ανιστόρητων εθνικιστικών ιδεολογιών, που τρέφουν τον εθνικο-θρησκευτικό εγωκεντρισμό, καθώς και άλλες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, οδηγούν σε προκαταλήψεις και στερεοτυπικές αντιλήψεις για τις θρησκευτικές ετερότητες. Συνέπεια όλων αυτών είναι η δημιουργία εχθρικών στάσεων και η απειλή της ειρήνης και της προόδου μεταξύ των πολιτών. Το ζήτημα που τίθεται είναι πώς μπορούν οι άνθρωποι και οι ομάδες διαφορετικών θρησκευτικών παραδόσεων να συνυπάρξουν ειρηνικά στον ίδιο τόπο. Ένα ακόμη ερώτημα που προκύπτει είναι ποιες προϋποθέσεις μπορούν να καλλιεργήσουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη, δίχως όμως να χαθεί η ιδιαίτερη θρησκευτική ταυτότητα.
Ο φανατισμός και η βία που έχουν θρησκευτικό υπόβαθρο, κυοφορούνται κυρίως από την έλλειψη αντικειμενικής γνώσης για τη θρησκεία του άλλου, του διαφορετικού. Η άγνοια σε συνδυασμό με την ανάπτυξη ανιστόρητων εθνικιστικών ιδεολογιών, που τρέφουν τον εθνικο-θρησκευτικό εγωκεντρισμό, καθώς και άλλες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, οδηγούν σε προκαταλήψεις και στερεοτυπικές αντιλήψεις για τις θρησκευτικές ετερότητες. Συνέπεια όλων αυτών είναι η δημιουργία εχθρικών στάσεων και η απειλή της ειρήνης και της προόδου μεταξύ των πολιτών.
Αναμφίβολα οι θρησκείες με την έναρξη του διαθρησκειακού διαλόγου μεταξύ των εκπροσώπων τους σηματοδότησαν σε θεσμικό επίπεδο την ανάγκη για ειρηνική συνύπαρξη. Στη σύγχρονη εποχή όμως αποτελεί βασικό χρέος των θρησκειών να καλλιεργήσουν στη συνείδηση των πιστών την ανάγκη για νηφάλιο και ειλικρινή διάλογο με τον θρησκευτικά διαφορετικό. Στη διαδικασία αυτή αποτελεί επιτακτική ανάγκη να υπογραμμισθούν οι ανθρωπολογικές διαστάσεις κάθε θρησκείας και να αναδειχθούν οι αρχές της διδασκαλίας τους που προάγουν την ειρήνη. Όμως για να αποδώσει καρπούς μια τέτοια προοπτική απαιτείται η βαθύτερη γνωριμία με την κάθε θρησκεία μέσα από έμπρακτες δράσεις. Στη διαδικασία αυτή σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η θρησκευτική εκπαίδευση.
Η σύγχρονη θρησκευτική εκπαίδευση οφείλει να δημιουργεί τις προϋποθέσεις, ώστε οι μαθητές/μαθήτριες να ανακαλύψουν ότι ο θρησκευτικός φανατισμός αποτελεί παραμόρφωση και εναντίωση στην ίδια τη θρησκευτική πίστη. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο χρειάζεται η επιλογή συγκεκριμένου διδακτικού υλικού, το οποίο να είναι ελκυστικό και να κινητοποιεί το ενδιαφέρον των μαθητών/μαθητριών να ανακαλύψουν με την αξιοποίηση σύγχρονων τεχνικών διδασκαλίας τη νέα γνώση. Το υλικό αυτό χρειάζεται να προέρχεται από την κυρίαρχη τοπική θρησκευτικότητα αλλά και να περιλαμβάνει τις θεολογικές και κοσμολογικές νοηματοδοτήσεις των άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων που υπάρχουν στον ίδιο τόπο.
Ιδιαίτερη όμως σπουδαιότητα έχει οι ίδιες οι θρησκείες αλλά και οι πιστοί τους να μιλήσουν για τις παραδόσεις τους, την ιερότητα της ανθρώπινης ζωής και του περιβάλλοντος, καθώς και τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον σύγχρονο κόσμο. Αυτή η διάσταση περιλαμβάνει οπωσδήποτε και τη συζήτηση με έντιμο και δίχως απολογητικό τρόπο για τις ιστορικές εκτροπές και τις αστοχίες των θρησκευτικών κοινοτήτων και των εκπροσώπων τους. Η αποτελεσματικότητα αυτών των μεθοδευμένων ενεργειών προϋποθέτει τη συνομιλία των ίδιων των μαθητών/μαθητριών με τη θεολογική γνώση, τις ανθρωπολογικές διαστάσεις και την κατανόηση του κόσμου από κάθε θρησκεία.
Ο προσανατολισμός αυτός ουσιαστικά αναδεικνύει τη σπουδαιότητα του διαλόγου στα πλαίσια της θρησκευτικής εκπαίδευσης αλλά και στη δική τους ζωή. Έτσι οδηγεί τους μαθητές/τις μαθήτριες στη διερεύνηση και ανακάλυψη ιστορικών παραδειγμάτων καλλιέργειας της ειρηνικής συνύπαρξης, τα οποία λειτουργούν ως αντίδοτο απέναντι στον θρησκευτικό φανατισμό και τη βία, την καχυποψία και την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων διαφορετικών θρησκειών. Συγχρόνως όμως διαλέγεται με τις εκτροπές, τα ιστορικά τραύματα και τις διαμάχες μεταξύ των θρησκειών. Με αυτόν τον τρόπο η Θρησκευτική Εκπαίδευση αποφεύγει να λειτουργήσει ως μια εξιδανικευμένη ιδεολογία δίχως ιστορικά θεμέλια και άρα το ίδιο επικίνδυνη με την απουσία κάθε θρησκευτικής αναφοράς στο σχολείο.
Αυτό λοιπόν που επείγει είναι η Θρησκευτική Εκπαίδευση να προσφέρει τα υλικά στους μαθητές/στις μαθήτριες για να γνωρίσουν σε βάθος τη δική τους θρησκεία και να κατανοήσουν με αντικειμενικό τρόπο τις θρησκευτικές ετερότητες. Συγχρόνως όμως χρειάζεται οι μαθητές να ανακαλύψουν και να αποτιμήσουν τις ιστορικές συνθήκες της αντιπαλότητας και να εντοπίσουν παραδείγματα αρμονικής συνύπαρξης. Στη συνάφεια αυτή απαιτείται να προστεθεί και η διερεύνηση διαφορετικών αντιλήψεων και κοσμοθεωριών που αφορούν την κοινωνία, τον πολιτισμό, την ηθική, την πολιτική, την οικονομία, τις τέχνες και τα γράμματα.
Αυτό λοιπόν που επείγει είναι η Θρησκευτική Εκπαίδευση να προσφέρει τα υλικά στους μαθητές/στις μαθήτριες για να γνωρίσουν σε βάθος τη δική τους θρησκεία και να κατανοήσουν με αντικειμενικό τρόπο τις θρησκευτικές ετερότητες. Συγχρόνως όμως χρειάζεται οι μαθητές να ανακαλύψουν και να αποτιμήσουν τις ιστορικές συνθήκες της αντιπαλότητας και να εντοπίσουν παραδείγματα αρμονικής συνύπαρξης. Στη συνάφεια αυτή απαιτείται να προστεθεί και η διερεύνηση διαφορετικών αντιλήψεων και κοσμοθεωριών που αφορούν την κοινωνία, τον πολιτισμό, την ηθική, την πολιτική, την οικονομία, τις τέχνες και τα γράμματα. Τέτοιες αντιλήψεις μπορεί να μην ταυτίζονται με κάποια θρησκεία αλλά πηγάζουν από την ηθική και τη φιλοσοφία που εμπνέονται από τα ανθρωπιστικά ιδεώδη της νεωτερικότητας.
Σε αυτή τη διαδικασία το σύγχρονο σχολείο συμβάλλει στη βαθιά κατανόηση και εξοικείωση με τον πλουραλιστικό χαρακτήρα της κοινωνίας. Ας μη λησμονούμε άλλωστε ότι σε πολλές περιοχές τα μέλη της σχολικής κοινότητας, εκπαιδευτικοί, μαθητές/μαθήτριες είναι φορείς διαφόρων εθνικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών παραδόσεων, συμβάλλοντας στη δημιουργία της θρησκευτικής, εθνικής και πολιτισμικής πολυμορφίας της κοινωνίας. Έτσι λοιπόν το σχολείο μεταβάλλεται σε έναν πραγματικά «δημόσιο χώρο», όπου οι μαθητές/μαθήτριες και οι εκπαιδευτικοί, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική τους πίστη ή ακόμη και την έλλειψή της, μπορούν να επικοινωνήσουν ελεύθερα, να ανταλλάξουν απόψεις, και να αλληλεπιδράσουν δημιουργικά.
Ενδεικτικό παράδειγμα της παραπάνω προοπτικής αποτελεί το ευρωπαϊκό διεπιστημονικό και πολυπολιτισμικό πρόγραμμα με τίτλο EDUC8. Βασικός σκοπός του είναι να καλλιεργήσει την αντιμετώπιση του θρησκευτικού φανατισμού και της ριζοσπαστικοποίησης, της μισαλλοδοξίας και της πολιτικο-θρησκευτικής πόλωσης των εφήβων και των νέων μέσα από την σε βάθος γνωριμία με τη θρησκεία του καθενός/της καθεμιάς αλλά και τις διάφορες άλλες θρησκευτικές παραδόσεις. Η επιδίωξη αυτή πραγματοποιείται στο πλαίσιο της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης στα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία αλλά και σε διάφορα άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Τα θέματα που αναπτύσσονται είναι τα ακόλουθα:
α) Συνάντηση με τα ιερά κείμενα: Η βία στα ιερά κείμενα,
β) Συνάντηση με τον άλλον: Η αντιμετώπιση της διαφορετικότητας,
γ) Συνάντηση με οικολογικά θέματα,
δ) Όταν η συνάντηση καταλήγει σε σύγκρουση. Δίκαιος Πόλεμος – Δίκαιη Ειρήνη.
Ένα βασικό ζήτημα είναι μήπως ο διάλογος με τις θρησκευτικές ετερότητες εναντιώνεται στην Ορθόδοξη θεολογία και ζωή και αποτελεί κίνδυνο για την πίστη των Ορθόδοξων μαθητών/μαθητριών και εκπαιδευτικών. Στον προβληματισμό αυτό απαιτείται να τονισθεί ότι η Ανατολική Χριστιανοσύνη αναπτύχθηκε σε ένα πλουραλιστικό περιβάλλον με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό την πολυθρησκευτική συνύπαρξη. Οι Ορθόδοξοι συμβίωσαν με τους ανθρώπους άλλων θρησκειών και βίωσαν τον «διάλογο της ζωής», δηλαδή της καθημερινής επικοινωνίας και συνεργασίας. Έτσι μετέδωσαν το μήνυμα του Ευαγγελίου σε κάθε πολιτισμό και έδωσαν τη μαρτυρία της πίστεως χωρίς πνεύμα προσηλυτισμού, θεωρώντας κάθε άνθρωπο κατ’ εικόνα δημιούργημα του Θεού. Επομένως μέσα από τον διάλογο φανέρωσαν στον κόσμο τον Θεό της Αγάπης.
Ωστόσο η καλλιέργεια του διαλόγου ως τρόπου ζωής στη συνείδηση των χριστιανών διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο και υπερβαίνει σε σπουδαιότητα τον «τεχνικό» διάλογο των ειδικών στα συνέδρια. Σύμφωνα με τον μακαριστό καθηγητή Νίκο Ματσούκα, «ένας διάλογος ηγετών ή ειδικών δεν μπορεί να συμβάλει αποτελεσματικά σε πνευματικό πλουτισμό του λαϊκού σώματος, χωρίς πολιτιστική επανάσταση και ανάπτυξη. […] Η ελπίδα πρέπει να είναι εξοπλισμένη με μορφές ζωής ενός δημιουργικού πολιτισμού, ο οποίος εκφράζεται σε έργα και συμπεριφορά». Αυτή η ιδιαίτερη μορφή διαλόγου δεν αποβλέπει στην προδοσία της πίστης ή στον συγκρητισμό και τον πανθεϊσμό. Βασικό μέλημα αποτελεί η αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων. Συγχρόνως όμως, αποβλέπει στη θεραπεία της θρησκευτικής ή ομολογιακής καχυποψίας και στον τερματισμό των αντιλήψεων-στερεότυπων που παραμορφώνουν την εικόνα των ετερόδοξων, ετερόθρησκων, ετεροεθνών και όσων έχουν διαφορετική ιδεολογία και τρόπο ζωής. Κατά συνέπεια η εμπλοκή σε διάλογο, όσο δύσκολη κι αν φαίνεται, αποτελεί μια γενναία πράξη που επιδιώκει τη συμφιλίωση.
Ένα βασικό ζήτημα είναι μήπως ο διάλογος με τις θρησκευτικές ετερότητες εναντιώνεται στην Ορθόδοξη θεολογία και ζωή και αποτελεί κίνδυνο για την πίστη των Ορθόδοξων μαθητών/μαθητριών και εκπαιδευτικών. Στον προβληματισμό αυτό απαιτείται να τονισθεί ότι η Ανατολική Χριστιανοσύνη αναπτύχθηκε σε ένα πλουραλιστικό περιβάλλον με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό την πολυθρησκευτική συνύπαρξη. Οι Ορθόδοξοι συμβίωσαν με τους ανθρώπους άλλων θρησκειών και βίωσαν τον «διάλογο της ζωής», δηλαδή της καθημερινής επικοινωνίας και συνεργασίας.
Ίσως τελικά είναι καιρός οι ίδιες οι θρησκείες να κατανοήσουν ότι η θρησκευτική αντιπαλότητα και η μισαλλοδοξία απειλεί τον ίδιο τον θρησκευτικό κόσμο. Για το ζήτημα αυτό ισχύουν περισσότερο τα λόγια ενός σύγχρονου οραματιστή της ειρήνης και του διαλόγου των θρησκειών, του νυν Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου. «Κάθε έγκλημα στο όνομα της θρησκείας είναι έγκλημα κατά της ίδιας της θρησκείας. Κάθε μορφή βίας στο όνομα της θρησκείας βιάζει, με όλες τις έννοιες, την ίδια τη θρησκεία. Κανείς πόλεμος δεν είναι ιερός. Η ειρήνη είναι μόνο ιερή».
Η θρησκευτική εκπαίδευση στο σύγχρονο σχολείο οφείλει με κάθε τρόπο να αγωνισθεί για την οικοδομή της ειρηνικής συνύπαρξης των ανθρώπων διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων. Έτσι μέσα από σύγχρονες μεθόδους και τεχνικές διδασκαλίας οφείλει να καλλιεργήσει την ενσυναίσθηση, την κριτική στάση απέναντι σε νόρμες και στερεότυπα θρησκευτικής προέλευσης, τον διάλογο και την επικοινωνία με το διαφορετικό, όπως π.χ. οι διάφορες θρησκευτικές κοινότητες ενός τόπου. Αυτή η διαδικασία φιλοξενεί και το όραμα για την οικοδομή ενός κόσμου με λιγότερη βία, τουλάχιστον όσον αφορά τις θρησκευτικές καταβολές της. Τέλος μας υπενθυμίζει τα ίδια τα λόγια του Χριστού, ότι η διακονία της συμφιλίωσης του κόσμου αποτελεί εντολή του Θεού (Μτ. 5:9). Άραγε πόσο έτοιμοι είμαστε να ακολουθήσουμε τις εντολές του Θεού;
Ο Νικόλαος Γ. Τσιρέβελος, Δρ. Θ., θεολόγος καθηγητής στο Α΄ Πρότυπο Λύκειο Θεσσαλονίκης, είναι Διδάσκων στα Πανεπιστήμια Θεσσαλίας, Αιγαίου και «Λόγος» Τiράνων. Είναι μέλος της Επιμορφωτικής Ομάδας της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου όπου και συνεργάζεται στο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα EDUC8.
Εικαστικό Θέμα: “Το Δέντρο της Ζωής”, πίνακας του Αυστριακού ζωγράφου Gustav Klimt.