Η ταινία Nomadland (2020) μας προσφέρει μια πνευματική ματιά στην Αμερική, κυρίως τις μεσοδυτικές και δυτικές πολιτείες των Η.Π.Α., με τη μεσολάβηση μιας νεαρής σκηνοθέτριας από την Κίνα, της Chloé Zhao. Πρόκειται για ένα road movie με την πνευματικότερη σημασία του όρου, όταν η οδός γίνεται ένας τρόπος διαχείρισης του πένθους, αλλά και της αχρήστευσης ενός ανθρώπου σε μια μεταιχμιακή ηλικία επισφάλειας λίγο πριν το γήρας. Η ταινία διαδραματίζεται το 2011 στα πρώτα χρόνια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, που είχε πυροδοτηθεί το 2008, και έχει ως πρωταγωνίστρια μία εξηντάχρονη γυναίκα, τη Fern, η οποία χάνει σε σύντομο χρονικό διάστημα τον άντρα της, αλλά και την εργασία της, όταν κλείνει αίφνης το εργοστάσιο, όπου δούλευε, στο Empire στη Νεβάδα. Κάθε απώλεια είναι βεβαίως και μια οδυνηρή απελευθέρωση και η Fern αποφασίζει να πουλήσει τα υπάρχοντά της και ως μια σύγχρονη καυσοκαλυβίτισσα να αγοράσει ένα βαν και να διασχίσει τη χώρα, αναζητώντας εργασία. Η ταινία έχει βασιστεί σε ντοκιμαντέρ της Jessica Bruder για τις αμερικανικές υποκουλτούρες νομάδων που ψάχνουν προσωρινές δουλειές από πολιτεία σε πολιτεία στο πλαίσιο της επισφάλειας που είναι εγγενής στον ύστερο καπιταλισμό, όμως η σκηνοθέτρια Chloé Zhao έχει προσθέσει το δικό της υπαρξιακό στίγμα. Η ταινία έχει αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές πολλών ανθρώπων, καθώς φαίνεται από την επιδραστικότητά της σε αυτή τη δύσκολη χρονιά του εγκλεισμού, αλλά και από τις πολλές βραβεύσεις της, όπως με τον Χρυσό Λέοντα της Βενετίας, τη Χρυσή Σφαίρα για καλύτερη ταινία και μόλις τα ξημερώματα τρία Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Α΄ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της Frances McDormand και Σκηνοθεσίας.
Η ταινία διαδραματίζεται το 2011 στα πρώτα χρόνια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, που είχε πυροδοτηθεί το 2008, και έχει ως πρωταγωνίστρια μία εξηντάχρονη γυναίκα, τη Fern, η οποία χάνει σε σύντομο χρονικό διάστημα τον άντρα της, αλλά και την εργασία της, όταν κλείνει αίφνης το εργοστάσιο, όπου δούλευε, στο Empire στη Νεβάδα. Κάθε απώλεια είναι βεβαίως και μια οδυνηρή απελευθέρωση και η Fern αποφασίζει να πουλήσει τα υπάρχοντά της και ως μια σύγχρονη καυσοκαλυβίτισσα να αγοράσει ένα βαν και να διασχίσει τη χώρα, αναζητώντας εργασία.
Η κουλτούρα των van–dwellers
Η Fern βρίσκεται σε μία ζόρικη ηλικία: Υπερβολικά ηλικιωμένη για να ξαναρχίσει με το σφρίγος και τις ελπιδοφόρες προοπτικές της νιότης τη ζωή της, υπερβολικά νέα για να συνταξιοδοτηθεί. Ανήκει σε μία γενιά ανέργων ανάμεσα στους μεσόκοπους και τους ηλικιωμένους, για τους οποίους είναι δύσκολο να αποκτήσουν τις καινούργιες δεξιότητες, που απαιτεί η δυναμική μορφή των νέων σχέσεων εργασίας και έτσι περιέρχονται σε μία αυτοσυνειδησία ανυπόφορης αχρηστίας. Η Fern, πάντως, συνδυάζει ανοικτότητα στη ζωή, συμπεριλαμβανομένων και των ατυχιών και ματαιώσεων, με δυναμισμό. Ύστερα από μια εποχιακή δουλειά στην Amazon, καλείται σε μια κοινότητα στην έρημο στην Αριζόνα, όπου ο Bob Wells ηγείται μιας κοινότητας, η οποία προσφέρει βοήθεια σε νομάδες και τους διδάσκει βασικούς κανόνες επιβίωσης σε αυτή τη μεταμοντέρνα εκδοχή της Άγριας Δύσης. Πρόκειται εν πολλοίς για μια κοινότητα μελλοθανάτων, λ.χ. ασθενών με καρκίνο σε τελικό στάδιο, οι οποίοι πάντως φαίνονται πιο έτοιμοι από τη Fern όχι μόνο για τον θάνατο, αλλά και για την προσωρινή επιβίωση, όπως αυτή μπορεί να κερδηθεί στην άγρια ζωή στην έρημο αυτών των νέων αναχωρητών. Ζώντας μέσα στην αγριότητα και την αγιότητα της φύσης, άλλοι από την κοινότητα αναπτύσσουν νατουραλιστικές νοηματοδοτήσεις του θανάτου, συγγενείς σε προβληματική προς το death coaching, ήτοι τη φυσική ολοκλήρωση του life coaching της εποχής μας, ως μια προπόνηση για να «πετύχεις» όχι τη σωστή ζωή, αλλά τον «σωστό» θάνατο. Άλλοι, όμως, όπως ο Bob Wells, επενδύουν στην αγάπη προς αγνώστους πλησίον, ό,τι θα ήθελαν να πουν προς τα αγαπημένα πρόσωπα που έχουν χάσει. Στους αγνώστους των νομαδικών κοινοτήτων βρίσκουν εικονισμούς των νεκρών και εκλαμβάνουν ότι η ζωή είναι ένας δρόμος, όπου θα ξαναβρούμε τα χαμένα πρόσωπα στο μέλλον είτε στα άλλα πρόσωπα, είτε, -αποφατικώς το υπαινίσσεται η ταινία- και στα ίδια τα νεκρά πρόσωπα, όταν αναστηθούν εν ετέρα μορφή.
Ανήκει σε μία γενιά ανέργων ανάμεσα στους μεσόκοπους και τους ηλικιωμένους, για τους οποίους είναι δύσκολο να αποκτήσουν τις καινούργιες δεξιότητες, που απαιτεί η δυναμική μορφή των νέων σχέσεων εργασίας και έτσι περιέρχονται σε μία αυτοσυνειδησία ανυπόφορης αχρηστίας. Η Fern, πάντως, συνδυάζει ανοικτότητα στη ζωή, συμπεριλαμβανομένων και των ατυχιών και ματαιώσεων, με δυναμισμό.
O εξηνταπεντάχρονος Bob Wells είναι ένα πραγματικό πρόσωπο και στην ταινία δίκην docudrama, που συνδυάζει ντοκιμαντέρ και δραματική μυθοπλασία, υποδύεται τον εαυτό του. Έχει αναδειχθεί σε ηγετική φυσιογνωμία των vandwellers, μία λεξιπλασία από το βαν και τη λέξη dwelling που σημαίνει «κατοικία». Οι vandwellers είναι πολύ συχνά εξηντάρηδες που απολύθηκαν λίγο πριν αποκτήσουν τα αναγκαία ένσημα για τη σύνταξη ή υπέστησαν έξωση ή απώλεσαν τις αποταμιεύσεις που είχαν κάνει για τα γηρατειά τους. Αποκαλούμενος «Burning man» των εξηντάρηδων έχει εμπνεύσει την ιδέα ότι οι απώλειες αυτές μπορεί να είναι και απελευθερώσεις, αν ακολουθηθεί ένας τρόπος ζωής πιο κοντά στην ελευθερία της άγριας φύσης, ένα στοιχείο που έχει πάντως μεγάλη ιστορία στην αμερικανική κουλτούρα: Αρκεί να θυμηθούμε τον αναρχικό Henry David Thoreau (1817-1862) ή το κίνημα μπίτνικ στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και το εμβληματικό έργο Στον Δρόμο (1957) του Jack Kerouac. Μια ενδιαφέρουσα ιδιοτυπία είναι ότι τώρα δεν πρόκειται για νέους επαναστάτες και αναρχικούς, αλλά για ηλικιωμένους που αισθάνονται αδύναμοι να συντονιστούν με την εποχή τους και ίσως φέρουν αναμνήσεις και βιώματα μιας άλλης Αμερικής. Ταυτοχρόνως, πάντως, οι vandwellers είναι και μία κοινότητα του διαδικτύου που με ιστοσελίδες, όπως το cheaprvliving.com, κοινωνούν τη σοφία επιβίωσης που έχουν αποκτήσει με σκληρό τρόπο, ενώ ως μια ψηφιακή αφηγηματική κοινότητα έχουν ως αναπόσπαστη ανάγκη την κατά το δυνατό αδιάκοπη διαδικτυακή σύνδεση. H κουλτούρα των vandwellers στηρίζεται εξάλλου στον τεχνολογικό μετασχηματισμό των οχημάτων τους (build στο ιδίωμά τους), τα οποία φέρουν συχνά φωτοβολταϊκά πάνελ. Ένα ακόμη στοιχείο της κουλτούρας τους είναι ότι προσπαθούν να αποφύγουν την ταμπέλα του ακίνητου «άστεγου» και για αυτό προσπαθούν να μην είναι ορατοί ως τέτοιοι (going stealth), μετακινούμενοι συνεχώς.
To road movie της αεικινήτου στάσεως
Αλλά η Zhao αφορμάται από το επίκαιρο κοινωνιολογικό ζήτημα για μια καταβύθιση στην υπαρξιακή συνθήκη: Με όρους του Giorgio Agamben, θα λέγαμε ότι η Fern βρίσκεται στον «απερριμμένο χρόνο», στον χρόνο- «σκουπίδι» που βρίσκεται ανάμεσα στο σημαντικό συμβάν, εν προκειμένω τον θάνατο του άνδρα της, και το τέλος της ιστορίας. Πρόκειται για μια συνθήκη στους αντίποδες του αριστοτελικού χρόνου, ο οποίος σηματοδοτεί το πέρασμα από την δύναμιν στην ἐνέργειαν, ήτοι στην υπαρκτική επιτυχία της ευτυχούς ενεργοποίησης των αρχικών δυνατοτήτων του όντος να πραγματώσει σκοπούς. Ο χρόνος της Fern είναι μάλλον ο χρόνος της αναδυνάμευσης, δηλαδή της διάνοιξης νέων δυνατοτήτων, που φέρνει η ἀργία, ως το ετυμολογικό αντίθετο της αριστοτελικής ἐνεργείας. Και στην ταινία δεν πρόκειται για τη δυναμική αναδυνάμευση ενός success story νιότης, όπου η κατά βούληση αλλαγή καριέρας σημαίνει έναν πανηγυρισμό της ελευθερίας επιλογής μέσα σε ένα σύστημα μεγάλης κοινωνικής κινητικότητας. Πρόκειται μάλλον για τις δυνατότητες που προκύπτουν μέσα από την αδυναμία και το πάθος, εν προκειμένω από το κατώφλι του γήρατος και του θανάτου σε συνδυασμό με την κοινωνική αποτυχία της όψιμης ανεργίας. Ο συνδυασμός στάσεως και κινήσεως μας θυμίζει τη «δρομική οντολογία» θεολόγων, όπως ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής, που αντλούν μεν από τον Αριστοτέλη έννοιες, όπως η δύναμις, η κίνησις και η ἐνέργεια με το νόημα της ολοκλήρωσης του υπαρκτού, η καρδιά τους όμως είναι περισσότερο σε ένα όραμα διαρκούς κινητικότητας του υπαρκτού προς τον άπειρο Θεό με το στοιχείο της στάσεως να το δίνουν μόνο ορισμένες «αναπαύσεις» στην προσωπική αγάπη. Όροι, όπως η ἐπέκτασις του Γρηγορίου Νύσσης και η ἀεικίνητος στάσις του Μαξίμου Ομολογητού, προσπαθούν να μπολιάσουν την ελληνική οντολογία με το Ιουδαιοχριστιανικό στοιχείο της νομαδικότητας, αλλά και της εσχατολογίας, ως μιας μελλοντικής συνθήκης όπου και πάλι θα είναι ένας άλλο είδος εν αγάπη δρόμου.
Ο χρόνος της Fern είναι μάλλον ο χρόνος της αναδυνάμευσης, δηλαδή της διάνοιξης νέων δυνατοτήτων, που φέρνει η ἀργία, ως το ετυμολογικό αντίθετο της αριστοτελικής ἐνεργείας. Και στην ταινία δεν πρόκειται για τη δυναμική αναδυνάμευση ενός success story νιότης, όπου η κατά βούληση αλλαγή καριέρας σημαίνει έναν πανηγυρισμό της ελευθερίας επιλογής μέσα σε ένα σύστημα μεγάλης κοινωνικής κινητικότητας. Πρόκειται μάλλον για τις δυνατότητες που προκύπτουν μέσα από την αδυναμία και το πάθος, εν προκειμένω από το κατώφλι του γήρατος και του θανάτου σε συνδυασμό με την κοινωνική αποτυχία της όψιμης ανεργίας
Σήμερα το στοιχείο αυτό της ζωής ως συνεχούς δρόμου το βλέπουμε περισσότερο στην «Αφηγηματική Θεολογία», ένα θεολογικό πρόγραμμα που φιλοδοξεί μία υπέρβαση της στατικής μεταφυσικής με αναφορά στην επιτέλεση των θρησκευτικών κοινοτήτων μέσα από ιστορίες. Η Αφηγηματική Θεολογία έχει ξεκινήσει μετά την πρόσληψη από τη Θεολογία της θεωρίας των γλωσσικών παιγνίων του ύστερου Ludwig Wittgenstein, σύμφωνα με την οποία κάθε κοινότητα έχει ορισμένους κανόνες παιχνιδιού της γλώσσας της με τους οποίους ρυθμίζει και την αφήγησή της. Στις Η.Π.Α. η Αφηγηματική Θεολογία εκπροσωπήθηκε κυρίως από τους George Lindbeck, Hans Wilhelm Frei και Stanley Hauerwas, αλλά υπερβαίνει πολύ κάποια συγκεκριμένη ιδεολογική ατζέντα, μετατρεπόμενη σε έναν αντι-ουσιοκρατικό τρόπον του θεολογείν. Στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων, έχουν ασκήσει αυτόν τον τρόπο του θεολογείν ο π. Ευάγγελος Γκανάς και ο Παντελής Καλαϊτζίδης, και η συνάντησή του με την έμφαση στην αφηγηματικότητα που αποτελεί παραδοσιακώς ένα στοιχείο της Ορθόδοξης Θεολογίας αναμένεται να προσφέρει καρπούς. Οπωσδήποτε, η επιτέλεση της ζωής ως οδού για την εσχατολογική συνάντηση είναι ένα από τα βασικά στοιχεία που θα καθιστούσαν την Αφηγηματική Θεολογία απελευθερωτική από κλειστά μεταφυσικά σχήματα.
η ταινία της Chloé Zhao μας δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα ευκαιρία επαναστοχασμού του βιβλικού θέματος της νομαδικότητας αλλά και ενός «νόστου στο μέλλον». Γιατί οι αποχαιρετισμοί μεταξύ των σύγχρονων van-dwellers δεν είναι ποτέ οριστικοί· υπόσχονται ο ένας στον άλλο να ξανασυναντηθούν «down the road», στον δρόμο αυτής ή ίσως και μιας άλλης ζωής.
Η Αφηγηματική Θεολογία μπορεί να είναι πάντως μια ερμηνευτική όχι μόνο των παραδοσιακών κειμένων μιας εκκλησιαστικής κοινότητας, όπως τα βιβλικά και πατερικά, αλλά και κάθε κειμένου που αφορά στην επιτέλεση κοινοτήτων. Και η ταινία της Chloé Zhao μας δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα ευκαιρία επαναστοχασμού του βιβλικού θέματος της νομαδικότητας αλλά και ενός «νόστου στο μέλλον». Γιατί οι αποχαιρετισμοί μεταξύ των σύγχρονων van-dwellers δεν είναι ποτέ οριστικοί· υπόσχονται ο ένας στον άλλο να ξανασυναντηθούν «down the road», στον δρόμο αυτής ή ίσως και μιας άλλης ζωής. Στην Αφηγηματική Θεολογία της Chloé Zhao το road movie γίνεται μεταφορά για μια ζωή καθ’ οδόν, όπου το πένθος γίνεται η αφορμή για αγάπη προς νέους πλησίον που σου στέλνει η θεία πρόνοια της ζωής και ο σαββατισμός της α(νε)ργίας κρύβει μέσα του τη δική του ακατάπαυστη κίνηση.
Ο Διονύσιος Σκλήρης είναι Διδάκτωρ Ελληνικών Σπουδών (Πανεπιστήμιο της Σορβόννης- Paris IV) και Διδάσκων στη Θεολογική Σχολή του ΕΚΠΑ και στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Το εικαστικό θέμα προέρχεται από την ταινία Nomadland και ελήφθη από την ιστοσελίδα https://www.imdb.com/.