Ἡ συνοδικότητα –conciliarity ἤ synodality– εἶναι τουλάχιστον ἐδῶ καί τρεῖς δεκαετίες στή θεματολογία τῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς τοῦ διμεροῦς θεολογικοῦ διαλόγου ρωμαιοκαθολικῶν καί ὀρθοδόξων. Στή συνοδικότητα ἀναφέρονται ἐκτενῶς τά δύο τελευταῖα ἐκδοθέντα κείμενα τῆς Ἐπιτροπῆς, αὐτά τῆς Ραβέννας («Ἐκκλησιολογικές καί Κανονικές Συνέπειες τῆς μυστηριακῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας: ἐκκλησιαστική κοινωνία, συνοδικότητα καί αὐθεντία», 2007) καί τοῦ Κιέτι («Συνοδικότητα καί Πρωτεῖο κατά τήν 1η χιλιετία: πρός μία κοινή κατανόηση στήν ὑπηρεσία τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας», 2016), καθώς καί τό ὑπό ἐπεξεργασία κείμενο τῆς τρέχουσας φάσης πού πραγματεύεται τό Πρωτεῖο καί τή Συνοδικότητα στή δεύτερη χιλιετία. Στό θέμα τῆς συνοδικότητας παρουσιάζεται ἀξιοσημείωτη σύγκλιση θέσεων, τήν ὁποία θά μπορούσαμε νά κωδικοποιήσουμε τρόπον τινά σέ δύο σημεῖα, τά ὁποία ἐκφράζουν πιστεύουμε καί τήν ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς συνοδικότητας. Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι ἡ διπλή σημασία τοῦ ὅρου συνοδικότητα καί τό δεύτερο ἡ θεολογική θεμελίωσή της.
Οἱ δύο ἔννοιες τῆς συνοδικότητας
Μέ τό νεολογισμό συνοδικότητα, πού προέρχεται ἀσφαλῶς ἀπό τή λέξη σύνοδος, ἐκφράζουμε δύο πραγματικότητες: ἀφενός ἀναφερόμαστε στό ἱστορικό φαινόμενο τῶν συνόδων, δηλαδή στή συνέλευση κυρίως ἐπισκόπων, καί ἀφετέρου σέ μία γενικότερη ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας πού πηγάζει ἀπό τήν ἴδια τή φύση της. Σύμφωνα μέ τό Κείμενο τῆς Ραβέννας, ἡ συνοδικότητα δέν δηλώνει μόνο μία σύναξη ἐπισκόπων πού ἔχουν μία ἰδιαίτερη εὐθύνη, ἀλλά σημαίνει, ἐπίσης, ὅτι «κάθε μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δυνάμει τοῦ Βαπτίσματος, ἔχει τήν θέση καί τήν ἰδιαίτερη εὐθύνη του στήν εὐχαριστιακή κοινωνία». Μέ ἄλλα λόγια, ἡ συνοδικότητα δέν παραπέμπει ἀποκλειστικά στήν ἱεραρχική δομή τῆς Ἐκκλησίας (στόν θεσμό τῶν ἐπισκοπικῶν συνόδων) ἀλλά συνυποδηλώνει «μία θεμελιώδη ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας στήν ὁλότητά της», ἕνα ἐγγενές χαρακτηριστικό τοῦ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σύναξης τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ συνοδικότητα –conciliarity ἤ synodality– εἶναι τουλάχιστον ἐδῶ καί τρεῖς δεκαετίες στή θεματολογία τῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς τοῦ διμεροῦς θεολογικοῦ διαλόγου ρωμαιοκαθολικῶν καί ὀρθοδόξων. Στό θέμα τῆς συνοδικότητας παρουσιάζεται ἀξιοσημείωτη σύγκλιση θέσεων, τήν ὁποία θά μπορούσαμε νά κωδικοποιήσουμε τρόπον τινά σέ δύο σημεῖα, τά ὁποία ἐκφράζουν πιστεύουμε καί τήν ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς συνοδικότητας. Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι ἡ διπλή σημασία τοῦ ὅρου συνοδικότητα καί τό δεύτερο ἡ θεολογική θεμελίωσή της
Εἶναι σημαντικό ὅτι ὀρθόδοξοι καί ρωμαιοκαθολικοί μποροῦμε νά τονίσουμε τήν διπλή αὐτή ἔννοια τῆς συνοδικότητας, μετά ἀπό ἕναν ὁλόκληρο αἰώνα ἐκκλησιολογικῆς ὤσμωσης. Ἡ συμφωνία αὐτή, ὅπως τό ὑπονοεῖ τό Κείμενο τῆς Ραβέννας παραπέμποντας μετά τό παραπάνω παράθεμα στήν ἰδέα τῆς sobornost, εἶναι πράγματι καρπός μίας ἀλληλεπίδρασης μεταξύ τῆς ὀρθόδοξης καί ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησιολογίας κατά τήν διάρκεια τοῦ 20ου αἰώνα, πού χαρακτηρίστηκε ὡς αἰώνας τῆς ἐκκλησιολογίας καί τῶν οἰκουμενικῶν σχέσεων.
Στή συνειδητοποίηση ὅτι ἡ συνοδικότητα ἀναφέρεται καί σέ ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας συνέβαλε ἡ θεολογία τῆς sobornost πού ἀνέπτυξαν οἱ λεγόμενοι σλαβόφιλοι θεολόγοι στό τέλος τοῦ 19ου αἰώνα καί ἡ ὁποία, χάρη στή ρωσική διασπορά, διαδόθηκε στή Δύση στίς ἀρχές τοῦ 20ου καί ἐπηρέασε ἐν συνεχείᾳ τή θεολογική ἀναγέννηση πού προετοίμασε τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο. Μπορεῖ ἡ θεωρία τῆς sobornost νά πάσχει σέ πολλά σημεῖα καί νά ἔγινε στή συνέχεια ἀντικείμενο κριτικῆς ἀπό ὅλους σχεδόν τούς ὀρθόδοξους θεολόγους, ἐντούτοις θύμισε τήν κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινότητας καί ὡς κοινωνίας καί ἐκκλησιακῆς συμφωνίας προσώπων, πού συναποτελοῦν τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἐκφράζουν τήν πίστη καί τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἀτυχῶς ὁ χῶρος ἐδῶ δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά παρουσιάσουμε τίς ἐνδιαφέρουσες θέσεις τοῦ κύριου ἐκφραστη της θεωρίας τῆςsobornost Α. Χομιακώφ, τοῦ πρώτου ὀρθόδοξου ἐκκλησιολόγου, κατά τόν Κάλλιστο Γουέαρ. Ἡ ἐκκλησιολογία αὐτή ἐπέδρασε στούς ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους καί βοήθησε καθοριστικά στήν ἀνάδειξη τῆς κοινοτικῆς φύσης τῆς Ἐκκλησίας σέ μία ἐποχή πού ἡ δυτική ἐκκλησιολογία ἦταν ἐπικεντρωμένη στήν ἱεραρχία καί στή θεσμική ἤ καί νομικίστικη θεώρηση τὴς Ἐκκλησίας. Μέσω θεολόγων, ὅπως ὁ Yves Congar, ἡ ὀρθόδοξη ἰδέα τῆςsobornost συνέβαλε ἔμμεσα ἀλλά καταλυτικά, στό πλαίσιο, βέβαια, καί τοῦ γνωστοῦ ressourcement (τῆς ἐπιστροφῆς δηλαδή στίς πηγές), στή διατύπωση τῆς, σύμφωνης καί μέ τήν κοινή μας παράδοση, διδασκαλίας τῆς δεύτερης Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ περί τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
ἡ συνοδικότητα δέν δηλώνει μόνο μία σύναξη ἐπισκόπων πού ἔχουν μία ἰδιαίτερη εὐθύνη, ἀλλά σημαίνει, ἐπίσης, ὅτι «κάθε μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δυνάμει τοῦ Βαπτίσματος, ἔχει τήν θέση καί τήν ἰδιαίτερη εὐθύνη του στήν εὐχαριστιακή κοινωνία». Μέ ἄλλα λόγια, ἡ συνοδικότητα δέν παραπέμπει ἀποκλειστικά στήν ἱεραρχική δομή τῆς Ἐκκλησίας (στόν θεσμό τῶν ἐπισκοπικῶν συνόδων) ἀλλά συνυποδηλώνει «μία θεμελιώδη ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας στήν ὁλότητά της», ἕνα ἐγγενές χαρακτηριστικό τοῦ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σύναξης τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ συνοδικότητα δηλώνει ὄχι μόνο ἕνα σύστημα ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης ἀλλά καί μία διαδικασία πού ἐμπλέκει καί ἐκφράζει ὅλη τήν ἐκκλησιακή κοινότητα. Φύλακας καί ἐγγυητής τῆς ἀληθείας δέν εἶναι μία ἀποκομμένη ἱεραρχία ἀλλά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ἐκφράζει καί τό Κείμενο τῆς Ραβέννας (§7):
Ὅλη η κοινότητα καί κάθε πρόσωπο ἐντός αὐτῆς εἶναι φορέας τῆς «εκκλησιαστικῆς συνειδήσεως», ὅπως τήν ἀποκαλεῖ ἡ ἑλληνική θεολογία, το sensus fidelium, κατά τήν λατινική ὁρολογία. Δυνάμει του Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος ἕκαστο μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἀσκεῖ μίαν μορφή αὐθεντίας ἐντός τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ὅλοι οἱ πιστοί (καί ὄχι μόνον οἱ ἐπίσκοποι) εἶναι ὑπεύθυνοι γιά τήν πίστη πού ὁμολογούν στό Βάπτισμά τους. Εἶναι κοινή διδασκαλία μας ὅτι ο λαός του Θεού, ἔχοντας λάβει «τό χρίσμα ἀπὸ τοῦ ἁγίου» (1 Ιω. 2:20 και 27), ἐν κοινωνίᾳ μετά τῶν ποιμένων του, δεν δύναται νά πλανηθεῖ σέ ζητήματα πίστεως (πρβλ. Ιω. 16:13).
Μέ βάση τίς δύο ἔννοιες θα μποροῦσαμε νά διακρίνουμε τήν συνοδικότητα σέ ἐκκλησιακή συνοδικότητα (conciliarité ecclésiale) καί σέ ἐπισκοπική συνοδικότητα (synodalité épiscopale). Καμία ἀντίθεση δέν ὑφίσταται μεταξύ τῶν δύο. Ἡ ἐκκλησιακή συνοδικότητα εἶναι ἡ βάση τῆς ἐπισκοπικῆς συνοδικότητας καί ἡ συνοδικότητα τῶν ἐπισκόπων εἶναι ἔκφραση τῆς συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως τονίζει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «εἶναι σφάλμα νά ἀντιθέτουμε τήν ἱεραρχία καί τόν λαό, ἀφοῦ ὁ λαός εἶναι ὀργανωμένος διὰ τῆς ἱεραρχίας καί ἡ ἱεραρχία βρίσκεται ἐν μέσῳ τοῦ χριστιανικοῦ λαοῦ». Ἡ σχέση αὐτή γίνεται πιό σαφής ὅταν εἰδωθεί ὑπό τό πρίσμα τῶν θεολογικῶν βάσεων τῆς συνοδικότητας.
Ἡ συνοδικότητα δηλώνει ὄχι μόνο ἕνα σύστημα ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης ἀλλά καί μία διαδικασία πού ἐμπλέκει καί ἐκφράζει ὅλη τήν ἐκκλησιακή κοινότητα. Φύλακας καί ἐγγυητής τῆς ἀληθείας δέν εἶναι μία ἀποκομμένη ἱεραρχία ἀλλά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ θεολογική θεμελίωση τῆς συνοδικότητας
Ἡ συνοδικότητα θεμελιώνεται θεολογικά στήν περί Ἁγίας Τριάδος διδασκαλία καί στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Σύμφωνα μέ τήν §5 τῆς Ραβέννας, «Ἡ συνοδικότητα ἀντανακλᾶ τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί βρίσκει σέ αὐτό τήν ὁλοκληρωτική θεμελίωσή της. Τά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος «ἀριθμοῦνται», ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος (Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 45), χωρίς ὁ χαρακτηρισμός ὡς «δευτέρου» ἤ «τρίτου» προσώπου νά ὑποδηλώνει κάποια μείωση ἤ ὑποταγή» (βλέπε καί τήν παράγραφο 6 τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας). Στό Κείμενο τοῦ Κιέτι §1 δηλώνεται μέ σαφήνεια ἡ σχέση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία καί τήν Ἁγία Τριάδα. Διαβάζουμε στήν πρώτη παράγραφο,
Ἡ ἐκκλησιακή Κοινωνία ἀπορρέει ἄμεσα ἀπό τήν Ἐνσάρκωση τοῦ αἰωνίου Λόγου τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ὁποία, μέ τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός, διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ Χριστός, ἐρχόμενος ἐπί τῆς γῆς, ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία ὡς τό Σώμα Του (βλ. Α΄ Κορ. 12:12-27). Ἡ ἑνότητα πού υπάρχει μεταξύ τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀντικατοπτρίζεται στήν κοινωνία μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής διαβεβαιώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «εἰκόνα» τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στόν Μυστικό Δεῖπνο, ὁ Ἰησούς Χριστός προσευχήθηκε στον Πατέρα Του: «τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ιω 17:11). Αὐτή ἡ Τριαδική ἑνότητα φανερώνεται στήν Θεία Εὐχαριστία, ὅπου ἡ Εκκλησία προσεύχεται στόν Θεό – Πατέρα διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Συνεπῶς, ἡ θεολογική βάση τῆς συνοδικότητας εἶναι ἡ λεγόμενη ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία γιά τούς ὀρθοδόξους (καί ὅπως φαίνεται καί γιά τούς ρωμαιοκαθολικούς) εἶναι ταυτόχρονα τριαδολογική καί εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία. Ἡ ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας παρουσιάζεται νά εἶναι σήμερα ἕνας κοινός τόπος μεταξύ τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, χωρίς, ὡστόσο, νά ταυτίζονται πάντα οἱ ἀντιλήψεις, ἡ κατανόηση καί οἱ πραγματώσεις πού καλύπτουν τήν ἔννοια τῆς «κοινωνίας». Πολλά θά μποροῦσαν νά εἰπωθοῦν γιά τήν ἱστορία, τό περιεχόμενο, τίς ἐπιδράσεις κλπ., τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς κοινωνίας καθώς καί γιά τήν εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία. Ἄς κρατήσουμε ἀπό τά Κείμενα τοῦ διαλόγου ὅτι ὀρθόδοξοι καί ρωμαιοκαθολικοί μοιράζονται τά θεμελιώδη ἐκκλησιολογικά στοιχεῖα τῆς συνοδικότητας, ἤτοι τήν Τριαδολογική βάση καί τήν εὐχαριστιακή πραγμάτωση.
ἡ θεολογική βάση τῆς συνοδικότητας εἶναι ἡ λεγόμενη ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία γιά τούς ὀρθοδόξους (καί ὅπως φαίνεται καί γιά τούς ρωμαιοκαθολικούς) εἶναι ταυτόχρονα τριαδολογική καί εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία. Ἡ ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας παρουσιάζεται νά εἶναι σήμερα ἕνας κοινός τόπος μεταξύ τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, χωρίς, ὡστόσο, νά ταυτίζονται πάντα οἱ ἀντιλήψεις, ἡ κατανόηση καί οἱ πραγματώσεις πού καλύπτουν τήν ἔννοια τῆς «κοινωνίας».
Ἡ συνοδικότητα, λοιπόν, α) θεμελιώνεται στό γεγονός τῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν πού ἔχει ὡς πρότυπό της τήν κοινωνία τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί β) πραγματώνεται στό γεγονός τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Μέ τόν ὅρο συνοδικότητα ἐκφράζουμε τήν κοινοτική καί κοινωνιακή (communionelle) φύση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς συνάθροισης τῶν ἀνθρώπων καί ὡς κοινῆς συλλογικῆς πορείας (συν-οδεύω), μέ κατεξοχήν βέβαια πράξη τοῦ «συνέρχεσθαι ἐπί τό αὐτό» τήν Εὐχαριστία. Εἶναι σημαντικό γιά τόν διάλογο νά διαπιστώσουμε ὅτι στό θέμα αὐτό σχεδόν μοιραζόμαστε θεωρητικά την ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας ἤ την εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία, παρά τίς ἐπιμέρους θεωρήσεις, τίς ἐννοιολογικές προϋποθέσεις καί τίς θεολογικές ἀποχρώσεις τῆς κάθε πλευρᾶς. Τό ἐρώτημα πού τίθεται καί παραμένει ἀνοικτό εἶναι τό πῶς αὐτή ἡ θεωρητική κατ’ ἀρχήν σύγκλιση μεταφράζεται σέ πράξη.
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος Μῆλτος εἶναι κληρικός καί γραμματέας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Δρ. Θεολογίας (Καθολικό Ἰνστιτοῦτο Παρισίων) καί Δρ. Ἱστορίας (Σορβόννη-Paris IV). Ἐπιστημονικός Συνεργάτης τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου καί μέλος (Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος) τῆς Μεικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν.
Τὸ κείμενο ἀποτελεῖ ἐλαφρῶς παραλλαγμένο ἀπόσπασμα τῆς Εἰσήγησης μέ θέμα «Συνοδικότητα: κλειδί στήν προσέγγιση ὀρθοδόξων καί ρωμαιοκαθολικῶν», ἡ ὁποία δόθηκε στήν Ἐκδήλωση τοῦ Ἰνστιτούτου Ἀνθρωπιστικῶν Ἐπιστημῶν (Κοινότητα Ἰησουϊτῶν Ἀθήνας), τήν Παρασκευή 22 Ἰανουαρίου 2021. Ὁλόκληρο τό κείμενο τῆς εἰσήγησης (μέ τίς ὐποσημειώσεις πού παραλείπονται ἐδῶ) θά δημοσιευθεῖ προσεχῶς στό περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ. Ἀναλυτικότερη παρουσίαση καί βιβλιογραφική θεμελίωση ὅσων καταγράφονται ἐδῶ μπορεῖ νά βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στό βιβλίο τοῦ συγγραφέα Collégialité et Synodalité, vers une compréhension commune entre catholiques et orthodoxes, Paris, Éditions du Cerf, 2019, collection « Unam sanctam, nouvelle série ».
Τὸ εἰκαστικὸ θέμα προέρχεται ἀπὸ τον πίνακα τοῦ Ιλιά Ρέπιν: “Θρηκευτική πομπή στο δάσος με τις βελανιδιές: Η φανερωμένη εικόνα”, 1878.