Σχετικά πρόσφατη (2024) είναι η ελληνική έκδοση του βιβλίου του Ορθοδόξου θεολόγου και στοχαστή David Bentley Hart «Αποκατάσταση των Πάντων: Κόλαση, Παράδεισος και Καθολική Σωτηρία» από τις εκδόσεις Ακρίτας (τίτλος πρωτοτύπου: That All Shall Be Saved: Heaven, Hell, and Universal Salvation) με επίμετρο του Νικολάου Ασπρούλη, όπου είχα τη χαρά να λειτουργήσω ως επιμελητής και συμμεταφραστής. Πρόκειται για ένα βιβλίο που προκάλεσε και προκαλεί εντονότατες συζητήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον αγγλόφωνο χώρο εν γένει, και δη στη δημόσια σφαίρα, όχι εντός των στενών τειχών της ακαδημαϊκής θεολογίας — μάλιστα, υπάρχει ειδικό λήμμα της Wikipedia με συγκομιδή βιβλιοκριτικών και της απάντησης του David Bentley Hart σε αυτές.
Το βιβλίο παρουσιάζει μια εκδοχή αποκαταστάσεως των πάντων—της θεολογικής θεώρησης, δηλαδή, ότι εν τέλει όλοι θα σωθούν, όχι όμως κατ’ ανάγκην με τον ίδιο τρόπο, με τον ίδιο βαθμό μετοχής στον Θεό. Όπως σημειώναμε και στον πρόλογο του βιβλίου, ελλείψει πληροφόρησης, υφίσταται συχνά μια αφελής κατανόηση του τι σημαίνει αποκατάσταση, ως εάν αυτή να σήμαινε απλώς ένα happy ending στο οποίο δεν υπάρχει κρίση, κόλαση, ή διαφοροποίηση μετοχής στην παρουσία του Θεού — κάτι το οποίο εξίσου συχνά εγείρει χονδροειδώς λανθασμένες επισημάνεις ότι η αποκατάσταση συνεπάγεται μια ακύρωση του αγώνα για σωτηρία, αφού εν τέλει όλοι θα σωθούν, μια ακύρωση της σημασίας της ενανθρώπησης και της ανάστασης του Χριστού, ένα αντικίνητρο για να μην αμαρτάνει κανείς, μια σχετικοποίηση των πάντων. Αξίζει να επισημανθεί ότι οι εκκλησιαστικές μορφές στις οποίες στηρίζεται το βιβλίο του David Bentley Hart, όπως ο Ωριγένης, ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και άλλοι, μιλούν για κάτι πολύ διαφορετικό. Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς ενδεχομένως να ισχυριστεί με ακρότητα, σε μια αντιδιαισθητική αντιστροφή, ότι το ενδεχόμενο της αποκατάστασης δεν είναι καν αναγκαστικά πιο αισιόδοξο από αυτό της, κατά το βιβλίο, «ινφερναλιστικής και κολασιοκρατικής» συνήθους εκδοχής ως προς τις ελπίδες των χριστιανών: στη δεύτερη περίπτωση, η όποια κατάληξη είναι τουλάχιστον τελική, χωρίς εκκρεμότητες: «ό,τι είναι να γίνει ας γίνει». Να το πούμε αλλιώς: θα ήταν μια πραγματικά χονδροειδής παρανάγνωση του βιβλίου το να θεωρήσει κανείς πως ισχυρίζεται ότι «δεν υπάρχει κόλαση», αφού ολόκληρη η χειρονομία του βιβλίου συνίσταται στη διερεύνηση του τι (θα μπορούσε να) είναι ακριβώς αυτή η κόλαση. Διότι, ευτυχώς, η δογματικά διατυπωθείσα Ορθόδοξη θεολογία έχει την αποφατική σοφία να μην υπεισέρχεται σε έναν… τοπογραφικό χάρτη της. (Αν και εξεδόθη μετά από το βιβλίο του Hart, είναι συναρπαστική η ιστορική μελέτη του Edward Siecienski, Beards, Azymes, and Purgatory: The Other Issues That Divided East and West, Oxford University Press 2023, όπου ιχνηλατείται αιώνα τον αιώνα το πώς η δυτική χριστιανοσύνη κατέληξε στο συγκεκριμένο καθολικό δόγμα περί παραδείσου, κολάσεως, καθαρτηρίου και limbo —μια ιστορική διαδικασία με σαφή στοιχεία ενδεχομενικότητας, όπως καταδεικνύεται— και ποια ήταν η απάντηση των Ορθοδόξων κατόπιν).
Είναι συμβατή με τη θεολογία εν όλω το να πιστεύει κανείς σε έναν κολασμό υποχρεωτικά και μετά βεβαιότητος ατελείωτον σε διάρκεια για όλους όσοι βρεθούν σε αυτόν, χωρίς ούτε τη δυνατότητα ούτε την επιθυμία του Θεού να μην αποτρέψει έναν έτερο δεδομένο πυλώνα της πίστης: «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται»; Τι μας λέει η Καινή Διαθήκη και το πατερικό κληροδότημα για ένα τέτοιο ενδεχόμενο;
Περισσότερα όμως γι’ αυτό στο ίδιο το βιβλίο, το οποίο είναι ένα δοκίμιο που εδράζεται σε μελέτες και έρευνα, όχι έρευνα καθ’ εαυτήν. Και το οποίο βιβλίο, με το κλασσικό ρητορικό ύφος του συγγραφέα του (η μετάφραση του οποίου, φεύ!, απλώς δεν είναι πλήρως εφικτή σε άλλη γλώσσα, με αποτέλεσμα η υφολογική απόλαυση της χάρης των μαχών που δίνει σε επί πτερύγων ανέμων γλώσσα αγγλική να μην έχει άλλη επιλογή από το να μεταφραστεί ως… περίπου υβρεολόγιο) ανοίγει κάποια πολύ ενδιαφέροντα θεολογικά ερωτήματα για όσους βρέθηκαν με τον κλήρο να ενδιαφέρονται για τέτοια. Εντελώς ενδεικτικά, γιατί το βιβλίο έχει πολύ ψωμί:
- Είναι συμβατή με τη θεολογία εν όλω το να πιστεύει κανείς σε έναν κολασμό υποχρεωτικά και μετά βεβαιότητος ατελείωτον σε διάρκεια για όλους όσοι βρεθούν σε αυτόν, χωρίς ούτε τη δυνατότητα ούτε την επιθυμία του Θεού να μην αποτρέψει έναν έτερο δεδομένο πυλώνα της πίστης: «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται»; Τι μας λέει η Καινή Διαθήκη και το πατερικό κληροδότημα για ένα τέτοιο ενδεχόμενο;
- Μπορούμε να μιλάμε για κόλαση ἀτελεύτητον ή αΐδιον, όταν μας παραδίδεται κόλαση αἰώνιος — δηλαδή, στην ελληνική της εποχής των διατυπώσεων, με χρονικό πέρας; (ενδεικτικά, βλ. Liddell-Scott-Jones, Cambridge Greek Lexicon του Πανεπιστημίου του Cambridge, το εξειδικευμένο πατρολογικό λεξικό του G. W. H. Lampe από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, κλπ. — όπου ο αἰὼν είναι περίοδος ζωής/ύπαρξης («τὸ τέλος τὸ περιέχον τὸν τῆς ἑκάστου ζωῆς χρόνον…αἰὼν ἑκάστου κέκληται», θα πει ο Αριστοτέλης), γενιά, εποχή, η ζωή κάποιου, το μέλλον (ὁ μέλλων αἰών), ολόκληρο το μέλλον (ὁ πᾶς/σύμπας αἰών, εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα), η μετά θάνατον ζωή, μακρά διάρκεια χρόνου, συγκεκριμένο και προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, μη συγκεκριμένο αλλά μακρό χρονικό διάστημα, αυτή εδώ η εποχή ή αυτός εδώ ο κόσμος (ὁ αἰὼν οὗτος), από τις απαρχές (ἐκ τοῦ αίώνος), όλο το παρελθόν (ἐξ ἅπαντος τοῦ αἰῶνος), και ούτω καθεξής. Αξίζει να μελετηθεί σχετικά, και όχι να απορριφθεί ρητορικά, το ενδεικτικό εκτενές μελέτημα των Ilaria L. E. Ramelli και David Konstan, Terms for Eternity: Aiônios and Aïdios in Classical and Christian Texts (Piscataway, NJ: Gorgias, 2013)
- Έχει ο άνθρωπος την πραγματική δυνατότητα να απορρίψει ολοκληρωτικά τη θεϊκή κλήση, εν τέλει την κλήση σε ύπαρξη; Όχι τη θεωρητική δυνατότητα, αλλά την πραγματική δυνατότητα. Το ερώτημα δεν τίθεται ρητορικά, ώστε να δοθεί μια αρνητική απάντηση σώνει και ντε, αλλά ως ένα συναρπαστικό θεολογικο-φιλοσοφικό ερώτημα, με εμφανώς ευρύτατες συνεπαγωγές, περί του πραγματικού περιεχομένου της ελευθερίας της θέλησης και βούλησης. Πέραν της νεωτερικής κατανόησής της ως ελευθερίας για-, ελευθερίας του σούπερ-μάρκετ: διατίθενται δώδεκα διαφορετικές μάρκες χούμμους, και έχω την ελευθερία επιλογής να διαλέξω αυτήν που θέλω — και πιο κοντά στη χριστιανική κατανόησή της κατά την ύστερη αρχαιότητα ως ελευθερία από-, π.χ. με την απελευθέρωση από τα πάθη να με καθιστά ελεύθερο. Εδώ οι διαφωνίες του π. Νικολάου Λουδοβίκου στο άρθρο του στη «Σύναξη» τχ. 171 με τον DBH (όπου θα αναφερθούμε οσονούπω) θα μπορούσαν να δώσουν το έναυσμα για έναν πραγματικά συναρπαστικό διάλογο. Η —το κατ’ εμέ συναρπαστική— συζήτηση περί ελευθερίας και του τι σημαίνει για τον άνθρωπο αποτελεί, σημειωτέον, θεμελιώδη πυλώνα του βιβλίου.
- Αν πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα σε αυτές τις τόσο περιοριστικές λέξεις, τι είναι πρωτίστως η κόλαση και ο κολασμός για τους Ορθοδόξους; Ποινική, τιμωρητική, εξοριστική, παιδαγωγική (προς τι, άμα δεν τελειώνει με τίποτα;), θεραπευτική, καθαρτική, προετοιμαστική για όσους δεν έχουν λευκό τον χιτώνα, κάτι άλλο, κάτι πέρα από αυτά;
Και λοιπά, και λοιπά, διότι τα παραπάνω είναι απλώς ενδεικτικά.
Εκ των πραγμάτων, το βιβλίο αυτό του Ορθοδόξου David Bentley Hart δεν γράφτηκε με τους Ορθοδόξους πρωτίστως κατά νου. Συνεπώς, μεγάλο του μέρος παραχωρείται σε καυγάδες μάλλον ξένους σε εμάς: την, θα τολμούσε κανείς να πει, αντικειμενικά διεστραμμένη εκδοχή κολάσεως και απόλυτου προορισμού των Καλβινιστών, καθώς και κάποιες αντίστοιχης διαστροφής αναγνώσεις πτυχών του ακινατισμού, μεταξύ άλλων. Τα ερωτήματα που θα έθετε πρώτα-πρώτα ένας Ορθόδοξος, δηλαδή το τι έχει αποφανθεί η αυθεντία των οικουμενικών συνόδων και η πατερική παρακαταθήκη για όλα τούτα, περιλαμβάνονται με ρώμη στο βιβλίο, όχι όμως στα πρώτα του κεφάλαια. Εξ ου και ήταν σώφρον να τεθούν πρώτα-πρώτα στον ελληνικό πρόλογο. Καταδικάστηκαν αυτά που σκιαγραφεί ο David Bentley Hart κατά την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο; Τι καταδικάστηκε στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο, και ποια είναι η διαφορά μεταξύ της Συνόδου εν Πνεύματι που μας οδηγεί σε πάσαν την αλήθειαν και σε παρα-συνοδικά αυτοκρατορικά αιτήματα για συλλογές υπογραφών σε ευκαιρίες… πέριξ της συνόδου; Τι σημαίνει πλέον «ωριγενισμός» τον έκτο φερ’ ειπείν αιώνα μ.Χ. (ή, αργότερα, στα κείμενα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού), με τον ίδιο τον Ωριγένη να ζει ανάμεσα στο 185 και 251 μ.Χ., και πόσα απ’ όσα περνούσαν τότε ως «Ωριγένης» ή «Ωριγενισμός» είχαν όντως σχέση με τον ίδιο τον Ωριγένη, τόσους αιώνες νωρίτερα; Άμα κάθε νύξη περί κάποιου είδους αποκαταστάσεως (πάει κι ο Νύσσης, πάει κι ο Μάξιμος), δηλαδή του πλήρως και ατελευτήτως αμετακλήτου του κολασμού για όλους, είναι αν-Ορθόδοξη, τότε ποια ακριβώς εκδοχή είναι η Ορθόδοξη, ενάντια δηλαδή στη σοφή αποφατική στάση της Εκκλησίας για τις λεπτομέρειες το ζητήματος; Καλώς ή κακώς, αυτά τα ερωτήματα είναι μάλλον ανοιχτά και εξόχως ενδιαφέροντα ιστορικοθεολογικώς, παρά κλειστά και αδιάφορα δογματικώς. Ας μου επιτραπεί μια εκτενής παράθεση από τα του προλόγου στο βιβλίο του Hart:
Τα ερωτήματα που θα έθετε πρώτα-πρώτα ένας Ορθόδοξος, δηλαδή το τι έχει αποφανθεί η αυθεντία των οικουμενικών συνόδων και η πατερική παρακαταθήκη για όλα τούτα, περιλαμβάνονται με ρώμη στο βιβλίο, όχι όμως στα πρώτα του κεφάλαια. Εξ ου και ήταν σώφρον να τεθούν πρώτα-πρώτα στον ελληνικό πρόλογο. Καταδικάστηκαν αυτά που σκιαγραφεί ο David Bentley Hart κατά την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο; Τι καταδικάστηκε στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο, και ποια είναι η διαφορά μεταξύ της Συνόδου εν Πνεύματι που μας οδηγεί σε πάσαν την αλήθειαν και σε παρα-συνοδικά αυτοκρατορικά αιτήματα για συλλογές υπογραφών σε ευκαιρίες… πέριξ της συνόδου;
Εδώ σχεδόν ακούμε τον αντίλογο που ερείδεται σε μια μάλλον πλημμελή εποπτεία της εκκλησιαστικής Ορθοδοξίας: «μα η περί της αποκαταστάσεως διδασκαλία αποτελεί αίρεση!» — πρώτα απ’ όλα, υπάρχουν διδασκαλίες στον πληθυντικό, όχι διδασκαλία στον ενικό — όπως και για πολλά άλλα ζητήματα. Ποια ακριβώς απ’ όλες είναι «αιρετική» και ποια «Ορθόδοξη»; Του αγίου Γρηγορίου Νύσσης (ο οποίος εξαίφνης καθίσταται αιρετικός); Του Ωριγένους; Του αγίου Μαξίμου το Ομολογητού; Του David Bentley Hart, καλή ώρα; Όλων των ανωτέρω; Κανενός εκ των ανωτέρω; Του δεύτερου και του τέταρτου, αλλά όχι του πρώτου και του τρίτου; Τα «αποκαταστασιακά» εδάφια της Γραφής είναι αιρετικά ή Ορθόδοξα; Συνεπώς, χρειάζεται μια κάποια αιδήμων ακριβολογία όταν αντιστοιχούμε ευρείες κατηγορίες σε συγκεκριμένες αποφάνσεις επ’ αυτών… «Μα ο Ωριγένης είναι αιρετικός, έχει καταδικαστεί από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο!». Το ζήτημα είναι ότι αυτό απλώς δεν ισχύει πραγματολογικά, παρά την περί του αντιθέτου περιρρέουσα αντίληψη.
Κατά τους τελευταίους τρεις αιώνες —όχι ακριβώς προχθές— έχει λάβει χώρα ενδελεχέστατη έρευνα ιστορικών και φιλολόγων ως προς το εάν το κομμάτι των αποφάσεων της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου (553 μ.Χ.) που αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην αποκατάσταση και στον Ωριγένη αποτελεί όντως μέρος των αποφάσεων και των πρακτικών της Συνόδου, ή λαθραία προσθήκη με αυτοκρατορική αυτουργία. Διότι το γεγονός ότι συγκεκριμένες διατυπώσεις αναπαράγονται σε κριτικοφιλολογικά απαρχαιωμένες συλλογές και ανθολογίες κανόνων δεν συνεπάγεται, φυσικά, ότι αυτές απετέλεσαν όντως μέρος των αντίστοιχων συνόδων — και αυτό που είναι δογματικά δεσμευτικό για την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το τι αποφασίστηκε στις Οικουμενικές Συνόδους, όχι τι προσετέθη λαθραία σε αυτές εκ των υστέρων και γράφτηκε/τυπώθηκε επανειλημμένως έκτοτε. Άλλωστε, όπως εύστοχα θα σημειώσει αλλού ο Hart, «το Ορθόδοξο δόγμα αποτελεί αρμοδιότητα των επτά Οικουμενικών Συνόδων, όχι ενός πολυκαιρισμένου συμφυρμού συνοδικών αποφάνσεων αλλά και παρα-συνοδικών και παρα-κανονικών απόψεων». Τα δεδομένα που έχουμε μέχρι στιγμής είναι ότι το εν λόγω σκέλος, τα δεκαπέντε αναθέματα, δεν αποτελούσε μέρος της Συνόδου, αλλά προσθήκη του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, για τους δικούς του πολιτικούς λόγους. Στα Πρακτικά της Συνόδου, όπως αυτά έχουν διασωθεί, τα αναθέματα δεν υφίστανται. Εξ ου και στην περίφημη, από τριακονταετίας πλέον, κριτική έκδοση του Norman P. Tanner με τις αποφάσεις των συνόδων, Decrees of the Ecumenical Councils (Georgetown University Press, 1990), τα εν λόγω αναθέματα δεν συμπεριλαμβάνονται, με την εξής λιτή σημείωση: «η έκδοσή μας δεν περιλαμβάνει το κείμενο των αναθεμάτων κατά του Ωριγένους, καθώς πρόσφατες μελέτες έχουν καταδείξει ότι αυτά τα αναθέματα δεν μπορούν να αποδοθούν σε αυτή τη Σύνοδο» (τόμος Α΄, σελ. 106). Παράλληλα, σε διάφορα επεισόδια της πολύ μεταγενέστερης του Ωριγένους χριστιανικής ιστορίας διαπιστώνουμε να πιστώνονται στον Ωριγένη κακοδοξίες —ενίοτε κάπως κωμικές— οι οποίες ουδόλως απαντούν στο έργο του, δημιουργώντας έτσι έναν μεταγενέστερο ή μάλλον αναδρομικό «ωριγενιστικό Ωριγένη» έχοντα ελάχιστη ή άλλοτε και καμία σχέση, με τον πραγματικό, ιστορικό «ωριγενικό Ωριγένη» του 2ου και του 3ου αιώνος μ.Χ. Περισσότερα στοιχεία για την ανυπαρξία των εν λόγω αναθεμάτων μπορεί να βρει ο αναγνώστης στην υποσημείωση, ένα εκτενές, χορταστικό, και μάλλον εξαντλητικό κείμενο για το ζήτημα.[1]
Συνεπώς, το ζήτημα δεν μπορεί να θεωρείται λήξαν εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας με μια απλή αναφορά στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο, για τον απλούστατο λόγο ότι πλέον γνωρίζουμε πως η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος δεν αποφάσισε κάτι τέτοιο. Η επιβίωση των αναθεμάτων σε διάφορες συλλογές κανόνων, η οποία δεν έχει δογματική ή ιστορική ή συνοδική εγκυρότητα όταν πλέον γνωρίζουμε πως πρόκειται περί αυτοκρατορικής προσθήκης, μας πληροφορεί μεν για τα πιστεύω και τη θεολογικοπολιτική ατζέντα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, αλλά δεν μας μεταφέρει κάποια πληροφορία για τη Σύνοδο καθ’ εαυτήν, οι πραγματικοί όροι της οποίας διασώζονται από ασφαλείς πηγές, χωρίς τα αναθέματα — και οι οποίοι συνιστούν τις, δεσμευτικές για τους Ορθοδόξους, αποφάσεις της Συνόδου. Και ευρύτερα όμως θα ήταν εφικτό να τεθεί το ερώτημα εάν θα μπορούσαμε να χρεώσουμε με ιστορική ειλικρίνεια ό,τι ενδέχεται να αναφέρεται ως «ωριγενιστές» ή ωριγενισμός τον 6ο αιώνα μ.Χ. και παραπέρα στην πραγματική ιστορική μορφή του Ωριγένους από τον 2ο και τον 3ο αιώνα μ.Χ., δεδομένου του τρόπου με τον οποίο τότε διασώζονταν ή δεν διασώζονταν τα κείμενα, ιδρύονταν σχολές και κύκλοι επιρροής οι οποίοι ήγειραν αξιώσεις για το τάδε ή δείνα ιστορικά σημαντικό για τους χριστιανούς όνομα, πολιτικοποιούνταν αναδρομικά οι συνθήκες και οι καταστάσεις, κ.ο.κ.
Όταν μια Εκκλησία όπως η Ορθόδοξη Εκκλησία δίνει δικαίως ιδιαίτερη, απροσμάχητη βαρύτητα στο ακριβές περιεχόμενο συγκεκριμένων συνόδων, των Οικουμενικών Συνόδων, θα ανέμενε κανείς εύλογα μια ιδιαίτερη, εξαντλητική ευαισθησία στη διερεύνηση του τι αποτυπώθηκε όντως σε αυτές τις συνόδους και τι όχι, δηλαδή τι ενδέχεται να είναι ύστερη προσθήκη, λαθραία εισαγωγή από την πολιτική εξουσία, και ούτω καθεξής. Αυτήν την εύλογη, ιδιαίτερη, εξαντλητική ευαισθησία δεν τη διαπιστώνουμε πάντοτε.
Αλλά και έτσι να μην είχαν τα πράγματα, χρειάζεται μια ιδιαίτερη επιφανειακότητα για να «ξεμπερδέψει» κανείς με τη μορφή ενός Ωριγένους με έναν τέτοιον τρόπο. Ο Ωριγένης είναι, ουσιαστικά, ο εφευρέτης της χριστιανικής εξηγητικής, της χριστιανικής απολογητικής, εν τέλει της χριστιανικής και πατερικής σκέψης, του χριστιανικού και πατερικού λόγου. Ασχέτως του με ποιες συγκεκριμένες τεχνικές αποσαφηνίσεις εξελίχθηκαν οι δογματικές διατυπώσεις της χριστιανικής μαρτυρίας αιώνες μετά τη ζωή του, είναι εντελώς απλά αδύνατον να συλλάβει κανείς την εξέλιξη και το περιεχόμενο της πατερικής σκέψης και της χριστιανικής παράδοσης ως εάν να μην υπήρχε ο Ωριγένης, ο οποίος απηχεί και αντηχεί στη σκέψη κάθε μετέπειτα Πατέρα της Εκκλησίας, είτε αναφέρεται ονομαστικά, είτε δεν αναφέρεται, είτε ακόμη αναφέρεται καταγγελτικά το ό,τι εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή έφερε αυθαίρετα την ταμπέλα του «ωριγενισμού», αιώνες κατόπιν εορτής. Εάν κάποιος μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο του «Πατέρα των Πατέρων της Εκκλησίας», αυτός θα ήταν ο Ωριγένης, διαπίστωση που δεν διαφεύγει της διεθνούς Ορθόδοξης θεολογίας σήμερα — εξ ου και κορυφαίοι Ορθόδοξοι θεολόγοι, όπως ο καθηγητής π. John Behr, αφιερώνονται στην κριτική έκδοση έργων του και στη μετάφρασή τους (Βλ. π. John Behr, Origen: On First Principles, Oxford University Press 2017). Εάν εφαρμόζαμε το κριτήριο ότι η σκέψη ενός χριστιανού που έζησε ανάμεσα στον δεύτερο και στον τρίτο αιώνα μ.Χ. θα πρέπει να κριθεί και να κατακριθεί με τις «τεχνικές προδιαγραφές» της διατύπωσης του δόγματος κατά τον έκτο αιώνα μ.Χ. και παραπέρα σε όλους τους Πατέρες, τότε θα έπρεπε να… είχαν αναθεματιστεί οι μισοί — ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο πρώιμος άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής σύμφωνα με τα κριτήρια που θέτει η σκέψη του ύστερου αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, και ούτω καθεξής. Είναι κάπως εντυπωσιακό το ότι στην κατ’ εξοχήν Εκκλησία που δικαίως επαίρεται για την επικέντρωσή της στην παράδοση και δη στην πρώιμη ανατολική χριστιανική παράδοση, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ενίοτε αντιμετωπίζεται η εξέλιξη της πρώιμης ειδικά παράδοσης με τέτοια βιασύνη και αναδρομικά κριτήρια.
Ο Ωριγένης είναι, ουσιαστικά, ο εφευρέτης της χριστιανικής εξηγητικής, της χριστιανικής απολογητικής, εν τέλει της χριστιανικής και πατερικής σκέψης, του χριστιανικού και πατερικού λόγου. Ασχέτως του με ποιες συγκεκριμένες τεχνικές αποσαφηνίσεις εξελίχθηκαν οι δογματικές διατυπώσεις της χριστιανικής μαρτυρίας αιώνες μετά τη ζωή του, είναι εντελώς απλά αδύνατον να συλλάβει κανείς την εξέλιξη και το περιεχόμενο της πατερικής σκέψης και της χριστιανικής παράδοσης ως εάν να μην υπήρχε ο Ωριγένης, ο οποίος απηχεί και αντηχεί στη σκέψη κάθε μετέπειτα Πατέρα της Εκκλησίας, είτε αναφέρεται ονομαστικά, είτε δεν αναφέρεται, είτε ακόμη αναφέρεται καταγγελτικά το ό,τι εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή έφερε αυθαίρετα την ταμπέλα του «ωριγενισμού», αιώνες κατόπιν εορτής. Εάν κάποιος μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο του «Πατέρα των Πατέρων της Εκκλησίας», αυτός θα ήταν ο Ωριγένης, διαπίστωση που δεν διαφεύγει της διεθνούς Ορθόδοξης θεολογίας σήμερα — εξ ου και κορυφαίοι Ορθόδοξοι θεολόγοι, όπως ο καθηγητής π. John Behr, αφιερώνονται στην κριτική έκδοση έργων του και στη μετάφρασή τους
Στο 171ο τεύχος της «Σύναξης», το βιβλίο του Hart τιμήθηκε με σχόλιο δυο επιφανών Ελλήνων θεολόγων: του π. Νικολάου Λουδοβίκου και του π. Δημητρίου Μπαθρέλλου. Το κείμενο του π. Νικολάου αποτελεί πολύτιμη συνεισφορά: τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος του συνδιαλέγεται ρητώς με την κατεξοχήν απορία του βιβλίου του Hart, ενώ στο κυρίως σώμα του αντιπαρατίθεται με τον Hart ως προς το ζήτημα της ελευθερίας, της θέλησης, της ανάγνωσης του Μαξίμου, κ.ο.κ. Θα ήταν συναρπαστικό να συνομιλούσαν ζωντανά με τον συγγραφέα, με χρόνο άπλετο για εμβάθυνση εξ αμφοτέρων. Με διαφορετικό αλλά εξίσου καίριο τρόπο, το κείμενο του π. Δημητρίου αποτελεί εξίσου πολύτιμη συνεισφορά — θα τολμούσα μάλιστα να πω, υπογραμμίζει την αναγκαιότητα της συζήτησης που ανοίγει ο Hart για όσους ενδιαφέρονται για τέτοια ζητήματα με ακόμα πιο σαφή τρόπο.
Ο π. Δημήτριος εκκινεί με την επαναδιατύπωση της οριστικής Ορθόδοξης καταδίκης του Ωριγένους, νοουμένου ως κάθε εκδοχής Ωριγένους και ωριγενισμού ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Παραθέτει δυο «συλλογές αναθεμάτων». Η πρώτη είναι, κατά τα γραφόμενά του, «διάταγμα του Ιουστινιανού κατά το έτος 543» — κάτι που μας θυμίζει (δίπλα στις μαρτυρικές περιπέτειες του αγίου Μαξίμου απέναντι σε αυτοκράτορες που ήθελαν σώνει και ντε να επιβάλουν τον μονοθελητισμό/μονοενεργητισμό για πολιτικούς λόγους) πόσο σημαντικό είναι να μην δογματίζουν οι πολιτικές εξουσίες, παράδοση που συνεχίζεται δυναμικά στις ημέρες μας με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να αποφαίνεται ως προς το τι συνιστά αμάρτημα και τι όχι παρά τοις Ορθοδόξοις. Ο π. Δημήτριος προχωρά με τη διαβεβαίωση πως η πλειονότητα των ειδικών (;) αποφαίνεται πως η έγκριση του αυτοκρατορικού αιτήματος συγκεκριμένης διατύπωσης αναθεμάτων έλαβε χώρα μετά την έναρξη της Ε΄ Οικουμενικής συνόδου και όχι πριν από αυτήν, συνεπώς το θέμα θεωρείται λήξαν: «τὰ τοῦ Ὠριγένους μυθεύματα» είναι αναθεματισμένα. Ποια όμως είναι συγκεκριμένα «τὰ τοῦ Ὠριγένους μυθεύματα» — διότι αν είναι ό,τι έχει πει ο πραγματικός ιστορικός Ωριγένης, και όχι κάποια απ’ όσα διατύπωσε ο χρονικά πριν από κάθε Οικουμενική σύνοδο δογματικών όρων συγγράψας, τότε αναθεματίζεται ένα γιγαντιαίο σκέλος τόσο της κοινής στους επομένους Πατέρες σκέψης αλλά και της βιβλικής ερμηνευτικής της εκκλησίας, όπερ άτοπον. Αναφέρεται πως «η καταδίκη της αποκατάστασης των πάντων [σ.σ.: ποιας απ’ όλες;] εξέφραζε την καθολική πίστη της Εκκλησίας», αλλά μάλλον εννοείται ακριβώς αυτό που δεν υποστηρίζει το βιβλίο, ήτοι κάποια εκδοχή ανυπαρξίας της κόλασης. Μολαταύτα, με απόλυτη βεβαιότητα ο π. Δημήτριος προχωρά στην εμφατική διατύπωση «του αυτονοήτου», ότι «η αιωνιότητα της κόλασης δεν αποτελεί θεολογούμενο αλλά επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας, που μαρτυρείται από τη Βίβλο, τις Οικουμενικές Συνόδους και το consensus patrum, με μόνη αξιομνημόνευτη εξαίρεση τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της Ramelli, σε σχετικό έργο της οποίας παραπέμπουν οι συγγραφείς του προλόγου και του επιμέτρου του βιβλίου, στηρίζονται σε σοβαρότατες παρανοήσεις και παρερμηνείες των πηγών». Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η τοποθέτηση, ανεξαρτήτως του εάν είναι ορθή η όχι, είναι τα πάντα εκτός από αυτονόητη: π.χ., μια κάπως διαφορετική εικόνα αναδύεται, ενδεικτικά, στο βιβλίο του πρ. Μητροπολίτη Ιλαρίωνος (Αλφέγιεφ), Christ the Conqueror of Hell: The Descent Into Hades from an Orthodox Perspective, St Vladimir’s Seminary Press 2009, αλλά και του μακαριστού Καλλίστου Ware και ουκ ολίγων άλλων λογίων Ορθοδόξων επισκόπων. Κατόπιν διαβεβαιώνονται οι αναγνώστες από τον π. Δημήτριο πως «ο Hart δεν γράφει ούτε ως τέκνο ούτε, πολύ περισσότερο, ως θεολόγος της Εκκλησίας», αφού το βιβλίο έχει «εμφανή τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πλάνης», σ. 92 της «Σύναξης» τχ. 171, ένα βιβλίο που είναι «χαοτικό και φλύαρο», απωθώντας «ακόμα και τον καλοπροαίρετο αναγνώστη», σ. 93 της «Σύναξης» τχ. 171: για τα δύο τελευταία, ας σημειωθούν εκ του συναυτουργού οι καθ’ αυτούς περιορισμοί της ελληνικής μετάφρασης, που στην περίπτωση του πραγματικού στυλίστα της αγγλικής Hart θέτει πάντοτε πολύ επίπονες προκλήσεις.
[…]το αἰώνιος ως αΐδιος ή ἀτελεύτητος, το γιατί τα αναθέματα δεν συμπεριλαμβάνονται σε συγκεκριμένες κριτικές εκδόσεις των πρακτικών της Ε΄ Οικουμενικής και εάν ήταν πραγματικά μέρος της ή όχι, το τι σημαίνει τέλος πάντων «Ωριγένης» και «Ωριγενισμός» τον έκτο αιώνα μ.Χ. και τι όχι, το τι και μέχρι πού μπορεί να θεωρηθεί με ασφάλεια ως τελεσιδίκως και με οικουμενικοσυνοδική αυθεντία δογματισθέν και από πού και πέρα αρχίζουν τα θεολογούμενα.
Αυτό που με ενδιαφέρει στο παρόν σημείωμα δεν είναι να διαφωνήσω με τα παραπάνω ως προς το κατ’ εμέ συναρπαστικό βιβλίο που συμμετέφρασα: άλλωστε, προφανώς, ούτε δύναμαι αντικειμενικά αλλά ούτε κι επιθυμώ να νοσφιστώ τον απαντητικό ρόλο του συγγραφέα του βιβλίου. Πάντως, εκφράζω μια δυστοκία να αποφανθώ με απόλυτη βεβαιότητα για το αν έχει οποιαδήποτε αξία ή όχι το ομολογουμένως μνημειώδες (και σε έκταση!) εγχείρημα της οπωσδήποτε όχι τυχαίας Ilaria L. E. Ramelli, The Christian Doctrine of Apokatastasis: a Critical Assessment from the New Testament to Eriugena (Supplements to Vigiliae Christianae 120, Leiden: Brill, 2013), με σύνοψή του το A Larger Hope? Universal Salvation from Christian Beginnings to Julian of Norwich (Eugene, Oregon: Cascade, 2019). Εξομολογούμαι ότι το εύρος του ζητήματος υπερβαίνει την ικανότητά μου να αποφανθώ με δεδομένη βεβαιότητα και αυθεντία και να μπορέσω να πετάξω τη συγκομιδή τεκμηρίων της Ramelli στον σκουπιδοτενεκέ (αν μη τι άλλο, διότι δεν χωράει: 912 σελίδες Brill). Εν γένει, ενεός από το εύρος αυτών των ζητημάτων και τον όγκο της σκευής κάθε είδους —από την αμιγώς θεολογική και δογματική, δηλαδή επίγνωσης και του μέχρι πού έχει δογματίσει η Εκκλησία με αυθεντία, και την ιστορικοφιλολογική μέχρι τη απαραίτητη αυθεντικά φιλοσοφική— που χρειάζεται για να τοποθετηθεί κανείς σε αυτά, δεν έχω άλλη επιλογή παρά να πλοηγούμαι με μια σχεδία ανάμεσά τους, αφού σε όλους μας έλαχε ο αλλόκοτος κλήρος να ενδιαφερόμαστε γι’ αυτά τα πελώρια ζητήματα.
Ξεκίνησα αυτό το σχόλιο σημειώνοντας πως «με διαφορετικό αλλά εξίσου καίριο τρόπο, το κείμενο του π. Δημητρίου αποτελεί εξίσου πολύτιμη συνεισφορά» στη συζήτηση για το βιβλίο του Hart. Ο λόγος είναι ακριβώς πως υπογραμμίζονται οι πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις σε αυτά τα ζητήματα, όλες τους με την αξίωση της ορθής και τελεσίδικης ανάγνωσης των, πέραν των θεολογικών, ιστορικών και ενίοτε ιστορικοφιλολογικών διακυβευμάτων επί των οποίων επικάθονται τα ερωτήματα του βιβλίου: το αἰώνιος ως αΐδιος ή ἀτελεύτητος, το γιατί τα αναθέματα δεν συμπεριλαμβάνονται σε συγκεκριμένες κριτικές εκδόσεις των πρακτικών της Ε΄ Οικουμενικής και εάν ήταν πραγματικά μέρος της ή όχι, το τι σημαίνει τέλος πάντων «Ωριγένης» και «Ωριγενισμός» τον έκτο αιώνα μ.Χ. και τι όχι, το τι και μέχρι πού μπορεί να θεωρηθεί με ασφάλεια ως τελεσιδίκως και με οικουμενικοσυνοδική αυθεντία δογματισθέν και από πού και πέρα αρχίζουν τα θεολογούμενα. Όταν στα ίδια θέματα που ανοίγει το βιβλίο του Hart με τον γνώριμο (και τόσο γλωσσικά απολαυστικό στο αγγλικό πρωτότυπο) σαρωτικό του τρόπο απαντούν με εξίσου δεδομένη αξίωση τελεσίδικης ιστορικής κρίσης τόσο από τη μία πλευρά (βλ. ενδεικτικά τη βιβλιοκριτική του π. Δημητρίου ως άνω, αλλά και πολλών από τις αγγλικές κριτικές που αθροίζονται στο λήμμα της Wikipedia στην αρχή) όσο και από την άλλη —βλ. ενδεικτικά μια εκτενέστατη συνεισφορά γνώμης περί του αντιθέτου πέραν της εκτενούς έρευνας όχι μόνον της Ramelli αλλά και αρκετών άλλων), αυτό που προκύπτει με εμφάνεια είναι το ότι σημαντικές πτυχές αυτών των ερωτημάτων παραμένουν ανοιχτές, ή μάλλον ορθάνοιχτες. Η σκηνή αυτή έχει ψωμί.
[1] π. Aidan Kimel, ‘Did the Fifth Ecumenical Council Condemn Universal Salvation?’, 31 Μαΐου 2020, https://afkimel.wordpress.com/2020/05/31/did-the-fifth-ecumenical-council-condemn-universal-salvation/.