Ακούστε το άρθρο:
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος υπήρξε μια σύγχρονη μορφή της χριστιανικής Εκκλησίας διεθνούς ακτινοβολίας χάρη στα σπάνια χαρίσματα και το έργο του. Πρωτοστάτησε στην αναβίωση της ορθόδοξης μαρτυρίας στην οικουμένη και στην καλλιέργεια της ειρήνης και της συμφιλίωσης των θρησκευτικών ετεροτήτων. Από όλες τις θέσεις που ανέλαβε, βασική του επιδίωξη αποτέλεσε η μετάδοση του μηνύματος του Ευαγγελίου. Καθοριστικός παράγοντας για τον τρόπο παρουσίασης και μεταφοράς αυτού του μηνύματος υπήρξαν οι ποικίλοι αποδέκτες.
Κατηχητική διακονία
Στα φοιτητικά του χρόνια διακόνησε ως κατηχητής στον άγιο Κωνσταντίνο Ομόνοιας και σε φοιτητικές κατασκηνώσεις. Με ζήλο και βιωματικό τρόπο δίδαξε στους μαθητές και στους φοιτητές την Αγία Γραφή και την ορθόδοξη παράδοση. Λίγα χρόνια αργότερα και κατόπιν επίσημης ανάθεσης από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος προετοίμασε και δημοσίευσε 3 τόμους με κατηχητικά μαθήματα, που ακόμη και σήμερα διατηρούν τη φρεσκάδα τους.
Το Πορευθέντες, η θεολογία της ιεραποστολής και η έμπρακτη εν Χριστώ μαρτυρία
Εξάλλου ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος υπήρξε εκλεγμένος Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής για την Εξωτερική Ιεραποστολή και αντιπρόεδρος για πολλά έτη του «Συνδέσμου» (1964-1972), υπεύθυνος έκδοσης του περιοδικού Πορευθέντες, καθώς και της διεύθυνσης του ομότιτλου «Διορθόδοξου Ιεραποστολικού Κέντρου». Επιμελήθηκε και υπόγραψε μεγάλο μέρος της ύλης και είχε αναλάβει την πληροφόρηση των αναγνωστών σχετικά με την τρέχουσα επικαιρότητα στις νεοϊδρυθείσες ανά τον κόσμο εκκλησίες και την υποστήριξή τους από τους παραδοσιακά Ορθόδοξους.
Πολύ εύστοχα παρατηρεί η ομότιμη καθηγήτρια Δήμητρα Κούκουρα, ότι «η αναζωπύρωση του ιεραποστολικού πνεύματος σημειώθηκε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1960, με τη θεολογική τεκμηρίωση της ιεραποστολής, τις πρωτοβουλίες και το προσωπικό παράδειγμα του νυν Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου»
Ιδιαίτερη σημασία έχουν τα μελετήματά του που δημοσιεύτηκαν στο Πορευθέντες, τα οποία διέπονται από θεολογική εμβρίθεια και ταυτόχρονη αγωνία για ιεραποστολική αφύπνιση. Σχεδόν σε όλα αυτά συνέδεσε τη φύση του εκκλησιαστικού γεγονότος με τη λυτρωτική αποστολή της Εκκλησίας. Αυτά τα άρθρα, αν και πολλά δημοσιεύτηκαν πριν από 65 έτη, διατηρούν τη ζωντάνια της διαχρονικότητας και την επιστημονική τεκμηρίωση. Σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσαν τη θεολογική θεμελίωση της μαρτυρίας και ενέπνευσαν την ιεραποστολική επανεργοποίηση στον ορθόδοξο κόσμο.
Ένα ακόμη στοιχείο της προσφοράς του, το οποίο διέπεται από την αρμονική συλλειτουργία της θεολογικής μαρτυρίας και της εκκλησιαστικής έμπρακτης ιεραποστολικής εργασίας. Ο συνδυασμός αυτός παρατηρείται έντονα στα κείμενα οργάνωσης των πρωτοβουλιών για την αφύπνιση της μαρτυρίας. Ωστόσο, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα λειτουργικής εναρμόνισης θεωρίας και πράξης απαντά στην προσωπική του διακονία στα ιεραποστολικά κλιμάκια της Ανατολικής Αφρικής, η οποία ξεκίνησε το 1964, και μάλιστα την ίδια μέρα της χειροτονίας του σε πρεσβύτερο. Από εκεί μεριμνούσε για την πληροφόρηση των ορθόδοξων αναγνωστών για τις πρώτες εμπειρίες από τον ιεραποστολικό στίβο με θεολογικό λόγο πάντα μεστό. Πολύ εύστοχα παρατηρεί η ομότιμη καθηγήτρια Δήμητρα Κούκουρα, ότι «η αναζωπύρωση του ιεραποστολικού πνεύματος σημειώθηκε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1960, με τη θεολογική τεκμηρίωση της ιεραποστολής, τις πρωτοβουλίες και το προσωπικό παράδειγμα του νυν Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου» [1].
Ακαδημαϊκός δάσκαλος, θρησκειολογική έρευνα, οικουμενικές επαφές και ιεραποστολή
Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι η διεύθυνση του Πορευθέντες συμπορευόταν ταυτόχρονα με τις μεταπτυχιακές σπουδές στη Θρησκειολογία στη Γερμανία το 1965. Ταυτόχρονα με τις σπουδές του πρόσφερε τη διακονία σε τοπικές ενορίες της Μητρόπολης Γερμανίας, ενώ πλείστες φορές πήγε στην Αφρική για να συνεχίσει το έργο του και να μελετήσει επί τόπου τις εγχώριες θρησκείες. Ο ομότιμος καθηγητής Γρηγόριος Ζιάκας παρατηρεί ότι ο Αρχιεπίσκοπος «για να φέρει εις πέρας το έργο της Ιεραποστολής συνδύασε την πείρα ζωής αιώνων της Ορθοδοξίας και τα πορίσματα της σύγχρονης θρησκειολογικής έρευνας» [2].
Την επόμενη δεκαετία εκλέχτηκε Έκτακτος Καθηγητής της έδρας της Ιστορίας των Θρησκευμάτων του Πανεπιστημίου των Αθηνών (Απρίλιος 1972) και τιτουλάριος Επίσκοπος Ανδρούσης (19-11-1972). Επίσης από το 1984-1991 είχε εκλεγεί Συντονιστής (Moderator) της «Επιτροπής Παγκοσμίου Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού» του Π.Σ.Ε. και παράλληλα είχε ορισθεί τοποτηρητής της Ιεράς Μητρόπολης Ειρηνουπόλεως (Ανατολικής Αφρικής), όπου συγκρότησε την Πατριαρχική Σχολή «Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄». Από όλες αυτές τις θέσεις διαρκής προσπάθειά του υπήρξε η ενδυνάμωση της ορθόδοξης μαρτυρίας.
Επίσης, τα κατά καιρούς δημοσιευμένα εκτενή χρονογραφήματά του αποτυπώνουν ρεαλιστικά τις πάμπολλες δυσκολίες αλλά και τη χαρά της διακονικής μαρτυρίας. Η προσεκτική μελέτη αυτών των μελετημάτων δύναται να συνθέσει την ιστορία του ευαγγελισμού της Ανατολικής Αφρικής κατά τη δεκαετία του ’80 και ταυτόχρονα να φανερώσει τις μεθόδους και τους τρόπους μεταφοράς του Ευαγγελίου στη σύγχρονη εποχή. Επιπρόσθετα, η πολύπλευρη ιεραποστολική του εργασίας έθεσε τις βάσεις για την οργάνωση και την περαιτέρω ανάπτυξη της ορθόδοξης μαρτυρίας στην οικουμένη
Αποστολική Διακονία και Πάντα τα Έθνη: η χριστιανική μαρτυρία ως ευαγγελισμός και επανευαγγελισμός
Εξάλλου ως Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδας έθεσε τις βάσεις για τον επανευαγγελισμό μέσα από το κήρυγμα και τη χριστιανική αγωγή. Ωστόσο, η μέριμνά του για την ιεραποστολική ενημέρωση των Ορθόδοξων της Ελλάδας, παρόλη την οικουμενική του μαρτυρία, δεν σταμάτησε στο περιοδικό Πορευθέντες. Συνεχίστηκε με την ίδρυση και τη διεύθυνση του επίσημου ιεραποστολικού περιοδικού της Εκκλησίας της Ελλάδας Πάντα τα Έθνη από το 1981 μέχρι και το 1992 που εκλέχτηκε Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας. Στο περιοδικό αυτό συνέγραψε πολλά θεολογικά μελετήματα, δημοσίευσε εισηγήσεις του από τα οικουμενικά fora και συνέταξε ορισμένα από τα εισαγωγικά σημειώματα του περιοδικού. Επίσης, τα κατά καιρούς δημοσιευμένα εκτενή χρονογραφήματά του αποτυπώνουν ρεαλιστικά τις πάμπολλες δυσκολίες αλλά και τη χαρά της διακονικής μαρτυρίας. Η προσεκτική μελέτη αυτών των μελετημάτων δύναται να συνθέσει την ιστορία του ευαγγελισμού της Ανατολικής Αφρικής κατά τη δεκαετία του ’80 και ταυτόχρονα να φανερώσει τις μεθόδους και τους τρόπους μεταφοράς του Ευαγγελίου στη σύγχρονη εποχή. Επιπρόσθετα, η πολύπλευρη ιεραποστολική του εργασίας έθεσε τις βάσεις για την οργάνωση και την περαιτέρω ανάπτυξη της ορθόδοξης μαρτυρίας στην οικουμένη.
Ενορχηστρωτής της ανασυγκρότησης της Εκκλησίας της Αλβανίας
Το έτος 1992 η εκλογή του στην εκ θεμελίων κατεστραμμένη Εκκλησία της Αλβανίας αποτελεί την κορύφωση της ιεραποστολικής του διακονίας, ενώ μέχρι σήμερα κατόρθωσε μέσα από τεράστιες δυσκολίες να ανασυγκροτήσει την επί 23 έτη διαλυμένη Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας.
Συνοψίζοντας, ο Αρχιεπίσκοπος διαρκώς τόνιζε ότι «ο Χριστός δεν είναι απλώς ένας προφήτης ή μια θεωρία. Είναι ζωή: Η Ζωή». Ο ίδιος βίωσε την εν Χριστώ ζωή, μετέδωσε το μήνυμα του Ευαγγελίου με λόγο και ήθος, δίδαξε απλόχερα και αυτοθυσιαστικά την Αγάπη του Χριστού, εργάσθηκε για την Ειρήνη, την Ενότητα και την Αλληλεγγύη με τρόπο αυτοθυσιαστικό και γι’ αυτό Αναστάσιμο.
Στην περίπτωση της ανασυγκρότησης της Εκκλησίας της Αλβανίας το κήρυγμα επιδίωκε σε κάθε περίσταση την οικοδομή στην πίστη των Ορθοδόξων με λόγια απλά, ζωντανά και κατανοητά στην τοπική νοοτροπία. Τα πρώτα έτη το κήρυγμα του Αρχιεπισκόπου και των Ελλήνων και Αμερικανών συνεργατών του γινόταν με τη βοήθεια διερμηνέων στην αλβανική γλώσσα ή τις άλλες διαλέκτους. Σύντομα όμως, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος άρχισε να τελεί τη θεία λειτουργία στην αλβανική γλώσσα και κατά το δυνατόν να επικοινωνεί προφορικά με το πλήρωμα της Εκκλησίας στη γλώσσα αυτή. Συγχρόνως όμως, χρησιμοποιήθηκαν οι γλώσσες και διάλεκτοι κάθε μειονότητας και έτσι αποδόθηκε ο ίδιος σεβασμός σε όλες τις κοινότητες που μέλη τους ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Συνάμα συνέχισε την έκδοση έντυπων μέσων στην αλβανική γλώσσα, όπως της εφημερίδας Ngjallja, του εκκλησιαστικού περιοδικού Kerkim, του παιδικού Gezohu, του νεανικού Kambanat, του φοιτητικού Fjala και του ενημερωτικού δελτίου News from Orthodoxy in Albania. Δίκαια επισημαίνει ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου ότι «η θεολογία του Αναστασίου δεν αναγνωρίζει αγίους τόπους, αλλά κάνει αγίους τους τόπους» [3]. Σε αυτό το πλαίσιο ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος εργάσθηκε για τη γνώση των βασικών χριστιανικών αληθειών από κάθε ορθόδοξο και ειδικά για τους νέους.
Διαθρησκειακές σχέσεις και διάλογος για την ειρήνη στον κόσμο
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος ανέδειξε εξάλλου ότι η συμμετοχή των Ορθοδόξων στον διαθρησκειακό διάλογο αποτελεί άλλη μια μορφή μαρτυρίας. Ιδιαίτερη σημασία έχει ότι ανέδειξε τη σπουδαιότητα του διαθρησκειακού διαλόγου για την καλλιέργεια της ειρηνικής συνύπαρξης των χριστιανών και μουσουλμάνων αλλά και των υπόλοιπων θρησκευτικών ετεροτήτων που ζουν στον ίδιο τόπο. Με βάση την ορθόδοξη παράδοση αρχιτεκτόνησε το πλαίσιο για τον διαθρησκειακό διάλογο, επισημαίνοντας τα κοινά θρησκευτικά στοιχεία, τις κοινές ανθρωπολογικές αναπαραστάσεις και αξίες. Όσον αφορά τη μέθοδο του διαλόγου επισήμανε την ανάγκη για εξέταση των κοινών θέσεων, τη διαφωνία με ευγένεια και σαφήνεια, τον σεβασμό και τη νηφαλιότητα δίχως φανατισμό και προσβολές. Δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι είναι αναγκαίο να επισημαίνεται η απουσία συμφωνίας αλλά και η αμοιβαία εκτίμηση.
Η Λειτουργία μετά τη Λειτουργία
Σε όλη του τη θεολογική εργασία και την εκκλησιαστική διακονία, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος επιδίωξε το κήρυγμα να στοχεύει στην ενεργοποίηση του βιώματος της λειτουργίας μετά τη Λειτουργία. Σχετικά με την προτροπή αυτή ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος επισημαίνει σε ένα κείμενό του: «Βιώνοντας ο πιστός στη Λειτουργία την κοινωνία με τον Θεό […] ευρύνει τους ορίζοντες της σκέψεως και των ενδιαφερόντων του, αποκτά εσωτερικές δυνάμεις για τη συνέχιση μιας βιωματικής λειτουργίας μέσα στη ζωή: Για την ουσιαστική, δηλαδή, προώθηση της αδελφοσύνης στον κόσμο, τη γεφύρωση των διεστώτων, την κατάλυση κάθε είδους πολιτιστικών, γλωσσικών, πολιτικών φραγμών. Υπάρχει μια άλλης μορφής λειτουργία (“έργον λαού”). Χάριν του λαού, την οποία οφείλει κάθε πιστός να συνεχίζει προσωπικά μετά την τέλεση της Λειτουργίας στο ναό. “Μια λειτουργία μετά τη Λειτουργία”. Έτσι, η Λειτουργία γίνεται ζωή και ολόκληρη η ζωή υψώνεται σε Θεία Λειτουργία» [4].
Το 1995, ο Νίκος Ματσούκας ως Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ κατά την τελετή αναγόρευσης του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου ως Επίτιμου Διδάκτορα στο Τμήμα Θεολογίας το 1995 τον προσφώνησε με τα εξής λόγια: «Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είναι ο κατά Γρηγόριον Θεολόγον κατορθωκώς βίον και λόγον» [5]. Τα λόγια αυτά χαρακτηρίζουν το μεγαλείο της δράσης και της θεολογικής συμπόρευσης του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου.
Συνοψίζοντας, ο Αρχιεπίσκοπος διαρκώς τόνιζε ότι «ο Χριστός δεν είναι απλώς ένας προφήτης ή μια θεωρία. Είναι ζωή: Η Ζωή» [6]. Ο ίδιος βίωσε την εν Χριστώ ζωή, μετέδωσε το μήνυμα του Ευαγγελίου με λόγο και ήθος, δίδαξε απλόχερα και αυτοθυσιαστικά την Αγάπη του Χριστού, εργάσθηκε για την Ειρήνη, την Ενότητα και την Αλληλεγγύη με τρόπο αυτοθυσιαστικό και γι’ αυτό Αναστάσιμο.
[1] Κούκουρα, Δ. (2023). Υψηλός ο ρόλος του Επισκόπου για την εξαγγελία του Ευαγγελίου στη σύγχρονη κοινωνία. Επικοινωνιακοί προβληματισμοί, Εισήγηση στο Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο Θεολογική Σχολή Εκκλησίας Κύπρου, «Το μέγα και ιερόν της Αρχιερωσύνης αξίωμα», Λευκωσία 5-7 Νοεμβρίου 2023
[2] Ζιάκας, Γ. (1996). Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας κύριος Αναστάσιος Γιαννουλάτος. Η προσωπικότητα και το έργο του. Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, τ. 6, Τμήμα Θεολογίας. Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ, σ. 19.
[3] Παπαθανασίου, Θ. (2023). Υποτέλεια, Ιεραποστολή και Θεολογία της Απελευθέρωσης στην Άπω Ανατολή. Αθήνα: Red n Noir, σ. 139
[4] Αναστασίου (Γιαννουλάτου) Αρχιεπισκόπου Αλβανίας (2007), Ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού. Θεολογικές μελέτες και ομιλίες. Αθήνα: Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδας, σ. 128-129.
[5] Ματσούκας, Ν. (1996). Η προσφώνηση του Κοσμήτορα του Τμήματος Θεολογίας Νίκου Ματσούκα στην τελετή αναγόρευσης του Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας και Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρίου Αναστασίου Γιαννουλάτου ως επίτιμου διδάκτορα του Τμήματος Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (13 Δεκεμβρίου 1995). Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, τ. 6, Τμήμα Θεολογίας. Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ, σ. 13.
[6] Γιαννουλάτος, Α. (19 64). Ορθόδοξη Ιεραποστολή και Θεία Ευχαριστία, Πορευθέντες, τεύχ. 24, σ. 58-59.
Ευρύτερη βιβλιογραφία
Τσομπανίδης, Σ. (2009). Μετά-Λειτουργία. Η ορθόδοξη συμμετοχή στην κοινή χριστιανική μαρτυρία για δικαιοσύνη, ειρήνη και ακεραιότητα της δημιουργίας. Θεσσαλονίκη: Π. Πουρναράς, σ. 157.
Τσιρέβελος, Ν. (2015). Θεολογική θεμελίωση της ορθόδοξης μαρτυρίας. Σπουδή στο έργο του Αρχιεπίσκοπου Αλβανίας Αναστασίου. Θεσσαλονίκη: Ostracon Publishing
Tsirevelos, N. (2022). The liturgy after the liturgy. An original missionary exhortation of Archbishop Anastasios of Albania”, Theology & Culture, Volume 5, p. 49-69.
Τσιρέβελος, Ν. (2023). Η ορθόδοξη μαρτυρία κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ο ρόλος των ιεραποστολικών περιοδικών Πορευθέντες και Πάντα τα Έθνη στη μετάδοση του μηνύματος. Αθήνα: Αρμός