Thomas Linell, At the Crossroads, 1854

ΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ: ΜΙΑ ΑΛΥΣΙΔΑ ΧΑΜΕΝΩΝ ΕΥΚΑΙΡΙΩΝ

Ακούστε το άρθρο:

Το κύριο έργο της Εκκλησίας είναι να αναγγέλλει την Καλή Αγγελία. Κάνοντάς το αυτό, αναπόφευκτα προφέρει μια κρίση για τον κόσμο.*

Ογδόντα χρόνια μετά από την απελευθέρωση της χώρας μας και τη λήξη του Β’ παγκοσμίου πολέμου, καθώς και πενήντα χρόνια από τη μεταπολίτευση, θα αποπειραθώ κάποιους συλλογισμούς και συσχετίσεις. Επιγραμματικά, θα επιχειρηματολογήσω ότι ο τόπος δέχθηκε ορισμένες βίαιες και ακατάλληλες παρεμβάσεις, οι οποίες ανέτρεψαν μια δυνητικά εποικοδομητική φορά των πραγμάτων, υπονομεύοντας το μέλλον της χώρας. Θα εξετάσω ταυτόχρονα τον ρόλο τον οποίο διαδραμάτισε στις κρίσιμες αυτές φάσεις η ελλαδική Εκκλησία.

Οι στρεβλωτικές αυτές παρεμβάσεις φανερώνουν ότι στα εν λόγω σταυροδρόμια επικράτησαν τελικά οι νοσηρές και αποδιοργανωτικές δυνάμεις. Μια ουσιαστική εκκλησιαστική μαρτυρία ίσως να είχε τη δύναμη να αποτρέψει τις εξελίξεις ή να μετριάσει τις επιπτώσεις – ίσως και όχι. Θα παρέμενε, όμως, στην ιστορία ως προφητική στάση.

1) Η πρώτη χρονική συγκυρία την οποία θα εξετάσω συνίσταται στην έναρξη του εμφύλιου πάνω στη χαρά της απελευθέρωσης. Η ανάγκη να ανοικοδομηθεί η κατεστραμμένη χώρα αναβλήθηκε επί πολλά χρόνια και κατέστη τελικά εφικτή μόνο με ξένη βοήθεια. Μεσολάβησαν ακόμη μεγαλύτερες καταστροφές, από τον ίδιο τον διχασμένο λαό πλέον: ερήμωση της υπαίθρου, φθορά υποδομών, απώλεια πληθυσμού με θανάτους και αναπηρίες κ. ά. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί η ψυχολογική και ηθική ζημιά: ψυχικά τραύματα, μίση, μνησικακία και εκδικήσεις, αποθάρρυνση. Οι αναθυμιάσεις του εμφυλίου έφτασαν και μόλυναν την πολιτική ζωή ακόμη και κατά την πρόσφατη οικονομική κρίση.

Η προηγούμενη ανευθυνότητα των πολιτικών επέτρεψε σε νοσηρές δυνάμεις να υπερισχύσουν. Στο ιδεολογικό και πολιτισμικό σκέλος, λοιπόν, η δικτατορία του Μεταξά και ο πόλεμος είχαν ανακόψει την ελπιδοφόρα εμφάνιση της «γενιάς του 30». Ο μεσοπόλεμος είχε επιταχύνει τις ζυμώσεις στους κύκλους των διανοουμένων και των καλλιτεχνών, φέρνοντας την Ελλάδα σε στενότερο διάλογο με τη Δύση. Καθώς μια ειρηνική και ομαλή μεταπολεμική κατάσταση θα επέτρεπε να συνεχισθούν οι διανοητικές και πολιτισμικές εξελίξεις, μέσα σε μια χώρα η οποία θα αναζητούσε ένα καλύτερο (και ενωτικό) μέλλον, ο επισυμβάς εμφύλιος όλεθρος είχε διπλή αρνητική επίδραση: α) έστειλε πολλούς διανοητές και καλλιτέχνες στην Ευρώπη (Ματαρόα) και β) αναδίπλωσε την εγχώρια ατμόσφαιρα προς επαρχιωτισμό.

Οι στρεβλωτικές αυτές παρεμβάσεις φανερώνουν ότι στα εν λόγω σταυροδρόμια επικράτησαν τελικά οι νοσηρές και αποδιοργανωτικές δυνάμεις. Μια ουσιαστική εκκλησιαστική μαρτυρία ίσως να είχε τη δύναμη να αποτρέψει τις εξελίξεις ή να μετριάσει τις επιπτώσεις – ίσως και όχι. Θα παρέμενε, όμως, στην ιστορία ως προφητική στάση.

Ποιο ήταν το εκκλησιαστικό στίγμα σε αυτή την συγκυρία; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η εγχώρια θεολογική και εκκλησιαστική κατάσταση δεν είχε κάτι αξιοζήλευτο να επιδείξει. Θυμίζω, όμως, ότι το 1936 είχε λάβει χώρα το διεθνές θεολογικό συνέδριο στην Αθήνα. Παρά το σκηνικό καταστροφής, μεμονωμένες προσπάθειες ανανέωσης έγιναν και κατά την δεκαετία του 50, όταν π.χ. ο Νίκος Νησιώτης συνομιλεί με τον υπαρξισμό και ο π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος ανιχνεύει θεολογικές φυσιογνωμίες της αλλοδαπής. Επίσης κατά τον εμφύλιο καθίσταται εφικτή μια πρωτοφανής φιλανθρωπική και απολογητική κινητοποίηση, με άξονα τη «Ζωή». Αλλά, συνολικά, επικρατούν θεολογική αφασία και ποιμαντικός μαρασμός. Ο εμφύλιος, εν ολίγοις, δίνει τη χαριστική βολή, καθιστώντας την ελλαδική Εκκλησία συνεργάτιδα του χωροφύλακα και βυθίζοντάς την σε τέλμα δεκαετιών. Αναπτύσσεται αντικομμουνιστική ιδεοληψία σε κληρικούς και θεολόγους, και εξ αυτής, αναπόφευκτα, εσωστρέφεια. Ο επαρχιωτισμός θριαμβεύει, κάτι που θα ξαναβρούμε και στους επόμενους σταθμούς.

2) Δεύτερο σταθμό λογίζω, το δίδυμο δικτατορία-μεταπολίτευση.

Η πρώτη έρχεται σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον παντελώς αταίριαστο! Η δεκαετία του 60 δεν ήταν θρυλική μόνο για Ευρώπη και ΗΠΑ. Στην Ελλάδα εμφανίστηκε σαν μια απροσδόκητη άνοιξη. Αρκεί να θυμηθούμε τους σπουδαίους συνθέτες, ποιητές, πεζογράφους, φιλοσόφους κ.ά., οι οποίοι ανατέλλουν ταυτόχρονα χωρίς επαρκή προειδοποιητικά σημάδια. Η ορμή αυτή της ελληνικής κοινωνίας ανακόπτεται απότομα από τους συνταγματάρχες, η δε καλλιτεχνική και συγγραφική δημιουργία εκρήγνυται με απίστευτη πυκνότητα αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Αλλά τα επτά χρόνια που μεσολάβησαν έχουν κακοποιήσει το πολιτισμικό σώμα, ευνοώντας τη μετέπειτα ιδεοληπτική του καθήλωση στην αριστερά. Η πριν γνήσια ζωτική ενέργεια, χωρίς να εκλείψει κατόπιν, συνυπήρχε πλέον με έναν εξεζητημένο ιδεολογικό νάρθηκα.

Η «μαύρη τρύπα» της δικτατορίας επέδρασε παραμορφωτικά στο προ αυτής φιλόδοξο και ζωτικό ρεύμα, υποθηκεύοντάς το προς μια μεταγενέστερη αφύσικη έκφραση. Ενώ η μεταπολιτευτική πολιτισμική παραγωγή υπήρξε πλουσιότατη (και σαν βαλβίδα εκτόνωσης μετά την επταετή καταστολή), έβαινε παράλληλα προς μια στρεβλωμένη κοινωνικοπολιτική συνείδηση. Σε τι συνίστατο η στρέβλωση; Στην ενοχική απώθηση τόσο της πτωχής αντίστασης στη δικτατορία όσο και των ευθυνών για το κυπριακό δράμα. Το μεγαλομανιακό πνεύμα του μεταπολιτευτικού ενθουσιασμού έκρυβε «σκελετούς»…

Τι έκανε κατά τους δύο αυτούς σταθμούς η ελλαδική Εκκλησία; Κατά τη δεκαετία του 60, από τη μια, σπαρασσόταν από εσωτερικές συγκρούσεις (αρχιεπισκοπικό ζήτημα το 1962, ανταρσία και παράνομες εκλογές μητροπολιτών το 1965, πλήρης ανατροπή των θεσμίων το 1967). Λίγο πριν τη μεταπολίτευση, από την άλλη, επιχειρείται νέα ριζική ανατροπή στην Ιεραρχία με εκθρονίσεις μητροπολιτών και απαγόρευση προσφυγής τους στην κοσμική δικαιοσύνη, καθώς και με ιδιοτελείς νέες εκλογές, ενώ κατά τις τραγικές μέρες της εισβολής στην Κύπρο χειροτονούνται καθημερινά νέοι μητροπολίτες. Ο ελληνισμός βίωνε επώδυνο τραύμα και την ίδια ώρα στην ασθμαίνουσα Σύνοδο γίνονταν συναλλαγές και ξεκινούσαν καριέρες…  

Ενώ η μεταπολιτευτική πολιτισμική παραγωγή υπήρξε πλουσιότατη (και σαν βαλβίδα εκτόνωσης μετά την επταετή καταστολή), έβαινε παράλληλα προς μια στρεβλωμένη κοινωνικοπολιτική συνείδηση. Σε τι συνίστατο η στρέβλωση; Στην ενοχική απώθηση τόσο της πτωχής αντίστασης στη δικτατορία όσο και των ευθυνών για το κυπριακό δράμα. Το μεγαλομανιακό πνεύμα του μεταπολιτευτικού ενθουσιασμού έκρυβε «σκελετούς»…

Κατά τη γνώμη μου, αμφότερες οι αντιθέσεις θα συνιστούν πάντα ένα χρονικό ντροπής. Θα αποτελούν δείκτη της μεγάλης ψυχικής απόστασης μεταξύ Εκκλησίας και δημόσιου βίου.

3) Και η τρίτη ευκαιρία εντοπίζεται στη συγκυρία εισόδου της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ταυτόχρονης ανάδυσης του λαϊκισμού. Κατά σύμπτωση αυτά συμβαίνουν ταυτόχρονα.

 Η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια σηματοδοτούσε εντελώς νέους ορίζοντες. Η μετέπειτα εξέλιξη, όμως, έδειξε ότι πολιτικοί και λαός διατηρούσαν σταθερά ένα όραμα ωφελημάτων, όχι συνεισφορών. Τους ένοιαζε τι θα λάβει η χώρα, όχι τι έχει να προσφέρει.

Την ίδια στιγμή ανατέλλει ο λαϊκισμός, πρωτότυπο γέννημα του ΠΑΣΟΚ, τον οποίο όμως σταδιακά υιοθέτησαν και τα υπόλοιπα κόμματα, συσχηματιζόμενα έτσι με τον πρώτο διδάξαντα. Ο συνδυασμός των δύο παραγόντων θα προσφέρει εντέλει στον κοινωνικό βίο ένα εξαιρετικό θερμοκήπιο εσωστρέφειας, ένα αξεπέραστο σύμπλεγμα θράσους και μειονεξίας…

Πώς ανταποκρίνεται τότε η ελλαδική Εκκλησία στις δύο αυτές προκλήσεις; Ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, μάλλον φοβικά. Επανειλημμένα, και επί σειρά ετών, επίσκοποι και πρεσβύτεροι και μοναστήρια δεν έπαυαν να επισημαίνουν τους κινδύνους τους οποίους εγκυμονούσε η συναναστροφή με τους «φράγκους». Η κινδυνολογία για αλλοίωση των παραδόσεων από τον συγχρωτισμό υπήρξε τόσο επίμονη ώστε διερωτάται κανείς πόσο εύθραυστη είναι άραγε η πίστη μας και η παράδοσή μας ώστε να απειλούνται τόσο καθοριστικά. Και κάτι ενδιαφέρον επ’ αυτού, οι μεγάλες μάχες της Εκκλησίας δόθηκαν ως προς τη νομοθεσία: έπρεπε να παραμείνει άθικτη από το ευρωπαϊκά δεδομένα, ακόμη και όταν εξόφθαλμα ήταν αναχρονιστική (βλ. οικογενειακό δίκαιο).

Είναι αλήθεια ότι ορισμένοι κατά καιρούς τόνιζαν ότι έχουμε και εμείς να προσφέρουμε κάτι στην Ευρώπη, επεξηγώντας στην συνέχεια ότι εννοούν την φιλοκαλική παράδοση και τους αγίους. Όμως οι διατυπώσεις αυτές δεν συνοδεύονταν από αντίστοιχες πράξεις, αφού εκπέμπονταν από μια Εκκλησία αντιδημοκρατική και κληρικαλιστική, σημαντική μερίδα της οποίας χλεύαζε και κατηγορούσε (ακόμη και τώρα το κάνει) τη θεολογία. Ουσιαστικά οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα πως είχαν κατά νουν τη μετάνοια των Δυτικών που θα όφειλαν να επιστρέψουν στους πατρογονικούς θησαυρούς.

Όσον αφορά στον λαϊκισμό, δεν φαίνεται να απασχόλησε καθόλου την εκκλησιαστική πραγματικότητα. Όλο το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε, κατά την πάγια συνήθεια, στην αναζήτηση προσβάσεων και επαφών με την εκάστοτε εξουσία ώστε να νομοθετεί ευνοϊκά για την Εκκλησία. Γενικά φαίνεται να ελλείπει στην εκκλησιαστική διοίκηση και στους περισσότερους χριστιανούς ο πολιτικός προβληματισμός σχετικά με το μέλλον της δημοκρατίας και τα δημόσια πολιτικά ήθη (προσοχή: όχι τα ήθη των πολιτικών, γι’ αυτά νοιάζονται πολύ). Η δημοκρατία είναι καλή όταν προάγει το συμφέρον της Εκκλησίας – στις άλλες περιπτώσεις μάς είναι αδιάφορη. Η σχέση είναι πελατειακή, όχι δομική.

                                                       *

Τα παραδείγματα αυτά δεν είναι τα μοναδικά. Πιο πριν, η Σύνοδος είχε διαλέξει στρατόπεδο κατά την περίοδο του πολιτικού διχασμού, αντί να προλαμβάνει τις πληγές και να τίς επουλώνει. Ούτε μετά από τα συγκεκριμένα ορόσημα δεν φαίνεται να έχει αισθητά αλλάξει η κατάσταση. Ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, για παράδειγμα, κήρυττε έναν αμυντικό Χριστιανισμό, με στροφή προς τις αξίες της παράδοσης – όσο και αν, για «ξεκάρφωμα», κατά την λαοσύναξη των ταυτοτήτων στο Σύνταγμα το βάθρο της Ιεραρχίας έγραφε «Ελλάδα-Ευρώπη»! Τέλος, σήμερα, ενώ η κοινωνία μαστίζεται από εργασιακή ανασφάλεια και η νεολαία παραδίνεται στο μεταμοντέρνο χάος, η Σύνοδος εκλέγει μαζικά βοηθούς επισκόπους!

Οι τρεις αυτές κρίσιμες καμπές του ελληνικού δημόσιου βίου του εικοστού αιώνα, όμως, αποτελούν ταυτόχρονα και παραδειγματικές στιγμές απουσίας της εκκλησιαστικής μαρτυρίας σε συγκυρίες κακής εξέλιξης της κοινωνίας. Εκεί που χρειάσθηκε να αντιταχθεί προφητική φωνή διαμαρτυρίας και να προωθηθούν εποικοδομητικές ζυμώσεις ώστε να αναδειχθούν υγιέστερες πλευρές του κοινωνικού σώματος, παρατηρήθηκε σιγή ή, το χειρότερο, συμφεροντολογική κινητικότητα. Σε στιγμές κοινωνικού και πολιτικού αναβρασμού, ενίοτε και δραματικών γεγονότων, ο τύπος ασχολείτο με εκκλησιαστικά παρασκήνια… Η Εκκλησία, με άλλα λόγια, δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να γίνει παράγοντας αλλαγής, εποικοδομητικό μέρος των εξελίξεων.

Πρόκειται για μια κατάληξη διαφορετική από το δίπολο «έρημος-αυτοκρατορία», για να θυμηθούμε πάλι τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ. Στην πραγματικότητα το διοικητικό της κομμάτι ζήλεψε την αυτοκρατορία, αλλά αυτή τό πέταξε έξω. Και το άλλο τμήμα, που πασχίζει στην έρημο, συχνά δεν μεταφέρει την Καλή Αγγελία. Το δράμα της ελλαδικής Εκκλησίας έγκειται στο ότι παραμένει άστεγη, αμφίθυμη, μετέωρη. Όποιος θέλει να πατά σε δύο βάρκες αναπόφευκτα θα βουλιάξει…

Ίσως θα αρκούσαν οι περιπτώσεις αυτές για να καταδείξουν τα σαθρά θεμέλια της νεοελληνικής εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας. Κατά τους δύο αιώνες του ελεύθερου κράτους το εκκλησιαστικό σκάφος φαίνεται να βαδίζει προς λάθος κατεύθυνση. Εκτός από ελάχιστες ατομικές εξαιρέσεις, τόσο η διοικούσα Εκκλησία όσο και ο ευρύτερος θεολογικός κόσμος αποδείχθηκαν ανίκανοι α) να συλλάβουν τα μηνύματα των καιρών, β) να συντονισθούν με τις οδύνες της κοινωνίας, γ) να διαχωρίσουν την αλήθεια της πίστης από τις προσωπικές τους ανασφάλειες.

Πρόκειται για μια κατάληξη διαφορετική από το δίπολο «έρημος-αυτοκρατορία», για να θυμηθούμε πάλι τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ. Στην πραγματικότητα το διοικητικό της κομμάτι ζήλεψε την αυτοκρατορία, αλλά αυτή τό πέταξε έξω. Και το άλλο τμήμα, που πασχίζει στην έρημο, συχνά δεν μεταφέρει την Καλή Αγγελία. Το δράμα της ελλαδικής Εκκλησίας έγκειται στο ότι παραμένει άστεγη, αμφίθυμη, μετέωρη. Όποιος θέλει να πατά σε δύο βάρκες αναπόφευκτα θα βουλιάξει…

Σημάδια ανάκαμψης διαφαίνονται μόνο από τη θεολογία των τελευταίων δεκαετιών. Όταν η θεολογική παραγωγή δεν υπηρετεί προσωπικές ατζέντες και καριέρες, φαίνεται να αρθρώνει κριτήρια αληθείας. Κάτι παραπάνω απαιτείται, όμως, ώστε να γίνει πιο συντονισμένη και πιο επιδραστική. Τι άραγε;


* π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Το Σώμα του Ζώντος Χριστού: μια ορθόδοξη ερμηνεία της Εκκλησίας, μετάφραση Ιωάννη Παπαδόπουλου, εκδ. Αρμός, 1999, σ. 121.

π. Βασίλειος Θερμός

Ο πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Θερμός είναι ψυχίατρος παιδιών και εφήβων, Καθηγητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών.

Το ιστολόγιο «πολυμερώς και πολυτρόπως» προάγει τον διάλογο και τη συζήτηση για θέματα που σχετίζονται με την Ορθόδοξη θεολογία και παράδοση, με τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις, καθώς επίσης και με ζητήματα διαθρησκειακού διαλόγου. Οι απόψεις που εκφράζονται από τους συγγραφείς των επιμέρους άρθρων δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.

Προηγούμενο άρθρο

Η ΗΘΙΚΗ ΩΣ ΤΕΧΝΗ. ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ “«ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΖΩΗΣ». ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΗΘΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ”.

ΜΗΝ ΤΟ ΧΑΣΕΤΕ