Γιατί χρειάζεται σήμερα ένα τέτοιο κείμενο; Πολλές φορές αναφερόμαστε στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως νοσοκομείο που θεραπεύει την ψυχή μας απ’ τη νόσο της αμαρτίας. Ωστόσο, ελλοχεύει ένας σοβαρός κίνδυνος σε αυτή τη θεώρηση, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να ενθαρρύνουμε τους πιστούς να επικεντρωθούν μονάχα στις αμαρτίες, τα λάθη και τα σφάλματά τους.
Υπάρχει όμως και μια άλλη μεταφορά που περιγράφει την πνευματική ζωή, η οποία, αν και δεν αναφέρεται συχνά, κατέχει εντούτοις εξέχοντα ρόλο στις επιστολές του αποστόλου Παύλου. Στην Πρώτη Προς Κορινθίους Επιστολή, ο Παύλος αναφέρει το εξής: «Οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ ἐν σταδίῳ τρέχοντες πάντες μὲν τρέχουσιν, εἷς δὲ λαμβάνει τὸ βραβεῖον; Οὕτως τρέχετε ἵνα καταλάβητε. Πᾶς δὲ ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται, ἐκεῖνοι μὲν οὖν ἵνα φθαρτὸν στέφανον λάβωσιν, ἡμεῖς δὲ ἄφθαρτον. Ἐγὼ τοίνυν οὕτως τρέχω ὡς οὐκ ἀδήλως, οὕτως πυκτεύω ὡς οὐκ ἀέρα δέρων· ἀλλὰ ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μη πως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι» (Α΄ Κορ. 9:24-27). Στο παραπάνω εδάφιο, η πνευματική ζωή παρομοιάζεται με την άσκηση των αθλητών, καθώς ο απόστολος Παύλος δεν εστιάζει στην αέναη κατάσταση της αμαρτωλότητάς μας, αλλά στις δυνατότητες που έχει δώσει ο Θεός σε κάθε άνθρωπο.
Επιτρέψτε μου να προεκτείνω το παραπάνω παράδειγμα της αθλητικής προπόνησης αναφέροντας την εξάσκηση στις καλές τέχνες. Για παράδειγμα, εάν κάποιος θέλει να γίνει ζωγράφος, ισχύει ακριβώς η ίδια λογική, διότι δεν θα το πράξει μελετώντας μονάχα βιβλία ή διαβάζοντας για τη ζωγραφική. Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να αφομοιώσει μια ήδη καθιερωμένη μακρά παράδοση ζωγραφικής τεχνικής, η οποία περιλαμβάνει τη σοφία της εκπαίδευσης που θα τον βοηθήσει να γίνει ζωγράφος. Συνήθως κάποιος ξεκινά από τα βασικά και στη συνέχεια προοδεύει σταδιακά σε ένα μέσο και αργότερα σε πιο προχωρημένο επίπεδο. Ο μαθητευόμενος ζωγράφος εκπαιδεύεται υπό την καθοδήγηση ενός δασκάλου ή και δασκάλων. Κάποιος γίνεται λοιπόν ζωγράφος μέσω αυτής της εξάσκησης και το έπαθλο δεν είναι ο πλούτος ή η φήμη αλλά η αγάπη για την τέχνη.
Ωστόσο, για να μάθουμε να αγαπάμε όπως αγαπά ο Θεός χρειάζεται άσκηση. Αυτή η αγάπη δεν εκδηλώνεται δίχως προσπάθεια, όπως πολύ καλά γνωρίζουν οι μεγάλοι άγιοι της Παράδοσής μας. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής υπογραμμίζει στα Κεφάλαια Περί Αγάπης ότι: «εκείνος που βλέπει ίχνος μίσους μέσα στην καρδιά του για οποιοδήποτε πταίσμα προς τον οποιοδήποτε άνθρωπο, είναι ξένος εξ ολοκλήρου της αγάπης προς το Θεό· διότι η αγάπη προς το Θεό δεν ανέχεται καθόλου το μίσος προς τον άνθρωπο»
Σε σπάνιες περιπτώσεις, βλέπουμε ακόμη και αγίους, οι οποίοι ξεπροβάλλουν από την παράδοση της ζωγραφικής τέχνης. Ο Πικάσο μπορεί να θεωρηθεί ένας τέτοιος άγιος, καθώς, αφού εκπαιδεύτηκε στο πλαίσιο αυτής της τέχνης, απέκτησε άρτια γνώση ολόκληρης της προγενέστερης καλλιτεχνικής παράδοσης, κατορθώνοντας έτσι να αναδείξει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο όλα όσα διδάχτηκε. Το καλλιτεχνικό όραμα του Πικάσο ήταν συναφειακό, εξαρτιόταν δηλαδή από το κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο της εποχής του, πράγμα που σημαίνει ότι θα ήταν αδύνατο ένας τέτοιος καλλιτέχνης να είχε εμφανιστεί την εποχή της Αναγέννησης. Ο Πικάσο προσφέρει ένα «νέο» στοιχείο στη ζωγραφική παράδοση, ωστόσο η καινοτομία του δεν θα πρέπει να ερμηνευτεί ως απομάκρυνση από αυτήν, αλλά αντιθέτως ως συνέχεια και εξέλιξή της. Ο Πικάσο ενίσχυσε, επέκτεινε και πρότεινε ό,τι ήταν δυνατό εντός του πλαισίου της παράδοσης, λόγω ακριβώς της εκπαίδευσης που είχε λάβει. Ένα από τα πιο διάσημα αποφθέγματά του είναι το εξής: «Η μητέρα μου μού είπε: “Αν είσαι στρατιώτης, θα γίνεις στρατηγός. Αν είσαι μοναχός, θα γίνεις ο Πάπας. Αντ’ αυτού, ήμουν ζωγράφος και έγινα ο Πικάσο”». Πράγματι έγινε ο Πικάσο, αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει ό,τι έγινε δίχως την κατάλληλη εκπαίδευση.
Η Ορθόδοξη πίστη μας διδάσκει ότι καλούμαστε να είμαστε ευχαριστιακά όντα «εν τω κόσμω», πράγμα που σημαίνει να είμαστε θεωμένα όντα εν τω κόσμω. Αυτή η δυνατότητα είναι η θέωση και εφόσον ο Θεός είναι αγάπη, η κατά Θεόν ομοίωση, το να γίνουμε δηλαδή τέλειοι, όπως τέλειος είναι και ο ουράνιος Πατέρας μας (Μτ. 5:48) σημαίνει να αγαπούμε κατά τον τρόπο της αγάπης του Θεού, να αγαπάμε τον Θεό μ’ όλη την καρδιά, την ψυχή και τον νου μας και τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας, συμπεριλαμβανομένων των ξένων και των εχθρών. Ωστόσο, για να μάθουμε να αγαπάμε όπως αγαπά ο Θεός χρειάζεται άσκηση. Αυτή η αγάπη δεν εκδηλώνεται δίχως προσπάθεια, όπως πολύ καλά γνωρίζουν οι μεγάλοι άγιοι της Παράδοσής μας. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής υπογραμμίζει στα Κεφάλαια Περί Αγάπης ότι: «εκείνος που βλέπει ίχνος μίσους μέσα στην καρδιά του για οποιοδήποτε πταίσμα προς τον οποιοδήποτε άνθρωπο, είναι ξένος εξ ολοκλήρου της αγάπης προς το Θεό· διότι η αγάπη προς το Θεό δεν ανέχεται καθόλου το μίσος προς τον άνθρωπο» (1.15). Ο άγιος Μάξιμος επισημαίνει το παραπάνω επειδή γνωρίζει ότι υπάρχουν χριστιανοί που νιώθουν φόβο, οργή και μίσος στην καρδιά τους. Τα Κεφάλαια Περί Αγάπης μπορούν να θεωρηθούν ως ένα εγχειρίδιο που μας ασκεί στην αγάπη, ένα ανάγνωσμα, το οποίο μας οδηγεί στο δρόμο προς τη θέωση, την αγάπη προς το Θεό και την κτίση.
Αυτό που μας προσφέρει η Ορθόδοξη Παράδοση, ως συνέχεια της Αποστολικής Παράδοσης, είναι ένας τρόπος άσκησης που μας μυσταγωγεί στην αγάπη, προσφέροντάς μας τη σοφία σπουδαίων ασκητών αγίων, όπως του αγίου Μαξίμου, οι οποίοι μας διδάσκουν πώς να αγαπάμε. Πράγματι η Ορθόδοξη Παράδοσή μας είναι καλλιτεχνική παράδοση, στον βαθμό που ο πραγματικός της στόχος έγκειται στην ενασχόληση με πρακτικές που θα μας διδάξουν πώς να αποκαθαίρουμε την ύπαρξή μας απ’ τον ρύπο της αμαρτίας αποκαλύπτοντας την ανεκλάλητη εικόνα του Θεού που ήδη φέρουμε ως ανθρώπινα όντα.
Η αγάπη δεν αποτελεί απλώς μια πράξη καλοσύνης, διότι είναι δύσκολο να αγαπάς τον Θεό, την οικογένεια, τους φίλους, τον ξένο και τον εχθρό. Πρόκειται για ένα κατόρθωμα, το οποίο παρεμποδίζεται από το πλήθος των αμαρτιών που διαλύουν τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και τροφοδοτούν τον φόβο, την οργή και το μίσος. Η άσκηση της αγάπης δυσχεραίνεται από τη βία του κόσμου τούτου, είτε πρόκειται για τη βία που διαπράττουμε στους άλλους είτε για τη βία που εμείς οι ίδιοι βιώνουμε. Αυτό που μας προσφέρει η Ορθόδοξη Παράδοση, ως συνέχεια της Αποστολικής Παράδοσης, είναι ένας τρόπος άσκησης που μας μυσταγωγεί στην αγάπη, προσφέροντάς μας τη σοφία σπουδαίων ασκητών αγίων, όπως του αγίου Μαξίμου, οι οποίοι μας διδάσκουν πώς να αγαπάμε. Πράγματι η Ορθόδοξη Παράδοσή μας είναι καλλιτεχνική παράδοση, στον βαθμό που ο πραγματικός της στόχος έγκειται στην ενασχόληση με πρακτικές που θα μας διδάξουν πώς να αποκαθαίρουμε την ύπαρξή μας απ’ τον ρύπο της αμαρτίας αποκαλύπτοντας την ανεκλάλητη εικόνα του Θεού που ήδη φέρουμε ως ανθρώπινα όντα.
Το κείμενο Υπέρ της του κόσμου ζωής: Το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας επισημαίνει ακριβώς αυτή τη δυνατότητα μεταμορφώσεως, την οποία μας προσφέρει ο Κύριος μας διά της Σαρκώσεως, του Θανάτου, της Αναστάσεως και της Αναλήψεώς Του. Συγκεκριμένα, τονίζει αυτή τη δυνατότητα μεταμόρφωσης στον παρόντα κόσμο, στον οποίο ήδη ζούμε, έναν κόσμο που αντιμετωπίζει πρωτοφανείς προκλήσεις. Το κείμενο του Κοινωνικού Ήθους δεν αποτελεί κάποιο νομικίστικο εγχειρίδιο. Δεν προσφέρει «ηθικούς κανόνες» για τους πιστούς, ούτε λύσεις για συγκεκριμένα προβλήματα. Αυτό που προσφέρει, ωστόσο, είναι ένας εναλλακτικός τρόπος κατανόησης του ανθρώπου, μιας κατανόησης, η οποία μας φανερώνεται διά της Ενανθρωπήσεως του Θείου Λόγου. Μας προτείνει επίσης μια νέα προοπτική, με την οποία οι Ορθόδοξοι χριστιανοί μπορούν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις του κόσμου, ένα όραμα σύμφωνο με τον ευχαριστιακό τρόπο υπάρξεως «εν τω κόσμω» που κατοχυρώνεται απ’ την εμπειρία της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Το εν λόγω όραμα δεν έχει σχέση με οιαδήποτε δυαρχική θεωρία, δεν περιγράφει τον κόσμο με απλοϊκά αντιθετικά σχήματα καλού εναντίον κακού. Πρόκειται για μια προοπτική, η οποία αναζητά το αγαθό στον «άλλο», ακόμη κι όταν αυτός ο «άλλος» δεν ασπάζεται την πίστη μας. Είναι ένα όραμα, το οποίο μαρτυρά με βεβαιότητα στον κόσμο ότι μπορούμε να υπερβούμε την αμαρτωλότητά μας, ούτως ώστε να λάμψουμε ως όμορφες εικόνες του Θεού που είμαστε. Είναι ένα όραμα που διακηρύσσει ότι ακόμη κι αν η Βασιλεία του Θεού «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», εμείς μπορούμε να ζήσουμε κατά τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να εικονίζουμε τη Βασιλεία στον παρόντα κόσμο.
Εν τέλει πρόκειται για ένα κείμενο ελπίδας, το οποίο μας προτρέπει να αγαπήσουμε τον κόσμο με τον τρόπο του Θεού και παρόλο που αυτή η αγάπη προϋποθέτει επίπονη άσκηση, είναι δυνατή ακόμη και όταν αναφέρεται στον ξένο και τον εχθρό, διότι για τους χριστιανούς η βίωση της αγάπης είναι μια συνεχής πορεία, η οποία καθοδηγείται απ’ την ελπίδα ότι: «οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε δυνάμεις οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. 8:38-39).
Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της παρουσίασης του γράφοντος στο Εργαστήριο Η ανανέωση της συνοδικότητας και η μαρτυρία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου στις 26 Νοεμβρίου στο πλαίσιο του Διεθνούς Συνεδρίου Η Ορθόδοξη Θεολογία στον 21ο αιώνα της Θεολογικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α. που έλαβε χώρα στην Αθήνα στις 24-28 Νοεμβρίου 2024.
Μετάφραση από τα αγγλικά Νικόλαος Ασπρούλης.