Η Άψινθος πέφτει στη Γη, Ανωνύμου, Αποκάλυψη του Douce, 13ος αιώνας

Ο ΕΚΠΤΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ: ΤΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΓΚΑΝΑ

Ο έκπτωτος άνθρωπος: το θρησκευτικό πλαίσιο της ποίησης του Μιχάλη Γκανά

Ακούστε το άρθρο:

Αν ο τίτλος της πρώτης ποιητικής συλλογής του Μιχάλη Γκανά («Ακάθιστος Δείπνος», Κείμενα, 1978), αντλώντας από την ευαγγελική δεξαμενή και την υμνογραφική παράδοση, έχει κοινό ορμητήριο με τον τίτλο της τελευταίας του συλλογής, («Άψινθος», Μελάνι, 2012), τότε το ενδιάμεσο έργο του ποιητή αποκτά εκ των πραγμάτων μια πλαισίωση θρησκευτική – από τίτλο σε τίτλο, η ευαγγελική αναφορά προετοιμάζει το έδαφος και ανασκάπτει το υπέδαφος ενός συμβολικού λόγου. Με την επιλεκτική αποσιώπηση των καθιερωμένων συνοδευτικών όρων, ο «Ακάθιστος Δείπνος» δημιουργεί έτσι μια νέα ισοδυναμία, ανατρέποντας τα προσδοκώμενα. Η ονοματική αυτή σύνθεση παράγει εκτός των άλλων και μια συνεκδοχή· το άρρητο ζεύγος «Ύμνος» και «Μυστικός», αν και δεν αρθρώνεται, δυναμιτίζει υπαινικτικά τον λόγο.

Στη συλλογή «Άψινθος», αντιστοίχως, οι ακαριαίες αποσπασματικές φράσεις από την Αποκάλυψη του Ιωάννη – σαν αντίστιξη ή οπτική αντανάκλαση των υπόλοιπων ποιημάτων – ανακαλούν την ευαγγελική καταγωγή του όρου: η Άψινθος, το αστέρι που πικραίνει το νερό στο κείμενο της Αποκάλυψης (8:11), μεταφέρει εδώ και ένα προφητικό συμφραζόμενο. Κάπως έτσι, το εσχατολογικό όραμα του κόσμου γίνεται μαζί και σύμβολο ποιητικό.

Είναι μια διαδρομή που σημαδεύει, θα λέγαμε, την αρχή και το τέλος ενός κύκλου, το άλφα και το ωμέγα της ποιητικής πορείας ενός δημιουργού, ο οποίος μέσα από τους όρους της λεγόμενης «Γενιάς του ’70, του λογοτεχνικού αντικομφορμισμού και της αμφισβήτησης» [1], διαπραγματεύεται τους «κατεστραμμένους μύθους» της [2], ανανεώνοντας τη γλώσσα [3]. Άλλωστε, οι σχέσεις με τα σύμβολα της θρησκευτικής πίστης είναι σχέσεις ύφους και γλώσσας. Η ρήξη με το παραδοσιακό ποιητικό πρότυπο υποβάλλει τους όρους ενός νέου λυρισμού [4].

Κι αφού «η λυρική ποίηση (από την εποχή της Σαπφώς και του Αλκαίου) υπήρξε κυρίως ανθρωπογεωγραφική» [5], η θρησκευτικότητα στην ποίηση του Μιχάλη Γκανά είναι συνυφασμένη με το ανθρώπινο τοπίο, τη χαμένη πατρίδα και την κερδισμένη παράδοση – ένα αντιδάνειο των ημερών, το νήμα μιας ακριβής μνήμης που αγκιστρώνεται στον χρόνο. Αυτό το λατρευτικό χνάρι της παράδοσης, προδομένο μαζί και προδοτικό μεταφέρει στους στίχους μέσα βαλσαμωμένες εικόνες από εκκλησάκια, γιορτές και λιτανείες, ευθυγραμμισμένα όλα με μια φυσική αποστολή, συνυφασμένα με τον φυσικό διάκοσμο, αφομοιωμένα στο περιβάλλον της υπαίθρου και της πόλης. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το ποιητικό κλίμα που υποβάλλεται, εγκοσμιώνει τα θεία και ιεροποιεί τα εγκόσμια μέσα από μια αμοιβαία αλληλοπεριχώρηση. Διόλου τυχαία η επιρροή του δημοτικού τραγουδιού στους ρυθμούς, τις συλλαβές και τους ήχους. Η ποίηση του Γκανά συνομιλεί με τη δημοτική ποίηση όπως έχει παρατηρηθεί σχετικά [6]. Είναι μια συνομιλία προχωρημένη.

[…]η θρησκευτικότητα στην ποίηση του Μιχάλη Γκανά είναι συνυφασμένη με το ανθρώπινο τοπίο, τη χαμένη πατρίδα και την κερδισμένη παράδοση – ένα αντιδάνειο των ημερών, το νήμα μιας ακριβής μνήμης που αγκιστρώνεται στον χρόνο. Αυτό το λατρευτικό χνάρι της παράδοσης, προδομένο μαζί και προδοτικό μεταφέρει στους στίχους μέσα βαλσαμωμένες εικόνες από εκκλησάκια, γιορτές και λιτανείες, ευθυγραμμισμένα όλα με μια φυσική αποστολή, συνυφασμένα με τον φυσικό διάκοσμο, αφομοιωμένα στο περιβάλλον της υπαίθρου και της πόλης.

«Παράξενη λιτανεία μυστικών αγίων / στους δρόμους μιας πολιτείας πόρνης» (Άταφη) [7]

«Σημάδεψαν τα βήματα του θεού στους λόφους/ κι έφεραν λάδι από μακριά για το καντήλι τους» (Ομαδικό πορτραίτο) [8]

«Στάζουν τα δέντρα, τα καμπαναριά, νοτίζονται τα δάχτυλα του Παντοκράτορα» (V, Τα άγρια και τα ήμερα) [9]

«Απέστρεφε τα μάτια ο Παντοκράτορας / απ’ τα πλεούμενα της λίμνης να τη δει / και τότε σήμαιναν καμπάνες, μπαίναν οι Χριστιανοί στις εκκλησιές.» (ΙV Γυάλινα Γιάννενα) [10]

«Σ’ ένα ξωκλήσι θα καώ / λιώνοντας λιγοστό σκοτάδι / προτού με σβήσουνε / τα λαδωμένα δάχτυλα του νεωκόρου.» [11]

Σε ένα καθιερωμένο, όσο και ακαθόριστο φυσικό και θρησκευτικό πλαίσιο, το ομιλούν ποιητικά πρόσωπο εσωτερικεύει την πραγματικότητα αποσπασματικά. Η συνειρμική αυτή ανάγνωση του κόσμου αντλείται και εξαντλείται μέσα από τη γλώσσα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι σχέσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στους όρους φτάνουν ως την εκζήτηση διατηρώντας, παρόλα αυτά, μια μετρημένη οικονομία.

Δεν υπάρχει καλύτερο σχήμα να αποδώσει τη γλωσσική αυτή διεργασία από εκείνο της μεταφοράς: η απροσδόκητη μεταφορά που τραβάει το νοηματικό νήμα στο απόγειο, απογυμνώνει τη λέξη και την πρόθεση μαζί του δημιουργού. Μια τέτοια «βίαιη, συντηγμένη μεταφορά», όπως έχει χαρακτηριστεί από τον Northrop Frye [12] ανοίγει το πεδίο για περισσότερες ακόμα ερμηνείες, υποβάλλοντας πληθυντικές εικόνες, ρυθμίζοντας σχέσεις εκφραστικές. Γίνεται ένα στοιχείο λυρισμού δυναμικό και αδιαπραγμάτευτο που αναβαπτίζει τη γλώσσα.  

Ακολουθώντας, άλλωστε, έναν κώδικα παραδοσιακών δοξασιών, ο όρος του θανάτου στην ποίηση του Γκανά υποβάλλεται μέσα από παραστάσεις του Κάτω Κόσμου: η απροσδόκητη σύλληψη των πραγμάτων που «σωριάζονται στον ουρανό» (συνθήκη που επαναλαμβάνεται ρητά ή υπαινικτικά στο σύνολο σχεδόν του έργου) είναι μια ρεαλιστική υπέρβαση που μόνο η γοητευτική αυθαιρεσία του ποιητικού λόγου μπορεί να διαπραγματευτεί. Μια αέναη παλινδρόμηση πτήσης – πτώσης έρχεται να αναλάβει συμβολισμούς.

Στο ποιητικό έργο του Μιχάλη Γκανά, τέτοιες μεταφορές αναδεύουν κίνηση [13], απηχώντας το συμφραζόμενο μιας πορείας, συνδυαστικά ανοδικής και καθοδικής, στον κατακόρυφο συνήθως νοηματικό άξονα. Αν σύμφωνα με τη βασική λειτουργία της μεταφοράς, η αναλογία των όρων που συγκρίνονται αντανακλά περισσότερο μια σχέση ιδεών [14], τότε η πάλη των εικόνων στους στίχους αυτούς μεταφέρει ένα θεώρημα ζωής, μια οπτική εμβάθυνση στη φύση, στον άνθρωπο και τους σκοπούς του. Εμβάθυνση, που βρίσκει συμβολισμό στην περιγραφή της καταβύθισης και της ανάδυσης διαδοχικά:

«Το σπίτι πολυταξιδεμένο / άξαφνα κάνει μνήμες, βουλιάζει.» (Ναυάγιο) [15]

«Σωριάστηκαν με πάταγο στον ουρανό.» (Πρωινό σε καφενείο της οδού Σόλωνος) [16]

«Χωρίς φτερά, μονάχα με τα λέπια μου ανεβαίνω.» (Χ) [17]

«Πηγάδι γίνομαι βαθύ και με πονάνε τ’ άστρα.» [18]

«κατά κρημνού οι άνθρωποι – αγεληδόν.» [19]

Ανάλογη μετα-κίνηση που οικειοποιείται το ανοίκειο και αποξενώνεται από το γνώριμο, εκφράζει και η πατρίδα που γίνεται ξενιτιά ή το σώμα που δείχνει ξένο· αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Όταν «όλα πρωτόπλαστα εγκαταλείπουν τον Παράδεισο κακήν κακώς» [20] κι ο κόσμος ξεκαρφώνεται και βουλιάζει, μια αντίστροφη ανάγκη αντιπερισπασμού οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο σε ένα είδος ψυχικής και πνευματικής ανάτασης, στο καταφύγιο του ουρανού, ο οποίος επιβλέπει και παραβλέπει τα εγκόσμια με υπεροψία. Από το αδιαφιλονίκητο ύψος του, ωστόσο, αναμετριέται με την άβυσσο, ορίζοντας παράλληλα και το συμφραζόμενο μιας κατάρρευσης. Η αναδιάταξη του υψηλού συντάσσεται έτσι με την κατακρήμνιση και την απώλεια και μεταφέρει μια συνδήλωση θανάτου. Ο ουρανός γίνεται μαζί και συνώνυμο πτώσης.

Ακολουθώντας, άλλωστε, έναν κώδικα παραδοσιακών δοξασιών, ο όρος του θανάτου στην ποίηση του Γκανά υποβάλλεται μέσα από παραστάσεις του Κάτω Κόσμου: η απροσδόκητη σύλληψη των πραγμάτων που «σωριάζονται στον ουρανό» (συνθήκη που επαναλαμβάνεται ρητά ή υπαινικτικά στο σύνολο σχεδόν του έργου) είναι μια ρεαλιστική υπέρβαση που μόνο η γοητευτική αυθαιρεσία του ποιητικού λόγου μπορεί να διαπραγματευτεί. Μια αέναη παλινδρόμηση πτήσης – πτώσης έρχεται να αναλάβει συμβολισμούς. Διόλου ασύμβατη με το υψόμετρο αυτό της ποιητικής ιδέας, η πίστη στο ιδεώδες και το υψηλό επεξεργάζεται το άρρητο ιδανικό που κατακρημνίζεται, εξοβελίζοντας μαζί και το στοιχείο του ανθρώπου· καταδικάζοντας και καθαγιάζοντας τον έκπτωτο άνθρωπο μέσα από την ίδια τη συντριβή του τελικά.

Η καταβαράθρωση του ιδανικού ως «έκπτωση από τον παράδεισο» αποτελεί άλλωστε και χαρακτηριστική αναφορά της θεματογραφίας της Γενιάς του ’70 [21], που ανταλλάσσει την πίστη στο ιδεώδες με την αμφιβολία, όντας σε μια διαρκή αμφιταλάντευση, μια ανήκεστη εσωτερική εξορία. Στην ποίηση του Μιχάλη Γκανά, η αναζήτηση του υψηλού σχετίζεται με μια βαθύτερη έκφραση θρησκευτικότητας: αναψηλαφώντας σχέσεις με το υπερβατικό, προβάλλει μαζί και τον χαμένο παράδεισο, την απώλεια και τον εκτοπισμό – την αναπόδραστη και δραματική φωνή του θανάτου. Από τα ψηλά στα χαμηλά και από την πτώση στην ανάταση, το εκκρεμές της ύπαρξης βρίσκει εδώ ποιητική φωνή. Είναι ένας δραματικός λυρισμός της αμφιβολίας και η στιχουργική που τον εκφράζει, ψηλαφεί τον κόσμο με τη δική της όραση για να αναδιατάξει την πραγματικότητα και να την επινοήσει από την αρχή μέσα από τη λειτουργία της ποιητικής γλώσσας.


[1] Γ.Π. Σαββίδης, Εφήμερον σπέρμα (1973-1978), Ερμής, Αθήνα 1978, σ. 127.

[2] Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Ποιητική γενιά του ’70». Μέτρια και μικρά. Περιοδικά και εφήμερα, Κέδρος, Αθήνα 1987, σ. 237. Για μια προσέγγιση της ποιητικής Γενιάς του ’70 από ιστορική, κοινωνική και αισθητική άποψη, βλ. Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Η Γενιά του ’70, Ιστορία – Ποιητικές διαδρομές, Κέδρος, Αθήνα 2026.

[3] Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφ. Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996, σ. 334-335.

[4] Για το λυρικό και δραματικό στοιχείο της ποιητικής φωνής στους εκπροσώπους της Γενιάς του 1970, βλ. ενδεικτικά https://mag.frear.gr/ekprosopoi-tis-genias-toy-1970-dramatikos-lyrismos-kai-emmetros-rythmos/

[5] Δ.Ν. Μαρωνίτης, Όροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη, Κέδρος, Αθήνα 1984, σ. 111.

[6] Χρήστος Δανιήλ, Σύγχρονη ποίηση και δημοτική παράδοση. Το δημοτικό τραγούδι στην ποίηση των μεταπολεμικών υπερρεαλιστών ποιητών [= διδακτορική διατριβή]. Ιωάννινα 1999: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων / Τμήμα Φιλολογίας. Για την ποιητική του χώρου και του χρόνου στο έργο του Μιχάλη Γκανά βλ. Θανάσης Μαρκόπουλος, Η Εύφορη λύπη του Μιχάλη Γκανά Δοκιμιακές Ανιχνεύσεις, Μελάνι, Αθήνα 2020.

[7] «Ακάθιστος Δείπνος (1978)», Μιχάλης Γκανάς Ποιήματα 1978 – 2012, Μελάνι, Αθήνα 2013, σ. 11.

[8] «Μαύρα λιθάρια (1980)», ό.π., σ. 60.

[9] «Μαύρα λιθάρια (1980)», ό.π., σ. 67.

[10] «Γυάλινα Γιάννενα (1989)», ό.π. σ. 98.

[11] «Παραλογή (1993)», ό.π. σ. 135.

[12] «Η “ξαφνική δόξα” της συντηγμένης μεταφοράς», Northrop Frye, Ανατομία της Κριτικής, τέσσερα δοκίμια, Εισαγωγή Ζ.Ι. Σιαφλέκης, Πρόλογος Μετάφραση Επιμέλεια Μαριζέτα Γεωργουλέα, Gutenberg, Αθήνα 1996, σ. 284.

[13] Ενδεικτικό παράδειγμα: «Μακριά καλπάζουν φαλακρά βουνά. Καταπάνω μας.» «Εποχή», ό.π. σ. 26.

[14] Paul Ricoeur, La Métaphore Vive, Seuil, Paris 1975, σ. 76 – 81.

[15] «Ακάθιστος Δείπνος (1978)», ό.π., σ. 23.

[16] «Ακάθιστος Δείπνος (1978)», ό.π. σ. 34.

[17] «Μαύρα λιθάρια (1980)», ό.π. σ. 72.

[18] «Παραλογή (1993)», ό.π. σ. 146.

[19] «Άψινθος (2012)», ό.π. σ. 245.

[20] «Τα Άγρια και τα Ήμερα, Ι», ό.π. σ. 63.

[21] Εισηγήσεις, Γιώργος Κεχαγιόγλου, Πρακτικά του Α’ Συμποσίου Νεοελληνικής Ποίησης, Πανεπιστήμιο Πατρών, 3-5 Ιουλίου 1981, α’ τόμος, Γνώση, Αθήνα 1982, σ. 63.

Μαγδαληνή Θωμά

Η Μαγδαληνή Θωμά, Συνεργάτης της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, είναι φιλόλογος, διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας και συγγραφέας. Έχει διδάξει για πολλά χρόνια σε σχολεία της ομογένειας, ενώ συμμετείχε στην επιστημονική ομάδα που μετέφρασε Σεφέρη στα εσθονικά.

Το ιστολόγιο «πολυμερώς και πολυτρόπως» προάγει τον διάλογο και τη συζήτηση για θέματα που σχετίζονται με την Ορθόδοξη θεολογία και παράδοση, με τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις, καθώς επίσης και με ζητήματα διαθρησκειακού διαλόγου. Οι απόψεις που εκφράζονται από τους συγγραφείς των επιμέρους άρθρων δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.

Προηγούμενο άρθρο

ΓΙΑΡΟΣΛΑΒ ΠΕΛΙΚΑΝ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ: ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΜΙΑ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

ΜΗΝ ΤΟ ΧΑΣΕΤΕ