Ἡ Κάθοδος εἰς τὸ κρυπτὸν τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 6:1-18)
Σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸ ταμιεῖον σου
καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ·
καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.
Μὲ τὸν θεῖο Του λόγο, ὁ Κύριος ἀνοίγει γιὰ μᾶς τὴν πάντα λησμονημένη ὁδὸ τοῦ κρυπτοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κρυπτοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι σὰν μιὰ ἔκλαμψη μπροστὰ στὰ μάτια μας ὅταν μᾶς μιλάει ὁ Κύριος σὲ τούτη τὴν περικοπὴ γιὰ τὶς τρεῖς πράξεις – ἐλεημοσύνη, νηστεία καὶ προσευχή, μέσω τῶν ὁποίων συνάπτουμε μιὰ σχέση μὲ τὸν πλησίον καὶ μὲ τὸν Θεό. Ἡ ἐλεημοσύνη: ἀναλαμβάνουμε τοὺς ἑαυτούς μας· ἡ νηστεία: σὲ ὅλο τὸ «εἶναι» μας, ψυχὴ καὶ σῶμα· καὶ τέλος, ἡ προσευχή: παρόντες στὸν ἑαυτόν μας καὶ στὸ εἶναι μας, στρεφόμαστε πρὸς τὸν Θεὸ καὶ παρουσιαζόμαστε ἐνώπιόν Του ἐν τῇ προσευχῇ. Ἀκόμα κι ἂν ἀλλάξουμε ὄνομα, καὶ ἂν ἀλλάξει ἡ μορφή μας, καὶ ἂν λησμονοῦμε τὸ νόημά των, οἱ τρεῖς αὐτὲς πράξεις μᾶς παρέχονται μαζὶ μὲ τὴ ζωή μας. Δὲν ἐξαφανίζονται. Ὅπου καὶ ἂν ἐπεκτείνει ὁ ἄνθρωπος τὴν περιπέτειά του, ἐὰν ἀκόμη λησμονήσει τὸν Θεό, αὐτὲς οἱ τρεῖς διαστάσεις μένουν οὕτως ἢ ἄλλως. Καὶ τοῦτες τὶς πράξεις ὁ Κύριος τὶς κρίνει αὐτὴν τὴ στιγμή. Τὶς κρίνει ἀπὸ τὸ βάθος καὶ τὸ ὕψος τοῦ λόγου Του, τοῦ φωτός Του, καὶ κρίνοντάς τες, τὶς σώζει κι ἐμᾶς μαζί. Μᾶς δίνει ἐξαίφνης νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι ὅλα ὅσα πράττουμε σὲ ἐκεῖνον τὸν χῶρο ἔχουν ἀξία μόνο ἐφόσον συντελοῦνται, μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλον τρόπο, βαθύτερα ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, μὲ πιὸ μυστηριώδη τρόπο ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, μόνο ἐφόσον τέτοιες πράξεις μᾶς ἐκφεύγουν καὶ ἐπιστρέφουν σ᾿ ἐκεῖνο τὸ κρυπτὸ ταμεῖον τῆς ζωῆς μας, τοῦ προσώπου μας, ἐκεῖ ποὺ ἵσταται τὸ μυστικὸ ὅλων ὅσων συντελοῦνται.
Μὲ τὸν θεῖο Του λόγο, ὁ Κύριος ἀνοίγει γιὰ μᾶς τὴν πάντα λησμονημένη ὁδὸ τοῦ κρυπτοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κρυπτοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι σὰν μιὰ ἔκλαμψη μπροστὰ στὰ μάτια μας ὅταν μᾶς μιλάει ὁ Κύριος σὲ τούτη τὴν περικοπὴ γιὰ τὶς τρεῖς πράξεις – ἐλεημοσύνη, νηστεία καὶ προσευχή, μέσω τῶν ὁποίων συνάπτουμε μιὰ σχέση μὲ τὸν πλησίον καὶ μὲ τὸν Θεό. Ἡ ἐλεημοσύνη: ἀναλαμβάνουμε τοὺς ἑαυτούς μας· ἡ νηστεία: σὲ ὅλο τὸ «εἶναι» μας, ψυχὴ καὶ σῶμα· καὶ τέλος, ἡ προσευχή: παρόντες στὸν ἑαυτόν μας καὶ στὸ εἶναι μας, στρεφόμαστε πρὸς τὸν Θεὸ καὶ παρουσιαζόμαστε ἐνώπιόν Του ἐν τῇ προσευχῇ.
Τί σημαίνει τοῦτο τὸ μυστικό; Βεβαίως τὸ «μυστικὸ τοῦ βασιλιᾶ» δὲν δημοσιεύεται. Ἀλλιῶς θὰ ἔπαυε νὰ εἶναι μυστικό. Μπορεῖ ὅμως ἕνα μυστικὸ νὰ τὸ δεχθεῖ κανείς, νὰ τὸ διδαχθεῖ, μπορεῖ ἕνα μυστικὸ νὰ ὑποδηλωθεῖ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τὸ ἀνοίγει γιὰ χάρη μας καὶ πρόκειται νὰ εἰσέλθουμε ἐκεῖ. Γιὰ νὰ βροῦμε τί; Γιὰ νὰ ξαναβροῦμε τὴ δική μας τὴν ἀλήθεια, τὴν ἀναζήτησή μας. Μποροῦμε νὰ ταξιδέψουμε σὲ ὅλο τὸν κόσμο, νὰ κρούουμε ὅλες τὶς πόρτες, νὰ συναντήσουμε πολλοὺς ἀνθρώπους, νὰ μιλήσουμε μαζί τους, νὰ περιμένουμε κάτι ἀπὸ αὐτούς, ἴσως καὶ νὰ τοὺς μάθουμε κάτι. Ἔπειτα, φτάνοντας σ’ ἐτοῦτο τὸν κρύφιο τόπο, ἰδοὺ κάποιος στέκεται ἐκεῖ μέσα καὶ τὸ πρόσωπό του εἶναι οἰκεῖο.Εἶναι ὁ μεγάλος μας ἀδελφός, εἶναι Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τὸ φῶς τὸ πρόσωπό μας ὀφείλει νὰ ἀντικατοπτρίζει μὲ μυστικὸ τρόπο.
Ἄρα τὸ νὰ βρισκόμαστε σὲ τοῦτο τὸ μυστικὸ σημαίνει πὼς τουλάχιστον διαισθανόμαστε ὅτι ἡ ζωή μας ἔχει ἄλλη διάσταση καὶ δὲν περιορίζεται στὰ ὁρατά, στὰ φανερά. Ὅλα τὰ ὁρατὰ δὲν ἀποτελοῦν παρὰ ἕνα σημεῖο, ἕνα κάλεσμα,ἀπὸ τώρα, –ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἄλλη ζωὴ πέρα ἀπὸ τὴν παροῦσα– ἀλλὰ γιὰ μιὰ ἄλλη ζωὴ ἐντός της. Ὄχι μόνο γιὰ τὸν μεταμορφωμένο ἄνθρωπο μέσα στὸ ἐπέκεινα, μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ μᾶς τοὺς φτωχοὺς καὶ ταλαίπωρους, ὅπως εἴμαστε, ἤδη μυστικῶς ἀνυψωμένοι ἐν δόξῃ στὴν παροῦσα ζωή.
Ποῦ καὶ πῶς; Έντὸς ἐκείνου τοῦ μυστικοῦ, μέσα σ’ ἐκεῖνο τὸ κρύφιο ταμεῖο. Γιατί; Πῶς εἰσερχόμαστε; Μοῦ φαίνεται ὅτι ὁ Κύριος τὸ ὑπαινίσσεται λίαν καλῶς. Ἐὰν ἐκπληρώσουμε αὐτὲς τὶς τρεῖς πράξεις –μὲ ὅποιον τρόπο-: τὴν ἐλεημοσύνη ποὺ μᾶς εἰσάγει σὲ μιὰ θυσιαστικὴ σχέση ἀπέναντι στὸν ἄνθρωπο, τὴ νηστεία ποὺ μᾶς τοποθετεῖ σὲ μιὰ θυσιαστικὴ σχέση ἀπέναντι στὸν ἑαυτό μας καί, τέλος, τὴν προσευχὴ ποὺ μᾶς ἀνυψώνει πρὸς τὸν Θεό, ἐφόσον λοιπὸν ἐκπληρώσουμε αὐτὲς τὶς τρεῖς πράξεις κρυφίως, δηλαδὴ ὄχι μόνο πέρα ἀπὸ τὸ αἰσθητὸ καὶ φυσιολογικὸ βλέμμα τῶν ἄλλων, ἀλλ’ ἐν ἀγνοίᾳ μας: –«μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (ἡ δεξιὰ εἶναι τὸ μέσον τῆς πράξης, ἡ ἀριστερὰ δείχνει τὸν τόπο τῆς καρδιᾶς)–, τότε λοιπὸν ἂς ὑπάρχει μέσα μας, βαθύτερα ἀπὸ τὶς πράξεις μας, καλὲς ἢ κακές, βαθύτερα ἀπὸ τὴν ὁρατὴ παρουσία μας ἐνώπιον τῶν ἄλλων καὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἂς ὑπάρχει στὴν ἐλεημοσύνη καὶ στὴ νηστεία μιὰ ἄλλη ποιότητα ὕπαρξης καὶ παρουσίας ποὺ πέρα ἀπὸ ὅσα πράττουμε, στέκεται ἐκεῖ στὸ κρυφὸ ταμεῖο, ποὺ ἀγνοεῖ τρόπον τινὰ ὅ,τι συμβαίνει μὲ μᾶς ἔξω, ὅπως τὰ βαθιὰ νερὰ τοῦ ὠκεανοῦ ἀγνοοῦν, πιὸ κάτω ἀπὸ ἕνα συγκεκριμένο σημεῖο τὶς θύελλες ποὺ ταράζουν τὴν ἐπιφάνεια.
…τότε λοιπὸν ἂς ὑπάρχει μέσα μας, βαθύτερα ἀπὸ τὶς πράξεις μας, καλὲς ἢ κακές, βαθύτερα ἀπὸ τὴν ὁρατὴ παρουσία μας ἐνώπιον τῶν ἄλλων καὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἂς ὑπάρχει στὴν ἐλεημοσύνη καὶ στὴ νηστεία μιὰ ἄλλη ποιότητα ὕπαρξης καὶ παρουσίας ποὺ πέρα ἀπὸ ὅσα πράττουμε, στέκεται ἐκεῖ στὸ κρυφὸ ταμεῖο, ποὺ ἀγνοεῖ τρόπον τινὰ ὅ,τι συμβαίνει μὲ μᾶς ἔξω, ὅπως τὰ βαθιὰ νερὰ τοῦ ὠκεανοῦ ἀγνοοῦν, πιὸ κάτω ἀπὸ ἕνα συγκεκριμένο σημεῖο τὶς θύελλες ποὺ ταράζουν τὴν ἐπιφάνεια.
Τὸ νὰ βρισκόμαστε μέσα στὸ μυστικὸ σημαίνει ὅτι ἔχουμε ἐντός μας τοῦτο τὸν ἀνοιχτὸ δεσμὸ ἐμπιστοσύνης στὸν Κύριο, ὅπου μποροῦμε πάντα νὰ βροῦμε, ὄχι μόνο ἕνα καταφύγιο ἐνάντια στὶς ἐξωτερικὲς θύελλες –ἐννοεῖται– ἀλλὰ νὰ μποροῦμε πάντα θαμβωμένοι νὰ Τὸν βρίσκουμε νὰ κοιτάζει ἐν τῷ κρυπτῷ, νὰ ἐξασκοῦμε τὴν παρουσία μας στὸ νὰ μὴν ἐξαρτᾶται πλέον μόνο ἀπὸ τὰ φανερά.
Καὶ στὸ μέτρο ποὺ διαισθανόμαστε πὼς εἴμαστε ἐν τῷ κρυπτῷ τοῦ Θεοῦ καὶ πὼς ἡ ζωή μας ἀναδύεται ὄχι ἀπὸ τὸ ἔξω πρὸς τὸ ἐντὸς ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἐντὸς πρὸς τὸ ἔξω, λοιπὸν στὸ μέτρο τοῦτο, «ὁ Πατήρ σου ποὺ βλέπει στὸ κρυπτόν, αὐτὸς θέλει σὲ ἀποδώσει εἰς τὸ φανερόν». Ἀντιλαμβανόμαστε τότε γιατὶ μόνο στὸ τέλος αὐτῆς τῆς κατάβασης ἐν τῷ κρυπτῷ μπορεῖ νὰ ἀναβλύζει ἡ ὑπέρτατη προσευχή, ἡ πλέον οἰκουμενική, ἡ προσευχὴ ποὺ δὲν ἀνήκει μόνο σὲ μένα, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ λέω μόνο γιὰ μένα ὡς χωριστὸ ἄτομο ποὺ θὰ δεχόταν τὴν ὕπαρξή του ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀναβλύζει τὸ «Πάτερ ἡμῶν», τὸ πλέον οἰκουμενικὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν ἀπευθύνεται μόνο σὲ μένα ἢ στοὺς ὁμόδοξους ἀδελφούς μου, ἢ σ’ ἐκείνους τῆς γενιᾶς μου ἢ τῆς προηγούμενης, μὰ ποὺ εἶναι τὸ σημεῖο καθαυτὸ τῆς αἰωνίου παρουσίας, τῆς εὐσπλαγχνικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλους καὶ πανταχοῦ.
Δεχόμαστε ὅλοι τὴν ὔπαρξή μας, τὸ «εἶναι» μας, μὲ δύο τρόπους: μέσω ἐκείνου ποὺ οἱ ἄλλοι μᾶς κάνουν νὰ αἰσθανόμαστε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ προβάλλουν πάνω μας μὲ τὸ βλέμμα τους, μὲ τὶς πράξεις τους, μὲ τὴ σχέση τους μὲ μᾶς· αὐτὴ εἶναι ἡ ὕπαρξή μας, τὸ «εἶναι» μας ποὺ μᾶς κατέχει περισσότερο, ποὺ μᾶς αἰχμαλωτίζει, καὶ τὸ ὁποῖο ὀφείλουμε νὰ ὑπερβαίνουμε ὥστε νὰ βρεθοῦμε σὲ ἄλλο τόπο, ὅπου δεχόμαστε ἄλλη ὕπαρξη, ἐκείνη ποὺ ζεῖ, ποὺ αὐξάνεται, ποὺ μεγαλώνει μέσα μας, διότι αὐτὴ ἡ ζωὴ εἶναι καμωμένη ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ ποὺ βλέπει ἐν τῷ κρυπτῷ, μέσα σ´ ἐκεῖνο ποὺ ἐμεῖς δὲν βλέπουμε. Καὶ στὸ μέτρο ποὺ διαισθανόμαστε πὼς εἴμαστε ἐν τῷ κρυπτῷ τοῦ Θεοῦ καὶ πὼς ἡ ζωή μας ἀναδύεται ὄχι ἀπὸ τὸ ἔξω πρὸς τὸ ἐντὸς ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἐντὸς πρὸς τὸ ἔξω, λοιπὸν στὸ μέτρο τοῦτο, «ὁ Πατήρ σου ποὺ βλέπει στὸ κρυπτόν, αὐτὸς θέλει σὲ ἀποδώσει εἰς τὸ φανερόν».
Ἀντιλαμβανόμαστε τότε γιατὶ μόνο στὸ τέλος αὐτῆς τῆς κατάβασης ἐν τῷ κρυπτῷ μπορεῖ νὰ ἀναβλύζει ἡ ὑπέρτατη προσευχή, ἡ πλέον οἰκουμενική, ἡ προσευχὴ ποὺ δὲν ἀνήκει μόνο σὲ μένα, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ λέω μόνο γιὰ μένα ὡς χωριστὸ ἄτομο ποὺ θὰ δεχόταν τὴν ὕπαρξή του ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀναβλύζει τὸ «Πάτερ ἡμῶν», τὸ πλέον οἰκουμενικὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν ἀπευθύνεται μόνο σὲ μένα ἢ στοὺς ὁμόδοξους ἀδελφούς μου, ἢ σ’ ἐκείνους τῆς γενιᾶς μου ἢ τῆς προηγούμενης, μὰ ποὺ εἶναι τὸ σημεῖο καθαυτὸ τῆς αἰωνίου παρουσίας, τῆς εὐσπλαγχνικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλους καὶ πανταχοῦ. Στὸ μέτρο ποὺ κατεβαίνουμε σ’ ἐκεῖνο τὸν μικρὸ ἀόρατο τόπο τῆς καρδιᾶς, ὅπου ἵσταται τὸ μυστικὸ τοῦ Θεοῦ, θὰ εἴμαστε παρόντες παντοῦ ὅπου ὁ Ἴδιος ἵσταται τότε µέσα στὴν εὐσπλαγχνία Του· καὶ μᾶς θέλει τόσο ἀνοικτοὺς ὅσο ὁ Ἴδιος, μέσα σ’ ἐκεῖνο τὸ πελώριο ἔργο ποὺ ἐξέρχεται ἐπακριβῶς ὄχι ἀπὸ τὸ θέλημά μας, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ μυστικό μας, ἀπὸ τὴν ἀγνωσία μας, ποὺ εἶναι ὅλο ἔμπλεη τῆς γνώσεως καὶ τοῦ θελήματός Του. Ἀμήν.
Ἀδελφὸς Ἀνδρέας, μοναχός
Μονὴ τοῦ ἁγ. Γεωργίου (Ὄρους Λιβάνου)
Ἡ ὁμιλία ἐκφωνήθηκε κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία στὶς 23 Φεβρουαρίου 1974
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γαλλικὰ: Μάρκελλος Πιράρ
Τὸ ζωγραφικὸ θέμα τῆς ἀνάρτησης εἶναι λεπτομέρεια τοῦ πίνακα «Ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ στὴ Γεσθημανή» τοῦ Ρώσου ζωγράφου Νικολάι Γκέ (1831-1894).
Ὁ σπουδαῖος Ρουμάνος ὀρθόδοξος θεολόγος ἱερομόναχος Ἀντρέι Σκρίμα (Andrei Scrima, 1925-2000), παραμένει μέχρι στιγμῆς σχεδὸν ἄγνωστος στὴν Ἑλλάδα. Πανεπιστήμων, μὲ γνώσεις ὄχι μόνο θεολογίας καὶ ἱστορίας τῶν θρησκειῶν, ἀλλὰ καὶ φιλοσοφίας, μαθηματικῶν καὶ φυσικῆς, μὲ μία ἐκπληκτικὴ γλωσσομάθεια καὶ ἔχοντας καρεῖ μοναχὸς στὶς 26 Ἰουλίου 1956 στὴ Μονὴ Σλάτινα, ἐγκατέλειψε τὴ Ρουμανία μὲ προορισμὸ πρῶτα τὴν Ἑλβετία καὶ ἐν συνεχείᾳ τὸ Παρίσι, τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὸ Βαρανάσι στὴν Ἰνδία, ὅπου ἐκπόνησε τὸ διδακτορικό του πάνω στὸ Ἔσχατον στὴν φιλοσοφία τοῦ Advaita Vedanta καὶ συνέταξε μιὰ ἐκτεταμένη μελέτη ἀφιερωµένη στὴν φιλοκαλικὴ ἀναγέννηση στὴν Ρουμανία, ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε τὸ 1958 στὸ Παρίσι. Τὸ 1959 ἐνσωματώθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ Ντέιρ-ἔλ-Χὰρφ τοῦ Λιβάνου καὶ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Τὸ 1961 ἔλαβε το ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτη ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, τὸν ὁποῖο ἐκπροσώπησε στὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο, ἐνῶ ἐργάστηκε ἐπίσης στὴν προετοιμασία τῆς ἱστορικῆς συνάντησης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα μὲ τὸν Πάπα Παῦλο τὸν ΣΤ΄ στὴν Ἱερουσαλήμ, τὸ 1964. Ἀνακηρύχθηκε καθηγητὴς στὸ γαλλόφωνο Πανεπιστήμιο Saint-Joseph τῆς Βυρηττοῦ ἐνῷ παράλληλα δίδαξε κατὰ διαστήματα καὶ στὴ Γαλλία. Ὑπῆρξε ἱδρυτικὸ μέλος τῆς Διεθνοῦς Ἀκαδημίας Θρησκευτικῶν Ἐπιστημῶν στὶς Βρυξέλλες. Μετὰ τὴν κατάρρευση τοῦ καθεστῶτος Τσαουσέσκου, ὁ Ἀντρέι Σκρίμα ἐπισκέφθηκε μερικὲς φορὲς τὴν Ρουμανία ὅπου καὶ ἐγκαταστάθηκε μόνιμα τὸ 1995, περνώντας ἐκεῖ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του.
Ἡ Ακαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου αἰσθάνεται ἰδιαίτερη τιμὴ νὰ δημοσιεύει στὸ ἱστολόγιό της «Πολυμερῶς καὶ Πολυτρόπως» τὴν πρώτη μᾶλλον μετάφραση κειμένου τοῦ π. Σκρίμα στὰ ἑλληνικὰ καὶ εὐχαριστεῖ ἰδιαιτέρως τὸν ἀγαπητὸ φίλο καὶ μεταφραστὴ Μάρκελλο Πιράρ –ὁ ὁποῖος συναντήθηκε πολλὲς φορὲς μὲ τὸν π. Ἀνδρέα στὸν Λίβανο– γιὰ τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴ συνεργασία. Ἡ Ακαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν θὰ καταβάλει κάθε δυνατὴ προσπάθεια προκειμένου νὰ καταστήσει εὐρύτερα γνωστὸ στὸ ἑλληνικὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ τὸ πολὺ σημαντικὸ καὶ μοναδικὸ στὸ εἶδος του ἔργο τοῦ Ρουμάνου θεολόγου.