Σήμερα συμπληρώνεται ένας χρόνος από την εκδημία του Γέροντος Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα (1931-2023).
Πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να συνοψίσει σε λίγες γραμμές τη συμβολή του στην Εκκλησία και τη θεολογία. Άνθρωπος με ευρεία μόρφωση και καλλιέργεια κατάφερε με τη διδασκαλία του σε κορυφαία πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού αλλά κυρίως με το συγγραφικό του έργο να προκαλέσει το δημιουργικό ενδιαφέρον επιφανών θεολόγων, φιλοσόφων και στοχαστών ανά τον κόσμο, το οποίο ενδιαφέρον αποτυπώνεται στο πλήθος των μελετών, άρθρων και διδακτορικών διατριβών που εξακολουθούν να εκπονούνται για πτυχές του έργου του. Με αφετηρία τη Θεία Ευχαριστία, μέσο τη θεολογία του προσώπου και ορίζοντα τη Βασιλεία του Θεού, ο μακαριστός Περγάμου θα αποτυπώσει με απαράμιλλη καθαρότητα την εμπειρία της εν Χριστώ ζωής, όπως αυτή βιώνεται από την κοινότητα στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία κάθε φορά που συνέρχεται επί το αυτό στην Ευχαριστία υπό τον προεστώτα της επίσκοπο.
Ανοικτός ο ίδιος στον διάλογο με τα πλέον προωθημένα φιλοσοφικά και επιστημονικά ρεύματα της εποχής μας, θα επιχειρήσει μια υπαρξιακή ανατομή της πατερικής σκέψης επέκεινα μιας σχολαστικού τύπου στείρας και ανούσιας επανάληψης του γράμματός της. Διαχρονικός υποστηρικτής των δικαίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν θα διστάσει να έρθει σε γόνιμο διάλογο με τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες και παραδόσεις, σε μια προσπάθεια αποκατάστασης της αρχέγονης ενότητας. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι ο μακαριστός Γέρων Περγάμου αξίως θα πρέπει να συγκαταλέγεται στη χορεία των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι με ιδιαίτερη οξύνοια, φιλανθρωπία αλλά και ταπεινότητα, επιχείρησαν να ερμηνεύσουν σωτηριολογικά το ευαγγέλιο του Χριστού, απαντώντας στις εκάστοτε υπαρξιακές αναζητήσεις του ανθρώπου.
Το παρόν κείμενο προέρχεται από τη γραφίδα ενός σπουδαίου σύγχρονου αγγλικανού θεολόγου και επισκόπου, του πρώην Αρχιεπισκόπου Κανταουρίας Rowan Williams, και το οποίο σε αδρές γραμμές επιχειρεί να περιγράψει το αποτύπωμα του μεγάλου θεολόγου.
Ήταν ο φιλόσοφος και θεολόγος του Κέιμπριτζ Donald MacKinnon, αυτός που μου παρουσίασε το έργο του Ιωάννη Δ. Ζηζιούλα, δίνοντας μου (κάπου γύρω στο 1978) μερικά ανάτυπα στα γαλλικά. Ο Ντόναλντ δεν συνήθιζε τους άκοπους επαίνους, άρα υποψιάζομαι ότι προφανώς τα εν λόγω δοκίμια για την Ευχαριστία και τον επίσκοπο τον είχαν γοητεύσει και εντυπωσιάσει, επειδή απηχούσαν μια Εκκλησιολογία μακράν των ασφυκτικών ορίων της θεσμικής οίησης και αυταπάτης· χαρακτηριστικά που ο Ντόναλντ εντόπιζε σε πολλά κείμενα της δυτικής θεολογίας των μέσων του αιώνα, προερχόμενα όχι μόνο από τη συντηρητική, αλλά και από την υποτιθέμενη πρωτοποριακή θεολογία. Αν από τη μία πλευρά η συντηρητική θεολογία της Εκκλησίας εξυμνούσε την καταναγκαστική δύναμη των ιεραρχών και κατανοούσε την Εκκλησία ως ένα είδος πολιτικής ομάδας με άρχοντες και αρχoμένους, η φιλελεύθερη και ριζοσπαστική θεολογία υποβίβαζε εξίσου την Εκκλησία θεωρώντας την ως μια ένωση ενθουσιωδών κοινωνικών μεταρρυθμιστών, που σπεύδουν να συμβαδίσουν με έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο πολιτισμό. Κανένα απ’ τα δύο ρεύματα δεν είχε τη ιδιαίτερη αίσθηση να ορίσει την Εκκλησία ως αυτό που η ίδια ισχυρίζεται ότι είναι: μια σύναξη εκείνων που μεταμορφώνονται απ’ το Άγιο Πνεύμα σε πλήρη (Χριστοειδή) ανθρωπότητα και επομένως, διαβιούν σε μια κατάσταση πραγματικής κοινωνίας. Εκτός απ’ αυτό, δεν αντιλαμβάνονταν ότι ο μυστηριακός χαρακτήρας της Εκκλησίας σημαίνει την ορατή εκδήλωση της σαρκωμένης προσμονής μιας νέας δημιουργίας στην Ευχαριστιακή σύναξη, η οποία φανερώνεται στην εσχατολογική αμοιβαιότητα και ενότητα για την οποία εξαρχής δημιουργήθηκε. Για έναν κάπως αντισυμβατικό Αγγλοκαθολικό όπως ο MacKinnon, η παραπάνω θεώρηση αντιπροσώπευε ένα ρεύμα της αγγλικανικής σκέψης, το οποίο είχε ήδη κάπως παραμεριστεί κατά τη δεκαετία του 1970 – την ισχυρή εσχατολογική έμφαση του σπουδαίου Dom Gregory Dix στο κλασικό του έργο TheShapeoftheLiturgy, καθώς και την τολμηρή του κριτική στον καταναλωτικό, ομογενοποιημένο «άνθρωπο της αγοράς»· κριτική που προέκυψε απ’ την εστίαση στην Ευχαριστία.
Φυσικά, αυτά τα ζητήματα επρόκειτο ο Ιωάννης Ζηζιούλας να τα πραγματευθεί ενδελεχώς στο σπουδαίο του έργο με τη μεγαλύτερη επιρροή, το Being as Communion (New York, St. Vladimir’s Seminary Press, 1985, ελληνική έκδοση: Το είναι ως κοινωνία, Αθήνα, Ίνδικτος, 2023) – μία συλλογή δοκιμίων που συνδυάζει φιλόδοξα τη μυστηριακή θεολογία και τη μεταφυσική (περιλάμβανε μεταφράσεις άρθρων που είχα διαβάσει το 1978) και έθετε στο προσκήνιο ένα αρκετά ολοκληρωμένο πρόγραμμα δογματικής. Στα εν λόγω δοκίμια εντοπίζονται οι ιδέες για τη σημασία της μοναρχίας του Πατρός στην Τριάδα (ούτως ώστε να αποφευχθεί κάθε υπόνοια μιας εννοιολογικά προγενέστερης και θεωρητικής ενότητας στη Θεότητα), η έντονη διάσταση μεταξύ «φύσης» και «προσώπου», ο εσχατολογικός χαρακτήρας της Ευχαριστίας, ο λειτουργικός ρόλος του επισκόπου στην τέλεση της, το σοβαρό σφάλμα τέλεσης «ιδιαίτερων» ευχαριστιών για ομάδες πιστών που διαφοροποιούνται ανάλογα με την ηλικία και τον πολιτισμό, καθώς και πολλά άλλα θέματα. Μια γενιά αναγνωστών ακόμη και εκτός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, θεώρησε τα εν λόγω δοκίμια συναρπαστικά, ενώ πολλά σημαντικά οικουμενικά κείμενα βασίστηκαν σ’ αυτά. Στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο King’s College του Λονδίνου, ο Ζηζιούλας βρήκε το κατάλληλο μέρος για τις ιδέες και τη διδασκαλία του, όπου η ενθουσιώδης συνεργασία με έναν Μεταρρυθμισμένο συνάδελφό του, τον καθηγητή Colin Gunton, είχε ως αποτέλεσμα να τον γνωρίσει ένα ευρύ ακροατήριο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στην Εκκλησία της Αγγλίας, μια ριζική αναθεώρηση της μεθοδολογίας και των στόχων της εκπαίδευσης των ιερέων –την οποία ενέπνευσε και επέβλεψε εν μέρει ο καθηγητής Dan Hardy– έθεσε ως επίκεντρο στην εκπαίδευση την έμφαση του Ζηζιούλα στην οντολογία της Τριαδικής κοινωνίας, με σκοπό οι υποψήφιοι να επιδιώξουν σύμφωνα με αυτό το πρότυπο να υπηρετήσουν και να αναζωογονήσουν την Εκκλησία.
Κανένα απ’ τα δύο ρεύματα δεν είχε τη ιδιαίτερη αίσθηση να ορίσει την Εκκλησία ως αυτό που η ίδια ισχυρίζεται ότι είναι: μια σύναξη εκείνων που μεταμορφώνονται απ’ το Άγιο Πνεύμα σε πλήρη (Χριστοειδή) ανθρωπότητα και επομένως, διαβιούν σε μια κατάσταση πραγματικής κοινωνίας. Εκτός απ’ αυτό, δεν αντιλαμβάνονταν ότι ο μυστηριακός χαρακτήρας της Εκκλησίας σημαίνει την ορατή εκδήλωση της σαρκωμένης προσμονής μιας νέας δημιουργίας στην Ευχαριστιακή σύναξη, η οποία φανερώνεται στην εσχατολογική αμοιβαιότητα και ενότητα για την οποία εξαρχής δημιουργήθηκε.
Ο Ιωάννης Δ. Ζηζιούλας, ως ήδη Μητροπολίτης Περγάμου τότε, αποτελούσε τακτικά και αναπόφευκτα την πρώτη επιλογή ως ορθόδοξος εκπρόσωπος σε διάφορες ομάδες διαλόγου και μεγάλες διομολογιακές εκδηλώσεις. Ως συμπρόεδρος της Επιτροπής Ορθόδοξου-Αγγλικανικού Διαλόγου για πολλά χρόνια, άσκησε καθοριστική και εντυπωσιακή επιρροή στη διαμόρφωση του κειμένου του 2006 The Church of the Triune God (Η Εκκλησία του Τριαδικού Θεού). Ήμουν μέλος αυτής της ομάδας διαλόγου μέχρι την ανάρρησή μου στον θρόνο του Κάντερμπερι το 2002 και είχα την χαρά να συνομιλώ τακτικά με τον Μητροπολίτη Ιωάννη για τα θεμελιώδη ζητήματα του δόγματος, ενώ οι συναντήσεις μας αποκαθιστούσαν κάθε φορά την πίστη μου στην δυνατότητα εύρεσης ορθής θεολογικής επιχειρηματολογίας. Ασφαλώς δεν συμφωνούσαμε σε όλα με τον Μητροπολίτη Ιωάννη. Ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος ότι αντιλαμβανόμουν με ορθό τρόπο το ζήτημα της μοναρχίας του Πατρός, ενώ εγώ υπερασπιζόμουν σθεναρά τον Αυγουστίνο ενάντια σε αυτό που εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι άδικη κριτική σε μια υπεραπλουστευμένη εκδοχή της σκέψης του. Επιχειρηματολογήσαμε σχετικά με το αν η διδασκαλία του Μητροπολίτη Ιωάννη όσον αφορά τη δημιουργία, προσέγγιζε επικίνδυνα την Πτώση και για το αν ο όρος «φύση» είχε την ίδια έννοια στους Καππαδόκες και στη μετα-Χαϊντεγγεριανή σκέψη. Μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις του διαλόγου, ωστόσο, ήταν η ανάπτυξη της Χριστολογίας εκ μέρους του, η οποία υπερβαίνει κάθε άλλο χριστολογικό σχήμα μέχρι τώρα. Και σε αυτό το ζήτημα, όπως και στη θεώρησή μας για τη μυστηριακή θεολογία, ταυτιστήκαμε βαθιά. Προς εκνευρισμό των υπολοίπων μελών της Επιτροπής, μερικές φορές ενεπλάκημεν με τόση ευχαρίστηση σε διαμάχες για λεπτομέρειες των πατερικών κειμένων, με αποτέλεσμα η ημερήσια διάταξη και το χρονοδιάγραμμα να φτάσουν στα όριά τους! Θυμάμαι ένα περιστατικό στο Βουκουρέστι, το 2000 νομίζω, όταν ένα μέλος του προσωπικού στάλθηκε για να φέρει έναν τόμο του Αγίου Μάξιμου από την πατριαρχική βιβλιοθήκη, ούτως ώστε ο Ιωάννης και εγώ να επιχειρηματολογήσουμε για το περιεχόμενο διάφορων αμφισβητούμενων αποσπασμάτων και να καταλήξουμε σε κάποιο είδος συμφωνίας, ενώ η υπόλοιπη ομάδα, με κρυφή ανακούφιση, μας εγκατέλειψε για ένα παρατεταμένο διάλειμμα για καφέ…
Παρόλα αυτά, τα διαβάσματά του παρέμεναν ευρεία και επίκαιρα, ενώ όταν μου ζητήθηκε να γράψω μια σύντομη εισαγωγή στην εξαιρετική συλλογή δοκιμίων του 2006, Communion and Otherness (Κοινωνία και Ετερότητα), εξέφρασα την άποψη ότι στην πραγματικότητα αυτό το βιβλίο αποτελεί κάτι σαν συστηματική θεολογία σε μη-συστηματική μορφή, καθώς καλύπτει ένα τόσο ευρύ πεδίο θεμάτων: από την Τριαδική οντολογία έως ζητήματα φύλου, πνευματικής πρακτικής, εκκλησιαστικής διακυβέρνησης και άλλα πολλά. Όπως και ο έτερος μεγάλος Γέροντας της νεότερης Ορθόδοξης θεολογίας, ο Μητροπολίτης Κάλλιστος Ware, λυπόταν και προβληματιζόταν από την αναζωπύρωση των εκκλησιαστικών εθνικισμών και ακόμη περισσότερο από την ενθουσιώδη υιοθέτηση εκ μέρους ορισμένων Ορθοδόξων, της ατζέντας των «πολιτιστικών πολέμων» στις Η.Π.Α.
Μέχρι τότε, θεωρούσα τον Ιωάννη φίλο μου και πιστεύω ότι αυτό ήταν αμοιβαίο. Έτρεφα βαθύτατο σεβασμό στο πρόσωπό του ως στοχαστή και περιστασιακά λυπόμουν που η αδιάκοπή πίεση της εκπροσώπησης του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε τόσους πολλούς φορείς (έργο που εκτελούσε με επιμέλεια και ακεραιότητα) τον δυσκόλευε τόσο πολύ να γράφει με το είδος της έκτασης και της λεπτομέρειας που απαιτείται, ούτως ώστε ο ακαδημαϊκός κόσμος να σε λάβει σοβαρά υπόψιν. Παρόλα αυτά, τα διαβάσματά του παρέμεναν ευρεία και επίκαιρα, ενώ όταν μου ζητήθηκε να γράψω μια σύντομη εισαγωγή στην εξαιρετική συλλογή δοκιμίων του 2006, Communion and Otherness (Κοινωνία και Ετερότητα), εξέφρασα την άποψη ότι στην πραγματικότητα αυτό το βιβλίο αποτελεί κάτι σαν συστηματική θεολογία σε μη-συστηματική μορφή, καθώς καλύπτει ένα τόσο ευρύ πεδίο θεμάτων: από την Τριαδική οντολογία έως ζητήματα φύλου, πνευματικής πρακτικής, εκκλησιαστικής διακυβέρνησης και άλλα πολλά. Όπως και ο έτερος μεγάλος Γέροντας της νεότερης Ορθόδοξης θεολογίας, ο Μητροπολίτης Κάλλιστος Ware, λυπόταν και προβληματιζόταν από την αναζωπύρωση των εκκλησιαστικών εθνικισμών και ακόμη περισσότερο από την ενθουσιώδη υιοθέτηση εκ μέρους ορισμένων Ορθοδόξων, της ατζέντας των «πολιτιστικών πολέμων» στις Η.Π.Α. Παρ’ όλη την πολυπλοκότητα της σκέψης του, υπήρχε μια εκπληκτική απλότητα πάνω του (και δεν αναφέρομαι μόνο στην εντυπωσιακή έλλειψη πρακτικότητας): σύμφωνα με την άκομψη σύγχρονη έκφραση: ήξερε να δίνει βάση στο κύριο ζήτημα. Παρατηρώντας τον να τελεί τη Θεία Λειτουργία αντιλαμβανόσουν τι θεωρούσε κύριο και σημαντικό: την εν Χριστώ φανέρωση, στον παρόντα και τον μέλλοντα αιώνα, σε όσα ελπίζουμε για εμάς, το αλληλένδετο και σχεσιακό μας είναι, και τον αλληλένδετο κόσμο μας, ο οποίος κάνει έκκληση για συμφιλίωση και ειρήνη.
Είθε η μνήμη του να είναι αιώνια. Είμαι τόσο ευγνώμων που τον γνώρισα και έμαθα από αυτόν.
Ο Rowan Williams είναι Αγγλικανός θεολόγος και επίτιμος καθηγητής Νεότερης Χριστιανικής Σκέψης στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Κατά το παρελθόν διετέλεσε επικεφαλής του Magdalene College και από το 2002 έως το 2012 ήταν ο 104ος Αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπερι.
Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε το Φεβρουάριο του 2023 στο ιστολόγιο Public Orthodoxy και αναδημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα.