Οι «Άγιοι της φυλακής»: θρησκευτικός λεγεωναρισμός στη μετακομμουνιστική Ρουμανία
Εισαγωγή
Στις 23 Σεπτεμβρίου ο Πατριάρχης Κύριλλος της Μόσχας με μια πρωτοφανή δήλωση του, με την οποία υποστήριξε ότι όποιος πεθάνει για το καλό της πατρίδας του, εξασφαλίζει την κάθαρση των αμαρτιών του, απέδειξε για μια ακόμα φορά πόσο έχει διαστρεβλώσει τις ευαγγελικές αξίες. Η εργαλειοποίηση του χριστιανικού μαρτυρίου ώστε να προωθηθούν πολιτικά δόγματα και ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες δεν είναι, δυστυχώς, κάτι πρωτόγνωρο.
Έναν αιώνα νωρίτερα, στη Ρουμανία του Μεσοπολέμου, εκδηλώθηκε ένα φασιστικό κίνημα με έντονη χριστιανική-μυστικιστική χροιά. Το 1927 ιδρύεται στο Ιάσιο από τον ακραίο εθνικιστή αξιωματικό Κορνέλιου Ζέλια Κοντρεάνου (Corneliu Zelea Codreanu) (1899-1938), γνωστό ως «Καπιτάνουλ» η Λεγεώνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ [Legiunea Arhanghelului Mihail], ενώ το 1930 ιδρύεται η Σιδηρά Φρουρά [Garda de Fier] ως το πολιτικό της τμήμα. Οι κεντρικοί άξονες της Λεγεώνας ήταν ο αντικομμουνισμός, ο αντισημιτισμός, η προσήλωση στην παράδοση και η υποστήριξη των Ορθόδοξων αξιών σε επίπεδο κοινωνικό, πολιτικό ακόμα και οικονομικό. Ο έντονος μυστικιστικός χαρακτήρας της οργάνωσης είναι εμφανής παντού, από τις τελετουργίες της έως την ακραία της νεκρολατρεία και την εμμονή με το χριστιανικό μαρτύριο. Αυτό άλλωστε αποτελεί και το desideratum κάθε γνήσιου Λεγεωνάριου, όχι όμως το μαρτύριο για την αγάπη του Χριστού, αλλά το μαρτύριο και η θυσία για την πατρίδα. Ο γνήσιος Λεγεωνάριος, μπορεί να φτάσει στην αγιότητα, μόνο διαμέσου της θυσίας για το καλό της πατρίδας του, ακόμα και αν αυτή η «θυσία» περιλαμβάνει δολοφονίες, εγκλήματα και προδοσίες.
Απώτερος στόχος της Λεγεώνας, ήταν η πνευματική και ηθική αναγέννηση της Ρουμανίας εφαρμόζοντας το οικονομικό και πολιτικό της πρόγραμμα εκκαθαρίζοντας τη χώρα, με κάθε τρόπο, από το ξένο εθνικά και θρησκευτικά στοιχείο (κυρίως το εβραϊκό), όπου κι αν αυτό βρισκόταν. Οι περισσότεροι από τους Λεγεωνάριους φυλακίστηκαν σταδιακά, από το 1941 και έπειτα, ακριβώς εξαιτίας αυτών των πολιτικών τους πεποιθήσεων. Παρόλα αυτά, κυρίως μετά την πτώση του Κομμουνισμού, οι (νέο)-λεγεωνάριοι που έκαναν γρήγορα την επανεμφάνισή τους και οι οποίοι φαντασιώνονταν ένα ένδοξο θρησκευτικό φασιστικό παρελθόν, διαστρέβλωσαν την αλήθεια ώστε να θεωρηθεί ότι διώχθηκαν για την πίστη τους και ότι πρόκειται περί σύγχρονων μαρτύρων και αγίων.
Η αγιολογική μνήμη του ρουμανικού φασισμού
Το 2019 το Γραφείο Τύπου του Πατριαρχείου Ρουμανίας εξέδωσε δελτίο Τύπου με το οποίο εφιστούσε την προσοχή του κλήρου και των πιστών του στη διάκριση μεταξύ αγίου και ήρωα, αναφέροντας: «η αγιοποίηση των αγίων δεν γίνεται για πολιτικούς ή πατριωτικούς λόγους, αλλά για λόγους που αφορούν τη ζωή και την ομολογία της ορθής πίστης τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και σε καιρό διωγμού».[1] Με άλλα λόγια, οι εθνικιστικές ή πολιτικές πεποιθήσεις και δράσεις δεν θα πρέπει να αποτελούν καθοριστικό παράγοντα στη διαδικασία αγιοποίησης, στην αναγνώριση της ιερότητας των προσώπων του πρόσφατου παρελθόντος της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτές οι αμφιλεγόμενες συνοδικές αποφάσεις αποτελούν την απάντηση της κεντρικής εκκλησιαστικής αρχής στη σιωπηλή κίνηση που εμφανίστηκε εντός του εκκλησιαστικού σώματος υπέρ της αγιοποίησης ορισμένων από εκείνους που πέθαναν ή επέζησαν της κράτησης σε κομμουνιστικές φυλακές και στη συνέχεια ενδύθηκαν το ιερατικό ή μοναστικό ράσο. Ορισμένα ιδρύματα και ομάδες πολιτών που πρόσκεινται στη Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία, ιδίως εκείνες που βρίσκονται στο πνευματικό περιβάλλον μοναστηριών και ενοριών μέλη των οποίων είναι πρώην λεγεωνάριοι ή μέλη των Αδελφοτήτων του Σταυρού[2] που έγιναν ιερείς/ιερομόναχοι, άρχισαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 να ζητούν την αγιοποίηση των λεγεωνάριων «μαρτύρων» των κομμουνιστικών φυλακών ως αγίων-μεγαλομαρτύρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
«η αγιοποίηση των αγίων δεν γίνεται για πολιτικούς ή πατριωτικούς λόγους, αλλά για λόγους που αφορούν τη ζωή και την ομολογία της ορθής πίστης τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και σε καιρό διωγμού». Με άλλα λόγια, οι εθνικιστικές ή πολιτικές πεποιθήσεις και δράσεις δεν θα πρέπει να αποτελούν καθοριστικό παράγοντα στη διαδικασία αγιοποίησης, στην αναγνώριση της ιερότητας των προσώπων του πρόσφατου παρελθόντος της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η αγιολογική μνήμη του ρουμανικού φασισμού στους συντηρητικούς ορθόδοξους κύκλους απέχει πολύ από το να αποτελεί ένα μονόχρωμο και μονολιθικό φαινόμενο, εμπνευσμένο από τα ίδια ιδεώδη. Θεματικά τοποθετείται στη διασταύρωση της παρανομίας, του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και του υπερεθνικιστικού εξτρεμισμού. Αν οι παλαιότεροι ιστορικοί θεωρούσαν αυτή την ορθόδοξη υποκουλτούρα ως αποτέλεσμα της «αναβίωσης» των θεμελιωδών μεσοπολεμικών μύθων του φασισμού που εμπνεύστηκε ο Corneliu Zelea Codreanu ή ως προϊόν της μετακομμουνιστικής ιδεολογικής σύγχυσης, η επιθυμία να «αγιοποιηθούν» οι λεγεωνάριοι μάρτυρες αντιπροσωπεύει τη γενεαλογική πραγμάτωση μιας «έμμεσης μνήμης» (vicarious memory) ολόκληρης της «λεγεωνάριας» γενιάς των Αδελφoτήτων του Σταυρού που μπήκαν στις κομμουνιστικές φυλακές το 1948 αλλά και όσων τους διαδέχθηκαν μετά το 1989. Ταυτόχρονα, αυτός ο προβληματισμός είναι το άμεσο προϊόν μιας δημιουργικής συνέχειας του θρησκευτικού φασισμού που προπαγάνδιζε το Λεγεωνάριο Κίνημα, της λατρείας των μαρτύρων του κινήματος που ταυτίζονταν, κατά το σλαβόφιλο πρότυπο, με τους μάρτυρες της Εκκλησίας, και της λεγεωνάριας πνευματικότητας των φυλακών που δέχτηκε τη φυλακή ως ιερό χώρο (ακριβέστερα, ως μοναστικό κελί) στον οποίο ο υποψήφιος, κενώνοντας τον εαυτό του από το αστικό του «Εγώ», μέσω διαφόρων ασκητικών μεθόδων, διανύει το μυητικό μονοπάτι μέσω του πόνου και της αντίστασης για να γίνει ένας λεγεωνάριος «Νέος Άνθρωπος».[3] Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι μετά την αποφυλάκισή τους, πολλά πρώην μέλη της Λεγεώνας ή των Αδελφοτήτων του Σταυρού (ο μοναχός Constantin Marcu Dumitrescu, ο ιερέας Constantin “Tică” Voicescu, ο ιερέας Constantin Calciu-Dumitreasa)[4] θα γίνουν μοναχοί ή ιερείς σε μια προσπάθεια να παρατείνουν την ασκητική προσπάθεια και την πνευματική αυτοεξέλιξη που ανακάλυψαν κατά μήκος της λεγεωνάριας διαδρομής στις φυλακές.
Το κίνημα αυτό, το οποίο διαδόθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 αρχικά από πρώην πολιτικούς κρατούμενους, όπως ο ιερέας Gheorghe Calciu-Dumitreasa, ο ιερέας Constantin Voicescu ή ο αρχιμανδρίτης Iustin Pârvu,[5] οι οποίοι ήταν κυρίως μέλη των Αδελφοτήτων του Σταυρού, κίνημα αποτελούμενο από διάφορες ομάδες και οργανώσεις, πρότεινε την επίσημη αγιοποίηση (αναγνώριση) ως αγίων μαρτύρων της Εκκλησίας ορισμένων λεγεωνάριων κρατουμένων ή μελών των Αδελφοτήτων που πέθαναν στις κομμουνιστικές φυλακές. Ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η προσοχή αυτού του κινήματος επικεντρώθηκε στη μορφή του Valeriu Gafencu (1921-1952), του ηγέτη και εκπαιδευτή της λεγεωνάριας ομάδας FDC 34 στο Ιάσιο, μέσω τριών μνημονίων αγιοποίησης που υποβλήθηκαν προς εξέταση και έγκριση το 1994 και το 1999 στην Ιερά Σύνοδο, μετά το 2007, ξεκίνησε μια εκστρατεία στον Τύπο και σε δημόσιες διασκέψεις για τη δημόσια αγιοποίηση προσωπικοτήτων με λεγεωνάρια δράση ή συμπάθεια, όπως ο ιερέας Ilarion Felea (1903-1961), ο Valeriu Gafencu (1921-1952), ο Mircea Vulcănescu (1904-1952) και ο Daniel Sandu Tudor (1896-1962), οι οποίοι πέθαναν στις κομμουνιστικές φυλακές.
Τόσο οι πρώην λεγεωνάριοι όσο και οι μετακομμουνιστές μαθητές τους εκλαΐκευσαν τις βιογραφίες αυτών των «αγίων» μέσω εκδόσεων, επισκέψεων σε φυλακές και στρατόπεδα, της ανέγερσης ορθόδοξων μοναστηριών σε μεγάλα κέντρα κράτησης όπως το Aiud, το Poarta Albă, το Pitești για να επιτευχθεί η «αιώνια μνημόνευση» των ψυχών των λεγεωνάριων «ομολογητών» και η διατήρηση της μνήμης τους στη χριστιανική κοινότητα. Η εκτύπωση μεγάλου αριθμού αναμνηστικών βιβλίων, βιογραφιών, ακόμη και λειτουργικών τελετών (ακάθιστοι ύμνοι, τροπάρια, κομποσχοίνια) με σκοπό την ευαισθητοποίηση των μαζών για τη θυσία των γενιών των λεγεωναρίων του μεσοπολέμου, των λεγεωναρίων που φυλακίστηκαν μετά την εξέγερση του Ιανουαρίου 1941 ή τον Μάιο του 1948 αποτέλεσαν ένα ακόμα σημαντικό στάδιο για την εξάπλωση της λατρείας των συγκεκριμένων προσώπων. Αυτό το πρώτο στάδιο της εκλαΐκευσης, της προσέλκυσης της λαϊκής λατρείας προς τους «αγίους των φυλακών» (κανονικά, το μόνο έγκυρο κριτήριο στις ορθόδοξες αγιοποιήσεις) ακολουθήθηκε από την ανακάλυψη των επίγειων λειψάνων πρώην κρατουμένων, τα οποία, σύμφωνα με τους απολογητές, δεν έπρεπε να θεωρούνται μόνο ιερά λείψανα, αλλά και θαυματουργικά – θεραπευτικά.
Τόσο οι πρώην λεγεωνάριοι όσο και οι μετακομμουνιστές μαθητές τους εκλαΐκευσαν τις βιογραφίες αυτών των «αγίων» μέσω εκδόσεων, επισκέψεων σε φυλακές και στρατόπεδα, της ανέγερσης ορθόδοξων μοναστηριών σε μεγάλα κέντρα κράτησης όπως το Aiud, το Poarta Albă, το Pitești για να επιτευχθεί η «αιώνια μνημόνευση» των ψυχών των λεγεωνάριων «ομολογητών» και η διατήρηση της μνήμης τους στη χριστιανική κοινότητα. Η εκτύπωση μεγάλου αριθμού αναμνηστικών βιβλίων, βιογραφιών, ακόμη και λειτουργικών τελετών (ακάθιστοι ύμνοι, τροπάρια, κομποσχοίνια) με σκοπό την ευαισθητοποίηση των μαζών για τη θυσία των γενιών των λεγεωναρίων του μεσοπολέμου, των λεγεωναρίων που φυλακίστηκαν μετά την εξέγερση του Ιανουαρίου 1941 ή τον Μάιο του 1948 αποτέλεσαν ένα ακόμα σημαντικό στάδιο για την εξάπλωση της λατρείας των συγκεκριμένων προσώπων.
Εννοιολογικές Προϋποθέσεις του κινήματος των αγίων των φυλακών
Το κίνημα των αγίων της φυλακής βασίζεται σε διάφορες εννοιολογικές προϋποθέσεις. Το πρώτο από αυτές είναι ότι η κύρια ιδιότητα ενός χριστιανού λεγεωνάριου είναι να θυσιάζεται για την πίστη και το έθνος. Όπως δήλωσε ο Ion I. Moța, ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Λεγεωνάριου Κινήματος και μελλοντικός κατ’ εξοχήν Λεγεωνάριος μάρτυρας, ήδη από το 1935, για κάθε Λεγεωνάριο «η θυσία [για την πατρίδα] είναι απαραίτητη!». Για ένα κίνημα που οι σύγχρονοι απολογητές του θεωρούν ότι είναι μόνο μια θρησκευτική επανάσταση και όχι ένα πολιτικό κόμμα, το γεγονός ότι το έθνος γίνεται το απόλυτο αντικείμενο της μυστικιστικής λατρείας και, κατ’ επέκταση, της λεγεωνάριας θυσίας, και όχι ο Θεός, η Ορθόδοξη Εκκλησία ή η χριστιανική πίστη, θα πρέπει να αποτελεί παράδοξο. Στο πλαίσιο της φυλάκισης των ηγετών του κινήματος και των αιματηρών καταστολών στις οποίες θα υποβαλλόταν κατά τη διάρκεια του αυταρχικού βασιλικού καθεστώτος, στα τέλη της δεκαετίας του 1930 το δόγμα των λεγεωνάριων και η ιδρυτική τους μυθολογία θα υποστούν μια μετάλλαξη που θα αναδείξει την πρωτοκαθεδρία της θυσίας για το έθνος ως την κύρια αποστολή των νέων λεγεωνάριων. Για τους νεαρούς φασίστες, ιδίως εκείνους με έντονες θρησκευτικές τάσεις, το μαρτύριο για την πατρίδα, σε συνδυασμό με τον πόνο (ο οποίος μετατράπηκε σε πνευματικό κεφάλαιο για τη λύτρωση των αμαρτιών ολόκληρου του έθνους) και τις ασκητικές πρακτικές που δανείστηκαν από τα μοναστήρια, έγιναν οι κύριοι στόχοι καθόλη την περίοδο της κράτησής τους.
Για ένα κίνημα που οι σύγχρονοι απολογητές του θεωρούν ότι είναι μόνο μια θρησκευτική επανάσταση και όχι ένα πολιτικό κόμμα, το γεγονός ότι το έθνος γίνεται το απόλυτο αντικείμενο της μυστικιστικής λατρείας και, κατ’ επέκταση, της λεγεωνάριας θυσίας, και όχι ο Θεός, η Ορθόδοξη Εκκλησία ή η χριστιανική πίστη, θα πρέπει να αποτελεί παράδοξο. Στο πλαίσιο της φυλάκισης των ηγετών του κινήματος και των αιματηρών καταστολών στις οποίες θα υποβαλλόταν κατά τη διάρκεια του αυταρχικού βασιλικού καθεστώτος, στα τέλη της δεκαετίας του 1930 το δόγμα των λεγεωνάριων και η ιδρυτική τους μυθολογία θα υποστούν μια μετάλλαξη που θα αναδείξει την πρωτοκαθεδρία της θυσίας για το έθνος ως την κύρια αποστολή των νέων λεγεωνάριων.
Η ομόφωνη έλξη που ασκούν οι άγιοι και η αγιολογική παράδοση της Εκκλησίας στη φαντασία των λεγεωνάριων μπορεί να αναχθεί στην ίδρυση της Λεγεώνας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στις 24 Ιουνίου 1927, όταν ο Corneliu Zelea Codreanu ίδρυσε αυτή την οργάνωση έχοντας ως σύμβολο τον Αρχαγγέλο Μιχαήλ, μιας από τις μορφές του χριστιανικού ορθόδοξου ημερολογίου η οποία είναι άλλωστε και εξαιρετικά δημοφιλής στους αγροτικούς ρουμανικούς κύκλους. Η εξίσωση μεταξύ του μαρτυρίου των λεγεωνάριων και του μαρτυρίου των ορθόδοξων αγίων μαρτύρων θα γίνει με την ταφή των δύο λεγεωνάριων διοικητών Ion I. Moța και Vasile Marin, οι οποίοι έπεσαν σε μάχη στο ισπανικό μέτωπο το 1937. Θρησκευτικές τελετές μνημόνευσης για τις ψυχές των δύο ανδρών, οι οποίες τελούνται από ορθόδοξους και ελληνοκαθολικούς κληρικούς κατά μήκος της διαδρομής που ακολούθησε το τρένο της κηδείας που μετέφερε τις σορούς τους στη Ρουμανία, θα ενισχύσουν το «βάπτισμα στη λεγεωνάρια πίστη» που θα κηρύξει επίμονα ο διοικητής της Λεγεώνας Vasile Iasinschi καθώς συνόδευε τα φέρετρα των «μαρτύρων». Η ψευδαίσθηση της αγιότητας των δύο υιοθετήθηκε γρήγορα από τον λεγεωνάριο τύπο, ο οποίος τους χαρακτήρισε ως αγίους μάρτυρες της Εκκλησίας. Τόσο η νοσταλγία για την αγιοποίηση της λεγεωνάριας θυσίας όσο και το γεγονός ότι η έννοια της θυσίας αποτελούσε ακρογωνιαίο λίθο για την λεγεωνάρια ιδεολογία οδήγησαν στην ένταξη της προσωπικής θυσίας του Codreanu στην παράδοση του λεγεωνάριου μαρτυρίου. Στο φασιστικό φαντασιακό που αναπτύχθηκε στην μετακομμουνιστική Ρουμανία, ο πόνος και η θυσία της ζωής ακόμη και αν η τελευταία πραγματοποιείται για ένα πολιτικό δόγμα δεν μπορεί να οδηγήσει παρά μόνο στη χριστιανική αγιότητα. Tertius non datur! Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της αγιοποίησης των αγίων της Λεγεώνας που πέθαναν στις κομμουνιστικές φυλακές, επισημαίνοντας την πρωτοκαθεδρία του πόνου και της θυσίας στο λεγεωνάριο μυστήριο που οδηγεί στην αγιότητα, ο ιερέας Gheorghe Calciu δήλωσε σε συνέντευξή του, όταν ρωτήθηκε αν ο Corneliu Zelea Codreanu είχε επιτύχει την αγιότητα, ότι «για το μαρτύριό του, ναι, είναι ήδη ένας άγιος!»
Τόσο η νοσταλγία για την αγιοποίηση της λεγεωνάριας θυσίας όσο και το γεγονός ότι η έννοια της θυσίας αποτελούσε ακρογωνιαίο λίθο για την λεγεωνάρια ιδεολογία οδήγησαν στην ένταξη της προσωπικής θυσίας του Codreanu στην παράδοση του λεγεωνάριου μαρτυρίου. Στο φασιστικό φαντασιακό που αναπτύχθηκε στην μετακομμουνιστική Ρουμανία, ο πόνος και η θυσία της ζωής ακόμη και αν η τελευταία πραγματοποιείται για ένα πολιτικό δόγμα δεν μπορεί να οδηγήσει παρά μόνο στη χριστιανική αγιότητα.
Η φασιστική αγιολογία των αγίων της φυλακής βασίζεται επίσης σε ορισμένες κραυγαλέες υπερβολές της ιστορικής αλήθειας. Οι παραδοσιακές αγιολογίες βασίζονται στον βίο του εν λόγω αγίου που τεκμηριώνεται με βάση προσωπικές δηλώσεις και πράξεις, μαρτυρίες που συγκεντρώνονται και στη συνέχεια φιλτράρονται μέσω της Παράδοσης η οποία και εγγυάται για την ιστορία και την ιερότητα μιας προσωπικότητας. Οι υποστηρικτές της αγιοποίησης των αγίων των φυλακών έχουν διαστρεβλώσει στις μαρτυρίες τους τις λεπτομέρειες που υπάρχουν στα αρχεία, τις μαρτυρίες που άφησαν οι ίδιες οι προτεινόμενες προς αγιοποίηση προσωπικότητες ή, μέσω μιας προμελετημένης επιλογής και επανερμηνείας σε αγιολογικό επίπεδο, έχουν διαστρεβλώσει σχετικές λεπτομέρειες της ζωής των υποψηφίων για αγιοποίηση.
Σύμφωνα με αυτή την προσπάθεια να ξαναγραφεί η γενική ή προσωπική ιστορία, η Λεγεώνα μετατράπηκε από ένα αντισημιτικό και βίαιο κόμμα σε ένα κίνημα για την πνευματική ανανέωση του έθνους- οι ποινικές καταδίκες για βία κατά των Εβραίων ή των κρατικών αρχών προέκυψαν από τη θρησκευτική δίωξη της Εκκλησίας που εκπροσωπούσε η Λεγεώνα, και οι φυλακές από χώροι επανεκπαίδευσης του εγκληματικού παρελθόντος έγιναν «κοινότητες βιωμάτων» (Mabel Berezin) όπου, μέσω ασκητικών πρακτικών και εμβάθυνσης των λεγεωνάριων αρχών με την αρωγή των αρχαιότερων μέλων του κινήματος, κάθε δόκιμος γινόταν ολοκληρωμένος λεγεωνάριος. Η υπερβολική εξιδανίκευση των λεγεωναρίων ως μοναδικών εκπροσώπων μιας εθνικής ελίτ, η αποσιώπηση όλων εκείνων των λεπτομερειών της ιδιωτικής ζωής τους που θα μπορούσαν να σπιλώσουν την αψεγάδιαστη μορφή τους (φόνοι, διαζύγια, μοιχεία, ποινικά αδικήματα), αποτελούν σκόπιμες παρεμβάσεις των αγιογράφων στις βιογραφίες των προτεινόμενων για αγιοποίηση.
Η υπερβολική εξιδανίκευση των λεγεωναρίων ως μοναδικών εκπροσώπων μιας εθνικής ελίτ, η αποσιώπηση όλων εκείνων των λεπτομερειών της ιδιωτικής ζωής τους που θα μπορούσαν να σπιλώσουν την αψεγάδιαστη μορφή τους (φόνοι, διαζύγια, μοιχεία, ποινικά αδικήματα), αποτελούν σκόπιμες παρεμβάσεις των αγιογράφων στις βιογραφίες των προτεινόμενων για αγιοποίηση.
Το «ησυχαστικό» κίνημα των φυλακών
Αυτό το εξαιρετικό πορτρέτο του λεγεωνάριου «αγίου» παραβλέπει όμως τον κύριο λόγο για τον οποίο ένας χριστιανός μάρτυρας πεθαίνει ή υφίσταται κάποια μορφή διωγμού, που δεν είναι άλλος από την πίστη. Διαμορφώνοντας τις βιογραφίες των μαρτύρων των φυλακών σε αγιολογικές βάσεις δανεισμένες από την ορθόδοξη παράδοση, οι σύγχρονοι αγιογράφοι αποσιωπούν το γεγονός ότι άνθρωποι όπως ο Valeriu Gafencu, ο Nicolae Purcărea, ο Arsenie Papacioc, ο Ion Ianolide κ.λπ. μπήκαν στις κομμουνιστικές φυλακές όχι για την ορθόδοξη πίστη τους αλλά για το λεγεωνάριο δόγμα τους. Επιπλέον, οι (νεο)λεγεωνάριοι αγιολόγοι ισχυρίστηκαν ότι οι λόγοι της σύλληψής τους από τις κομμουνιστικές αρχές ήταν θρησκευτικοί, επειδή οι λεγεωνάριοι είχαν αντιταχθεί στο αθεϊστικό κύμα που προπαγάνδιζε και συντηρούσε η Μόσχα και το οποίο έτεινε να επηρεάσει την παράδοση και τη ρουμανική ορθόδοξη εκκλησία. Ωστόσο, ξέχασαν μια σημαντική ιστορική λεπτομέρεια: οι λεγεωνάριοι «μάρτυρες» είχαν καταδικαστεί για σοβαρά ποινικά αδικήματα το 1941 ή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή πριν οι κομμουνιστές αναλάβουν την εξουσία.
Ένα άλλο sine qua non που δεν πληρούσαν οι Λεγεωνάριοι που προτάθηκαν για μαζική αγιοποίηση ήταν η καθαρότητα της πίστης, η ορθοδοξία των υποψηφίων προς αγιοποίηση. Σε τελετουργικό επίπεδο, η επικράτηση των λεγεωνάριων τελετών εις βάρος των χριστιανικών τελετών (βλ. την αντικατάσταση της τελετής της εξομολόγησης ενώπιον του ιερέα από τη δημόσια «εξομολόγηση των αμαρτιών» ενώπιον των συντρόφων), το φιλτράρισμα της ορθόδοξης πνευματικότητας μέσα από το πρίσμα της λεγεωνάριας κατήχησης, αλλά και η ετερόδοξη αφοσίωση στη λατρεία του Codreanu και στους μάρτυρες του κινήματος οδήγησε σε μια υβριδοποίηση της θρησκευτικότητας των φασιστικών φυλακών, κατά την οποία ο λεγεωνάριος συνέδεε τις εντολές του κινήματος με θεολογικές αναγνώσεις και ησυχαστικές πρακτικές. Η έλλειψη μεταμέλειας για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν, το αντισημιτικό μίσος που καταγράφεται στα απομνημονεύματα των φυλακών ή η αποκλειστική δαιμονοποίηση των κομμουνιστών που είναι αισθητή σε όλες σχεδόν τις αφηγήσεις των λεγεωνάριων, η εμμονή στους λεγεωνάριους κληρικούς ως τους μόνους ιερείς που έχουν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, η θεοποίηση της αυτοθυσίας και του προσωπικού μαρτυρίου για προπαγανδιστικούς σκοπούς σε βάρος της ειλικρινούς μετάνοιας για τις αμαρτίες που διαπράχθηκαν εγείρουν σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη θρησκευτική καθαρότητα αυτών των λεγεωνάριων «πνευματικών».
Διαμορφώνοντας τις βιογραφίες των μαρτύρων των φυλακών σε αγιολογικές βάσεις δανεισμένες από την ορθόδοξη παράδοση, οι σύγχρονοι αγιογράφοι αποσιωπούν το γεγονός ότι άνθρωποι όπως ο Valeriu Gafencu, ο Nicolae Purcărea, ο Arsenie Papacioc, ο Ion Ianolide κ.λπ. μπήκαν στις κομμουνιστικές φυλακές όχι για την ορθόδοξη πίστη τους αλλά για το λεγεωνάριο δόγμα τους. Επιπλέον, οι (νεο)λεγεωνάριοι αγιολόγοι ισχυρίστηκαν ότι οι λόγοι της σύλληψής τους από τις κομμουνιστικές αρχές ήταν θρησκευτικοί, επειδή οι λεγεωνάριοι είχαν αντιταχθεί στο αθεϊστικό κύμα που προπαγάνδιζε και συντηρούσε η Μόσχα και το οποίο έτεινε να επηρεάσει την παράδοση και τη ρουμανική ορθόδοξη εκκλησία. Ωστόσο, ξέχασαν μια σημαντική ιστορική λεπτομέρεια: οι λεγεωνάριοι «μάρτυρες» είχαν καταδικαστεί για σοβαρά ποινικά αδικήματα το 1941 ή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή πριν οι κομμουνιστές αναλάβουν την εξουσία.
Στην ίδια κατηγορία βιογραφικής χειραγώγησης και διαστρέβλωσης των ιστορικών δεδομένων εντάσσεται και η μυστικιστική συμπεριφορά των φυλακισμένων λεγεωνάριων. Οι θυσίες υπέρ άλλων κρατούμενων, συμπεριλαμβανομένων των φυλακισμένων Εβραίων, το ιδιότυπο “ησυχαστικό” κίνημα των λεγεωνάριων φυλακών με την αδιάλειπτη προσευχή υπέρ των μαρτύρων του κινήματος αλλά και για την εξιλέωση των αμαρτιών του έθνους, η αποκήρυξη των φασιστικών πολιτικών πεποιθήσεων και του βίαιου ακτιβισμού με αντάλλαγμα την αποδοχή του μαρτυρίου χωρίς αντιρρήσεις και χωρίς ενδοιασμούς, όλα αυτά τα στοιχεία δημιουργούν το πλαίσιο μιας (ψευδο)ησυχαστικής ουτοπίας. Γεγονός το οποίο αποσκοπεί στο να παρουσιάσει τους έγκλειστους λεγεωνάριους μάρτυρες ως γνήσιους χριστιανούς, διωκόμενους για την ίδια τους τη θρησκευτική πίστη, την οποία βιώνουν στη μοναξιά των κελιών τους, ακόμη και όταν το καθεστώς των φυλακών, ως σύμβολο της ολοκληρωτικής κοινωνίας που εγκαθίδρυσε το κομμουνιστικό καθεστώς, αποδεικνύεται αντιθρησκευτικό. Όπως είναι σαφές από τα απομνημονεύματα των λεγεωνάριων, η εγκατάλειψη των πολιτικών πεποιθήσεων και της λεγεωνάριας βίας και η μεταμόρφωση του λεγεωναρισμού σε μια μυστικιστική εικόνα με το κήρυγμα του Ευαγγελίου και της ειρήνης σε όλους, συμπεριλαμβανομένων των φυλακισμένων Εβραίων, δεν έχει άλλο στόχο από το να είναι το κομμάτι εκείνο της αντίστασης που αποδεικνύει ότι ο φασιστικός λύκος έχει αλλάξει το τρίχωμά του για να γίνει το δίκαιο αρνί της ειρήνης, της προσευχής και της αγάπης προς τον πλησίον.
Οι λεγεωνάριες τελετές που εδραιώθηκαν κατά τη διάρκεια της μαθητείας στην Αδελφότητα, όπως η κοινή εξομολόγηση των αμαρτιών ή όπως ονομάστηκε στον Οδηγό των Αδελφοτήτων του Σταυρού, «η στιγμή της φιλίας», ακόμη και παρουσία ιερέων στο κελί, εξυψώνουν και καλλιεργούν τη λεγεωνάρια ενότητα διαμέσου της υποταγής στον ανώτερο λεγεωνάριο. Ο προσηλυτισμός στον λεγεωναρισμό με εργαλείο τον χριστιανικό μυστικισμό, οι αλυσίδες προσευχής που σχηματίστηκαν για τη συγχώρεση των αμαρτιών του έθνους και η ακλόνητη πίστη στην αναγκαιότητα της δικής τους θυσίας για την ανάσταση του έθνους, όλα αυτά ήταν οι προϋποθέσεις της «θεοφάνειας» των λεγεωνάριων φυλακών. Αυτή η υβριδική σύνθεση μεταξύ του λεγεωναριασμού και στοιχείων του ασκητισμού της Ορθόδοξης Εκκλησίας που αποκτήθηκαν στη φυλακή μέσω των βιβλίων που κυκλοφορούσαν μέχρι το 1948 (Το Πατερικόν, η Φιλοκαλία, η Καινή Διαθήκη, ορισμένα έργα των Αγίων Πατέρων) στα κελιά παρουσιάζει λανθασμένα τη μεταπολεμική ιστορία της Λεγεώνας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ ως ένα μυστικιστικό έπος της κένωσης του λεγεωναριασμού και της εμβάθυνσης της χριστιανικής πίστης μέσα από το φίλτρο της φασιστικής υποκειμενικότητας.
Ελλείψει ριζοσπαστικών και συναφών ερωτημάτων, ο κίνδυνος του εξτρεμιστικού λαϊκισμού, της φασιστικής νοσταλγίας, ιδίως μεταξύ των νέων, του αντισημιτισμού και της ξενοφοβίας δεν θα είναι κάτι που διαβάζουμε μόνο στα εγχειρίδια και τα βιβλία της ιστορίας αλλά θα γίνει η πραγματικότητα που η ρουμανική κοινωνία στο σύνολό της θα πρέπει να αντιμετωπίζει καθημερινά.
Η δημοτικότητα αυτών των αμφιλεγόμενων προσωπικοτήτων στις ορθόδοξες κοινότητες εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη σημασία της μνήμης του φασισμού ή των όσων θυμόμαστε από την περίοδο του μεσοπολέμου. Το γεγονός ότι ορισμένοι άνθρωποι που καταδικάστηκαν για πολιτικούς και ποινικούς λόγους αναγεννιούνται κατά τη διάρκεια της «ολοκληρωτικής νύχτας» ως θρησκευτικοί μάρτυρες είναι ένα ερωτηματικό που θα πρέπει να απασχολήσει τόσο τους ιστορικούς όσο και τους θεολόγους. Ελλείψει ριζοσπαστικών και συναφών ερωτημάτων, ο κίνδυνος του εξτρεμιστικού λαϊκισμού, της φασιστικής νοσταλγίας, ιδίως μεταξύ των νέων, του αντισημιτισμού και της ξενοφοβίας δεν θα είναι κάτι που διαβάζουμε μόνο στα εγχειρίδια και τα βιβλία της ιστορίας αλλά θα γίνει η πραγματικότητα που η ρουμανική κοινωνία στο σύνολό της θα πρέπει να αντιμετωπίζει καθημερινά.
[1]https://basilica.ro/biserica-ortodoxa-comemoreaza-pe-toti-eroii-dar-nu-i-proclama-pe-toti-sfinti/ (τελευταία προσπέλαση στις 31 Μαΐου 2021).
[2] Οι Αδελφότητες του Σταυρού (Frățiile de Cruce) ήταν οργανώσεις νεολαίας της Λεγεώνας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ τις οποίες ίδρυσε ο Κοντρεάνου στην φυλακή Văcărești το Νοέμβριο του 1923.
[3] Ο «Νέος Άνθρωπος» που ευαγγελιζόταν ο Κοντρεάνου και αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα ιδανικά της Λεγεώνας ήταν ο άνθρωπος εκείνος που ακολουθώντας το μυητικό μονοπάτι της Λεγεώνας θα αναβίωνε εντός του όλες τις ψυχικές αρετές της Ρουμάνικης ψυχής και μέσα από τα δάκρυα και το αίμα που θα έχυνε για το συμφέρον του έθνους του θα βοηθήσει στην εκπλήρωση της εσχατολογικής αποστολής της χώρας του, πετυχαίνοντας έτσι και την προσωπική του αγιότητα.
[4] Οι συγκεκριμένοι μοναχοί και ιερείς θεωρούνται ως βασικά μέλη του λεγόμενου «κύκλου των μυστικών» των «αγίων των φυλακών».
[5] Ιδιαίτερα δημοφιλής πνευματικός πατέρας και Ηγούμενος της Μονής Πέτρου Βόδα, πρώην μέλος των Αδελφοτήτων του Σταυρού, ο οποίος παρέμεινε φίλα προσκείμενος στη λεγεωνάρια ιδεολογία έως το τέλος της ζωής του. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός, σε όλα τα Βαλκάνια, για τη θεωρία συνωμοσίας που ανέπτυξε ότι το τσίπ των νέων διαβατηρίων είναι το χάραγμα του Θηρίου.
Το παρόν κείμενο αποτελεί συντομευμένη εκδοχή του άρθρου «Οι “Άγιοι της φυλακής”: θρησκευτικός λεγεωναρισμός στη μετακομμουνιστική Ρουμανία» που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο convergente.ro στις 30.08.2022 και δημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα.
Ο Ionuț Biliuță, Δρ. Θεολογίας, με θέμα διατριβής την κοσμολογία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, είναι επιστημονικός ερευνητής στο Ινστιτούτο Κοινωνικής και Ανθρωπολογικής Έρευνας «Gheorghe Șincai» στο Târgu Mures (Ρουμανία). Είναι επίσης κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στην Ιστορία από το Κεντρικό Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης (CEU), με θέμα της διατριβής του τη σχέση μεταξύ της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Λεγεωνάριου Κινήματος κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Η μετάφραση από τα Ρουμανικά έγινε από την Άννα Θεοδώρα Βαλσάμου κατόπιν της άδειας του συγγραφέα.
Η εισαγωγή, οι υπότιτλοι και οι υποσημειώσεις αριθ. 2-5 έχουν προστεθεί από την επιμελήτρια του ιστολογίου.
Το εικαστικό θέμα αποτελεί έργο ανώνυμου Ρουμάνου καλλιτέχνη στο οποίο απεικονίζονται οι «Άγιοι των Φυλακών», φέροντες φωτοστέφανο.