Η Ορθόδοξη θεολογία σε σταυροδρόμι: Το συνέδριο της Αθήνας του 1936 και ο Αμίλκας Αλιβιζάτος
Αμέσως μετά την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία και θεολογία γνώρισαν μια παρατεταμένη περίοδο εσωστρέφειας, περιπλανήσεων και αναζήτησης ταυτότητας. Ειδικά, η ελληνόφωνη Ορθοδοξία, ευρισκόμενη κατά κύριο λόγο και για τουλάχιστον τέσσερις αιώνες υπό οθωμανικό ζυγό, θα πορευτεί όλο αυτό το διάστημα, αλληθωρίζοντας άλλοτε προς την Ανατολή κι άλλοτε προς τη Δύση, στην προσπάθειά της, με τα πενιχρά μέσα που διέθετε και κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, να βρει τον βηματισμό της, πρωτίστως να επιβιώσει, συνεχίζοντας στον βαθμό που αυτό ήταν δυνατό, την εγκόσμια αποστολή της με το κήρυγμα του Ευαγγελίου για τη σωτηρία του ανθρώπου. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αυτής, οι όποιες περιστασιακές συναντήσεις με χριστιανούς άλλων παραδόσεων, χαρακτηρίζονταν μάλλον από καχυποψία, αν δεν είχαν πολεμικό χαρακτήρα, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα ενός γόνιμου διαλόγου με βάση την κοινή παράδοση και ιστορία, στο μέτρο που η πνευματική καλλιέργεια και η μόρφωση του κλήρου και του λαού ήταν τουλάχιστον δυσχερής, αν δεν απουσίαζε πλήρως. Χρειάστηκε να φτάσουμε στις αρχές του 20ού αιώνα (και πάλι μιλώντας για την ελληνική Ορθοδοξία), όπου έχοντας βιώσει τις τραγικές συνέπειες του Μεγάλου Πολέμου (1914-18), επρόκειτο να κινητοποιηθεί η έντονη επιθυμία των χριστιανών από όλες τις παραδόσεις για ειρηνική συνύπαρξη και διάλογο. Ήταν ακριβώς σε αυτό το κλίμα της κοινής συμπόρευσης, όπου άρχισε να αχνοφαίνεται η πιθανότητα να μπορέσουν και οι Ορθόδοξοι θεολόγοι να υπερβούν την εσωστρέφεια και την εξάρτηση από ξένα πρότυπα, αναζητώντας νέους τρόπους περιγραφής ή και ορισμού της Ορθόδοξης ταυτότητας. Στην πορεία αυτή, το συνέδριο του 1936, το Α΄ Συνέδριο Ορθόδοξης Θεολογίας, όπου επιφανείς θεολόγοι και στοχαστές, εκπροσωπώντας σημαντικά εκπαιδευτικά θεολογικά ιδρύματα του εξωτερικού, θα βρεθούν στην Αθήνα, επρόκειτο να αποτελέσει την αφετηρία προς την κατεύθυνση της αναγκαίας όσο και επείγουσας θεολογικής αναγέννησης της Ορθοδοξίας. Εδώ ακριβώς, είναι που αναδεικνύεται ο σημαντικός ρόλος του Αμίλκα Αλιβιζάτου.
Ο Αλιβιζάτος, καθηγητής ήδη κανονικού δικαίου και ποιμαντικής θεολογίας κατά την περίοδο αυτή στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με λαμπρές σπουδές στο εξωτερικό κοντά σε επιφανείς σκαπανείς της δυτικής θεολογίας και ενεργό συμμετοχή στα προκαταρκτικά βήματα της Οικουμενικής Κίνησης, θα αποτελέσει την οργανωτική ψυχή του συνεδρίου αυτού, το οποίο επρόκειτο να αφήσει βαρύ το αποτύπωμά του, ανοίγοντας έκτοτε νέους δρόμους στην πορεία της Ορθόδοξης θεολογίας, τόσο στο ελληνικό όσο και παγκόσμιο γίγνεσθαι. Δεν θα ήταν υπερβολή, στο σημείο αυτό, να υποστηριχθεί ότι μαζί με τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ (1893-1979), που θα δώσει το παρόν στο εν λόγω συνέδριο, θα καταστούν οι θεωρητικοί, ο καθένας από το δικό του μετερίζι και με το δικό του ύφος, της νεο-πατερικής σύνθεσης, του θεολογικού εκείνου παραδείγματος που θα κυριαρχήσει στις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν στον θεολογικό τρόπο της Ορθοδοξίας.
Δεν θα ήταν υπερβολή, στο σημείο αυτό, να υποστηριχθεί ότι μαζί με τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ (1893-1979), που θα δώσει το παρόν στο εν λόγω συνέδριο, θα καταστούν οι θεωρητικοί, ο καθένας από το δικό του μετερίζι και με το δικό του ύφος, της νεο-πατερικής σύνθεσης, του θεολογικού εκείνου παραδείγματος που θα κυριαρχήσει στις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν στον θεολογικό τρόπο της Ορθοδοξίας.
Η ιδέα για τη διοργάνωση του συνεδρίου στην Αθήνα δεν προέκυψε εν μια νυκτί. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα έντονων οικουμενικών ζυμώσεων, ο Αλιβιζάτος θα ρίξει για πρώτη φορά την ιδέα για την ανάγκη εμπέδωσης της συνεργασίας μεταξύ των Ορθόδοξων θεολόγων, οι οποίοι μέχρι τότε συναντιόντουσαν στα διάφορα διεθνή φόρα, με σκοπό τον από κοινού συντονισμό για την περαιτέρω καλλιέργεια της θεολογικής επιστήμης στον χώρο της Ορθοδοξίας. Με την ευκαιρία ποικίλων διαχριστιανικών συναντήσεων, όπως στην Κοπεγχάγη (1922), την Αθήνα (1930), το Cambridge (1932), και το Σαμπεζύ (1935), αποφασίστηκε ομόφωνα από εκπροσώπους των διαφόρων Ορθόδοξων θεολογικών σχολών, να διοργανωθεί το Α΄ θεολογικό συνέδριο στην Αθήνα, στην αρχαιότερη ορθόδοξη θεολογική σχολή, αυτή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά την ωρίμανση της ιδέας, ήρθε και η ομόφωνη απόφαση, η οποία ελήφθη στις 12 Νοεμβρίου 1935 από τη συνέλευση της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου και ορίστηκε η τετραμελής επιστημονική επιτροπή του συνεδρίου (καθηγητές Βασίλειος Βέλλας, Δημήτριος Μπαλάνος, Γρηγόριος Παπαμιχαήλ με πρόεδρο τον Αλιβιζάτο). Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε εκ νέου στη συνάντηση που έλαβε χώρα στο Βουκουρέστι (Ιανουάριος 1936), η οποία ρουμανική πόλη θα αναλάμβανε τη διοργάνωση του υπό συζήτηση συνεδρίου, σε περίπτωση οικονομικής αδυναμίας της Αθήνας.
Σε όλες αυτές τις συναντήσεις, η ισχυρή προσωπικότητα του Αλιβιζάτου φαίνεται ότι θα παίξει καθοριστικό ρόλο. Στην τελική ευθεία πριν το συνέδριο, ο Έλληνας θεολόγος με επιστολές του προς την πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία της Ελλάδας, θα αναδείξει τη σημασία του συνεδρίου, τόσο για την Ορθόδοξη Εκκλησία γενικότερα όσο και για την ελλαδική θεολογία ειδικότερα, η οποία, έχοντας μόλις πριν μερικές δεκαετίες αρχίσει να βγαίνει από το περιθώριο, επιθυμούσε εκ νέου να διαδραματίσει κεντρικό, ή και ηγετικό ρόλο μεταξύ των Ορθοδόξων. Η επιμονή επομένως, του Αλιβιζάτου να υπερβαθούν όλα τα τεχνικά προβλήματα, υπήρξε καίριας σημασίας, ώστε το συνέδριο αυτό να λάβει τελικά χώρα στην Αθήνα, αναδεικνύοντας και με τον τρόπο αυτό, τον σπουδαίο ρόλο που ο ίδιος αναγνώριζε στην ελληνική θεολογία στην πορεία της προς τη θεολογική αναγέννηση και την απαγκίστρωση από σχολαστικά μοντέλα, έπειτα από αιώνες θεολογικής αφασίας.
Στην τελική ευθεία πριν το συνέδριο, ο Έλληνας θεολόγος με επιστολές του προς την πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία της Ελλάδας, θα αναδείξει τη σημασία του συνεδρίου, τόσο για την Ορθόδοξη Εκκλησία γενικότερα όσο και για την ελλαδική θεολογία ειδικότερα, η οποία, έχοντας μόλις πριν μερικές δεκαετίες αρχίσει να βγαίνει από το περιθώριο, επιθυμούσε εκ νέου να διαδραματίσει κεντρικό, ή και ηγετικό ρόλο μεταξύ των Ορθοδόξων. Η επιμονή επομένως, του Αλιβιζάτου να υπερβαθούν όλα τα τεχνικά προβλήματα, υπήρξε καίριας σημασίας, ώστε το συνέδριο αυτό να λάβει τελικά χώρα στην Αθήνα, αναδεικνύοντας και με τον τρόπο αυτό, τον σπουδαίο ρόλο που ο ίδιος αναγνώριζε στην ελληνική θεολογία στην πορεία της προς τη θεολογική αναγέννηση και την απαγκίστρωση από σχολαστικά μοντέλα, έπειτα από αιώνες θεολογικής αφασίας.
Η προσπάθεια αποκάθαρσης της Ορθόδοξης θεολογίας από τα ξένα δάνεια και τη μεθοδολογία, δεν αποτελεί παρωνυχίδα του θεολογικού στοχασμού, καθώς καθορίζει εξάπαντος τον τρόπο που προσλαμβάνεται και ερμηνεύεται η περιβάλλουσα πραγματικότητα, όπως επίσης και τις απαντήσεις που η εκάστοτε θεολογία δίνει στις συγκαιρινές προκλήσεις. Έχοντας συλλάβει ο Αλιβιζάτος τη διάσταση αυτή, θα επιμείνει στη σημασία που έχει η «ορθόδοξη θεολογία να μην κινείται από το ένστικτο αλλά από μια εμπεριστατωμένη μελέτη του εαυτού της». Βασική επιδίωξη του συνεδρίου της Αθήνας υπήρξε η διαμόρφωση και ακολούθως η απόκτηση μια ξεκάθαρα ορθόδοξης «εκκλησιαστικής συνείδησης», η οποία με αφετηρία τη στέρεη ορθόδοξη πίστη που θεμελιώνεται στην Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση, θα καταστεί το μοναδικό κριτήριο μέσω του οποίου η Εκκλησία θα μπορέσει να διαδραματίσει, όπως ευελπιστούσε ο Αλιβιζάτος, σημαίνοντα ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Στην κατεύθυνση αυτή, αν και ο Αλιβιζάτος δεν θα φτάσει τόσο μακριά, όπως ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, να μιλήσει για «χριστιανικό ελληνισμό», στα κείμενά του αναφέρεται διαρκώς στον ελληνικό χαρακτήρα της Ορθόδοξης θεολογίας, την «ανεξίτηλη» σφραγίδα του ελληνικού στοιχείου, της ελληνικής σκέψης στην Εκκλησία, ή ακόμη και για την αποκατάσταση της θεολογίας στην ελληνική της μορφή. Είναι το ελληνικό αυτό στοιχείο που οφείλει η θεολογία να αναζητήσει στην πατερική παράδοση, το οποίο σύμφωνα και με τους δύο θα συμβάλλει στην αναγκαία αναζωογόνηση της Ορθόδοξης θεολογίας. Εξάλλου, τόσο ο Αλιβιζάτος όσο και ο Φλωρόφσκυ, θα επιδείξουν ιδιαίτερη δυσπιστία έναντι του μυστικού στοιχείου που φαίνεται να κυριαρχεί στη ρωσική παράδοση από τους σλαβοφίλους και εντεύθεν, ή ακόμη και σε συγγενούς πνεύματος θεολόγους, όπως ο περίφημος Βλαδίμηρος Λόσκυ, χωρίς βεβαίως να μπορούν να φανταστούν την κυριαρχία της μυστικής παράδοσης στη συγκαιρινή ορθόδοξη θεολογική πρακτική. Προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποκατάσταση του ελληνικού χαρακτήρα της Ορθόδοξης θεολογίας, είναι αναγκαία η επιστροφή στους Πατέρες, στο «φρόνημά» και τη «συνείδησή» τους, η υιοθέτηση του πατερικού πνεύματος και όχι η επανάληψη του γράμματος, προκειμένου η θεολογία σε κάθε εποχή να μπορεί να απαντά στις προκλήσεις. Το αίτημα αυτό επιστροφής στους Πατέρες ή στα «πατερικά πάτρια» (σύμφωνα με τον Αλιβιζάτο) θα καθιερωθεί στο εξής από τον Φλωροφσκυ ως η επείγουσα κλήση της Ορθόδοξης θεολογίας, εφόσον η τελευταία επιθυμεί να υπερβεί τις δυτικές επιρροές και εξαρτήσεις και να σταθεί στα πόδια της προκειμένου να προσφέρει «λόγον απολογίας και ελπίδας» στον σύγχρονο άνθρωπο.
Προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποκατάσταση του ελληνικού χαρακτήρα της Ορθόδοξης θεολογίας, είναι αναγκαία η επιστροφή στους Πατέρες, στο «φρόνημά» και τη «συνείδησή» τους, η υιοθέτηση του πατερικού πνεύματος και όχι η επανάληψη του γράμματος, προκειμένου η θεολογία σε κάθε εποχή να μπορεί να απαντά στις προκλήσεις. Το αίτημα αυτό επιστροφής στους Πατέρες ή στα «πατερικά πάτρια» (σύμφωνα με τον Αλιβιζάτο) θα καθιερωθεί στο εξής από τον Φλωροφσκυ ως η επείγουσα κλήση της Ορθόδοξης θεολογίας, εφόσον η τελευταία επιθυμεί να υπερβεί τις δυτικές επιρροές και εξαρτήσεις και να σταθεί στα πόδια της προκειμένου να προσφέρει «λόγον απολογίας και ελπίδας» στον σύγχρονο άνθρωπο.
Η συμβολή του Αμίλκα Αλιβιζάτου στην ανανέωση ή μάλλον αναγέννηση της ελληνικής Ορθόδοξης θεολογίας είναι μεγάλη. Ζώντας σε μια περίοδο ιδιαίτερα ταραγμένη, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνέςπεριβάλλον, ο θεολόγος μας δεν θα διστάσει να αναλάβει πρωτοβουλίες, οι οποίες επιδίωκαν να βγάλουν την Ορθοδοξία από τον επαρχιωτισμό της, καθιστώντας την έναν σοβαρό συνομιλητή στο οικουμενικό πεδίο. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι ο Αλιβιζάτος υπήρξε για την Ελλάδα, ότι ο Φλωρόφσκυ για την Ορθόδοξη θεολογία του 20ού αιώνα, ένας οραματιστής, ο οποίος με βαθιά γνώση της παράδοσης και της διεθνούς θεολογικής σκηνής, με ανοικτούς ορίζοντες στην οικουμενική αποστολή της Εκκλησίας, θα επιχειρήσει και σε έναν σημαντικό βαθμό θα ανοίξει τον δρόμο για τη μετέπειτα, έστω και καθυστερημένη, λόγων ποικίλων ιστορικών συγκυριών, άνθηση των θεολογικών γραμμάτων με τη θεολογική γενιά του 60. Αν και δύσκολα θα βρει κανείς στη γενιά εκείνη αλλά και σε νεότερους εκπροσώπους την οφειλόμενη τιμή προς το πρόσωπό του, γεγονός που άλλωστε δικαιολογεί και την απουσία μιας ευρείας μελέτης του έργου του, το βέβαιο είναι ότι ο Αλιβιζάτος με τη σύλληψη και διοργάνωση του κομβικής σημασίας συνεδρίου του 1936 στην Αθήνα, θα κερδίσει επάξια μια θέση στο πάνθεον της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας.
Ο Νικόλαος Ασπρούλης είναι Διδάκτωρ Θεολογίας, Αναπληρωτής Διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, Διδάσκων στο ΕΑΠ.
Το παρόν κείμενο αποτελεί εκτενή περίληψη της εισήγησης του γράφοντος στο συνέδριο που διοργανώθηκε στις 6-8 Μαΐου 2022 από την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου με θέμα: Ο Αμίλκας Αλιβιζάτος και η νεοελληνική θεολογία: Πανεπιστημιακή διδασκαλία, εκκλησιαστική διακονία και οικουμενικός διάλογος.
Φωτογραφία των συνέδρων μπροστά στα Προπύλαια. Δεξιά του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Α’, ο Αμίλκας Αλιβιζάτος.