Fresco from Pompei
Το εικαστικό αποτελεί λεπτομέρια τοιχογραφίας από πολυτελή οικεία της Πομπηίας που χρονολογείται στον 1ο π.Χ. αι. και φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Η γυναίκα στην Ύστερη Αρχαιότητα: Ιστορική και φιλοσοφική προσεγγιση

H γυναίκα στη Ρώμη

Εν πρώτοις, στη δημοκρατική Ρώμη (509 – 27 π.Χ.) και δη στο κατεξοχήν καταγωγικό κείμενο της περιόδου αυτής που δεν είναι άλλο από τον Νόμο των Δώδεκα Πινάκων εγγράφεται η Infirmitas του θηλυκού γένους και η Levitas  του νου της. Συμφώνως προς τις καταγωγικές αρχές της ρωμαϊκής νομικής θεωρίας, οι οποίες συμπεριελήφθησαν αυτούσιες και στην αυτοκρατορική Ρώμη (27 π.Χ. – 337 μ.Χ.) με τη νομοθεσία του Αυγούστου, η οποία κυρώθηκε από τη Σύγκλητο το 19 με 18 π.Χ. και αφορούσε στις κοινωνικές τάξεις, de Maritandis Ordinibus, η Infirmitas Sexus και η Levitas Animiπροσδιορίζουν την αδυναμία, σωματική και νοητική, της γυναίκας που τη θέτει αυτομάτως κάτω από την εξουσία του ανδρός. 

Αυτονοήτως το γένος αυτό ως κατώτερο, κατά τη ρωμαϊκή νομική θεωρία, άρχεται και υποτάσσεται· επ’ ουδενί, κατ’ ουδένα τρόπο δεν εγείρει αξίωση αρχής. Και αυτό διότι πέραν της εγγενούς νοητικής και συναισθηματικής αδυναμίας εμφωλεύει εντός της θηλυκής φύσης η ακάθεκτη Voluptas, η ακόρεστη επιθυμία προς παν τι φαύλον και έκτοπον, το οποίο τη θέτει υπό την εξουσία του ανδρός, ο οποίος ως πατήρ μεριμνά για τον γάμο της που λύνει το πρόβλημα, διότι συμπληρώνει τη γυναίκα, την ντύνει με μια κοινωνική παρουσία και τη σώζει από την έμφυτή της ανικανότητα. Μάλιστα δε στην κατεύθυνση αυτή τονίζεται η αναπαραγωγή ως ο κατεξοχήν βιολογικός ρόλος της γυναίκας που της εξασφαλίζει κατά την ιατρική της εποχής θετική υγεία.  

Όλες αυτές οι λεπτομέρειες σε νομικό και ιατρικό επίπεδο σχετικά με την αστάθεια της γυναικείας φύσης στόχο είχαν να εξάρουν το ασύμπτωτο της γυναικείας φύσης προς το γεγονός της αρχής. Η αρχή ιδιάζει μόνον στο άρρεν. Όταν οι γυναίκες κυβερνούν παραβιάζουν τη φυσική τάξη. Και η απομάκρυνση από την τάξη αυτή συνιστά μη ρωμαϊκή συμπεριφορά.

Ο Σορανός, επιφανής ιατρός του 2ου αιώνα μ. Χ., σημειώνει στη Γυναικολογία του ότι ο θεσμός του φύλακα πατέρα και η υποδούλωση ουσιαστικά της κόρης προ του γάμου θεμελιώνεται όχι μόνο στο κούφον και νωθρόν του νου της αλλά και στο ατίθασον της σεξουαλικότητάς της. Μια φύση με τέτοια ελαττώματα έπρεπε πάντοτε να είναι in Potestate Patris.  Είναι προφανής ο σκοπός του Σορανού και δι’ αυτού της ιατρικής των χρόνων της αυτοκρατορικής Ρώμης. Η γυναίκα έπρεπε να βεβαιωθεί και ιατρικά ως ελαττωματικό ον, ως κατώτερο της φυσιολογίας του ανδρός, ως ασταθές και ανίκανο προς δαμασμό της ακάθεκτης Voluptas.

Έπρεπε όχι μόνο νομικά αλλά και ιατρικά να απομνημειωθεί το ανδρικό πρωτείο, η κρείττων φύση και να αποσαφηνιστεί η σεξουαλικότητα της γυναίκας ως Discordiosum Malum για την κοινωνία. Με τον τρόπο αυτό και ιατρικά επιβαλλόταν ο θεσμός του φύλακα πατέρα στην αρχή και συζύγου στη συνέχεια που έφτασε έστω και αποδυναμωμένος μέχρι την εποχή του Διοκλητιανού. Όλες αυτές οι λεπτομέρειες σε νομικό και ιατρικό επίπεδο σχετικά με την αστάθεια της γυναικείας φύσης στόχο είχαν να εξάρουν το ασύμπτωτο της γυναικείας φύσης προς το γεγονός της αρχής. Η αρχή ιδιάζει μόνον στο άρρεν. Όταν οι γυναίκες κυβερνούν παραβιάζουν τη φυσική τάξη. Και η απομάκρυνση από την τάξη αυτή συνιστά μη ρωμαϊκή συμπεριφορά. 

Πατέρες της Εκκλησίας και γυναίκα

Για παραβίαση της φυσικής τάξης, για ύβρη εναντίον της φύσης κάνει λόγο και ο ιερός Χρυσόστομος αναφερόμενος στο θέμα της αρχής της γυναικός. Μάλιστα ο ίδιος ομιλεί για κουφότητα και ελαφρότητα του γένους αυτού και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας για τύπο ηδονής εξαιτίας της Concupiscentia Carnis της γυναίκας. Οι θέσεις αυτές των Πατέρων είναι προδήλως και καταφανώς επηρεασμένες από τη ρητορική που άνθισε στον νόμο και στην ιατρική εναντίον της γυναίκας στο ρωμαϊκό Imperium.  

Είναι σαφές ότι οι Πατέρες επηρεάζονται από τη ρητορική της ρωμαϊκής εποχής, ιδιαζόντως από τη σάτιρα που άνθισε κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους και προέβαλλε με τον πιο φαρμακερά δηκτικό τρόπο τα ελαττώματα της θηλυκής φύσης. Έτσι βλέπει κανείς εκπληκτικές – μέχρι και mot a mot σχήματα – ομοιότητες μεταξύ Ρωμαίων συγγραφέων και Πατέρων της Εκκλησίας όπως Ιουβενάλιου, Μαρτιάλη, Χρυσοστόμου, Κυρίλλου, πράγμα που επισημαίνει την κατάφαση και εκ μέρους των Πατέρων στην ακραία σάτιρα της αυτοκρατορικής Ρώμης που ήθελε τη γυναίκα ένα μάταιο, απατηλό και ανεξέλεγκτο ον. Ακόμη και η γέννηση των τέκνων ενοχλούσε το ανδρικό κατεστημένο.

Η γυναίκα είναι η πέτρα του σκανδάλου, η πηγή του διαβόλου στη Ρώμη και σε ό,τι αφορά τις αιρέσεις. Το φρόνημά της δεν εμφανίζει σταθερότητα, αλλά τουναντίον είναι εύπειστο και ευεπίφορο στην πρόσληψη στοιχείων των ξένων θεοτήτων της Ανατολής.

Πέτρα του σκανδάλου όμως και πηγή του διαβόλου γίνεται πολύ συχνά η γυναίκα και στους Πατέρες της Εκκλησίας αρχής γενομένης από την Εύα. Περιώνυμα άλλωστε είναι εν προκειμένω τα κατηγορητήρια του Επιφανίου, του Χρυσοστόμου, του Κυρίλλου, του Τερτυλλιανού. «Και δεν γνωρίζετε ότι είστε η καθεμία μια Εύα; Είσαι η θύρα του διαβόλου· εσύ είσαι αυτή που δοκίμασες το απαγορευμένο δέντρο. Εσύ είσαι ο πρώτος προδότης του θεϊκού νόμου· εσύ είσαι αυτή που έπεισες αυτόν (τον Αδάμ), τον οποίον ο διάβολος δεν μπορούσε να νικήσει. Εσύ κατέστρεψες τόσο εύκολα την εικόνα του Θεού, τον άνδρα. Εξαιτίας της ερήμωσής σου, πράγμα που είναι ο θάνατος, ακόμη και ο Υιός του Θεού όφειλε να πεθάνει». 

Ο Γιουβενάλης, κύριος εκπρόσωπος της ρητορικής του μισογυνισμού θα γράψει τον 2ο αιώνα μ.Χ. την έκτη Σάτιρα, η οποία θεωρήθηκε από τους ειδικούς ως η Βίβλος του υβρεολογίου εναντίον της γυναίκας. Ανάμεσα στα ελαττώματα της γυναίκας πέραν της ακόρεστης προς τα φαύλα επιθυμίας της που σπρώχνει τον άνδρα στη μοιχεία, πράγμα που είδαμε στην ιατρική του Σορανού, ο σατιρικός συγγραφέας συγκαταλέγει το κουτσομπολιό και τη ματαιότητα. Η γυναίκα είναι ανυπόφορη εξαιτίας της φλυαρίας και του μετεωρισμού του νου της.

Στη Ρώμη αλλά περισσότερο στην αρχαία Ελλάδα κυριαρχούσε η κατά φύσιν ανισότητα μεταξύ ανδρός και γυναικός στον γάμο. Ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι η φιλία μεταξύ ανδρός και γυναικός είναι άνιση και ότι η συζυγική σχέση βασίζεται μόνο στη χρησιμότητα σε αντίθεση με τις δίκαιες σχέσεις, οι οποίες συνάπτονται αυστηρώς μόνον μεταξύ των ανδρών και συνιστούν τη βάση της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης. Ο άνδρας και η γυναίκα χρειάζονται ο ένας τον άλλο, αλλά η σχέση τους είναι όπως αυτή του ευεργέτη προς τον ευεργετηθέντα. 

Αντιλαμβάνεται κανείς ότι σε έναν τέτοιο κόσμο προτεραιοτήτων, ιεραρχιών και αυστηρής Ordo συναισθήματα ισότητας, φιλίας και αγάπης μάλλον παρέλκουν. Τόσο ο Έλληνας της κλασικής περιόδου όσο και ο Ρωμαίος πολίτης ήσαν υποχρεωμένοι να φέρουν γενναίως την όχληση του φύλου αυτού χάριν της διαιώνισης του είδους. Για διεφθαρμένα γυναικεία όμως ήθη ομιλεί verbatim και ο Χρυσόστομος υποστηρίζοντας ότι ο «συγχρωτισμός των ανδρών με το γυναικείο φύλο τους κάνει μαλακούς, έρμαια του διαβόλου, ευερέθιστους, αδιάντροπους, ανόητους, ακρατείς, θρασείς, οξύθυμους, ενοχλητικούς, πρόστυχους, φαύλους, απηνείς, δουλοπρεπείς, ανελεύθερους και ιταμούς».

Πρόκειται για την ίδια ρητορική που χρησιμοποιούν ως επί το πλείστον οι Πατέρες της Εκκλησίας· η γυναικεία φύση επαινείται στον βαθμό που προσλαμβάνει ιδιώματα της ανδρικής, στον βαθμό που γίνεται ανδρική. Η γυναίκα δηλαδή δεν καλείται να καλλύνει τη φύση της, αλλά να εξέλθει αυτής και να προσλάβει φύση κρείττονα και ανδρική και νου απηρσενωμένο και ανδρικό κατά την περιώνυμη κυρίλλειο εκφραστική.

Δυστυχώς, όμως, συνεχίζει ο Χρυσόστομος, και εδώ συμφωνεί απολύτως με τον Ρωμαίο σατιρικό Γέλλιο που γράφει πριν τρεις περίπου αιώνες, ο άνδρας ενώ είναι άνδρας, είναι υποχρεωμένος να ανέχεται την τρυφή, την ύβρη και τα ελαττώματα του γένους εκείνου εξαιτίας της χρείας της τεκνοποιίας. Όσο για το κουτσομπολιό και την επηρμένη οφρύν της γυναικός περιώνυμες είναι επ’ αυτού οι θέσεις του Χρυσοστόμου για το λάλον γένος, του Κυρίλλου για το φιλόκομπον του φρονήματός της και του Παυλίνου Νώλης για το κενόδοξον του χαρακτήρος της. 

Είναι σαφές ότι οι Πατέρες επηρεάζονται από τη ρητορική της ρωμαϊκής εποχής, ιδιαζόντως από τη σάτιρα που άνθισε κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους και προέβαλλε με τον πιο φαρμακερά δηκτικό τρόπο τα ελαττώματα της θηλυκής φύσης. Έτσι βλέπει κανείς εκπληκτικές – μέχρι και mot a mot σχήματα – ομοιότητες μεταξύ Ρωμαίων συγγραφέων και Πατέρων της Εκκλησίας όπως Ιουβενάλιου, Μαρτιάλη, Χρυσοστόμου, Κυρίλλου, πράγμα που επισημαίνει την κατάφαση και εκ μέρους των Πατέρων στην ακραία σάτιρα της αυτοκρατορικής Ρώμης που ήθελε τη γυναίκα ένα μάταιο, απατηλό και ανεξέλεγκτο ον. Ακόμη και η γέννηση των τέκνων ενοχλούσε το ανδρικό κατεστημένο.

Ως εκ τούτου, έπρεπε πάση θυσία σε όλες τις νομοθεσίες – θρησκευτικές και μη – να σχετικοποιηθεί αν όχι να εξαφανιστεί η συμβολή της γυναίκας στη γέννα· το θηλυκό ιδίωμα του γεννάν ήταν κάτι που ενοχλούσε την αρσενική πρωτοκαθεδρία. Ακόμη και αυτή η ενέργεια, ακόμη και αυτό το προνόμιο της θηλυκής φύσης έπρεπε να περιέλθει στον άνδρα. Περιώνυμες επ’ αυτού είναι οι ιατρικές γνώμες του αρχαίου κόσμου: «Η γυναίκα ελάχιστα συμβάλλει στη γέννα. Αυτή η οποία ονομάζεται μητέρα δεν είναι γονιός του απογόνου της αλλά νοσοκόμα, βοηθός στο αρτίτοκο βρέφος. Η γυναίκα συμβάλλει παθητικά σαν ένα δοχείο που δέχεται τον σπόρο του άνδρα. Ο άνδρας γεννά». Δεν θα μπορούσε ο αρχαίος κόσμος να παραχωρήσει το προνόμιο αυτό στη γυναίκα. 

O παθητικός ρόλος της γυναίκας

Ο ρόλος της γυναίκας σε όλες τις παραδόσεις, αρχαιοελληνική, ιουδαϊκή, ρωμαϊκή έπρεπε να είναι παθητικός, ποτέ ενεργητικός· ήταν υποχρεωμένη να βασίζει το δικό της raison d’ être στην υποταγή. Γι’ αυτό και δεν υπήρξε ποτέ νομικά αυθυπόστατη. Τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στη Ρώμη «ως κορίτσι είχε ζήσει σε καθεστώς πλήρους υποταγής στον πατέρα της. Ως παντρεμένη γυναίκα, ζούσε υπό την απόλυτη εξουσία του άνδρα της».

Η γυνή επομένως πρέπει να σεμνύνεται για τη συστολή και τη σιωπή της· ο κόσμος της, έλεγε πολύ προγενέστερα ο Αριστοτέλης, είναι η σιωπή. Το ίδιο θα συμβουλεύσει σε όλους τους τόνους και ο απόστολος Παύλος με το περιώνυμο: «Mulier taceat in Ecclesia». Sine qua non της προόδου της γυναίκας σε όλες τις παραδόσεις – αρχαιοελληνική, ρωμαϊκή, ιουδαϊκή, χριστιανική – και της υπέρβασης της εγγενούς αδυναμίας της είναι η σιωπή και η συστολή. Έτσι καλλιεργείται η Integritas και, κατά τους Ιουλίους νόμους, η Ρωμαία δέσποινα λαμβάνει Pactum Virtutis, το οποίο όμως για να ισχύσει και να μη θεωρηθεί Pactum de non petendo, πρέπει να υπερβαθεί η ακάθεκτη Voluptas, σοβούσα πάντοτε στο θήλυ κατά τον Σορανό. Η Voluptas ως έκτοπος ορμή αν δεν τιθασευτεί γίνεται πηγή της Discordia που μπορεί να απειλήσει ακόμη και την ανδρική αρχή.

Γι’ αυτό και πρέπει να καλύπτεται· το κάλυμμα της κεφαλής με βέλο δηλώνει αφενός σεμνότητα και συστολή και αφετέρου μετριοφροσύνη και υποταγή. Στολισμένη λοιπόν η Ρωμαία δέσποινα με την αρετή της σιωπής, της υπακοής και της σεμνότητας περιορίζεται στον οίκο και υποτάσσεται στον σύζυγό της. Είναι Casta Puella και Mater Familias

Η αρετή ως ανδρικό χαρακτηριστικό

Οι γυναίκες, όμως, οι οποίες διείσδυαν σε σφαίρες επιρροής των ανδρών, χαρακτηρίζονται για την ανδρικότητά τους. Είναι οι αξιοσέβαστες εκείνες Ματρόνες που προέρχονται από υψηλά Social Senata, τα αριστοκρατικά εκείνα Exempla, που διαζωγραφούνται στη λογοτεχνία αλλά και σε επιτύμβιες στήλες με τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους αλλοιωμένα σε σημείο μη αναγνώρισης της θηλυκής φύσης. Τα πορτρέτα αυτά των Grandes Dames δείχνουν ξεκάθαρα πως το μεγαλειώδες, το υψηλό και το ανώτερο το οικειώνεται και η γυναίκα όταν αρρενοποιείται· όταν απομακρύνεται από τη φύση της και ενδύεται την καθυπέρτερη αρσενική, όταν ανδρίζεται.

Ο Peter Brown, ακριβώς στη συνάφεια αυτή, θα μιλήσει για σκοτεινό ανθρωπισμό των Πατέρων, οι οποίοι πέφτουν στην αρχαία κλασική ρητορική περί μισογυνισμού και ενώνουν το προχριστιανικό παρελθόν με το χριστιανικό παρόν σε μια κοινή δυσπιστία απέναντι στη γυναίκα· ανοίγει έτσι η θύρα της Λατινικής Χριστιανικής λογοτεχνίας – εμείς προσθέτουμε και της Ανατολικής – στον σκληρό ανδρικό πουριτανισμό.

Άλλωστε και στη λατινική γραμματεία μεταξύ Virtus και Vir υπάρχει απόλυτη σύνδεση, σχεδόν ταύτιση. Η αρετή Virtus προκύπτει από τον άνδρα Vir και το αρχαϊκό της γυναικός στα λατινικά είναι Vira αντί του μεταγενεστέρου Femina. Όπως και ανδρίς εκ του ανδρός στην εβραϊκή. Σε όλες τις παραδόσεις, εβραϊκή, αρχαιοελληνική, ρωμαϊκή, το ανδρίζεσθαι, se virum praebere, είναι ομόλογο προς την αρετή. Έτσι και η κάρπωσή της εκ μέρους της θηλυκής φύσης την καθιστούσε εκούσα άκουσα ανδρεία. Η Generosa Illa και η Gravis Femina επομένως επαινείται για τον άρρενα νου που προσέλαβε, το ανδρείο φρόνημα που οικειώθηκε και την ανδρική πειθαρχία που καλλιέργησε.

Πρόκειται για την ίδια ρητορική που χρησιμοποιούν ως επί το πλείστον οι Πατέρες της Εκκλησίας· η γυναικεία φύση επαινείται στον βαθμό που προσλαμβάνει ιδιώματα της ανδρικής, στον βαθμό που γίνεται ανδρική. Η γυναίκα δηλαδή δεν καλείται να καλλύνει τη φύση της, αλλά να εξέλθει αυτής και να προσλάβει φύση κρείττονα και ανδρική και νου απηρσενωμένο και ανδρικό κατά την περιώνυμη κυρίλλειο εκφραστική.

Καθίσταται πλέον το δίχως άλλο προφανές ότι η ρητορική της έξαρσης του ανδρικού πρωτείου επιπολάζει τόσο στον αρχαίο όσο και στον ρωμαϊκό κόσμο. Οι Πατέρες επηρεάζονται και παγιωμένα σχήματα και στερεότυπα, ως επί το πλείστον φιλοσοφικά και ρητορικά, περνούν στην ανθρωπολογία τους. Ο Peter Brown, ακριβώς στη συνάφεια αυτή, θα μιλήσει για σκοτεινό ανθρωπισμό των Πατέρων, οι οποίοι πέφτουν στην αρχαία κλασική ρητορική περί μισογυνισμού και ενώνουν το προχριστιανικό παρελθόν με το χριστιανικό παρόν σε μια κοινή δυσπιστία απέναντι στη γυναίκα· ανοίγει έτσι η θύρα της Λατινικής Χριστιανικής λογοτεχνίας – εμείς προσθέτουμε και της Ανατολικής – στον σκληρό ανδρικό πουριτανισμό.

Η γυναίκα στη φιλοσοφία

Πλήθος Ελλήνων φιλοσόφων θεωρεί υποδεέστερη τη γυναίκα σε σχέση προς τον άνδρα σε όλα τα επίπεδα, νοητικό, συναισθηματικό αλλά και πρακτικό. Η γυναίκα προώρισται για τον οίκο ενώ ο άνδρας για την πόλη και τον πολιτικό βίο. Εκείνος όμως στον οποίο καταλογίζεται ως επί το πλείστον, με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία, η εμπέδωση των κατηγοριών και των ρόλων των φύλων, οι περίφημοι Household Codes, που ορίζουν το άρρεν ως υπεύθυνο για τον δήμο, το θήλυ για τον οίκο, που προσδιορίζουν την αρετή του πρώτου ως αρχική, του δε δευτέρου ως υπηρετική, που θέτουν ως sine qua non του ανδρός το πράττειν, της δε γυναικός το πάσχειν και το σιωπάν και από τον οποίο επηρεάζεται συλλήβδην η κοινωνία και οι κώδικες ηθικής συμπεριφοράς τόσο της αυτοκρατορικής Ρώμης όσο και του Βυζαντίου των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας είναι ο Αριστοτέλης. 

Είναι δε τέτοια η διείσδυση της φιλοσοφίας του στον κορμό της πατερικής ανθρωπολογίας που ad hoc σχήματα και αυτούσιες σχεδόν εκφράσεις απαντούν πληθωρικά στον ιερό Χρυσόστομο, στον Τερτυλλιανό, στον Παυλίνο Νώλης, στον Κλήμεντα Αλεξανδρείας και σε πολλούς άλλους. Εκείνος όμως που διασώζει και το γράμμα αλλά και το πνεύμα του Αριστοτέλους σε όλη τη ρητορική του εναντίον της γυναίκας είναι ο Κύριλλος Αλεξανδρείας.

Αριστοτέλης και Κύριλλος Αλεξανδρείας περί γυναικός

Ας εγκύψουμε όμως στα κείμενα και ας ξεκινήσουμε τη συγκριτική ανάλυσή των δύο συγγραφέων. Αναφερόμενος ο Κύριλλος στην εξουσία του ανδρός σημειώνει τα εξής: «Ηγεμονικώτατον γάρ αεί πως τό άρσεν εστί καί μάρτυς ή φύσις, ομολογούσα τό χρήμα. Μείον δέ καί υπεστρωμένον τό θήλυ…». «Ηγεμονικώτατον δέ τό άρσεν αεί, καί εν δευτέρα τάξει τό θήλυ πανταχή». «Ηγεμονεύον μέν γάρ αεί πώς εστί, καί εν τιμή πρώτη τό άρσεν». «Κατόπιν γάρ πως αεί καί εν μείοσι τό θήλυ τού άρρενος ως ηγουμένου καί προύχοντος». «Κατόπιν δέ πανταχού το θήλυ του άρσενος, καί εν ημίσει πολλάκις…». 

Ο Αριστοτέλης για το περί ου ο λόγος θέμα αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τό τε γάρ άρρεν φύσει τού θήλεος ηγεμονικώτερον». «Άρχον το άρρεν, αρχόμενον το θήλυ». «Το δ’ άρρεν αεί προς το θήλυ τούτον έχει τον τρόπον». Ο Κύριλλος ευθυγραμμίζεται απολύτως προς την αριστοτελική σκέψη που θέλει το άρρεν φύσει άρχον και το θήλυ φύσει αρχόμενον. Οτιδήποτε έχει οριστεί από τη φύση έχει αναπαλλοτρίωτη την αξία και οφείλει αεί τούτον έχει τον τρόπον. Αυτό σημαίνει ότι φυσιολογικά, κατά φύσιν, το άρρεν άρχει ενώ το θήλυ άρχεται και αυτή η εξουσία είναι διαρκής και πρέπει να παραμένει η αυτή πάντοτε.

Έτσι δημιουργούνται οι κώδικες ηθικής συμπεριφοράς που εμπεδώνουν στην κοινωνία το πρωτείο του άνδρα. Ο άνδρας είναι για τον δήμο, η γυναίκα για τον οίκο· ο άνδρας είναι για να ομιλεί και να ενεργεί, η γυναίκα για να πάσχει. Ον πολιτικό είναι μόνον ο ανήρ, η δε γυνή είναι παντελώς ανεπιτήδεια προς το πράττειν πολιτικά, διότι η πολιτική κατά τον Αριστοτέλη είναι αρχή ασκούμενη μεταξύ ελευθέρων και ίσων πολιτών· η γυναίκα είναι μεν ελεύθερη αλλά όχι ίση με τον άνδρα αλλά κατά πάντα κατώτερη.

Σημειωτέον, ότι και οι όροι μέσα στο γλωσσικό συγκείμενο του Κυρίλλου είναι οι ίδιοι προς τους του Αριστοτέλους. Ηγεμονικώτερον αεί, άρχον και αρχόμενον φύσει και μάρτυς η φύσις δείχνουν τη διείσδυση του Κυρίλλου στον Αριστοτέλη που φθάνει μέχρι και την ad hoc πρόσληψη των όρων. Η ομοιότητα στη διατύπωση των θέσεων αυτών είναι τέτοια, κατά τη γνώμη μας, που επιτρέπει να υποθέσουμε με κάποια σχετική βεβαιότητα ότι ο Κύριλλος γνώριζε και μελετούσε τον Αριστοτέλη καθεαυτόν και όχι μέσω νεοτέρων, κατά πάσα πιθανότητα, νεοπλατωνικών υπομνηματιστών παρά τις εκ διαμέτρου αντίθετες φωνές. Διαφορετικά θα έσωζε το πνεύμα του Αριστοτέλους αναφορικά προς τη συζητούμενη προβληματική της αρχής. Η έρευνα όμως δείχνει ότι σώζει και το πνεύμα και το γράμμα. Πιστεύουμε ότι η ανωτέρω θέση μας θα καταστεί σαφής προοδευτικώ τω τρόπω με την περαιτέρω συγκριτική ανάλυση των κειμένων των περί ων ο λόγος συγγραφέων. 

Σε κάθε περίπτωση πάντως η πρόσληψη των όρων αυτών τον εξυπηρετεί ώστε να εκφράσει τη θέση του ότι το αρχικόν είναι ίδιον του ανδρός και εκπηγάζει από τη φύση ενώ ίδιον της γυναικός είναι να άρχεται και να υποτάσσεται. Από αυτή την αρχή του άρρενος οδηγείται ο Κύριλλος στη διαπίστωση ότι μεταξύ άρχοντος και αρχομένου δεν μπορεί να υφίσταται η ίδια αρετή, διότι φυσιολογικά «το άρρεν ευδοκιμεί και εν μοίρα νοείται κρείττονι ως άρχον ενώ το θήλυ ως αρχόμενον κατόπιν ίεται και εν μείοσι εστί και εν ημίσει πολλάκις και εν δευτέρα τάξει πανταχή». Η θέση αυτή του Κυρίλλου απηχεί τη βασική διδασκαλία του Αριστοτέλους στα Πολιτικά του περί του «πότερον η αυτή αρετή ή ετέρα περί αρχομένου φύσει και άρχοντος». Εδώ ο Κύριλλος διασώζει το πνεύμα του Αριστοτέλη όχι το γράμμα.

Στην ερώτηση αυτή ο Αριστοτέλης κάθετα και κατηγορηματικά απαντά ότι είναι άλλης τάξης και παντελώς αλλότρια η αρετή ανδρός και γυναικός· η μεν είναι αρχική, η δε υπηρετική. Και το άρχειν και το άρχεσθαι, συνεχίζει, διαφέρουν κατ’ είδος και όχι κατά το μάλλον ή το ήττον. Είναι εξάπαντος άλλης τάξης η αρετή του ανδρός ως αρχική. Ο άρχοντας πρέπει να έχει τέλεια διανοητική αρετή προκειμένου να άρχει γυναικός πολιτικώς, τέκνων δε βασιλικώς. Στον άνδρα λοιπόν μόνον ως φύσει υπεροχώτερο έχει επιδαψιλευτεί η τέλεια διανοητική αρετή, διότι η γυναίκα έχει άκυρον το βουλευτικόν, δηλαδή, διαθέτει βραδύ και νωθρό νου και φύση μαλακή, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η μαλθακότητα και η αστάθεια.

Η διανοητική και συναισθηματική αδυναμία της γυναίκας την καθιστά επίσης κατά τον Αριστοτέλη ευαπάτητη και φιλολοίδορη. « Έτσι η γυναίκα είναι βεβαίως πιο φθονερή από τον άνδρα, μεμψίμοιρη, συκοφάντης και πολύ πληκτική. Προς τούτοις είναι δύσθυμη, απελπίζεται εύκολα και είναι επιρρεπής σε δάκρυα· είναι πιο αναιδής και περισσότερο ψεύτρα από τον άνδρα και κοντά σε αυτά εξαπατάται πολύ εύκολα». Προφανώς ένα τέτοιο γένος με εγγενή παθολογία αυτοδίκαια κωλύεται της αρχής και τοποθετείται στη θέση του αρχομένου. Στη θέση αυτή δεν απαιτείται τέλεια διανοητική αρετή, καθόσον το αρχόμενον πάντοτε άγεται και κατευθύνεται από το άρχον. 

Οι αρετές της γυναίκας κατά τον Αριστοτέλη

Στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης παίρνει αφορμή για να εκθέσει τη διδασκαλία του σχετικά με τις αρετές της γυναίκας και των τέκνων. Δεν αποκλείει τη γυναίκα από την οικείωση της αρετής, αλλά τονίζει ότι «ουχ η αυτή ηθική αρετή γυναικός και ανδρός ουδ’ ανδρεία και δικαιοσύνη, καθάπερ ώετο Σωκράτης, αλλ’ η μεν αρχική ανδρεία, η δ’ υπηρετική, ομοίως δ’ έχει και περί τας άλλας». Όλες οι αρετές της γυναίκας κατατείνουν στην υπηρεσία, στην υπουργία του άρρενος, εξάπαντος όχι στην πρωτοβουλία· δεν έχει τις προϋποθέσεις το γένος αυτό, δεν διαθέτει την τέλεια διανοητική αρετή ως φύσει κατώτερο για να ηγηθεί.

Από την άλλη μεριά ο Αριστοτέλης επειδή βλέπει τον οίκο ως αναπόσπαστο μέρος της πόλης και θεωρεί ότι η αρετή του μέρους νομοτελειακά οφείλει να αποβλέπει στην αρετή του όλου, πιστεύει, ότι έχουμε την υποχρέωση στοιχώντας προς το καθιερωμένον πολίτευμα να εκπαιδεύουμε τις γυναίκες και τα παιδιά, διότι για να είναι η πόλις σπουδαία, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να θεωρούνται και οι γυναίκες και τα παιδιά σπουδαίοι.

Διαθέτει αυτόν τον νου και εκείνη την αρετή που είναι επιτήδεια προς το έργο της. Και το έργο της είναι υπηρετικό, όχι αρχικό. Η γυναίκα θα πρέπει, κατά συνέπεια, να είναι σώφρων, επιεικής, αγαθή· η ομορφιά της, τονίζει ο κλασικός φιλόσοφος, είναι η σιωπή της. «Γυναικί κόσμον η σιγή φέρει». Και δεν αρμόζει καθόλου εις γυναίκα να είναι τόσον ανδρεία ή εύγλωττος. Αυτό μας θυμίζει τον απόστολο Παύλο όταν αιώνες αργότερα θα απαγορεύσει την ομιλία της γυναίκας στην Εκκλησία με το περίφημο: «Mulier taceat in ecclesia».  

Έτσι δημιουργούνται οι κώδικες ηθικής συμπεριφοράς που εμπεδώνουν στην κοινωνία το πρωτείο του άνδρα. Ο άνδρας είναι για τον δήμο, η γυναίκα για τον οίκο· ο άνδρας είναι για να ομιλεί και να ενεργεί, η γυναίκα για να πάσχει. Ον πολιτικό είναι μόνον ο ανήρ, η δε γυνή είναι παντελώς ανεπιτήδεια προς το πράττειν πολιτικά, διότι η πολιτική κατά τον Αριστοτέλη είναι αρχή ασκούμενη μεταξύ ελευθέρων και ίσων πολιτών· η γυναίκα είναι μεν ελεύθερη αλλά όχι ίση με τον άνδρα αλλά κατά πάντα κατώτερη. Και αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει· «το δ’ άρρεν αεί προς το θήλυ τούτον έχει τον τρόπον».

Από την άλλη μεριά ο Αριστοτέλης επειδή βλέπει τον οίκο ως αναπόσπαστο μέρος της πόλης και θεωρεί ότι η αρετή του μέρους νομοτελειακά οφείλει να αποβλέπει στην αρετή του όλου, πιστεύει, ότι έχουμε την υποχρέωση στοιχώντας προς το καθιερωμένον πολίτευμα να εκπαιδεύουμε τις γυναίκες και τα παιδιά, διότι για να είναι η πόλις σπουδαία, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να θεωρούνται και οι γυναίκες και τα παιδιά σπουδαίοι. Οι γυναίκες αποτελούν το ήμισυ του πληθυσμού των ελευθέρων και εκ των παίδων προέρχονται τα μέλη της πολιτείας. Ο άνδρας λοιπόν, κατά τον Αριστοτέλη, είναι φύσει ανώτερος στη διάνοια και στην αρετή, γι’ αυτό και ο μόνος κατάλληλος για να ασκεί εξουσία και διοίκηση, με άλλα λόγια συνώνυμο της τελειότητας.

Αριστοτελικές επιδράσεις στον Κύριλλο Αλεξανδρείας

Αλλά ας εξετάσουμε εκ του σύνεγγυς σε ποιο βαθμό επηρεάζεται ο Κύριλλος από τα σχήματα αυτά. Η γυναίκα σαφώς υπολείπεται του ανδρός στο επίπεδο της διανοητικής ικανότητας, διότι είναι ασθενής διανοία και σώματι. Στον αντίποδα το άρρεν ευδοκιμεί καθ’ εκάτερον των ειρημένων. Το θήλυ είναι μαλθακό και άσοφο. Αυτοί είναι μερικοί από τους βασικούς χαρακτηρισμούς του Κυρίλλου αναφορικά προς τη διανοητική ικανότητα της γυναίκας. Η ικανότητα αυτή κινείται μεταξύ της βραδύτητας της γυναικός προς το συνιέναι αφενός και της πλήρους απίσχνασης και αχρείωσης του νοητικού της στελέχους αφετέρου στα όρια «απομαρανθείσης φρενός και νου προς ηλιθιότητα μεταφοιτάν κειμένου». Έτσι η γυναίκα άλλοτε είναι βραδεία στη σύνεση και δυσμαθής στην πρόσληψη δυσκόλων και ενίοτε υπερφυσικών αληθειών και άλλοτε ολότελα – ως στήλη αλός – ακίνητη ως άσοφη, αδρανής, απειροπόλεμη και άνανδρη. Γι’ αυτό ευθύνεται η φύση της, η οποία είναι εγγενώς ασθενής· «η γυνή διά την φύσιν εμαλακίζετο και μαλακισμού δε τύπος το θήλυ» είναι εκφράσεις που απηχούν την απίσχναση της γυναικείας φύσης και παραπέμπουν στον Αριστοτέλη.

Πρόδηλο καθίσταται εκ των ανωτέρω ότι η αρσενική φύση κατά τον Κύριλλο απηχεί την ολοκληρία και τη σταθερότητα, τη σύνεση και την αρετή, την ηγεμονία και την καθοδήγηση· προς τούτοις την αγχίνοια και την οξυδέρκεια, με μια λέξη την τελειότητα. Η τελειότητα της ανδρικής φύσης και η ατέλεια της γυναικείας, με τα δομικώς εγγενή χαρακτηριστικά της απομείωσης του νου της, την ελάττωσή της στο θέμα της αρχής, την υστέρησή της στην αρετή και τον φυσιολογικό αποκλεισμό της από τον δήμο και την κοινότητα, υπήρξε αναμφιλόγως πάγιο χαρακτηριστικό της κλασικής γραμματείας.

Ο τελευταίος verbatim θα μιλήσει για μαλακία του θηλυκού γένους και για νωθρό και βραδύ νου του θήλεος που έχει ανάγκη αεί την καθοδήγηση του άρρενος, το οποίο διαθέτει την τέλεια διανοητική αρετή. Συνεπώς η γυναίκα, καθότι δεν διαθέτει την πρέπουσα διανοητική αρετή, όταν δεν κατευθύνεται από τον άνδρα, γίνεται εύκολο, κατά τον Κύριλλο, θύμα της απάτης. Άλλωστε η πτώση συντελέστηκε «φθόνω διαβόλου και γυναικός ευκολία· αύτην, ήτοι την γυναίκα, ως απαλωτέρα και πιθανωτέρα το πρότερον ο της ημετέρας φύσεως αλάστωρ επολιόρκησεν». 

Απαλός και πιθανός επί ανθρώπων αποδιδόμενα δεν δύνανται να σημαίνουν τι άλλο παρά τον ευήθη και αφελή, τον εύπειστο και ευαπάτητο. Απόρροια της εγγενώς ασθενικής φύσης της γυναίκας και του νωθρού νου της είναι το ευαπάτητον του χαρακτήρος της. Είναι ευόλισθο στη φενάκη αλλά και ευεπίφορο στη συκοφαντία το γένος τούτο. «Ψίθυρον γαρ χρήμα γυνή» θα τονίσει ο αλεξανδρινός, θυμίζοντας το φιλολοίδορον του Αριστοτέλους. Ευαπάτητο και φιλολοίδορο το θήλυ κατά Αριστοτέλη, ευαπάτητο και ψίθυρο κατά Κύριλλο. Η ομοιότητα είναι προφανής.

Η εξάρτηση του Κυρίλλου από τον Αριστοτέλη σχετικά με τη φύση της γυναίκας καθίσταται περισσότερο ορατή όταν εγκύψει κανείς με προσοχή στην εξέταση του όρου θήλεια. Με τον όρο αυτό ο Κύριλλος ως επί το πλείστον αναφέρεται στο πρόσωπο της γυναίκας που είναι τύπος μαλακισμού και φρονήματος ασθενούς. Όταν δε χρησιμοποιεί τον όρο αυτό ως επιθετικό προσδιορισμό τότε περιγράφονται σχεδόν πάντοτε αρνητικά ιδιώματα της θηλυκής φύσης· θήλειαι φρένες για παράδειγμα είναι φρένες που αδυνατούν να καταλάβουν κάτι γρήγορα. Ακόμη και ο άνδρας όταν συμπεριφέρεται αμελετήτως και δυσμαθώς προσλαμβάνει θήλεια φρένα, δηλαδή μαλθακή και ευκαταγώνιστη και εκθηλύνεται εις εκτόπους και ακαθέκτους ηδονάς.

Επιπλέον, «η γυναίκα είναι ελεημονεστέρα του ανδρός και πλέον επιρρεπής εις δάκρυα, προσέτι πλέον φθονερά και μεμψίμοιρος και μάλλον φιλοκατήγορος και πλέον πληκτική. Είναι επίσης πλέον δύσθυμον το θήλυ του άρρενος και ευκοπώτερον απελπίζεται και είναι αναιδέστερον και ψευδέστερον και εξαπατάται ευκόλως ενώ κατέχει καλυτέραν μνήμην του άρρενος και είναι πλέον άγρυπνον αυτού αλλά οκνηρότερο ον και εντελώς αδρανές». Την πλήρη αδράνεια του θήλεος – το ακίνητον του γένους αυτού κατά Αριστοτέλη – σε ψυχικό αλλά κυρίως σε νοητικό επίπεδο υπογραμμίζει σε όλους τους τόνους ο Κύριλλος στοιχώντας προς τον Σταγειρίτη.

Αντίθετα η νοητική ικανότητα του άρρενος υπερεξαίρεται ακριβώς εξαιτίας της κρείττονος ανδρικής φύσης. Επόμενο είναι ο άρρην νους να θεωρείται «γονιμώτατος και γυμνός των εν πονηρία κακών» ως ανδρικός και απηρσενωμένος. Η ίδια η αρετή κατά Κύριλλο είναι πράξη ανδρική. Το ανδρίζεσθαι στην κυρίλλεια σκέψη απηχεί την πράξη της αρετής στην οποία μπορεί να μετατεθεί και το θήλυ όταν όμως αποβάλει τον μαλακό νου και τη θήλεια φρένα και ενδυθεί τον άρσενα και εν τοις αγαθοίς διεγηγερμένο νου. Τότε το θήλυ γίνεται έμφρον και συνετό, δηλαδή αρσενόφρον.

Πρόδηλο καθίσταται εκ των ανωτέρω ότι η αρσενική φύση κατά τον Κύριλλο απηχεί την ολοκληρία και τη σταθερότητα, τη σύνεση και την αρετή, την ηγεμονία και την καθοδήγηση· προς τούτοις την αγχίνοια και την οξυδέρκεια, με μια λέξη την τελειότητα. Η τελειότητα της ανδρικής φύσης και η ατέλεια της γυναικείας, με τα δομικώς εγγενή χαρακτηριστικά της απομείωσης του νου της, την ελάττωσή της στο θέμα της αρχής, την υστέρησή της στην αρετή και τον φυσιολογικό αποκλεισμό της από τον δήμο και την κοινότητα, υπήρξε αναμφιλόγως πάγιο χαρακτηριστικό της κλασικής γραμματείας.

Επίλογος – Συμπεράσματα

Ο κόσμος της ύστερης αρχαιότητας που μελετήσαμε είναι διάστικτος από το πρωτείο του άνδρα και την πρωτοφανή υποβάθμιση της γυναίκας, υποβάθμιση, η οποία διαπερνά τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια επηρεάζοντας το δίκαιο, τη νομοθεσία, τη ρητορική ακόμη και την ιατρική της εποχής. 

Σχήματα παγιωμένα στον χρόνο σε πάσης μορφής μνημεία, πολιτιστικά, ρητορικά, ιατρικά, νομικά, ταφικά, από την εποχή των φιλοσόφων μέχρι και την αυτοκρατορική Ρώμη που βοούν την κατωτερότητα του γένους αυτού και τη βραδύτητά του στο επίπεδο της νόησης και της αντιληπτικής ικανότητας, Infirmitas Sexus και Levitas Animi του Saeculum Maliebre, επηρεάζουν δομικά τη σκέψη των Πατέρων, οι οποίοι όχι μόνον τα ενστερνίζονται αλλά και πλειοδοτούν.

Οι εξαρτήσεις επίσης των Πατέρων από τους φιλοσόφους και δη από τον Αριστοτέλη είναι καταλυτικές. Οι πολλάκις επαναλαμβανόμενες εκφράσεις επί παραδείγματι στο κυρίλλειο corpus όπως: «μαλακός νους γυναιξίν, τύπος του μαλακισθήναι το θηλειών, θήλειαι φρένες, άρρην νους» βοούν την σε όλα τα επίπεδα – νόηση, φύση, αρχή – κατωτερότητα της γυναίκας.  


Ο Αχιλλέας Δελλόπουλος είναι Δρ. Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Το άρθρο βασίζεται στο βιβλίο του Αχιλλέα Δελλόπουλου, Γυναίκα. Στην ύστερη αρχαιότητα και στο πρώιμο Βυζάντιο. Σπουδή στη θεολογία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, εκδ. Αντώνη Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2016

Οι τίτλοι των ενοτήτων εντός του κειμένου ανήκουν στον επιμελητή του ιστολογίου.

Το εικαστικό αποτελεί λεπτομέρια τοιχογραφίας από πολυτελή οικεία της Πομπηίας που χρονολογείται στον 1ο π.Χ. αι. και φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης.

Αχιλλέας Δελλόπουλος

Ο Αχιλλέας Δελλόπουλος είναι Δρ. Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Το ιστολόγιο «πολυμερώς και πολυτρόπως» προάγει τον διάλογο και τη συζήτηση για θέματα που σχετίζονται με την Ορθόδοξη θεολογία και παράδοση, με τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις, καθώς επίσης και με ζητήματα διαθρησκειακού διαλόγου. Οι απόψεις που εκφράζονται από τους συγγραφείς των επιμέρους άρθρων δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.

Χριστός ενθρονος με αγγέλος
Προηγούμενο άρθρο

Ο ΔΙΧΑΣΜΕΝΟΣ ΟΙΚΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

woman praying, Priscilla catacombs
Επόμενο άρθρο

ΡΩΓΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

ΜΗΝ ΤΟ ΧΑΣΕΤΕ