Επιλέγοντας τη συμφιλίωση με τους Ορθοδόξους: η εμπειρία ενός Έλληνα Ευαγγελικού
Η παρούσα παρέμβασή μου δεν έχει τόσο θεολογικό χαρακτήρα αλλά προσωπικό, άλλωστε ο όρος «εμπειρία» στον τίτλο της ομιλίας μου προδίδει ακριβώς αυτό. Εάν θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τη λέξη «εξομολόγηση», θα έλεγα ότι αυτά που θα πω αποτελούν μια δημόσια εξομολόγηση.
Είναι αυτονόητο ότι η αναφορά της λέξης «συμφιλίωση» στον τίτλο της ομιλίας μου προϋποθέτει εχθρότητα, αντιπαλότητα, διαμάχη, στη σχέση μου με το Ορθόδοξο περιβάλλον μέσα στο οποίο έζησα.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ ένα χωριό της Μακεδονίας, μέσα σε μια Ευαγγελική και προσφυγική οικογένεια από την Μ. Ασία. Η πλειονότητα των κατοίκων του χωριού ήσαν πρόσφυγες από την περιοχή της Καισάρειας της Καππαδοκίας. Η προσφυγική καταγωγή κι η εμπειρία μάς καθιστούσε μία κοινότητα μέσα στο πλαίσιο της οποίας συνυπήρχαν, στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, δύο ετερόδοξες κοινότητες, μία Ορθόδοξη και μία Ευαγγελική. Η αρμονική συνύπαρξη ήταν σχεδόν αυτονόητη, καθώς με τα χρόνια οι μεν είχαν αποδεχτεί τους δε και η μεταξύ τους βιολογική συγγένεια αποδεικνυόταν ισχυρός ανασταλτικός παράγοντας απόρριψης του άλλου και δημιουργίας αντιπαλότητας κι έντασης. Ωστόσο, τα προβλήματα άρχιζαν από τη στιγμή που κάποιοι τρίτοι, έξω από τη δική μας προσφυγική κοινότητα, προσπαθούσαν να ορίσουν και να χαράξουν όρια σχέσεων, με σημείο αναφοράς το δόγμα και την εκκλησιαστική ταυτότητα του καθενός.
Για ένα μικρό ευαγγελικόπαιδο η πρόκληση αυτή πρωτοπαρουσιαζόταν στην επαφή με το σχολείο και ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, την οποία έπρεπε να παρακολουθήσουμε στην πόλη των Γιαννιτσών. Εκεί δεν υπήρχαν οι ασφαλιστικές δικλίδες που προστάτευαν και σέβονταν τη διαφορετικότητά μας, που υπήρχαν στη μικτή και κλειστή κοινωνία του χωριού. Απεναντίας, από την πρώτη μέρα, ως δωδεκάχρονα παιδιά, δεν είχαμε μόνο να αντιμετωπίσουμε όλες εκείνες τις προκλήσεις που ένας καθ’ οδόν έφηβος καλείται να αντιμετωπίσει με την αλλαγή του περιβάλλοντος, του σχολείου, των φίλων, και με ό,τι άλλο συνδέεται η μεταβατική αυτή ηλικιακή περίοδος. Στη δική μας περίπτωση έπρεπε να αντιμετωπίσουμε, λόγω της εκκλησιαστικής μας διαφορετικότητας, και την προκατάληψη, την άγνοια, τη στερεότυπη παρεξηγημένη αντίληψη, τον θρησκευτικό ρατσισμό, την απόρριψη και πολλές φορές την ανοιχτή προσβολή και δημόσια ταπείνωση και διαπόμπευση. Συνήθως ο υπεύθυνος ήταν ο θεολόγος, αλλά όχι μόνο.
Για πολλά χρόνια όχι μόνο πληγώσαμε ο ένας τον άλλον, αλλά το χειρότερο, τραυματίσαμε τη χριστιανική πίστη μας και μαρτυρία. Με τη συμπεριφορά μας αντί να δείξουμε στον κόσμο τον εσχατολογικό χαρακτήρα της, φανερώσαμε ότι αυτός είναι ακόμη ζητούμενο. Δείξαμε ότι παραμένουμε μορφώματα αυτού του κόσμου και όχι «κτίσις καινή» που καλείται να σαρκώσει την αγάπη του Θεού και αν μη τι άλλο, να αποδεχτεί τον άλλον, δίχως αυτό να σημαίνει ότι συμφωνεί μαζί του.
Τα παραδείγματα πολλά που δεν είναι ανάγκη να αναφερθούν. Θα ήθελα όμως να σταθώ σε δύο πολύ χαρακτηριστικά γεγονότα, που σημάδεψαν τα μαθητικά και μετέπειτα χρόνια της ζωής μου κι έγιναν αιτία να αναπτυχθεί μέσα μου ένα βαθύ μίσος εναντίον των Ορθοδόξων. Το ένα συνέβαινε στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς, όταν η πρώτη πράξη του θεολόγου ήταν να μας ταπεινώσει «αποκαλύπτοντας» τους «αιρετικούς» μέσα στην τάξη, καθώς μας ζητούσε να σηκωθούμε όρθιοι και προειδοποιούσε το υπόλοιπο σώμα των μαθητών για τον κίνδυνο που διέτρεχαν από την παρουσία των «αιρετικών». Το δεύτερο, σε όλα τα μαθήματα που είχα με τον συγκεκριμένο άνθρωπο ποτέ δεν με βαθμολόγησε αμερόληπτα. Έξι χρόνια, σε όλα τα μαθήματα του συγκεκριμένου καθηγητή, ο βαθμός μου ήταν ένα σταθερό, αμετάβλητο.
Η συμπεριφορά αυτού του ανθρώπου, μια συμπεριφορά την οποία θα συναντούσα αμέτρητες φορές στην επαφή μου με το ελληνικό κράτος –ίσως όχι σ’ αυτήν την ένταση αλλά εξίσου τραυματική–, καθώς συνήθως εκεί η αμφισβήτηση δεν αφορούσε μόνο τον Χριστιανισμό μου, αλλά ακόμη και την εθνική μου ταυτότητα ως Έλληνα ή την πιστότητα μου προς την Πατρίδα. Η συμπεριφορά αυτή άφησε τρομερά βαθιές πληγές στην εφηβική και νεανική ψυχοσύνθεσή μου. Σ’ αυτόν τον άνθρωπο που ήθελε να μου διδάξει τον Χριστιανισμό και καυχόταν ότι το δικό του δόγμα ήταν το σωστό κι αληθινό, ότι μόνο οι Ορθόδοξοι ήσαν οι αληθινοί χριστιανοί, εκείνο που με πλήγωνε δεν ήταν ότι ως δημόσιος λειτουργός καταπατούσε τα δικά μου ανθρώπινα δικαιώματα ή τα δικαιώματα του Έλληνα πολίτη, του οποίου οι γονείς ήσαν νομοταγείς, πλήρωναν τους φόρους τους –κάτι που και ο ίδιος θα έκανα αργότερα, όπως και θα υπηρετούσα την Πατρίδα–, αλλά το γεγονός ότι, ενώ συμπεριφερόταν μη-χριστιανοπρεπώς, με έκρινε και με απέρριπτε ως οντότητα και ως πρόσωπο. Προσπαθούσα να εντοπίσω στη συμπεριφορά του τη χριστιανική αγάπη, ακόμη και προς τον εχθρό, την αποδοχή, τον καλό λόγο, αλλά ποτέ δεν τα βρήκα.
Η εμπειρία μου αυτή χάραξε έντονα τη ζωή μου και προστέθηκε στην ανάλογη συλλογική εμπειρία των Ελλήνων Ευαγγελικών, που πολλές φορές βίωσαν ανοιχτό διωγμό, με αποτέλεσμα να επιβεβαιώνεται στην αντίληψή μου η πεποίθηση που μου είχε μεταδοθεί, ότι με τέτοιες συμπεριφορές οι Ορθόδοξοι αποδείκνυαν ότι δεν ήσαν πραγματικοί χριστιανοί. Οι εμπειρίες αυτές όχι μόνο ακύρωναν τη ρητορική των Ορθοδόξων περί αληθινών χριστιανών, αλλά όριζαν βαθιά μέσα μου ότι οι Ορθόδοξοι δεν είναι χριστιανοί.
Ένας τέτοιος ορισμός, όπως καταλαβαίνουμε όλοι, διαμόρφωνε και την όλη στάση και συμπεριφορά μου απέναντι στους Ορθόδοξους, για τους οποίους πίστευα ότι χρειαζόταν να ευαγγελιστούν και να γίνουν χριστιανοί, δηλαδή Ευαγγελικοί. Έχοντας διαμορφώσει αυτήν την άποψη, πήγα να σπουδάσω στο εξωτερικό και να προετοιμαστώ για την ποιμαντορία στην Εκκλησία μου. Στη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών μου σε Ευαγγελική Θεολογική σχολή της περιοχής της Βοστόνης γνώρισα έναν Ορθόδοξο φοιτητή της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, ο οποίος είχε έρθει να παρακολουθήσει ένα μάθημα ιεραποστολικής, καθώς τα καλοκαίρια τα ξόδευε στην Αφρική με τον σημερινό Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας κ.κ. Αναστάσιο. Η επαφή μου με τον σήμερα πλέον π. Luke Veronis και με μια ομάδα Ορθοδόξων φοιτητών και καθηγητών στην Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού προκάλεσε μια συγκλονιστική επανάσταση μέσα μου, διότι αυτοί ήσαν Ορθόδοξοι που ξέφευγαν από τα όρια και τους ορισμούς που εγώ, λόγω της δικής μου εμπειρίας, είχα σχηματίσει. Αυτοί ήσαν διαφορετικοί και στον λόγο και στην πράξη. Η συμπεριφορά τους διαμετρικά αντίθετη απ’ αυτό που είχα γνωρίσει και βιώσει. Δεν ήμουν Ορθόδοξος, αλλά αυτό δεν αποτελούσε εμπόδιο να μου δείξουν πραγματική, ανυπόκριτη χριστιανική αγάπη και ειλικρινή αποδοχή, σε σημείο ώστε να τους αισθάνομαι στενούς φίλους και να νιώθω τόσο άνετα κι ελεύθερα, που να επιζητώ την παρέα τους. Παρατηρούσα ότι είχαν τον ίδιο και ίσως μεγαλύτερο πόθο από εμένα να δουν το Ευαγγέλιο να κηρύττεται στον κόσμο και γι’ αυτό μετά το τέλος των σπουδών τους άφησαν την άνεση κι ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών και πήγαν ως ιεραπόστολοι να υπηρετήσουν τον Θεό σε δύσκολους αγρούς, όπως αυτός της Αλβανίας, με θαυμαστά στη συνέχεια αποτελέσματα. Διαπίστωνα ότι η ζωή τους και ο λόγος τους ανέδιδαν πραγματική ευωδία Χριστού.
Μέσα από την γνωριμία διαπιστώνουμε όλα εκείνα τα κοινά που μας συνδέουν. Ανακαλύπτουμε ο ένας στον άλλον ότι τελικά όλοι είμαστε το ίδιο αμαρτωλοί, όλοι είμαστε το ίδιο ελλιπείς, όλοι ερχόμαστε στον Ίδιο Σωτήρα, όλοι έχουμε ανάγκη την ίδια σωτηρία, όλοι δεχόμαστε το ίδιο Άγιο Πνεύμα, όλοι έχουμε τον ίδιο Πατέρα, όλοι βιώνουμε τις ίδιες δοκιμασίες, αγωνίες και προβλήματα της ζωής, τον ίδιο πόνο, και τέλος ως πιστοί προχωρούμε προς τον θάνατο με την ίδια ελπίδα της Ανάστασης και της ατελεύτητης ζωής στο ίδιο αιώνιο σπίτι, τον Ουρανό. Ποιος από εμάς έχει το δικαίωμα να αποκλείσει τον άλλον από το Σπίτι του Πατέρα;
Η παρουσία αυτών των ανθρώπων στη ζωή μου έφερε μια ευχάριστη αναστάτωση στην αντίληψη που είχα σχηματίσει για τους Ορθόδοξους και σήμανε μια πορεία αλλαγής για πολλά δικά μου δεδομένα. Δεν μπορούσα να αρνηθώ ότι αυτοί οι άνθρωποι ήσαν χριστιανοί. Η ζωή τους, ο λόγος τους, η κοσμοθεωρία τους, οι αντιλήψεις τους, όλα πάνω τους το πρόδιδαν. Μπορεί μαζί τους να μην συμφωνούσα σε κάποια θεολογικά θέματα, τα οποία τελικά ήσαν πολύ λιγότερα απ’ ό,τι φανταζόμουν, αλλά δεν μπορούσα να αρνηθώ την αγάπη τους για τον Κύριο και την Εκκλησία. Αυτοί ανέτρεπαν τον στενό ορισμό του «χριστιανού» που είχα, με αποτέλεσμα να οδηγηθώ σε μια κρίση και στη συνέχεια σε μια επιλογή: «Ή διευρύνω τον ορισμό μου και τους αποδέχομαι ως χριστιανούς ή κρατάω τον ορισμό μου και τους απορρίπτω».
Με την ανατρεπτική, για τα δικά μου δεδομένα, παρουσία αυτών των ανθρώπων, που στη συνέχεια πολλαπλασιάστηκαν, καθώς ο Θεός έφερνε όλο και περισσότερους στη ζωή μου, συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι, εάν οι Ορθόδοξοι έχουν χτίσει ένα απροσπέλαστο τείχος αυτοδικαίωσης γύρω από τον εαυτό τους μέσα από το οποίο «ξιφουλκούν» εναντίον των άλλων, το ίδιο έχω κάνει κι εγώ με τον δικό μου τρόπο και κατ’ επέκταση η Ευαγγελική Εκκλησία απέναντί τους. Εάν εκείνοι με απορρίπτουν, τους απορρίπτω κι εγώ. Εάν για εκείνους ο Ευαγγελικός είναι «αιρετικός» και όχι αληθινός χριστιανός, το ίδιο ισχύει και στη δική μου πλευρά γι’ αυτούς. Για τον Ευαγγελικό, ο Ορθόδοξος είναι εξίσου «αιρετικός» και όχι πραγματικός χριστιανός.
Συνειδητοποίησα, τελικά, ότι όχι μόνο ο καθηγητής μου ήταν ένοχος, αλλά εξίσου ένοχος ήμουν κι εγώ. Διότι, ως καλός Ευαγγελικός χριστιανός που θεωρούσα πως ήμουν, έπρεπε να γυρίσω το άλλο μάγουλο και να δείξω χριστιανική αγάπη, κάτι που δεν έκανα. Αντίθετα τον εκδικήθηκα κατακρίνοντάς τον και απορρίπτοντάς τον στη συνείδησή μου και στην αντίληψή μου ως άνθρωπο και ως χριστιανό. Σε τελική ανάλυση και οι δύο εξίσου ένοχοι ήμασταν, καθώς δεν διαχειριστήκαμε χριστιανοπρεπώς τον πλησίον μας, οποιοσδήποτε κι αν ήταν αυτός, έστω τόσο μισητός όσο ήταν ο Σαμαρείτης για τον Εβραίο ή και το αντίθετο. Και οι δύο παρουσιάσαμε ένα Χριστολογικό κενό στη ζωή μας και στη συμπεριφορά μας, καθώς αντί να σαρκώσουμε την αγάπη του Χριστού προς τον πλησίον μας και να τον κερδίσουμε θεραπεύοντας τις «πληγές» του με την αγάπη μας, επιδείξαμε την κατάκριση, την απόρριψη και την απομείωση του άλλου. Περιχαρακωθήκαμε πίσω από το δόγμα και την παράδοση ο ένας, και πίσω από το πληγωμένο «εγώ» και το Ευαγγέλιο ο άλλος, με αποτέλεσμα να αλληλοπληγωθούμε, να ακυρώσουμε την χριστιανική μας μαρτυρία και ταυτότητα και να δημιουργήσουμε στερεότυπα για τον άλλον, που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.
Ιδιαίτερα σήμερα οι προκλήσεις, τις οποίες δέχεται η χριστιανική Εκκλησία και πίστη είναι όχι μόνο μεγάλες και ισχυρές, σε σημείο που αμφιβάλλω εάν είναι δυνατόν ένας Χριστιανισμός σε εμφύλια ρήξη να αντιμετωπίσει, αλλά και κοινές για όλους τους χριστιανούς. Πιστεύω ότι είναι καιρός η Ορθοδοξία να συναντήσει την Ευαγγελική πρόταση και ο Ευαγγελικαλισμός την Ορθόδοξη, σεβόμενη η μία την άλλη. Πιστεύω ότι υπάρχει ανάγκη για μια όσμωση ιδεών τις οποίες η κάθε πλευρά κομίζει, καθώς η καθεμία με την ιδιαίτερη έμφαση την οποία δίνει, έχει να προσφέρει στην υπόθεση του Χριστιανισμού και της Βασιλείας του Θεού επί της γης
Λέει ο Κύριος, «αμήν, αμήν λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει’» (Ιωάν. 12:24). Μέσα απ’ αυτά τα λόγια Του ο Κύριος μου μιλούσε και με καλούσε εγώ να πεθάνω απέναντι στον πληγωμένο μου εγωισμό και την αδικία που είχα βιώσει, η οποία γινόταν και η αιτία να μένω «μόνος» και να μην αναπτύσσω τη σχέση μου με Ορθοδόξους που μου έτειναν τώρα το «χείρα» φιλίας και αγάπης. Μέσα από την παραβολή του Καλού Σαμαρείτη ο Κύριος μου επαναπροσδιόριζε ποιος είναι ο «πλησίον» μου, προς τον οποίο εγώ καλούμουν να επιδείξω αγάπη. Μέσα από το κάλεσμά Του να σηκώσω τον σταυρό μου, εάν ήθελα να Τον ακολουθήσω, και μέσα από το παράδειγμά Του το τελευταίο βράδυ προτού να σταυρωθεί, όταν πρόσφερε στον Ιούδα τον Άρτο, μια πρόταση άπειρης αγάπης προς τον προδότη Του, μου έδειχνε τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσω. Τον δρόμο της εξομολόγησης, της συγχώρησης, της συμφιλίωσης, της αγάπης. Διότι, εάν ως χριστιανός πιστεύω ότι ο Θεός μάς συμφιλίωσε με τον Εαυτό Του διά του Ιησού Χριστού και μας έδωσε και τον λόγο και τη διακονία της συμφιλίωσης, τότε δεν είχα άλλη επιλογή. Εάν ήθελα να μένω στην Αγάπη Του, έπρεπε να συμφιλιωθώ με τον Ορθόδοξο, τον όποιο Ορθόδοξο, ακόμη κι εκείνον που με απορρίπτει ως πρόσωπο. Ο απ. Παύλος δεν είναι που μας διδάσκει ότι στο τέλος δεν θα είναι η πίστη ή η ελπίδα που θα μείνει, αλλά η αγάπη; Ήταν αυτή η απουσία της αγάπης σε ένα άτομο που στα μάτια μου εξέφραζε την Ορθοδοξία, που με οδήγησε να αποστραφώ οτιδήποτε το Ορθόδοξο και ήταν η παρουσία αυτής της αγάπης σε κάποιους Ορθόδοξους που με κέρδισε κοντά τους. Ο ένας αδίκησε την Ορθοδοξία, οι άλλοι την δικαίωσαν. Ο ένας δημιούργησε εχθρό, οι άλλοι με την αγάπη τους κέρδισαν τον εχθρό και τον έκαναν φίλο. Ο Λόγος του Θεού αποδεικνύεται πάλι αληθινός, η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει!
Με την πάροδο του χρόνου ο Θεός έχει φέρει στη ζωή μου πολλούς κι ευλογημένους Ορθοδόξους και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, με τους οποίους ναι, έχουμε θεολογικές διαφορές, ωστόσο αυτές δεν γίνονται αιτία απόρριψης αλλά ευκαιρία συζήτησης, γνωριμίας και πλουτισμού. Μέσα από την γνωριμία διαπιστώνουμε όλα εκείνα τα κοινά που μας συνδέουν. Ανακαλύπτουμε ο ένας στον άλλον ότι τελικά όλοι είμαστε το ίδιο αμαρτωλοί, όλοι είμαστε το ίδιο ελλιπείς, όλοι ερχόμαστε στον Ίδιο Σωτήρα, όλοι έχουμε ανάγκη την ίδια σωτηρία, όλοι δεχόμαστε το ίδιο Άγιο Πνεύμα, όλοι έχουμε τον ίδιο Πατέρα, όλοι βιώνουμε τις ίδιες δοκιμασίες, αγωνίες και προβλήματα της ζωής, τον ίδιο πόνο, και τέλος ως πιστοί προχωρούμε προς τον θάνατο με την ίδια ελπίδα της Ανάστασης και της ατελεύτητης ζωής στο ίδιο αιώνιο σπίτι, τον Ουρανό. Ποιος από εμάς έχει το δικαίωμα να αποκλείσει τον άλλον από το Σπίτι του Πατέρα;
Για πολλά χρόνια όχι μόνο πληγώσαμε ο ένας τον άλλον, αλλά το χειρότερο, τραυματίσαμε τη χριστιανική πίστη μας και μαρτυρία. Με τη συμπεριφορά μας αντί να δείξουμε στον κόσμο τον εσχατολογικό χαρακτήρα της, φανερώσαμε ότι αυτός είναι ακόμη ζητούμενο. Δείξαμε ότι παραμένουμε μορφώματα αυτού του κόσμου και όχι «κτίσις καιν»’ που καλείται να σαρκώσει την αγάπη του Θεού και αν μη τι άλλο, να αποδεχτεί τον άλλον, δίχως αυτό να σημαίνει ότι συμφωνεί μαζί του.
Προσεύχομαι κι ελπίζω ότι ο καιρός έχει έρθει πλέον για να αφήσουμε την εκατέρωθεν απορριπτική και απόλυτη ρητορική μας από τη μια, και την υποτιθέμενη θρησκευτική αυτάρκειά μας από την άλλη, και να πλησιάσουμε τον άλλο χριστιανό. Να αναγνωρίσουμε ότι είναι άνθρωπος σε πορεία με τον Κύριο προς τους Εμμαούς. Που ενδεχομένως να μην γνωρίζει ή καταλαβαίνει τα πάντα γύρω από την πίστη, αλλά που κι εκείνου ή εκείνης η καρδιά «καίεται» από Αυτόν και γι’ Αυτόν, όπως και η δικιά μας. Πιστεύω ότι είναι καιρός, να αναιρέσουμε το πέπλο της άγνοιας που έχουμε για τον άλλο χριστιανό και το οποίο καλλιεργεί, εκατέρωθεν του «εκκλησιαστικού καταπετάσματος», αμφιβολία, καχυποψία, φανατισμό, στερεότυπα, έχθρα για τον άλλον. Να μάθουμε να μη φοβόμαστε τον άλλον, αλλά να τον αγαπήσουμε και τότε θα γνωρίσουμε ότι «φόβος ουκ έστι εν τη αγάπη, αλλ’ η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ιωάν. 4:18).
Ιδιαίτερα σήμερα οι προκλήσεις, τις οποίες δέχεται η χριστιανική Εκκλησία και πίστη είναι όχι μόνο μεγάλες και ισχυρές, σε σημείο που αμφιβάλλω εάν είναι δυνατόν ένας Χριστιανισμός σε εμφύλια ρήξη να αντιμετωπίσει, αλλά και κοινές για όλους τους χριστιανούς. Πιστεύω ότι είναι καιρός η Ορθοδοξία να συναντήσει την Ευαγγελική πρόταση και ο Ευαγγελικαλισμός την Ορθόδοξη, σεβόμενη η μία την άλλη. Πιστεύω ότι υπάρχει ανάγκη για μια όσμωση ιδεών τις οποίες η κάθε πλευρά κομίζει, καθώς η καθεμία με την ιδιαίτερη έμφαση την οποία δίνει, έχει να προσφέρει στην υπόθεση του Χριστιανισμού και της Βασιλείας του Θεού επί της γης. Πιστεύω ότι τηρουμένων των αναλογιών και οι δύο έχουμε να μάθουμε από τη συνάντηση των Ορθοδόξων κι Ευαγγελικών που επιτελείται στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα στο πλαίσιο της Ομάδας για τη Μελέτη της Ανατολικής Ορθοδοξίας και του Ευαγγελικαλισμού (Society for the Study of Eastern Orthodoxy and Evangelicalism), στην οποία ομάδα συμμετέχουν επιφανείς θεολόγοι και από τους δύο χώρους. Τέλος, προσεύχομαι να έρθει η ώρα που και στην πατρίδα μας θα βιώσουμε το έργο της συμφιλίωσης του Ιησού Χριστού, όπως το διακηρύττει ο απ. Παύλος:
Αυτός γάρ εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας, την έχθραν, εν τη σαρκί αυτού, τον νόμον των εντολών εν δόγμασιν καταργήσας, ίνα τους δύο κτίση εν αυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών ειρήνην, και αποκαταλλάξη τους αμφοτέρους εν ενί σώματι τω Θεώ δια του σταυρού, αποκτείνας την έχθραν εν αυτώ. και ελθών ευηγγελίσατο ειρήνην υμίν τοις μακράν και ειρήνην τοις εγγύς. οτι δι’ αυτού έχομεν την προσαγωγήν οι αμφότεροι εν ενί πνεύματι προς τον πατέρα. άρα ουν ουκέτι έστε ξένοι και πάροικοι, αλλά έστε συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού, εποικοδομηθέντες επι τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Χριστού Ιησού, εν ω πάσα οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις ναόν άγιον εν κυρίω, εν ω και υμείς συνοικοδομείσθε εις κατοικητήριον του Θεού εν πνεύματι. (Εφ. 2.14-22)
Ο Αιδ. Μελέτιος Β. Μελετιάδης είναι Ποιμένας της Ευαγγελικής Εκκλησίας Βόλου και εκδότης του περιοδικού «Αστήρ της Ανατολής».
Το παρόν κείμενο αποτελεί εισήγηση σε παλιότερο συνέδριο με θέμα: «Συγχώρηση, Καταλλαγή και Ειρήνη» που διοργάνωσε η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου σε συνεργασία με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και το Boston Theological Institute. Δημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα.
Το εικαστικό θέμα είναι λεπτομέρια από τον πίνακα «Εκκλησία στην εξοχή» του Paul Gauguin που χρονολογείται το 1879.