Victor P. Kudrin, Πάσχα, 1999

Διαδρομές και περιπλανήσεις ως την “Άγια Αναστασά” του Παπαδιαμάντη

Το διήγημα «Στην Άγια Αναστασά» που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην εφημερίδα «Ακρόπολις» (4.4.1892),[1] εντάσσεται χρονολογικά στη λεγόμενη κατά Γ. Βαλέτα «νατουραλιστική περίοδο»,[2] την «ηθογραφικότερη» σύμφωνα με τον Κ. Στεργιόπουλο, που προσδίδει ωστόσο στη χρήση του όρου ρόλο περισσότερο διακοσμητικό.[3]

Πράγματι, με μια πρώτη ματιά το στοιχείο της ηθογραφίας μοιάζει στο διήγημα κυρίαρχο: οι προετοιμασίες της Αναστάσιμης ακολουθίας στο εξοχικό εκκλησάκι της Αγίας, ο χαρακτήρας των εορταστικών εκδηλώσεων που τη συνοδεύουν και η παρουσίαση της αγροδίαιτης κοινωνίας μέσα από αντιπροσωπευτικούς τύπους ανθρώπων και ηθών ανοίγουν μια πολύχρωμη αφηγηματική βεντάλια με το διαλογικό στοιχείο της γλώσσας κυρίαρχο να εμποτίζει την αφήγηση. Εμβαθύνοντας ωστόσο, περισσότερο στο κειμενικό συμφραζόμενο, ο αναγνώστης επικοινωνεί με τους παπαδιαμαντικούς μύθους, τα σύμβολα και τις σημασίες τους. [4]

Η αφήγηση αρχίζει με έναν αριθμό: «Πέντε ἄνδρες εἶχον κατέλθει εἰς τὸ Πρυΐ». Δίνονται πληροφορίες για τον τόπο και τον χρόνο «μίαν Κυριακὴν τοῦ Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1875» και ύστερα ο αφηγητής μετράει πάλι: «ἐκ τῶν πέντε τούτων οἱ τρεῖς ἦσαν ἀρχαιολόγοι μὲ δίοπτρα»[5] για να παρουσιάσει στη συνέχεια και ισόποσες υποθέσεις χρονολογικής κατάταξης του ερειπωμένου ναού από αυτούς, ερμηνείες που διατρέχουν χονδρικά τρεις σταθμούς της Ιστορίας – αρχαιότητα («ναὸς εἰδωλολατρικός, βαλανεῖον ρωμαϊκόν»), Ενετοκρατία («πύργος βενετικός») και νεότερη εποχή («χριστιανικὴ ἐκκλησία»), ενώ συσχετίζονται και με μια μάλλον απρόβλεπτη γλωσσική ετυμολογία.[6]

Στη συνέχεια, ο χρόνος αναδρομείται. Μέσα από ένα αφηγηματικό φλας μπακ παρουσιάζεται το μάλλον κωμικό επεισόδιο της απώλειας του δρόμου από τον πέμπτο «συνοδίτη τῶν τριῶν ἀρχαιολόγων καὶ τοῦ δημοδιδασκάλου» που φτάνει καθυστερημένος και μάλιστα από διαφορετική κατά το αναμενόμενο μεριά εξ αιτίας του «πεισμωμένου όνου του».[7]

«Αυτός ο Χριστιανός, ο φανατικός της Ορθοδοξίας, είναι ένας Νεοέλληνας που συγχωνεύει το ασκητικό Βυζάντιο με τον παγανισμό της αρχαιότητας» έχει χαρακτηριστικά ειπωθεί. Είναι μια συγχώνευση που αποδίδεται είτε ως «αντίφραση» με τρόπο αντιστικτικό είτε συνδιαλεκτικά ως «αλληλοπεριχώρηση». Γειτονεύοντας με το «συναμφότερο» ορθόδοξο πνεύμα, συνδέει με τρόπο εναρμονισμένο αλληλοσυγκρουόμενα χαρακτηριστικά μέσα από το γλωσσικό χαρακτηριστικό της διαλογικότητας.

Το ερείπιο του ειδωλολατρικού ναού που γειτονεύει με τη χριστιανική εκκλησία της Αγίας Αναστασίας στο διήγημα της «Φαρμακολύτριας», εδώ αποτελεί ένα και μόνο χτίσμα. Κι επειδή στην αφήγηση αναφέρεται ρητώς η Εκάτη, η Φαρμακίδα, συνδέοντας τον ειδωλολατρικό κόσμο της αρχαιότητας με τον χριστιανικό «κατ᾽ ἀντίφρασιν, ἢ τῆς Ρωμαίας, ἁπλῶς κατὰ σχέσιν ἐτυμολογικήν»,[8] το διήγημα επικοινωνεί συνδηλωτικά, αλλά και καταδηλωτικά με τον κόσμο των συμβόλων και μυθικών αναφορών που συναντούμε σε μια σειρά διηγημάτων του σκιαθίτη δημιουργού, διηγήματα που επεξεργάζονται ανάλογους συμβολισμούς και μοτίβα.[9]

Η σύνδεση αυτή – εδώ συνοίκηση – του χριστιανικού με το παγανιστικό στοιχείο έχει λάβει κατά καιρούς διάφορες ερμηνείες από τους μελετητές.[10] Η συνύπαρξη άλλωστε του «χριστιανού με τον ειδωλολάτρη, του Θεόκριτου με τον συναξαριστή» έχει επισημανθεί από νωρίς στον χώρο της παπαδιαμαντικής έρευνας κι έχει μάλιστα συνδεθεί και με την αφηγηματική έκφραση του ερωτισμού στα κείμενά του.[11]

«Αυτός ο Χριστιανός, ο φανατικός της Ορθοδοξίας, είναι ένας Νεοέλληνας που συγχωνεύει το ασκητικό Βυζάντιο με τον παγανισμό της αρχαιότητας» έχει χαρακτηριστικά ειπωθεί.[12] Είναι μια συγχώνευση που αποδίδεται είτε ως «αντίφραση» με τρόπο αντιστικτικό[13] είτε συνδιαλεκτικά ως «αλληλοπεριχώρηση». Γειτονεύοντας με το «συναμφότερο» ορθόδοξο πνεύμα, συνδέει με τρόπο εναρμονισμένο αλληλοσυγκρουόμενα χαρακτηριστικά μέσα από το γλωσσικό χαρακτηριστικό της διαλογικότητας.[14]

Στο διήγημα αυτό, η Αγία Αναστασία που λύνει τα μάγια επικοινωνεί μετωνυμικά με την Εκάτη – Σελήνη – Φαρμακίδα, μέσα από το παλιό κτίσμα που αποδίδεται σε αυτή και συναντάει το συνώνυμο ζεύγος της, εκείνο της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας για να διαφοροποιηθεί ωστόσο κι από αυτό και να συγκριθεί στη συνέχεια με την Αγία Άννα, μέσα από μια τεχνική αντιδιαστολής, τεχνική που επαναλαμβάνεται λίγο πολύ σε όλη την αφήγηση και που συνάδει με την αναφορά στο πολλαπλάσιο δύο, συμπεριλαμβάνοντας τη μονάδα, αλλά και το μισό της.[15]

Παράλληλα, η ίδια Αγία Αναστασία θα ταυτιστεί εσφαλμένα και με την «Ανάσταση», σύμφωνα με την παρεξηγημένη απόδοση των βοσκών, εξ αιτίας της ηχοποίητης συγγένειας του ονόματός της.[16] Είναι αξιοθαύμαστο πως το διήγημα που κάνει λόγο ουσιαστικά για μια αναστάσιμη λειτουργία – περιπέτεια στηρίζεται πάνω σε μια τέτοια γλωσσική εκτροπή – παρεξήγηση. Για να το πούμε διαφορετικά, η αφελής ερμηνεία των αγράμματων βοσκών αποτελεί εδώ όχι μόνο έναυσμα γραφής, αλλά και κινητήριο μοχλό της αφηγηματικής δράσης. Να είναι ο συμβολικός θρησκευτικός ρόλος του βοσκού στη χριστιανική λατρεία που αξίζει στον Παπαδιαμάντη κάθε σεβασμό;[17]

Όπως και να ‘χει, ο κύκλος των δίπολων συγκρίσεων ελικοειδής και φαινομενικά ατέρμονος διατρέχει λίγο πολύ όλο το διήγημα, διαμορφώνοντας σε παραδειγματικό επίπεδο πολλαπλά ζεύγη. Στα δίπολα αυτά είναι χαρακτηριστικό το παιχνίδι των υποκαταστάσεων ανάμεσα στα έμψυχα ή άψυχα, πρόσωπα, ζώα και κτίσματα συνήθως ιερά, που τίθενται το ένα πάνω στο άλλο σαν εικόνες διαφάνειας για να σμίξουν ή να διαχωρισθούν, να συσχετισθούν ή να αντιπαραβληθούν διαμορφώνοντας σχέσεις φιλότητας και νείκους. Η ζευγαρωτή τους αναλογία προκαλεί ένα είδος δράσης και αντί-δρασης, ενώ καθορίζει παράλληλα τη διαδρομή της ιστορίας και την εξέλιξη της πλοκής.

Για το σύστημα υποκατάστασης των συμβόλων στο έργο του Παπαδιαμάντη έχει αναφερθεί διεξοδικά ο Guy (Michel) Saunier, υιοθετώντας την ψυχομετρική μέθοδο προσέγγισης και αναζητώντας τις βαθύτερες σημασίες του κειμένου μέσα από την αναγωγή του σε μύθους.[18] Είναι πράγματι άξια προσοχής η συστηματική ακολουθία των μύθων αυτών μέσα από την επανάληψη και τις αξιοθαύμαστες παραλλαγές τους που αναπτύσσονται στο έργο του Σκιαθίτη δημιουργού, τόσο στα διηγήματα όσο και στα μυθιστορήματά του.[19]

Είναι αξιοθαύμαστο πως το διήγημα που κάνει λόγο ουσιαστικά για μια αναστάσιμη λειτουργία – περιπέτεια στηρίζεται πάνω σε μια τέτοια γλωσσική εκτροπή – παρεξήγηση. Για να το πούμε διαφορετικά, η αφελής ερμηνεία των αγράμματων βοσκών αποτελεί εδώ όχι μόνο έναυσμα γραφής, αλλά και κινητήριο μοχλό της αφηγηματικής δράσης. Να είναι ο συμβολικός θρησκευτικός ρόλος του βοσκού στη χριστιανική λατρεία που αξίζει στον Παπαδιαμάντη κάθε σεβασμό;

Όπως έχει άλλωστε υποστηρίξει και ο Λάκης Προγγίδης, η διπολική, ενδο-ανταγωνιστική σύσταση του παπαδιαμαντικού κειμένου έχει «διφυή αισθητική λογική». Στα έργα του κάθε φωνή ακυρώνεται από την αντίθετή της, όπως η πολιτιστική αντιπαράθεση των δύο κόσμων, της Ανατολής και της Δύσης που συνηχούν.[20]

Στο συγκεκριμένο διήγημα των τριών αφηγηματικών επιπέδων (1875, ίδιο έτος λίγους μήνες πριν και1808), τα δίπολα σύμβολα δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για τη σχέση αμοιβαιότητας που αναπτύσσουν, ενώ σχετίζονται παράλληλα και με τις διαστρωματώσεις της γλώσσας.

Αξίζει να σημειωθεί πως το νυχτερινό, ειδυλλιακό πλαίσιο της δράσης στο διήγημα, ενισχυμένο μάλιστα με τη λυρική περιγραφή της νύχτας που δέχεται το πρώτο φως της αυγής (άλλο ένα δίπολο συσκότισης και φωτός), οδηγεί την αφήγηση στο παρακλάδι του ονείρου, ένα υποβλητικό πλαίσιο αναγνώρισης και λήθης των θολών μορφών που παρατίθενται. Μια δικαιολογία για τη βαθύτερα συγχυσμένη τους υπόσταση και πράξη;

Έτσι, δύο ονόματα αντιστοιχούν κάποιες φορές σε ένα μόνον πρόσωπο (π.χ. «Παναγίτσα» – «Αγία Άννα», «Γιάννης Κούτρης» – «Γιάννης η Γριά», «Μπάρμπα Γιώργης» – «Γιώργης τ᾽ Παναϊώτ᾽») κι αντιστρόφως, ένα όνομα σε δύο πρόσωπα ή στα πολλαπλάσιά τους (π.χ. «Αγία Αναστασία η Ρωμαία» – «Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια», «Γιάννης [Κούτρης]» – «Γιάννης [Λαδίκας]»), ενώ παρόμοιες αναλογίες υπάρχουν και στις ονομασίες των ναών (ταυτίσεις: ναός Αγίας Αναστασίας – ναός της Εκάτης της Φαρμακίδος αλλά και διαφοροποιήσεις, το ίδιο όνομα σε δυο κτίσματα: ναός της του Θεού Σοφίας – Αγία Σοφία «τῆς ΙΖ´ Σεπτεμβρίου»).

Το πιο ενδιαφέρον ωστόσο, στοιχείο είναι η έκπτωση και κωμική υποβίβαση ή αντιθέτως, ο ηρωικός εκθειασμός, σε περιπτώσεις μίμησης ενός προσώπου από ένα άλλο ή κι από τον ίδιο τον εαυτό του, όταν για παράδειγμα ο ταπεινός «όνος» βηματίζει «κατὰ μίμησιν καὶ παρῳδίαν τῶν πολεμικῶν ἵππων»[21] ή όταν στην εγκιβωτισμένη αφήγηση για τον Νικοτσάρα, ο τραυματισμένος οπλαρχηγός, ακουμπισμένος στο κατάρτι του πλοίου του, μιμείται τον αλάβωτο, προκαλώντας με την φαινομενική ακμή του δέος στους εχθρούς που τον καλούν με το παραλλαγμένο στη γλώσσα τους όνομά του.[22] Η γλωσσική αυτή παρεμβολή και παρεκβολή, μία από τις χαρακτηριστικές του κειμένου, εξυπηρετεί το παιχνίδι της διαφοροποίησης του προσώπου μέσα από την παραλλαγή του ονόματος.

Να είναι ο κυριολεκτικός θάνατος του Νικοτσάρα εδώ η αρμονική συνδήλωση της Ανάστασης; Όπως και να ‘χει, η εμβόλιμη αυτή ιστορία ενταγμένη στο αφηγηματικό πλαίσιο της αναστάσιμης λειτουργίας, δεν μπορεί παρά να έχει και την ανάλογη συμβολική.

Αξίζει να σημειωθεί πως το νυχτερινό, ειδυλλιακό πλαίσιο της δράσης στο διήγημα, ενισχυμένο μάλιστα με τη λυρική περιγραφή της νύχτας που δέχεται το πρώτο φως της αυγής (άλλο ένα δίπολο συσκότισης και φωτός), οδηγεί την αφήγηση στο παρακλάδι του ονείρου, ένα υποβλητικό πλαίσιο αναγνώρισης και λήθης των θολών μορφών που παρατίθενται. Μια δικαιολογία για τη βαθύτερα συγχυσμένη τους υπόσταση και πράξη; Όπως και να ‘χει, η φροϊδική μετάθεση – μετατόπιση – αντικατάσταση, όπως και η συμπύκνωση που αποτελούν βασικές λειτουργίες των ονείρων,[23] βρίσκουν εδώ μια αντίστοιχη αφηγηματική εφαρμογή: το ένα πρόσωπο μετακινείται προς ένα άλλο, ταυτίζεται μαζί του ή αντικαθίσταται από αυτό και η λειτουργία αυτή της μίμησης – παρωδίας/ εξύμνησης μαζί με την αντίστοιχη λειτουργία της συμπερίληψης – συμπύκνωσης των πολλών διαφορετικών στοιχείων σε ένα,[24] ακολουθεί τα μονοπάτια του ονείρου και στην πράξη πια.[25]  

Ακόμα και το γλωσσικό παλίμψηστο των διαλόγων και της αφήγησης που παρακολουθεί τη δυναμική διαστρωμάτωση της ντοπιολαλιάς και της μεταλλαγής της σε εκκλησιαστικό λόγο, κι αυτό ακόμα μπορεί να ενταχθεί στο ίδιο πνεύμα των μεταβάσεων.[26] Έτσι κι αλλιώς, η γλώσσα του Παπαδιαμάντη, ακολουθώντας διαστρωματώσεις εκκλησιαστικού, αρχαίου, σύγχρονου της εποχής προφορικού λόγου, ντοπιολαλιάς με στοιχεία διαλέκτου, αποτελεί ένα αμάλγαμα ετερόκλητων στοιχείων που δένουν και αφομοιώνονται μεταξύ τους λειαίνοντας τις εγκοπές: η τέχνη του γλωσσικού του εργαστηρίου έχει λεπτό καλέμι.

Ένα τέτοιο γλωσσικό υπόστρωμα είναι φυσικό να χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της διαλογικότητας και πολυφωνίας, χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού ύφους που μεταφέρει το κοινωνικό αποτύπωμα, τα ίχνη της τριβής του με λόγο των προσώπων. Από αυτή την άποψη, η «ετερογλωσσία» του Μπαχτίν βρίσκει εδώ εφαρμογή και έκφραση.[27] Η εποχή του Παπαδιαμάντη χαρακτηρίζεται άλλωστε από την ένθερμη υπεράσπιση των διαλέκτων, εποχή μετάβασης μιας κοινωνίας που αλιεύει στον τοπικό πολιτισμό τα εθνικά χαρακτηριστικά της.[28]

Αλλά και στη μικρογραφία του διηγήματος, η αφήγηση όλη δεν είναι παρά μια νυχτερινή περιπέτεια μετάβασης από το ένα μέρος στο άλλο, από τον ένα ιερό ναό στον άλλο προκειμένου να γιορταστεί η Ανάσταση με τους γείτονες αιπόλους, στα μέρη όπου οι βασικοί χαρακτήρες μοιράζουν διαγκωνιζόμενοι τα καθήκοντά τους. Το σχήμα αυτό της μετακίνησης στηρίζεται σε δίπολα με κυρίαρχο τον διπλό προορισμό της αναστάσιμης λειτουργίας, ο οποίος κόβει στα δυο την ενιαία τελετή και τη μοιράζει ισόποσα σε δύο διαφορετικά μέρη[29]

Καθόλου παράξενο για το παπαδιαμαντικό σύμπαν: η περιπλάνηση προσεγγίζει συχνά την παραπλάνηση, την απώλεια του «ορθού» δρόμου και την παρέκκλιση του εαυτού. Ανάλογοι συμβολισμοί υποβάλλονται και στο επεισόδιο με την αφηνιασμένη φοράδα στα «Δαιμόνια στο ρέμα», όπου ο μικρός Αλέκος χάνει δυο φορές τον δρόμο του, ένα πλαίσιο συμβολικό της αμαρτίας και της παρεκτροπής.[30]

Έτσι κι αλλιώς, η γλώσσα του Παπαδιαμάντη, ακολουθώντας διαστρωματώσεις εκκλησιαστικού, αρχαίου, σύγχρονου της εποχής προφορικού λόγου, ντοπιολαλιάς με στοιχεία διαλέκτου, αποτελεί ένα αμάλγαμα ετερόκλητων στοιχείων που δένουν και αφομοιώνονται μεταξύ τους λειαίνοντας τις εγκοπές: η τέχνη του γλωσσικού του εργαστηρίου έχει λεπτό καλέμι.

Και στο διήγημα αυτό, η νυχτερινή περιπλάνηση από την εκκλησία της Αγίας Αναστασίας προς την Παναγία Δομά θα περάσει πάλι από ένα ρέμα.[31] Το δίπολο των δυο εκκλησιών θα περιφρουρήσει ωστόσο, με την ασφάλεια του ζυγού αριθμού τον στόχο του: ο προορισμός ανάμεσα στα δυο ξωκλήσια δεν θα χαθεί. Η ασφαλής δυάδα κλειδώνει και μένει. Άλλωστε, ο αριθμός των ναών στο διήγημα ταυτίζεται πάντα με τη δυάδα και τα πολλαπλάσιά της.

Τι να γυρεύει αλήθεια εκείνος ο μονός αριθμός, το πέντε, με τον οποίο εισάγεται το διήγημα; Αναφέρεται ορθά κοφτά και μάλιστα εισαγωγικά στον αριθμό των ανδρών που επισκέπτονται τα δύο ξωκλήσια. Με μια πρώτη ματιά, η φαινομενική πληρότητα της δυάδας ακυρώνεται. Αν ακολουθήσει κανείς ωστόσο το μονοπάτι της αφήγησης, θα καταφέρει να βρει τον χαμένο δρόμο, όπως τον βρίσκει και ο πέμπτος αναβάτης της συντροφιάς, ο οποίος σημειωτέον θα διασχίσει κι αυτός ένα ρέμα[32]. Έτερον εκάτερον: θα φτάσει στη συντροφιά από μια κατεύθυνση διαφορετική τού αναμενόμενου και μάλιστα ενώ οι τέσσερις υπόλοιποι θα έχουν φάει «το κοκορέτσι» και θα έχουν πιει «ανά δύο μαστίχας»[33] την ώρα της απουσίας του.

Κάπως έτσι ο «συνοδίτης» από πρωταρχικός οδηγός της συντροφιάς, θα γίνει μάλλον ουραγός προλαβαίνοντας ευτυχώς την τελευταία στιγμή κι αυτός κάτι από το γεύμα[34]. Αλλά ο μονός του αριθμός μένει ξεκρέμαστος: μέσα από την απώλεια της διαδρομής, θα παραμείνει ένα σύμβολο απόκλισης, ένας απροσάρμοστος της κοινωνικής συντροφιάς, ανένταχτος στο σύνολο με τους δικούς του όρους. Να ταυτίζεται συμβολικά με τον αντίστοιχο αφηγητή των Δαιμονίων; Ένας μονός αριθμός, μόνος – μια περσόνα ενδεχομένως του ίδιου του συγγραφέα.


[1] Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών, Βιβλιογραφία Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη 1879 – 2018, Επιμέλεια: Μαρία Αποστολίδου, Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου, Αθήνα, Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, 2022, σ. 13.

[2] Γ. Βαλέτας Τα άπαντα του Α. Παπαδιαμάντη, τομ. 6, Αθήνα, Χρ.Γιοβάνη, 1972, σ. 536, 566-568.

[3] Κώστας Στεργιόπουλος «Ο Παπαδιαμάντης σήμερα», Διαβάζω 9 (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1977) σ. 41 και Κώστας Στεργιόπουλος «Η “Φαρμακολύτρια” του Παπαδιαμάντη» Διαβάζω, (Μάρτιος 1987) σ. 59. Επιφυλάξεις για τη χρήση του όρου «ηθογραφία» στον Παπαδιαμάντη διατυπώνει ο P. Mackridge: P. Mackridge «‘Ολόγυρα στη μνήμη’: ο χώρος, ο χρόνος και τα πρόσωπα σε ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη», Ελληνικά, 43 (1993), σσ. 174-176.

[4] Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Άπαντα τόμος Δεύτερος, Κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Δομός, 1982, σσ. 344-362.

[5] Α. Παπαδιαμάντης, ό. π., σ. 343, 1 – 3.

[6]  Α. Παπαδιαμάντης, ό. π., σ. 343, 3 – 8.

[7] Α. Παπαδιαμάντης, ό. π., σ. 344, 11 – 35, 345: 1 – 29.

[8] Α. Παπαδιαμάντης, ό. π., σ. 347, 22 – 23.

[9] Τα πιο χαρακτηριστικά αυτά διηγήματα είναι τα «Αμαρτίας Φάντασμα», «Τα Δαιμόνια στο Ρέμα», «Υπό την Βασιλικήν Δρυν», και «Η Φωνή του Δράκου».

[10] Βλ. ενδεικτικά, Κώστας Στεργιόπουλος, Περιδιαβάζοντας, Τόμος Β’, Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας μας, Αθήνα, Κέδρος, 2003, σ. 63, P. Mackridge, ό.π. σ. 281 και Ζ. Ι. Σιαφλέκης «Το υπερφυσικό στοιχείο στον Παπαδιαμάντη» Πρακτικά Α’ Διεθνούς Συνεδρίου για τον Α Π, σσ. 415 – 421.

[11]  Α. Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος, Επιμ. Παν. Μουλλάς, Αθήνα, Εστία, 2019, σσ. νβ, νε, νθ. Πρβλ.και Βαγγέλη Σκουβαρά, Ο Παπαδιαμάντης όπως τον τραγούδησε ο Σικελιανός, Αθήνα, Αστέρος, 1981, σ. 21-23. 

[12]   Κώστας Στεργιόπουλος, Περιδιαβάζοντας, ό. π., σ. 69.

[13] Βλ. Αγγέλα Καστρινάκη Έρως Νάρκισσος, Έρως θείος: όψεις του έρωτα στο έργο του Παπαδιαμάντη, Αθήνα, ΠΕΚ, 2018, σ. 284.

[14] Στέλιος Παπαθανασίου, «Μεθοδολογικά στον Παπαδιαμάντη: το παράδειγμα του Μιχαήλ Μπαχτίν», Πρακτικά Β’ Διεθνούς Συνεδρίου για τον Παπαδιαμάντη, Αθήνα 1-5 Νοεμβρίου 2001, Αθήνα, Δομός, 2002, σσ. 389 – 394.

[15]  «Κ᾽ ἡ Ἁγία Ἄννα, εἶπεν, εἶναι μισὴ Ἁγία Ἀναστασιά». Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ό. π., σ. 348, 1-4.

[16] 348, 5 «Οἱ αἰπόλοι ἐφρόνουν ὅτι ἡ Ἁγία Ἀναστασιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ Ἀνάστασις.»

[17] Βλ. «Όνειρο στο κύμα»: «Ὤ! ἂς ἤμην ἀκόμη βοσκὸς εἰς τὰ ὄρη!…» (273, 24).

[18]        Guy (Michel) Saunier, Εωσφόρος και Άβυσσος, Ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη, Αθήνα, Άγρα, 2001, σσ. 65, 379, 381-388.

[19] Charles Mauron, Des Métaphores obsédantes aux mythes personnels, Paris, Librairie José Corti, 1963. 

[20]   Λάκης Προγκίδης, Ο Παπαδιαμάντης και η Δύση, Πέντε μελέτες, Αθήνα, Εστία, 2002, σ. 156, 158, 161.

[21] (361: 25-26)

[22] Α. Παπαδιαμάντης, ό.π., 360:30-34 και 361: 1-2

[23]        Βλ. «Déplacement», «Condensation», J. Laplanche et J. – B. Pontalis, Vocabulaire de la psychanalyse, Paris, PUF, 2004, σσ. σσ. 89 – 93, 117-120.  

[24] Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αν και όχι βέβαια μοναδικό,  είναι το κτίσμα του ναού της Αγίας Αναστασίας που μετέχει τόσο στον χριστιανικό όσο και στον ειδωλολατρικό κόσμο.

[25] Πρβλ.« Μεγάλη παράδοση συνδέει πράγματι το όνειρο και το όραμα με την επικοινωνία με το θείο», Αγγέλα Καστρινάκη, ό.π. σ. 390.

[26]        Για τη γλωσσική διαστρωμάτωση στον Παπαδιαμάντη βλ. ενδεικτικά Μαρία Καραΐσκου, «Πολυφωνία και Διαλογικότητα στη “Φωνή του Δράκου” (1904) του Α. Παπαδιαμάντη», https:/student.cc.uoc.gr/ (ημερ. τελευταίας προσπέλασης 3 Μαΐου 2023).

[27]       Mikhaïl Bakhtine, Esthétique et théorie du roman, Paris, Tel Gallimard, 1978, σ. 144. H μελέτη του Bakhtine για την πολυφωνία στο έργο του Ντοστογιέφσκι (Mikhail Bakhtin, «Problems of Dostoevsky’s Poetics», Edited and Translated by Caryl Emerson, Introduction by Wayne C. Booth, Theory and History of Literature, Volume 8, London, University of Minnesota Press E Minneapolis, 1984) προσφέρει κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία για την ανάλυση και του έργου του Σκιαθίτη δημιουργού. Αρκεί να λάβουμε υπόψιν και τη σχέση του με το έργο τού Ρώσου συγγραφέα ως μεταφραστή, αλλά και τον θρησκευτικό χαρακτήρα του έργου αμφοτέρων, όπως έχει επισημανθεί, βλ. ενδεικτικά, Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δαιμόνιο μεσημβρινό Έντεκα κείμενα για τον Παπαδιαμάντη, Αθήνα, Γρηγόρη, 1978, σσ. 128, 130, 132-134.

[28]      Βλ. Δημήτρης Τζιόβας, Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης Από την αφηγηματολογία στη διαλογικότητα, Αθήνα, Οδυσσέας, σσ. 152- 169.

[29]        Α. Παπαδιαμάντης, ό.π., 349: 30- 33.

[30] Βλ. Guy (Michel) Saunier, ό.π. σσ. 77 – 95, Γ. Φαρίνου – Μαλαματάρη, ό.π. σσ. 260-265. Ακόμα, Γ. Φαρίνου- Μαλαματάρη

https://www.papadiamantis.net/pdf/sxolia-se-26-diigimata/Farinou_G-Stin_agi_anastasa.pdf?0.08336732489988208

[31]        Το ρέμα συνδέεται με την πορεία της απόκλισης μέσα στα κείμενα του Παπαδιαμάντη: «Ὤ, ναί, εἶχε χαθῆ δι᾽ ἐμὲ ἡ εὐθεῖα ὁδός. La diritta via era smarrita.», «Τα Δαιμόνια στο ρέμα», σσ. 243, 21-27.

[32]       Βλ. Guy (Michel) Saunier, ό.π. σσ. 67 – 69, 87-89, 94.

[33]      Α. Παπαδιαμάντης, ό.π., σ. 344, 34-35.

[34]      Α. Παπαδιαμάντης, ό.π., σ. 345, 29-32.


Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα της ομιλίας της συγγραφέως στο πλαίσιο της διάλεξης με θέμα «Το Θρησκευτικό στοιχείο στη νεοελληνική πεζογραφία και ποίηση» του κύκλου διαλέξεων «Καιρός του Ποιήσαι» της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου που πραγματοποιήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2025.

Μαγδαληνή Θωμά

Η Μαγδαληνή Θωμά, Συνεργάτης της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, είναι φιλόλογος, διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας και συγγραφέας. Έχει διδάξει για πολλά χρόνια σε σχολεία της ομογένειας, ενώ συμμετείχε στην επιστημονική ομάδα που μετέφρασε Σεφέρη στα εσθονικά.

Το ιστολόγιο «πολυμερώς και πολυτρόπως» προάγει τον διάλογο και τη συζήτηση για θέματα που σχετίζονται με την Ορθόδοξη θεολογία και παράδοση, με τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις, καθώς επίσης και με ζητήματα διαθρησκειακού διαλόγου. Οι απόψεις που εκφράζονται από τους συγγραφείς των επιμέρους άρθρων δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.

Προηγούμενο άρθρο

Τα Αγιολογικά στον Καβάφη και τον Ελύτη

ΜΗΝ ΤΟ ΧΑΣΕΤΕ