Damien Hirst, Tolerance, 2024

Ελευθεριακοί Χριστιανοί: απογυμνώνοντας τα brand της βλασφημίας και της αγανάκτησης

Οι μπογιές, οι χορδές, κι οι ζωγραφιές ήταν απαραίτητα εκεί κάτω, ωστόσο αποτελούν επικίνδυνα διεγερτικά. Κάθε ποιητής, μουσικός, και καλλιτέχνης απομακρύνεται σταδιακά από την αγάπη για το πράγμα για το οποίο μιλάει, και αγαπάει περισσότερο το να μιλάει γι’ αυτό, ώσπου, βαθιά κάτω στην Κόλαση, παύει να ενδιαφέρεται για το Θεό και νοιάζεται μόνο για όσα λέει γι’ Αυτόν. Γιατί η διαδικασία αυτή δεν σταματάει μόνο με το ενδιαφέρον για τη ζωγραφική, ξέρεις. Βουλιάζουν ακόμα περισσότερο, έως ότου αρχίζουν ν’ ασχολούνται μόνο με τις προσωπικότητές τους. Και μετά, με τίποτα άλλο εκτός από τη φήμη τους. (C.S. Lewis, Το μεγάλο διαζύγιο, εκδ. Ι. Μητρόπολης Πρέβεζας, 2010, σ. 77-78.)

Η σύγκρουση δύο αξιών, της ελευθερίας της καλλιτεχνικής έκφρασης και της προστασίας του θρησκευτικού συναισθήματος, δεν παύει συνεχώς να έρχεται στην επικαιρότητα. Σε συνέχεια όσων σκέψεων έχω διατυπώσει στο παρελθόν,[1] θα επιχειρήσω μιαν ακόμη προσέγγιση επεκτείνοντας τον προβληματισμό μου.

Θεωρώ ότι προκύπτουν κάποια ουσιώδη ζητήματα για την κάθε πλευρά. Κατ’ αρχήν για τους πιστούς που διαμαρτύρονται.

Δεν είναι τυχαίο πως η γενικότερη κοσμοθεώρηση των ενισταμένων απέναντι στη «βλάσφημη» τέχνη αφορμάται από παραδοσιακές νοσταλγίες και εμπεριέχει προνεωτερικές προϋποθέσεις. Όπως φαίνεται και από τοποθετήσεις των κύκλων αυτών επί άλλων θεμάτων, άσχετων με την τέχνη, α) το πολιτειακό πρότυπό τους είναι το της Βυζαντινής συναλληλίας, με ιδιαίτερη εύνοια της πολιτείας προς την Εκκλησία, β) η Εκκλησία γίνεται αντιληπτή ως το περιέχον τα πάντα και όχι ως ένα από τα πολλά περιεχόμενα της σύγχρονης κοινωνίας (χωρίς να αντιλαμβάνονται την ομοιότητα του μοντέλου αυτού με το μεσαιωνικό ρωμαιοκαθολικό), γ) το όραμά τους για την παιδεία θεωρεί αυτονόητη την διαμόρφωση Χριστιανών, με το Μάθημα των Θρησκευτικών να προσομοιάζει με Κατήχηση, δ) η στάση τους προς επιστήμες, όπως η Ιστορία και η Ψυχολογία, είναι καχύποπτη, τουλάχιστον στα σημεία εκείνα που φαινομενικά ο λόγος τους διαφοροποιείται από τον εκκλησιαστικό λόγο,  ε) τείνουν να εκλαμβάνουν κάθε άρνηση της πολιτείας και της κοινωνίας να συμμορφωθή με τα αιτήματά τους ως διωγμό.

Με αυτό το πλέγμα στάσεων και συμπεριφορών η δυσανεξία προς την «βλάσφημη» τέχνη αποτελεί φυσικό επακόλουθο. Γίνεται αντιληπτή αποκλειστικά ως πολεμική και καθόλου ως πειραματισμός επί των ορίων. Άλλωστε, αυτή η δύσκαμπτη στάση απέναντι στην καλλιτεχνική ελευθερία συνηχεί και με τη γενικότερη δυσφορία προς την προσωπική ελευθερία, όπως αυτή εκφράζεται στην ποιμαντική και στην αγωγή των συγκεκριμένων κύκλων. Κατ’ αυτούς το άτομο δεν πρέπει να διαφοροποιείται από την γενική πατερναλιστική γραμμή.

Επιπλέον, η καταπιεστική στάση επεκτείνεται και προς τους εκτός: οι σκληροπυρηνικοί της Ορθοδοξίας δεν θέλουν ούτε οι άθεοι και οι αδιάφοροι να βλέπουν τέτοια έργα. Στο ενδότερο είναι της η στάση αυτή μετέχει μιας διαστροφικότητας (με ψυχαναλυτικά και όχι κλινικά κριτήρια): επιθυμεί να θέσει υπό έλεγχο την επιθυμία του άλλου, να αποικίσει τον ψυχικό του κόσμο, να ποδηγετήσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Υπονοείται μια φαντασίωση παντοδυναμίας εδώ, κατά την οποία ο αγανακτών ταυτίζει τον εαυτό του με τον Θεό. Φυσικά, αγνοεί ότι ο χριστιανικός Θεός δεν επιθυμεί να ελέγξει την ελευθερία του άλλου!

Με αυτό το πλέγμα στάσεων και συμπεριφορών η δυσανεξία προς την «βλάσφημη» τέχνη αποτελεί φυσικό επακόλουθο. Γίνεται αντιληπτή αποκλειστικά ως πολεμική και καθόλου ως πειραματισμός επί των ορίων. Άλλωστε, αυτή η δύσκαμπτη στάση απέναντι στην καλλιτεχνική ελευθερία συνηχεί και με τη γενικότερη δυσφορία προς την προσωπική ελευθερία, όπως αυτή εκφράζεται στην ποιμαντική και στην αγωγή των συγκεκριμένων κύκλων. Κατ’ αυτούς το άτομο δεν πρέπει να διαφοροποιείται από την γενική πατερναλιστική γραμμή.

 Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το βέβηλο στοιχείο στην τέχνη συνοδεύεται, ή και εκπηγάζει, από κάποιου βαθμού θράσος, ή και επιθετικότητα. Δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο, απλώς αλλάζει η μορφή – στη νεωτερικότητα το θράσος και η επιθετικότητα μεταφράζονταν σε μαχητική αθεΐα, ενώ τώρα στο μεταμοντέρνο κλίμα η τέχνη δεξιώνεται το βιωματικό στοιχείο το οποίο είναι κυρίαρχο και παρέχει τους όρους της αντιπαράθεσης. Η μεγάλη πρόκληση είναι, όμως, πώς η Θεολογία και η Εκκλησία θα πιάσουν επαφή ακόμη και με αυτό το αφιλόξενο κλίμα και θα αποκρυπτογραφήσουν τις βαθύτερες αναζητήσεις του.

Αυτό παραμένει το μέγα διανοητικό και ποιμαντικό στοίχημα, και επ’ αυτού χάνουμε συνεχώς ευκαιρίες. Η Ιερά Σύνοδος αποδοκίμασε μόνο τα έργα και όχι την καταστροφή τους. Κάποιοι μητροπολίτες εξέφρασαν την απαίτηση η Εθνική Πινακοθήκη να εκφράζει τις αξίες του έθνους – ποιες είναι αυτές και ποιος θα τίς ορίσει; Είναι προφανές πως η εκκλησιαστική ηγεσία θέτει με τέτοιον τρόπο τον πήχυ ώστε να παρακρατεί για τον εαυτό της το δικαίωμα να ορίζει τις αξίες του έθνους. Αποτελεί ακριβώς προνεωτερικό κατάλοιπο η αντίληψη πως, από όλες τις συνομαδώσεις, η Εκκλησία εκπροσωπεί πιο αξιόπιστα το έθνος.

Στο ενδότερο είναι της η στάση αυτή μετέχει μιας διαστροφικότητας (με ψυχαναλυτικά και όχι κλινικά κριτήρια): επιθυμεί να θέσει υπό έλεγχο την επιθυμία του άλλου, να αποικίσει τον ψυχικό του κόσμο, να ποδηγετήσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Υπονοείται μια φαντασίωση παντοδυναμίας εδώ, κατά την οποία ο αγανακτών ταυτίζει τον εαυτό του με τον Θεό. Φυσικά, αγνοεί ότι ο χριστιανικός Θεός δεν επιθυμεί να ελέγξει την ελευθερία του άλλου!

  Εξετάζοντας την πλευρά των προκλητικών καλλιτεχνών τώρα, παρατηρούμε μια εμμονή με τα χριστιανικά σημαίνοντα. Δεν θα ασχοληθώ εδώ με το ιδιοτελές και υπολογιστικό κίνητρο της αυτοπροστασίας (προσβάλλοντας το Ισλάμ κινδυνεύουν σωματικά, ενώ προσβάλλοντας τον Ιουδαϊσμό κινδυνεύουν να χαρακτηρισθούν αντισημίτες), αλλά με τις ψυχολογικές και ιδεολογικές συνιστώσες. Μοιάζει σαν να είναι αδύνατο στον σύγχρονο άνθρωπο, μετά από κάποιους αιώνες νεωτερικότητας, μετά από χιλιάδες σελίδες ορθολογιστικής αντιχριστιανικότητας, και μετά από συστηματικούς διωγμούς εκατομμυρίων πιστών κατά τον εικοστό αιώνα (στην Ασία συνεχίζονται και στον εικοστό πρώτο), να αποκολλήσει τον προβληματισμό του από την χριστιανική παράδοση και το σύμπαν της. Πού οφείλεται άραγε αυτό; Και μήπως αξίζει να τό χαιρετήσουμε ως ευκαιρία; Θα μπορούσε (και θα όφειλε) ο χριστιανικός κόσμος εν γένει να διαβάσει την εμμονή αυτή ως την αρνητική όψη κάποιας προσδοκίας;  

Επίσης, η βέβηλη τέχνη μάς παρέχει το έναυσμα να αναλογισθούμε πάνω στον ορισμό της τέχνης. Ήδη οι προνεωτερικώς αντιδρώντες περιέλαβαν στα επιχειρήματά τους την κλασική θέση πως η τέχνη οφείλει να υπηρετεί το κάλλος. Αλλά ποιος θα τό ορίσει, αφού η αίσθηση της ομορφιάς είναι υποκειμενική; Προσπερνούν το ερώτημα.

Θα μείνω στο ίδιο ζήτημα, προσεγγίζοντάς το από άλλο σημείο. Μετά το ουρητήριο του Ντυσάν, τις κονσέρβες του Γουόρχολ, ή τα σφάγια του Χίρστ, τι ακριβώς ονομάζουμε τέχνη; Θεωρώ πως η τέχνη εκείνη η οποία προσβάλλει τα ιερά σύμβολα κατέστη εφικτή επειδή προηγουμένως αποδομήθηκε η έννοια του έργου τέχνης. Αδυνατούμε να ερμηνεύσουμε την «βλασφημία» αν παρακάμψουμε την αποδόμηση.

Η υπόθεσή μου είναι ότι έλαβε χώρα μια αντιστροφή. Από την αρχαιότητα μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα το έργο τέχνης όριζε τον καλλιτέχνη. Πρώτα αυτό αναγνωριζόταν ως όντως κάτι που άξιζε να καταχωρηθή ως τέχνη και κατόπιν, και εξαιτίας αυτού, ο δημιουργός του οριζόταν ως καλλιτέχνης. Αν το δημιούργημα δικαιούτο τον τίτλο του έργου τέχνης, τότε πράγματι ο πονήσας μπορούσε να ονομασθή καλλιτέχνης.

Το φαινόμενο της σύγχρονης τέχνης επέφερε πλήρη ανατροπή. Αν κάποιος πλέον ήθελε να διατυπώσει συναισθήματα, ιδέες, προτάσεις κ.τ.λ. με οποιονδήποτε αισθητό τρόπο (ζωγραφική, γλυπτική, εγκατάσταση, δρώμενο), το αποτέλεσμα ονομάζεται πλέον τέχνη! Η τέχνη, δηλαδή, ήταν απλώς η έκφραση, στην οποία εκ των υστέρων αποδιδόταν ένα νόημα διαφορετικό, επέκεινα, από το καθημερινό-χρηστικό. Τώρα δεν ήταν / δεν είναι το έργο που καθιερώνει τον δημιουργό – είναι ο δημιουργός που, αυτοχαρακτηριζόμενος ως καλλιτέχνης, παράγει έργα τέχνης!

Η ριζική αυτή αντιστροφή, όπως γνωρίζουμε, προσέδωσε καθεστώς έργου τέχνης σε μια καρέκλα, σε ένα τσουβάλι τσιμέντο, σε μια σιδερόβεργα, σε ένα κατάμαυρο τετράγωνο κ.ο.κ. Αυτό που το καθιστούσε άξιο να ονομασθή τέχνη ήταν απλώς η πρόθεση του δημιουργού.[2] Μια πρόθεση η οποία δεν κρίνεται και δεν εφεσιβάλλεται – γενικά, δεν διαμορφώνονται κριτήρια ικανά να τήν αμφισβητήσουν.

Το φαινόμενο της σύγχρονης τέχνης επέφερε πλήρη ανατροπή. Αν κάποιος πλέον ήθελε να διατυπώσει συναισθήματα, ιδέες, προτάσεις κ.τ.λ. με οποιονδήποτε αισθητό τρόπο (ζωγραφική, γλυπτική, εγκατάσταση, δρώμενο), το αποτέλεσμα ονομάζεται πλέον τέχνη! Η τέχνη, δηλαδή, ήταν απλώς η έκφραση, στην οποία εκ των υστέρων αποδιδόταν ένα νόημα διαφορετικό, επέκεινα, από το καθημερινό-χρηστικό. Τώρα δεν ήταν / δεν είναι το έργο που καθιερώνει τον δημιουργό – είναι ο δημιουργός που, αυτοχαρακτηριζόμενος ως καλλιτέχνης, παράγει έργα τέχνης!

Γεννήθηκε δηλαδή ένας ιδιότυπος νομιναλισμός κατά τον οποίο το κέντρο βάρους βρίσκεται στον αυτοκαθορισμό και, στη συνέχεια, στην διαχείριση του ονόματος. Το όνομα του καλλιτέχνη, ως οιονεί «brand», διακινείται στην αγορά και καθορίζει το πολιτιστικό γεγονός. Έτσι ένα ευτελές δημιούργημα, το οποίο κάποιο παιδί θα μπορούσε να κατασκευάσει σε λίγα λεπτά, ενδέχεται να πωλείται σε τιμή εκατομμυρίων. Δεν υφίσταται έργο τέχνης πια, υπάρχει μόνο το-έργο-ενός-«καλλιτέχνη». Το χρηματιστήριο της τέχνης αυτονομήθηκε πλήρως από την καλλιτεχνική αξία, ακριβώς επειδή αποδομήθηκε η ίδια η έννοια της καλλιτεχνικής αξιολόγησης. Βρισκόμαστε στην μετανεωτερικότητα όπου το υποκείμενο αυτοκαθορίζεται – και μόνο έτσι μπορεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό.

Η υπόθεση θυμίζει το φαινόμενο που περιέγραψε η Νάομι Κλάιν στο βιβλίο της No Logo. Εκεί περιγράφει μια εξέλιξη του μεταμοντέρνου καπιταλισμού, σύμφωνα με την οποία οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες δεν παράγουν πια προϊόντα αλλά την φίρμα τους. Το μεν προϊόν, ως φυσικό αντικείμενο, παράγεται από υπενοικιαζόμενες επιχειρήσεις, σε διάφορα μέρη του κόσμου, ενώ η εταιρεία ασχολείται με την δημόσια διαχείριση του ονόματός της, με την αναγνωρίσιμη εικόνα της. Το πραγματικό προϊόν είναι η ίδια – ακριβώς όπως στη σύγχρονη τέχνη το επίκεντρο είναι το πρόσωπο του δημιουργού και όχι το έργο του.

Μια τέτοια εξέλιξη, λοιπόν, ανοίγει τον δρόμο για την τέχνη εκείνη η οποία θα χρησιμοποιήσει την πρόκληση και την ασχήμια – κάποιες φορές θα έχει ως αντικείμενο και θρησκευτικά σύμβολα, όπως πρόσφατα. Σε συνέχεια της λογικής που προηγήθηκε, το κέντρο βάρους εντοπίζεται στην βούληση του καλλιτέχνη και στο τι αυτός εκφράζει, ενίοτε ερμητικά βέβαια. Αυτά είναι ΤΟ γεγονός, που κάποιες φορές παραμένει και ασχολίαστο από τον ίδιο. Έτσι τα συγκεκριμένα έργα που αυτός παράγει οφείλουν να γίνουν σεβαστά επειδή αυτός έτσι βουλήθηκε και έπραξε. Το απολυτοποιημένο στη μετανεωτερικότητα άτομο αποκτά ένα χαρακτήρα ιερότητας, βρίσκεται υπεράνω κριτικής.

Το είδαμε και στο κίνημα που προπαγανδίζει τη ρευστότητα φύλου – διεκδικεί να κατοχυρωθούν αναρίθμητα φύλα, όσα μπορούν τα διάφορα άτομα να βιώσουν και να εκφράσουν. Η καρικατούρα ιερότητας εδώ έγκειται στο γεγονός ότι το κίνημα φιμώνει τον επιστημονικό λόγο, αφού η ατομική αίσθηση και βούληση περί το φύλο τόν ξεπερνά. Βρίσκεται σε ένα χώρο απολύτου, άβατο για την επιστημονική γνώση. Ψυχολόγοι και ψυχίατροι οφείλουν να συμμορφωθούν με το λεξιλόγιο του κινήματος, διαφορετικά είναι κακοποιητικοί.

Παρατηρούμε λοιπόν μια εκπλήσσουσα ιστορική ειρωνεία. Ο μεταμοντέρνος λόγος ο οποίος καταστατικά αποκηρύσσει κάθε βεβαιότητα και εισάγει τη ρευστότητα και το υβριδικό, αποκαλύπτεται ότι διατηρεί κάπου μιαν απρόσιτη γωνιά απολύτου, ένα ιερό άβατο, ένα χώρο όπου είναι ανεπίτρεπτο να εισχωρήσει κριτική ματιά. Για προσέξτε: όλα τα είδη δημόσιας έκφρασης υπόκεινται σε περιορισμούς – υπάρχει νομική πρόβλεψη για υβριστικό λόγο, συκοφαντική δυσφήμιση, προσβολή θεσμών, διάδοση ψευδών ειδήσεων κ.ά. Το μόνο που οφείλει να παραμείνει ανέγγιχτο είναι η καλλιτεχνική δημιουργία.

Το είδαμε και στο κίνημα που προπαγανδίζει τη ρευστότητα φύλου – διεκδικεί να κατοχυρωθούν αναρίθμητα φύλα, όσα μπορούν τα διάφορα άτομα να βιώσουν και να εκφράσουν. Η καρικατούρα ιερότητας εδώ έγκειται στο γεγονός ότι το κίνημα φιμώνει τον επιστημονικό λόγο, αφού η ατομική αίσθηση και βούληση περί το φύλο τόν ξεπερνά. Βρίσκεται σε ένα χώρο απολύτου, άβατο για την επιστημονική γνώση. Ψυχολόγοι και ψυχίατροι οφείλουν να συμμορφωθούν με το λεξιλόγιο του κινήματος, διαφορετικά είναι κακοποιητικοί.

Βεβαίως αντιλαμβάνομαι τη μεγάλη δυσκολία που υπάρχει να ορισθή το προσβλητικό στοιχείο στην τέχνη και στη λογοτεχνία – έχουμε μια ακόμη περίπτωση όπου ο νομοθέτης αποποινικοποιεί μια πράξη, όχι επειδή έχει συγκροτημένη άποψη για το μη αξιόποινό της, αλλά επειδή στερείται τα μέσα για να τήν περιγράψει. Πρόκειται για νομική απόφαση που λαμβάνεται από αδυναμία. Τό κατανοώ και δεν ζητώ να αλλάξει. Όμως, έχω την εύλογη προσδοκία να αναγνωρίζεται τουλάχιστον η λανθάνουσα ιεροποίηση της καλλιτεχνικής έκφρασης. Για την ακρίβεια, να ομολογείται η ανάγκη του αποδομημένου μας κόσμου να διατηρεί μια γωνιά μεταμφιεσμένου απολύτου.

  Πίσω από αυτό, τελικά, βρίσκεται το αυτονομημένο εγώ που διεκδικεί να καθορίζεται χωρίς άλλους, απαιτώντας στη συνέχεια η έννομη τάξη να συνευδοκεί με τις απαιτήσεις του. Ίσως η καρικατούρα του ιερού να εντοπίζεται στον εαυτό. Αυτοείδωλον εγενόμην… 

Τι προκύπτει από όλα αυτά; Μια ασύμμετρη σύγκρουση. Στους καιρούς των άκρων όπου ζούμε, οι μεροληψίες και ασυνέπειες λαμβάνουν τα αντιθετικά τους πρόσημα: υπεράσπιση της αλήθειας και της παράδοσης από τη μια, μάχη για την απόλυτη ελευθερία από την άλλη. Δική μου μετάφραση: φονταμενταλιστική μεταμφίεση της επιθετικότητας η πρώτη, ιδεολογική προκάλυψη στην καταστροφική αποδόμηση η δεύτερη. Το παράθεμα του Λιούις που έθεσα στην αρχή περιγράφει αμφότερες τις παθολογίες.Για την κατοχύρωση του δικού της brand στον χώρο παλεύει εκάστη.

Υπάρχει χώρος για άλλη φωνή; Οπωσδήποτε, μόνο που μια στάση αδέσμευτη από «δουλείες» σε ενδοψυχικές ανάγκες φτάνει σχεδόν να γίνεται ελευθεριακή. Στην άγρια εποχή η οποία μάς έλαχε, ελευθεριακός δεν είναι όποιος αυτάρεσκα χαρακτηρίζεται έτσι, αλλά όποιος πασχίζει να διακρίνει «τα πνεύματα» και να στηλιτεύσει κάθε μορφή εξουσιαστικού λόγου. Υπάρχει η δυνατότητα – και επιβάλλεται – αυτό να συμβή με τα εργαλεία της Ορθόδοξης Θεολογίας.


[1] 1) Σκάνδαλα της τέχνης ή τέχνη του σκανδάλου; Διαδρομές αγάπης και γνώσης. Αρχονταρίκι, 2010, σ. 181-187. 2) Ελευθερία του λόγου: ή θα είναι άβολη ή δεν θα υπάρχει (2020). Πώς επιδιορθώνεται μια χώρα; Ψηφίδες διάγνωσης και ανθολόγιο προτάσεων. Αρμός, 2025, σ. 114-119. 3) Είμαστε στην ίδια βάρκα! Καθημερινή, 16-3-2025.

[2] Βλ. το κείμενό μου: Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα ίδια μένουν! Πώς επιδιορθώνεται μια χώρα; Ψηφίδες διάγνωσης και ανθολόγιο προτάσεων. Αρμός, 2025, σ. 323-328.

π. Βασίλειος Θερμός

Ο πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Θερμός είναι ψυχίατρος παιδιών και εφήβων, Πρώην Καθηγητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών.

Το ιστολόγιο «πολυμερώς και πολυτρόπως» προάγει τον διάλογο και τη συζήτηση για θέματα που σχετίζονται με την Ορθόδοξη θεολογία και παράδοση, με τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις, καθώς επίσης και με ζητήματα διαθρησκειακού διαλόγου. Οι απόψεις που εκφράζονται από τους συγγραφείς των επιμέρους άρθρων δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.

Προηγούμενο άρθρο

Η εργαλειοποίηση και εκμετάλλευση της θρησκείας στον υβριδικό πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας.

ΜΗΝ ΤΟ ΧΑΣΕΤΕ