Συμμετέχοντας στο πάνδημο πένθος για την εκδημία του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κυρού Αναστασίου, δημοσιεύουμε την παρέμβαση του Παντελή Καλαϊτζίδη κατά την παρουσίαση του βιβλίου, Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος στην πόλη του Πρωτοκλήτου. Ίχνη μιας Επίσκεψης, Πάτρα, 28-30 Νοεμβρίου 2002 (επιμέλεια Παναγιώτη Αλεξόπουλου, εκδ. «Το Δόντι», Πάτρα, 2018), που έλαβε χώρα στο Ξενοδοχείο «Βυζαντινό» στην Πάτρα, τη Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018.
Επιτρέψτε μου ξεκινώντας την αποψινή τοποθέτησή μου να συγχαρώ τους διοργανωτές –ιδιαίτερα τον Επικ. Καθηγητή Πάνο Αλεξόπουλο– για την σημαντική αυτή έκδοση που διασώζει, επικαιροποιεί και καθιστά εκ νέου παρόντα και προσβάσιμα στο ευρύ κοινό πολύτιμα τεκμήρια από την επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου στην πόλη των Πατρών το 2002, αλλά και να τους ευχαριστήσω θερμά για την τιμητική πρόσκληση που όχι μόνο μου δίνει τη δυνατότητα να συμμετέχω στην εκλεκτή αυτή τράπεζα λόγου, αλλά, επιπλέον, να μοιραστώ μαζί σας την ευγνώμονα προσωπική κατάθεση για όσα οι νεώτεροι θεολόγοι ή, καλύτερα, οι θεολόγοι της γενιάς μου οφείλουμε στη φωτεινή προσωπικότητα και το έργο του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αλβανίας στο εκκλησιαστικό, ιεραποστολικό, ακαδημαϊκό και ευρύτερα θεολογικό, πνευματικό, πολιτισμικό και ανθρωπιστικό επίπεδο.
Δεν χρειάζεται νομίζω να αναφερθώ στη βιογραφία, την ακτινοβολούσα προσωπικότητα ή το ιστορικό της επισκέψεως του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου το Νοέμβριο του 2002 στην Πάτρα, με την ευκαιρία της ανακηρύξεώς του σε Επίτιμο Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πατρών και της εορτής του πολιούχου της πόλεως Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου. Το έκαναν ήδη με πληρότητα οι προλαλήσαντες ομιλητές όπως και η πολύτιμη έκδοση που εδώ παρουσιάζουμε. Στον λίγο χρόνο που μου αναλογεί θα περιοριστώ αναγκαστικά σε κάποιες σύντομες νύξεις και αναφορές στην οικουμενική διάσταση του έργου του Αναστασίου με την ευρύτερη σημασία του όρου, επισημαίνοντας ταυτόχρονα και τα παράδοξα και τις αντινομίες μέσα από τις οποίες το έργο αυτό κάρπισε και καρποφόρησε, καθιστώντας τον τιμώμενο σήμερα Πρωθιεράρχη σεβάσμια, ακτινοβολούσα και κοινά αποδεκτή προσωπικότητα στον πανορθόδοξο αλλά και τον ευρύτρο χριστιανικό κόσμο, όπως και στο περιβάλλον άλλων θρησκευτικών παραδόσεων, στους θρησκευόμενους αλλά και τους θύραθεν κοσμικούς διανοούμενους, στον απλό κόσμο αλλά και τους πιο απαιτητικούς ακαδημαϊκούς και πανεπιστημιακούς κύκλους, όπως άλλωστε το αποδεικνύουν τα βραβεία, τα παράσημα, τα επίτιμα διδακτορικά διπλώματα και οι πάσης φύσεως τιμητικές διακρίσεις εκκλησιών, κρατών, δήμων, διεθνών οργανώσεων και οργανισμών, πανεπιστημίων κλπ.
Πριν αναφερθώ όμως στις πτυχές εκείνες του έργου του που υπογραμμίζουν την οικουμενικότητά του, επιτρέψτε μου να θυμίσω και να αναδείξω κάποια στοιχεία του βίου του στα οποία δεν αναφερόμαστε πάντα και τα οποία δικαιολογούν την οικουμενική διάσταση που του αποδίδω:
- Όντας Ορθόδοξος κληρικός, και μάλιστα από το 1972 επίσκοπος, σπουδάζει θρησκειολογία στη Γερμανία και αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της ακαδημαϊκής, ερευνητικής και διδακτικής του διακονίας στη μελέτη των άλλων θρησκειών, αυτών που σύμφωνα με πολλούς υπερ-ορθόδοξους οδηγούν στην οδό της απώλειας και είναι όργανα του Σατανά! Πάνω από 20 βιβλία και πάνω από 200 επιστημονικές μελέτες αριθμεί το έργο του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας, και πολλά από αυτά είναι αφιερωμένα στις άλλες θρησκείες, συμβάλλοντας στο διαθρησκειακό διάλογο και την ειρηνική συνύπαρξη. Χαρακτηριστική επ’ αυτού είναι η πρωτοποριακή μελέτη του για το Ισλάμ που πρωτοδημοσιεύεται το 1975, όπως και ένα ακόμη θρησκειολογικό του έργο που φέρει τον τίτλο Ίχνη από την αναζήτηση του υπερβατικού (2004), και που αναφέρεται στον Ινδουϊσμό, Βουδδισμό, Ισλάμ, τα Αφρικανικά θρησκεύματα, τον Μυστικισμό, κ.ά.
- Όποιος αναφέρεται στον Αναστάσιο είναι αδύνατον να μην μνημονεύσει τη συμβολή του, τόσο σε θεωρητικό-ακαδημαϊκό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, στη σύγχρονη αναζωπύρωση της ορθόδοξης εξωτερικής ιεραποστολής, και στην ίδρυση, με πρωτοβουλία της Παγκόσμιας Αδελφότητας Ορθοδόξων Νέων «Σύνδεσμος», το 1959, του περιοδικού «Πορευθέντες» και εν συνεχεία του ομώνυμου Διορθόδοξου ιεραποστολικού κέντρου, καθώς και στη διακονία του, από το 1981 έως τις αρχές του 1991, ως Τοποτορητή της Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως του παλαίφατου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας στην Αφρική (Κένυα, Τανζανία, Ουγκάντα). Η ενασχόληση και η άσκηση της ιεραποστολής δεν είναι μόνο χαρά και αγαλλίαση, όπως φαντάζονται μερικοί, αλλά και θλίψεις, προσωπική και συλλογική διακινδύνευση που συνεπάγεται επώδυνες αλλαγές και αναθεωρήσεις και, κυρίως, έξοδο από την εθνοκεντρική ή ελληνοκεντρική κατανόηση προς την καθολικότητα της Εκκλησίας και την οικουμενικότητα του χριστιανισμού, αναμέτρηση με τις αντιλήψεις πολιτισμικής αλλά και εκκλησιολογικής αποκλειστικότητας, καθώς και μια τίμια συζήτηση με τις προκλήσεις που θέτει η οικουμενική κίνηση. Όπως επισημαίνει και ο θεολόγος Γιώργος Βλαντής στο εξαίρετο Επιλογικό Σημείωμά του που έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η άνω οδός της ανοικτότητας», στον Αλβανίας Αναστάσιο «η έγνοια του ευαγγελισμού του κόσμου με τη μαρτυρία της Ορθοδοξίας ουδέποτε συνδέθηκε με μια τυφλή πολεμική εναντίον των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών. Ο οραματιστής ιεράρχης υπήρξε από την αρχή της σταδιοδρομίας του έμπλεος ζήλου πρωτεργάτης της ορθόδοξης συμμετοχής στην οικουμενική κίνηση, […]. Οι συμβολές του στην οικουμενική θεολογία, για πολλά χρόνια άγνωστες στην Ελλάδα, είναι τολμηρές. Δίχως ποτέ να απεμπολούν τα νάματα της ορθόδοξης πίστης, ασκούν μια ασυνήθη για ορθόδοξα συμφραζόμενα άφοβη αυτοκριτική. Συνάμα, ανοίγονται σε έναν πρόθυμο διάλογο με τις άλλες παραδόσεις του χριστιανισμού, έναντι των οποίων ο θεολογικά ενήμερος Αναστάσιος διαπνέεται από πνεύμα βαθέως σεβασμού, παραιτούμενος προγραμματικά από ανέξοδες πολεμικές αντιπαραθέσεις και αφελή, όσο και οχλοφιλή, αντιδυτικά σχήματα ερμηνείας της θεολογίας και της ιστορίας».[1]
- Συναφής προς τα παραπάνω η θητεία του ως Προέδρου της Επιτροπής Παγκοσμίου Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ) (1984-1989), ως Αντιπροέδρου της Συνόδου των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (ΚΕΚ, 2003-2009), ως Προέδρου του ΠΣΕ (2006-2013), ως Επίτιμου Προέδρου της Παγκοσμίου Διασκέψεως των Θρησκειών για την Ειρήνη (2006 κ. εξ.), ενώ η συμβολή του στην εκ τέφρας ανασύσταση και αναγέννηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία μετά από δεκαετίες διωγμών και ολοκληρωτικής εξαφάνισης αποτελεί θαυμαστό γεγονός, ίσως μοναδικό στα παγκόσμια εκκλησιαστικά, θρησκευτικά και πολιτικά χρονικά για το οποίο έγινε ήδη εκτενής λόγος από τους προλαλήσαντες.
Σταματώ εδώ γιατί ο κατάλογος είναι μακροσκελής, έχοντας πάντα κατά νουν ότι ο Αναστάσιος δεν είναι μόνο όσα εν συντομία αναφέρθηκαν αλλά και πολλά άλλα, τα οποία αν επιχειρούσα να απαριθμήσω απλώς θα επαναλάμβανα το γνωστό γραφικό «επιλείψει γαρ με διηγούμενον ο χρόνος» (Εβρ. 11:32), και τα οποία συνθέτουν μία μοναδική προσωπικότητα που, απ’ όπου και αν πέρασε τα τελευταία χρόνια, απέσπασε τον σεβασμό, την αφοσίωση και την απεριόριστη εκτίμηση. Τι εξηγεί αυτό το μοναδικό στο είδος του φαινόμενο και τι συνθέτει τον «μύθο» του Αναστάσιου;
Όπως επισημαίνει και ο θεολόγος Γιώργος Βλαντής στο εξαίρετο Επιλογικό Σημείωμά του που έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η άνω οδός της ανοικτότητας», στον Αλβανίας Αναστάσιο «η έγνοια του ευαγγελισμού του κόσμου με τη μαρτυρία της Ορθοδοξίας ουδέποτε συνδέθηκε με μια τυφλή πολεμική εναντίον των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών. Ο οραματιστής ιεράρχης υπήρξε από την αρχή της σταδιοδρομίας του έμπλεος ζήλου πρωτεργάτης της ορθόδοξης συμμετοχής στην οικουμενική κίνηση, […]. Οι συμβολές του στην οικουμενική θεολογία, για πολλά χρόνια άγνωστες στην Ελλάδα, είναι τολμηρές. Δίχως ποτέ να απεμπολούν τα νάματα της ορθόδοξης πίστης, ασκούν μια ασυνήθη για ορθόδοξα συμφραζόμενα άφοβη αυτοκριτική.
Δεν νομίζω πως έχω την εξήγηση σε αυτό το σύνθετο ερώτημα, ενώ ο ελάχιστος χρόνος που έχω στη διάθεσή μου δεν μου επιτρέπει καν να αποπειραθώ κάποιες πρώτες απαντήσεις. Στο συλλογικό τόμο που σήμερα παρουσιάζουμε, αρκετές από τις συμβολές, με χαρακτηριστικότερες εκείνες του αείμνηστου καθηγητή Αλέξανδρου Κοσμόπουλου και του κατά πολύ νεώτερου θεολόγου Γιώργου Βλαντή, προτείνουν ερμηνείες και εξηγήσεις στις οποίες μπορεί να ανατρέξει ο φιλεύερευνος αναγνώστης. Θα περιοριστώ, λοιπόν, και πάλι από την πλευρά μου στο θέμα της οικουμενικότητας, αναδεικνύοντας κυρίως τις δυσκολίες και τα παράδοξα της δημόσιας πολιτείας του Αναστασίου, μέσω των οποίων καθιερώθηκε και αναγνωρίστηκε το πρόσωπο και το έργο του.
Είναι μοναδικές οι προκλήσεις που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Αναστάσιος, όπως επίσης μοναδικός είναι και ο τρόπος που τις αντιμετώπισε και ισορρόπησε ανάμεσα σε αντικρουόμενες τάσεις και απαιτήσεις, χωρίς όμως να χάσει την ψυχή του ή να αποστεί του οράματός του. Εξηγούμαι:
- Ο Αναστάσιος για τον οποίο σήμερα καυχόμαστε και καμαρώνουμε οι Έλληνες –από τους απλούς ανθρώπους έως τους εκκλησιαστικούς ηγέτες, τους πολιτικούς άνδρες και τους πανεπιστημιακούς δασκάλους–, αναδείχτηκε στη λαμπρή προσωπικότητα που όλοι σήμερα γνωρίζουμε εκτός Ελλάδος. Πολύ λίγοι αντιλήφθηκαν την αξία του, τις ικανότητες και τις αρετές του όσο ήταν στην Ελλάδα (χονδρικά μέχρι το 1990). Ας αναφερθεί χαρακτηριστικά ότι το 1976 δεν κρίθηκε άξιος να εκλεγεί μητροπολίτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ το όνομά του, αν και πολλές φορές συζητήθηκε για την κατάληψη μητροπολιτικού θρόνου, εντέλει απορρίφθηκε με τη δικαιολογία πως ήταν «ζωϊκός»! Όπως σημειώνει πολύ χαρακτηριστικά ο Χρήστος Γιανναράς, «εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια –ένα τέταρτο του αιώνα– προκλητικά παραγκωνισμένος στη θέση του βοηθού επισκόπου στην Αθήνα, με τις μετριότητες γύρω του να προωθούνται σε περίοπτες μητροπόλεις, και αυτός στο περιθώριο με το στίγμα της αφετηριακής του αυταπάρνησης. Αλλά και με το σθένος αμείωτο στην άρση του σταυρού της ιεραποστολής».[2] Ας σημειωθεί εδώ ότι αυτός ο παραγκωνισμένος κατά Γιανναρά βοηθός επίσκοπος Ανδρούσης, καθηγητής ήδη τότε της Θεολογικής Σχολής Αθηνών και Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, έσωσε την αξιοπρέπεια και την τιμή της κατά τα άλλα αρμονικά συνεργαζόμενης –πλην εξαιρέσεων– με την χούντα των συνταγματαρχών Εκκλησίας της Ελλάδος, σπάζοντας τον αστυνομικό αποκλεισμό και μπαίνοντας στην Νομική Σχολή Αθηνών τον Φεβρουάριο του 1973 με τρόφιμα και άλλα εφόδια, ανταποκρινόμενος στη σχετική έκκληση των εξεγερμένων εναντίον της δικατορίας φοιτητών. Στις δύσκολες δεκαετίες του ’70 και του ’80, όταν τόσο η θεσμική Εκκλησία όσο και οι χριστιανοί ευρύτερα ήταν μονίμως απολογούμενοι για τη συνεργασία με τη χούντα και για την απουσία της Εκκλησίας από τους αγώνες για την ελευθερία, τον Αναστάσιο και τον μακαρίτη παπα-Γιώργη Πυρουνάκη πρόβαλλαν ως χριστιανικά παραδείγματα αντιδικτατορικού αγώνα. Προφανώς η στάση αυτή του Αναστάσιου δεν ήταν άσχετη με το κλίμα που καλλιεργήθηκε τη δεκαετία του ’80, ότι επιτέλους η Εκκλησία –ο μόνος θεσμός που δεν γνώρισε αποχουντοποίηση και δεν κατάλαβε ουσιαστικά τι συνέβη στη μεταπολίτευση– θα ξεκινούσε τη σχετική διαδικασία. Σήμερα γνωρίζουμε ότι τίποτα δεν έγινε προς αυτή την κατεύθυνση και ότι ο Αναστάσιος μοίρασε τον χρόνο του καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας ανάμεσα στην πανεπιστημιακή διδασκαλία στην Αθήνα και το ιεραποστολικό έργο στην Αφρική, ώσπου το 1991, το Σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο τον ανέσυρε από την εκκλησιαστική αφάνεια, καλώντας τον να αναλάβει καταρχήν Πατριαρχικός Έξαρχος και κατόπιν Αρχιεπίσκοπος στην υπό ανασύσταση Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας. Όλα τα παραπάνω δεν ήταν σημαίες ευκαιρίας για τον Αναστάσιο, αλλά αυθεντικά στοιχεία της προσωπικότητάς του και του δημοκρατικού του ήθους, καθώς, όπως σημειώνει ο ίδιος σε συνέντευξή του για την Αλβανία στον Ορθόδοξο Αμερικανο-Ολλανδό συγγραφέα Jim Forest: «Δημοκρατία σημαίνει σεβασμός για την αλήθεια, σεβασμός για τον άλλον. Σημαίνει μη συγκεχυμένους λόγους και συνθήματα για την πραγματικότητα. Σημαίνει να μην πιστεύεις πως η δική σου βία είναι καλή, ενώ η δική τους είναι κακή. […] Εφόσον η δημοκρατία υπήρξε αρχικά μια ελληνική ιδέα, δεν θα προκαλούσε ίσως έκπληξη αν ένας Έλληνας επίσκοπος δεν ήταν μόνο ένας χριστιανός ιεραπόστολος αλλά και ένας ιεραπόστολος της δημοκρατίας». Και καταλήγει: «Μέρος της αποστολής μου εδώ είναι να ενθαρρύνω τις ζυμώσεις στην κοινωνία. Πρέπει να θέτουμε το ερώτημα, πώς η Αλβανία μπορεί να καταστεί μια αληθινά δημοκρατική κοινωνία».[3] (120-121).
Ας σημειωθεί εδώ ότι αυτός ο παραγκωνισμένος κατά Γιανναρά βοηθός επίσκοπος Ανδρούσης, καθηγητής ήδη τότε της Θεολογικής Σχολής Αθηνών και Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, έσωσε την αξιοπρέπεια και την τιμή της κατά τα άλλα αρμονικά συνεργαζόμενης –πλην εξαιρέσεων– με την χούντα των συνταγματαρχών Εκκλησίας της Ελλάδος, σπάζοντας τον αστυνομικό αποκλεισμό και μπαίνοντας στην Νομική Σχολή Αθηνών τον Φεβρουάριο του 1973 με τρόφιμα και άλλα εφόδια, ανταποκρινόμενος στη σχετική έκκληση των εξεγερμένων εναντίον της δικατορίας φοιτητών. Στις δύσκολες δεκαετίες του ’70 και του ’80, όταν τόσο η θεσμική Εκκλησία όσο και οι χριστιανοί ευρύτερα ήταν μονίμως απολογούμενοι για τη συνεργασία με τη χούντα και για την απουσία της Εκκλησίας από τους αγώνες για την ελευθερία, τον Αναστάσιο και τον μακαρίτη παπα-Γιώργη Πυρουνάκη πρόβαλλαν ως χριστιανικά παραδείγματα αντιδικτατορικού αγώνα.
- Ο Αναστάσιος κατάφερε να ισορροπήσει, χαράσσοντας την μέση βασιλική οδό, ανάμεσα στην παράδοση και την ανανέωση, ανάμεσα σε αυτό που παρέλαβε ως ορθόδοξη διδασκαλία στην Ελλάδα από τις θρησκευτικές αδελφότητες και σε αυτό που η σπουδή της θεολογίας και τα ανανεωτικά θεολογικά ρεύματα της ρωσικής διασποράς του έμαθαν. Αν και προερχόμενος από τη «Ζωή» δεν έκλεισε τα μάτια του στις κοσμογονικές αλλαγές που λάμβαναν χώρα τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 στην ορθόδοξη διασπορά και στη Δύση ευρύτερα. Όπως σημειώνει και πάλι ο θεολόγος Γιώργος Βλαντής στο Επιλογικό του σημείωμα, «ο Αναστάσιος ξεκινάει την εκκλησιαστική και θεολογική του δράση ως “ζωικός”, εξελίσσεται όμως σε μια από τις προοδευτικότερες και ανοικτότερες φωνές της σύγχρονης Ορθοδοξίας. Η περίπτωσή του, όπως και άλλες αντίστοιχες, καλούν σε μια αναθεώρηση της μονολιθικής κριτικής εναντίον των χριστιανικών αδελφοτήτων στην Ελλάδα. Η προσκόλλησή των οργανώσεων στο άρμα συντηρητικών ιδεολογημάτων και οι ποικίλες εκκρεμότητες της φυσιογνωμίας τους, από τις θεολογικές τους εμμονές μέχρι τη νοοτροπιακή τους κλειστότητα, δεν πρέπει να οδηγούν σε μια δογματική, παραθεώρηση της θετικής προσφοράς τους στη θρησκευτική αγωγή των Ελλήνων και στα θεολογικά γράμματα της χώρας, ούτε σε μια ανιστορική προσέγγιση της παρουσίας τους».[4]
- Ο Αναστάσιος ως Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας, κλήθηκε να διαχειρισθεί με πολλή διάκριση και με λεπτούς χειρισμούς όχι μόνο τις δύσκολες και ρευστές πολύ συχνά σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών Ορθοδόξων που άγγιζαν το πολύ ευαίσθητο για τους απανταχού Έλληνες βορειοηπειρωτικό ζήτημα, αλλά και μεταξύ των υπολοίπων εθνοτικών ομάδων που συναποτελούν το ποίμνιό του και που ορίζονται ή αυτοπροσδιορίζονται ως Σέρβοι, Μαυροβούνιοι, Βλάχοι, κλπ. Αρκεί μόνο να θυμηθούμε πώς χειρίστηκε την άνοιξη του 1999 την εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία του πολέμου στο Κόσοβο, όπου απ’ τη μια είχε να υποδεχτεί και να περιθάλψει στο αλβανικό έδαφος 300.000 κοσοβάρους Αλβανούς, κατά πλειοψηφία μουσουλμάνους, πρόσφυγες και από την άλλη να μην προσβάλει τις ελληνικές ευαισθησίες για τον σερβικό λαό που δέχτηκε τη νατοϊκή επίθεση στην κοιτίδα την ίδια της ορθόδοξης πίστης και του πολιτισμού του. Το παρακάτω παράδειγμα είναι πολύ χαρακτηριστικό του τρόπου που αντιλαβάνεται τον ρόλο του ως θρησκευτικού ηγέτη και ως ορθόδοξου επισκόπου. Ενώ έμαθε αλβανικά πολύ σύντομα και επέμενε ότι «ήταν πολύ σημαντικό, όπως λέει πάλι σε συνέντευξή του στον Jim Forest, να χρησιμοποιείται η αλβανική ακόμη και σε περιπτώσεις που η πλειονότητα μιλούσε την ελληνική…», επέμενε εντούτοις η Εκκλησία να μη λέγεται Αλβανική Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αλβανία, καθώς είναι η μία και καθολική Εκκλησία που υπάρχει σε διαφορετικούς τόπους. Στη συνέχεια, απέδειξε πως είναι εκκλησιαστικός ταγός, που υπερασπίζεται ασφαλώς την πίστη και το ποίμνιό του, αλλά δεν συμπεριφέρεται με φανατισμό, όπως σημειώνει ο καθηγητής Κοσμόπουλος στον Ακαδημαϊκό του Έπαινο.[5]
- Δεν είναι τυχαίο ότι για την επίσημη ομιλία του στην Πάτρα, κατά την παραλαβή του Επίτιμου διδακτορικού διπλώματος από το Πανεπιστήμιο Πατρών, τον Νοέμβριο του 2002, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος επιλέγει το θέμα: «Οι θρησκείες και η φτώχεια του κόσμου»,[6] μια επιλογή που δείχνει σεβασμό στην ετερότητα και στις άλλες θρησκείες, αλλά και κοινωνική ευαισθησία και άνοιγμα προς μια μορφή κοινωνικού χριστιανισμού που τονίζει την ιερότητα του φτωχού και ασκεί κριτική στην αστικοποίηση του χριστιανισμού κατά το πρότυπο του μεγάλου Ρώσου θρησκευτικού φιλοσόφου Νικολάι Μπερδιάγιεφ τον οποίο ο Αρχιεπίσκοπος, όχι τυχαία, ρητώς μνημονεύει στον λόγο του στο Πανεπιστήμιο.[7] Από την πόλη του Πρωτοκλήτου, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, μιμούμενος το ιεραποστολικό παράδειγμα του Αγίου Ανδρέα, απευθύνει λόγο ευαγγελισμού στα έθνη και χριστιανικής μαρτυρίας στις άλλες θρησκείες, μην διστάζοντας μάλιστα να ασκήσει κριτική στα λεγόμενα «χριστιανικά» έθνη της Δύσης, των οποίων η κοινωνική αναλγησία και η συσσώρευση πλούτου και αδικίας συμβάλλει τα μάλλα στη ριζοσπαστικοποίηση του Ισλάμ που, όπως παλιότερα ο Μαρξισμός και ο κομμουνισμός, έτσι και αυτό στις μέρες μας τείνει να εκφράσει και να αντιπροσωπεύσει πολιτικά τα περιθωριοποιημένα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, προλέγοντας ήδη από το 2002, αυτά που ζούμε στις μέρες μας.[8]
Ενώ έμαθε αλβανικά πολύ σύντομα και επέμενε ότι «ήταν πολύ σημαντικό, όπως λέει πάλι σε συνέντευξή του στον Jim Forest, να χρησιμοποιείται η αλβανική ακόμη και σε περιπτώσεις που η πλειονότητα μιλούσε την ελληνική…», επέμενε εντούτοις η Εκκλησία να μη λέγεται Αλβανική Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αλβανία, καθώς είναι η μία και καθολική Εκκλησία που υπάρχει σε διαφορετικούς τόπους. Στη συνέχεια, απέδειξε πως είναι εκκλησιαστικός ταγός, που υπερασπίζεται ασφαλώς την πίστη και το ποίμνιό του, αλλά δεν συμπεριφέρεται με φανατισμό, όπως σημειώνει ο καθηγητής Κοσμόπουλος στον Ακαδημαϊκό του Έπαινο.
- Ίσως το μυστικό για όλα τα παραπάνω –και αυτό είναι το τελευταίο σημείο που θα ήθελα σήμερα να θίξω– να βρίσκεται στο βαθύτατο σεβασμό που τρέφει ο Αρχιεπίσκοπος για το ανθρώπινο πρόσωπο, για το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο και την κάθε ετερότητα, στο πρόσωπο της οποίας βλέπει το πρόσωπο του ίδιου του Θεού, αλλά και στον επίπονο αγώνα του για την υπέρβαση της κάθε μορφής βίας και των κάθε λογής φανατισμών και φονταμενταλισμών, καθώς και τη θεολογική δεξίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της πρόκλησης της παγκοσμιοποίησης, ένατι της οποίας ο Αναστάσιος αντιτάσσει όχι κραυγές αλλά την παγκοσμιοποίηση της αγάπης.[9]
Μόνο ένα οικουμενικό και φωτεινό πνεύμα όπως ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, με τον αέρα του κοσμοπολιτισμού που τον διακρίνει και με την επιστημονική γνώση, την πνευματική διάκριση και την εμπειρία που διαθέτει, θα μπορούσε να διέλθει αβλαβώς μέσα από όλες αυτές τις συμπληγάδες και τις προκλήσεις που προσπάθησα να περιγράψω με την τοποθέτησή μου. Μόνο κάποιος σαν τον Αναστάσιο που επιμένει να τιμάει το χριστιανικό όνομα που φέρει και να αναγγέλλει ως άλλος Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ το μήνυμα της Αναστάσεως σε κάθε τόπο και κάθε στιγμή, μπορούσε να φέρει εις πέρας ένα τέτοιο τιτάνιο έργο. Γράφει χαρακτηριστικά ο Αρχιεπίσκοπος αναφερόμενος στην άφιξή του στην Αλβανία: «Ήταν μεσοκαλόκαιρο του 1991, όταν έφθασα για πρώτη φορά στην Αλβανία. Από το αεροδρόμιο κατευθυνθήκαμε με τη μικρή ομάδα πιστών στον σχεδόν ερειπωμένο Καθεδρικό ναό των Τιράνων, που επί δεκαετίες χρησιμοποιήθηκε ως γυμναστήριο. Από την πρώτη στιγμή ως Πατριαρχικός Έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θέλησα να πω το πιο ουσιαστικό μήνυμα για την ανασύσταση της διαλυμένης Εκκλησίας. Πήραμε όλοι ένα κερί. Ρώτησα, πώς λέγεται αλβανικά το Χριστός Ανέστη; Άναψα το κερί αναβοώντας: Κρίστι Ουνγκιάλ! (Krishti ungjall). Διαδοχικά άναψαν τα κεριά των λίγων πιστών, που αποκρίθηκαν: Βερτέτ Ουνγκιάλ! (Vertetë ungjall), Αληθώς Ανέστη! και τα μάτια γέμισαν δάκρυα και φως.
Έκτοτε το Χριστός Ανέστη! έγινε το σύνθημα με το οποίο πορευθήκαμε όλα αυτά τα χρόνια για την ανασύσταση από τα ερείπια της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας. Χάρισε φως στο θόλο φθινόπωρο και τη σκοτεινή βαρυχειμωνιά που ακολούθησαν· και δεσπόζει στην πνευματική άνοιξη, που τελικά μάς χάρισε ο Θεός.[10]
Μόνο ένα οικουμενικό και φωτεινό πνεύμα όπως ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, με τον αέρα του κοσμοπολιτισμού που τον διακρίνει και με την επιστημονική γνώση, την πνευματική διάκριση και την εμπειρία που διαθέτει, θα μπορούσε να διέλθει αβλαβώς μέσα από όλες αυτές τις συμπληγάδες και τις προκλήσεις που προσπάθησα να περιγράψω με την τοποθέτησή μου. Μόνο κάποιος σαν τον Αναστάσιο που επιμένει να τιμάει το χριστιανικό όνομα που φέρει και να αναγγέλλει ως άλλος Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ το μήνυμα της Αναστάσεως σε κάθε τόπο και κάθε στιγμή, μπορούσε να φέρει εις πέρας ένα τέτοιο τιτάνιο έργο.
Για το αναστάσιμο φως που σκόρπισε και εξακολουθεί να σκορπά στις ζωές μας και τις καρδιές μας θα ήθελα, διερμηνεύοντας πιστεύω τα αισθήματα όλων, υιϊκώς να ευχαριστήσω από την πόλη της Πάτρας και από τον χώρο αυτής της εκδήλωσης τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο.
[1] Γιώργου Βλαντή, «Επιλογικό σημείωμα: Η άνω οδός της ανοικτότητας. Για τη ζωή και το έργο του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου», στον τόμο, Παναγιώτη Αλεξόπουλου (επιμ.), Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος στην πόλη του Πρωτοκλήτου. Ίχνη μιας Επίσκεψης, Πάτρα, 28-30 Νοεμβρίου 2002, Πάτρα, εκδ. «Το Δόντι», 2018, σελ. 115.
[2] Χρήστου Γιανναρά, «Ο Αλβανίας Αναστάσιος και η αμήχανη οδύνη της γενιάς μου», στον τόμο, «Πορευθέντες». Χαριστήριος τόμος προς τιμήν του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου (Γιαννουλάτου), Αθήνα, εκδόσεις «Αρμός», 1997, σελ. 547.
[3] Jim Forest, The Resurrection of the Church in Albania: Voices of Orthodox Christians, Geneva, WCC Publications, 2000, σσ. 120-121. Πρβλ. Αλέξανδρου Β. Κοσμόπουλου, «Το έργο και η προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου», στον τόμο Παναγιώτη Αλεξόπουλου (επιμ.), Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος στην πόλη του Πρωτοκλήτου. Ίχνη μιας Επίσκεψης, σελ. 45.
[4] Γ. Βλαντή, «Επιλογικό σημείωμα: Η άνω οδός της ανοικτότητας. Για τη ζωή και το έργο του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου», σσ. 113-114.
[5] Jim Forest, The Resurrection of the Church in Albania: Voices of Orthodox Christians, σσ. 109, 108. Αλέξανδρου Β. Κοσμόπουλου, «Το έργο και η προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου», στον τόμο Παναγιώτη Αλεξόπουλου (επιμ.), Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος στην πόλη του Πρωτοκλήτου. Ίχνη μιας Επίσκεψης, σελ. 40.
[6] Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου, «Οι θρησκείες και η φτώχεια του κόσμου», στον τόμο Παναγιώτη Αλεξόπουλου (επιμ.), Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος στην πόλη του Πρωτοκλήτου. Ίχνη μιας Επίσκεψης, σσ. 47-62.
[7] Στο ίδιο, σελ. 62: «Όπως εύστοχα το διατύπωσε ο Νικόλας Μπερντιάγεφ στο βιβλίο του, Το πεπρωμένο του ανθρώπου στον σύγχρονο κόσμο (ελληνική μετάφραση Ε.Β. Γιούλτση, Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1980, σελ. 133): “Η κρίση στον Χριστιανισμό περνά πρώτα απ’ όλα στην κοινωνική διάσταση που συνθέτει το κεντρικό πρόβλημα της εποχής μας […] Οι χριστιανοί δεν βίωσαν αμέσως τη δικαιοσύνη στην κοινωνική ζωή. (Θα προσέθετα: Δεν την βιώνουν καθόλου στις διεθνείς σχέσεις τους). […] Κατάφεραν να κάνουν τον Χριστιανισμό αστικό. Και σήμερα είμαστε μάρτυρες μιας αδυσώπητης κρίσεως πάνω σ’ αυτό τον αστικοποιημένο Χριστιανισμό, αυτή την προσαρμογή στα ανθρώπινα συμφέροντα”».
[8] Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου, «Οι θρησκείες και η φτώχεια του κόσμου», σσ. 52, 57, 61. Πρβλ. στον ίδιο τόμο και τις σσ. 71-72, 91-92, 120-121.
[9] Βλ. σελ. 104 στον ίδιο τόμο. Για τα θέματα αυτά (παγκοσμιοποίηση, ανθρώπινα δικαιώματα), πρβλ. και το κλασικό πλέον Αναστασίου, Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία. Μελετήματα Ορθοδόξου προβληματισμού, Αθήνα, Ακρίτας, 2000.
[10] Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, Αθήνα, Μαΐστρος, 2007, σσ. 7-8.
* Το παρόν κείμενο αποτελεί εισήγηση κατά την παρουσίαση του βιβλίου, Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος στην πόλη του Πρωτοκλήτου. Ίχνη μιας Επίσκεψης, Πάτρα, 28-30 Νοεμβρίου 2002, επιμ. Παναγιώτη Αλεξόπουλου, εκδ. «Το Δόντι», Πάτρα, 2018, που έλαβε χώρα στο Ξενοδοχείο «Βυζαντινό», στην Πάτρα, τη Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018. Ευχαριστίες οφείλονται στον επιμελητή της έκδοσης Αναπληρωτή Καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών Παναγιώτη Αλεξόπουλο και στον Γιώργο Βλαντή, Διευθυντή του Συμβουλίου Χριστιανικών Εκκλησιών της Βαυαρίας και Επιστημονικό Συνεργάτη της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, για την ευγενική πρόσκληση καθώς και για τη συμβολή τους στην εν λόγω έκδοση και στην πραγματοποίηση της εκδήλωσης στην Πάτρα.
Σημείωση: Τις τελευταίες ημέρες, και ενόσω ήταν ακόμη ζεστό το σκήνωμα του Αναστασίου, κάποιοι θεώρησαν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να «πάρουν εκδίκηση» και έσπευσαν μέσα από ανώνυμα κυρίως κείμενα και αναρτήσεις, να εκθέσουν ή και να καταγγείλουν ως όργανα ή ενεργούμενα του Φαναρίου, όσους υπείκοντας στη θεολογική και εκκλησιολογική τους συνείδηση, καθώς και στην κριτική λειτουργία του θεολογείν, τόλμησαν ζώντος του Αναστασίου να ασκήσουν κριτική σε ορισμένες κρίσιμες επιλογές του μακαριστού Αρχιεπισκόπου που σχετίζονται με τα διορθόδοξα ζητήματα. Προφανώς δεν είναι η ώρα για το «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» όπως μερικοί φαντάζονται ή επιθυμούν. Είναι η ώρα του πένθους και της απόδοσης τιμής σε μια μεγάλη εκκλησιαστική και θεολογική προσωπικότητα των καιρών μας. Η κριτική αποτίμηση και η αναμέτρηση με το έργο του αοίδιμου ιεράρχη θα ακολουθήσουν εν καιρώ ευθέτω.