Μέσα σε ενάμιση περίπου χρόνο η ορθόδοξη θεολογία αποχαιρέτησε δύο κορυφαίους της, οι οποίοι υπήρξαν οι σημαντικότεροι και πλέον επιδραστικοί εκπρόσωποι της ελληνικής «θεολογικής γενιάς του 1960», τον Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα (10.1.1931-2.2.2023) και, πιο πρόσφατα, τον καθηγητή Χρήστο Γιανναρά (10.4.1935-24.8.2024). Ένα βαθύ αίσθημα ορφάνιας βαραίνει τον θεολογικό ορίζοντα της Ελλάδας.
Οι αντιδράσεις για την εκδημία του κορυφαίου ιεράρχη περιορίστηκαν στον κόσμο των κληρικών και θεολόγων, οι οποίοι τον τίμησαν με λόγια ουσιαστικής αναγνώρισης. Αντιθέτως, ο θάνατος του Χρήστου Γιανναρά προσέλκυσε πολύ ευρύτερη δημοσιότητα και πυροδότησε αντιδιαμετρικές αποτιμήσεις, από εκφράσεις βαθύτατου θαυμασμού μέχρι τη συλλήβδην απόρριψη της διανοητικής προσφοράς του. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς ο Γιανναράς υπήρξε ένας ιδιαιτέρως παραγωγικός, όσο και εξόχως πολωτικός δημόσιος διανοούμενος πρώτης γραμμής, με ένα βεληνεκές που εκτεινόταν πολύ πιο πέρα από τον θεολογικό κόσμο της πατρίδας του.
Γεννημένος στην Αθήνα, σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στη γενέτειρά του, στη Βόννη και στο Παρίσι. Η Θεολογική Σχολή της Αθήνας τον απέρριψε επανειλημμένα, όμως, ύστερα από ακαδημαϊκούς σταθμούς στο Παρίσι, τη Γενεύη, τη Λωζάνη και το Ρέθυμνο εξελέγη καθηγητής φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, όπου δίδαξε μια εικοσαετία (1982-2002). Συγγραφέας περίπου 80 βιβλίων (μεταξύ αυτών ήταν πολλοί τόμοι επιφυλλίδων που έγραφε για δεκαετίες στις μεγαλύτερες εφημερίδες της Ελλάδας) τα οποία μεταφράστηκαν σε περισσότερες από δέκα γλώσσες, τιμήθηκε με πολυάριθμα διδακτορικά διπλώματα τιμής ένεκεν, ενώ το 2019 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος τον χειροθέτησε Άρχοντα Μέγα Ρήτορα της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας. Ορισμένα από τα έργα του, ιδίως κάποια που έγραψε σε σχετικά νεαρή ηλικία, αποτελούν κλασικά κείμενα της ορθόδοξης θεολογίας του εικοστού αιώνα, όπως Χάιντεγγερ και Αρεοπαγίτης (1967), Η ελευθερία του ήθους (1970) ή Το πρόσωπο και ο έρως (1976).
Με τον Γιανναρά αλλάζει ριζικά το αισθητικό (και όχι μόνο) παράδειγμα της νεοελληνικής θεολογίας, η οποία αρχίζει να εγκαταλείπει τη μικρονοϊκή μιζέρια και να ανοίγεται με αυτοπεποίθηση στο μυστήριο της σκέψης και της ομορφιάς. Το ύφος της γίνεται πιο σίγουρο, οι ενασχολήσεις της δημιουργικότερες, ο ορίζοντάς της αποκτάει μια εντονότερη υπαρξιακή και κοινωνική αναφορά.
Ένα πολύ μεγάλο μέρος της δουλειάς του Γιανναρά είναι σε τελευταία ανάλυση απολογητικού χαρακτήρα (ο ίδιος δεν θα ήταν ευτυχής με αυτόν τον όρο), αναζητώντας πρωτίστως τον διάλογο της Ορθοδοξίας με τη φιλοσοφία, τις επιστήμες, τη λογοτεχνία, την τέχνη και την πολιτική. Μελέτησε ιδίως τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα, τον Μάξιμο Ομολογητή και τη μυστική-ασκητική γραμματεία, επιχειρώντας να αναδείξει την υπαρξιακή σημασία της ορθόδοξης παράδοσης και τη συνάφειά της προς το σήμερα. Ανέλαβε ένα έργο μετάφρασης σε μια γλώσσα που εν πολλοίς ο ίδιος δημιούργησε: Το θεολογικό λεξιλόγιο με το οποίο δούλεψε μια ολόκληρη γενιά, οι προτεραιότητες που έθεσε και οι όροι με τους οποίους αυτή εργάστηκε (αλλά και τα θέματα τα οποία δυστυχώς αγνόησε) οφείλουν πάρα πολλά στον Γιανναρά, ο οποίος με τα πολυάριθμα συγγράμματα και τις συνεχείς δημόσιες – και συχνά συγκρουσιακές – παρεμβάσεις του υπήρξε κεντρικό σημείο αναφοράς κάθε απαιτητικής θεολογικής συζήτησης στην Ελλάδα και πέρα από αυτή. Με τον Γιανναρά μπορούσε κανείς να συμφωνήσει ευγνωμόνως ή να διαφωνήσει ριζικά, δεν θα ήταν όμως δυνατόν να αγνοήσει βασικές του θέσεις.
Κεντρική θέση στη σκέψη του, ήδη από τις απαρχές της, επέχει ο αποφατισμός ως γνωσιολογική στάση, η οποία αντιδιαστέλλει την παράδοση της ορθόδοξης Ανατολής από τις πολύ καταφατικότερες και κατά τούτο γνωσιολογικά εκκρεμείς προσεγγίσεις της δυτικής σκέψης, χριστιανικής και φιλοσοφικής. Ως άρνηση ταύτισης της αλήθειας με τη γνώση και τη γλωσσική διατύπωση, ο αποφατισμός τρέφει τον θρυλικό αντιδυτικισμό του Γιανναρά, δίνοντας συχνά την εντύπωση γνωσιολογικής πανάκειας στο έργο του, το οποίο όμως δεν εκβάλλει σε εκδοχές αγνωστικισμού, παρά προβάλλει καταφανώς θετικές θεολογικές διατυπώσεις, οι οποίες επικαλούνται ένα θεμέλιο αποκαλυπτικό: η σκέψη του δεν υπερβαίνει πειστικά αυτή την ουσιαστική αντινομία, ή, τουλάχιστον, ένταση.
Ανέλαβε ένα έργο μετάφρασης σε μια γλώσσα που εν πολλοίς ο ίδιος δημιούργησε: Το θεολογικό λεξιλόγιο με το οποίο δούλεψε μια ολόκληρη γενιά, οι προτεραιότητες που έθεσε και οι όροι με τους οποίους αυτή εργάστηκε (αλλά και τα θέματα τα οποία δυστυχώς αγνόησε) οφείλουν πάρα πολλά στον Γιανναρά, ο οποίος με τα πολυάριθμα συγγράμματα και τις συνεχείς δημόσιες – και συχνά συγκρουσιακές – παρεμβάσεις του υπήρξε κεντρικό σημείο αναφοράς κάθε απαιτητικής θεολογικής συζήτησης στην Ελλάδα και πέρα από αυτή. Με τον Γιανναρά μπορούσε κανείς να συμφωνήσει ευγνωμόνως ή να διαφωνήσει ριζικά, δεν θα ήταν όμως δυνατόν να αγνοήσει βασικές του θέσεις.
Τη γνωσιολογία του ο Γιανναράς τη συνδέει με μια έντονα προσωποκρατική-σχεσιακή οντολογία. Έννοιες όπως έρωτας, σχέση, κοινωνία, κεντρικές στη σκέψη του, όχι μόνον ανέδειξαν τις δυνατότητες της ορθόδοξης προσωπολογίας για ένα γόνιμο διάλογο με τη φιλοσοφία και την πολιτική θεωρία, αλλά και λειτούργησαν απελευθερωτικά για γενιές Ορθόδοξων μεγαλωμένων σε μια ενοχική ατμόσφαιρα αποστροφής για το σώμα.
Η πολεμική του Γιανναρά ενάντια στον νομικιστικό ηθικισμό αντλεί πολλά από προσωπικά βιώματα, καθώς ο σπουδαίος στοχαστής πέρασε μεγάλο μέρος της νιότης του στην αδελφότητα θεολόγων «Η Ζωή», της οποίας η φυσιογνωμία όφειλε πολλά σε ετερόδοξες, πιετιστικές επιδράσεις. Ένα από τα γνωστότερα βιβλία του, το αυτοβιογραφικό Καταφύγιο Ιδεών (1987), υπήρξε η σφοδρότερη κριτική των αδελφοτήτων της Ελλάδας, των εκκλησιολογικών και ηθικών τους στρεβλώσεων.
Αξίζει να συζητηθεί σε ποιο βαθμό η οξύτητα του αντιδυτικισμού του πολυγράφου θεολόγου οφείλεται στα νεανικά του αυτά βιώματα και πόσα σε διαβάσματα που ο ίδιος ευχαρίστως επικαλούνταν (σλαβόφιλοι, Ρώσοι της διασποράς, μελετητές του δυτικού μεσαίωνα, υπαρξιστές φιλόσοφοι όπως ο Heidegger και ο Sartre, κ.λπ.). Η αποστροφή του για τη Δύση υπήρξε ανάλογη της άγνοιάς του για τις διαφοροποιήσεις της πραγματικότητάς της. Θεωρώντας τη σημαδεμένη από τον Αυγουστίνο, τον σχολαστικισμό και εν γένει την υποτιθέμενη παρανάγνωση της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς την οποία επιτελεί ο λατινικός χριστιανισμός, ο Γιανναράς βλέπει στη Δύση μόνον παρακμή και αλλοτρίωση του ευαγγελικού μηνύματος που απολήγει στον ατομιστικό μηδενισμό, ενώ στην ελληνoρθόδοξη Ανατολή αναγνωρίζει οργανική συνέχεια με την αρχαιοελληνική σκέψη, ιδίως στη γνωσιολογία, και πολιτισμική ανωτερότητα. Κατά παράδοξο τρόπο ένας συνεπής θεωρητικός του προσώπου και της σχέσης ουσιαστικά διαλέγεται με καρικατούρες του Άλλου, αντιπαρατάσσοντας μια εξιδανικευμένη εκδοχή της Ορθοδοξίας και του ελληνικού πολιτισμού σε ένα εκχυδαϊσμένο είδωλο της δυτικής θεολογίας και κουλτούρας, εμμένοντας σε σχήματα γνωσιολογικώς αφελή, όσο και πολεμικά. Επικεντρωνόμενος στον σχολιασμό κορυφαίων θεολόγων του λατινικού Μεσαίωνα, ο Γιανναράς δεν διαλέγεται με τη σύγχρονη δυτική θεολογία ούτε ενδιαφέρεται για τον οικουμενικό διάλογο, ενώ η σκέψη του περιορίζεται στο σχήμα Ανατολή-Δύση, δίχως να προσλαμβάνει την όλο και περισσότερο αισθητή πολιτισμική πολυπτυχία στην οποία φανερώνεται σήμερα ο χριστιανισμός σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, υπερβαίνοντας το ευρωκεντρικό πλαίσιο.
Τις τελευταίες δεκαετίες το κέντρο βάρους της σκέψης του Γιανναρά μετακινούνταν όλο και περισσότερο από τη θεολογία στην πολιτισμική κριτική, με αποτέλεσμα το έργο του να γίνεται όλο και λιγότερο μεταφράσιμο, καθώς το ελληνοκεντρικό αφήγημα το οποίο εκδίπλωνε δεν θα μπορούσε να ενδιαφέρει ευρύτερα. Περνώντας τα χρόνια υιοθετούσε όλο και συντηρητικότερες θέσεις, γενόμενος αντικείμενο θαυμασμού υπερεθνικιστικών κύκλων, έστω κι αν ο ελιτισμός του δεν του επέτρεπε να ταυτιστεί με αυτούς. Σε κάθε περίπτωση, εκείνος ο οποίος προσπάθησε όσο λίγοι στη νεότητά του για το άνοιγμα της ορθόδοξης θεολογίας στον σύγχρονο κόσμο και τις προκλήσεις του, ήταν και ο ίδιος που υπονόμευσε εν τέλει συστηματικά αυτό το εγχείρημα, με τον αυτοεγκλωβισμό του σε αντιδυτικά και εθνικιστικά σχήματα, τα οποία εκχυδαΐστηκαν περισσότερο από μαθητές του πολύ λιγότερο ικανούς από αυτόν.
Η αποστροφή του για τη Δύση υπήρξε ανάλογη της άγνοιάς του για τις διαφοροποιήσεις της πραγματικότητάς της. Θεωρώντας τη σημαδεμένη από τον Αυγουστίνο, τον σχολαστικισμό και εν γένει την υποτιθέμενη παρανάγνωση της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς την οποία επιτελεί ο λατινικός χριστιανισμός, ο Γιανναράς βλέπει στη Δύση μόνον παρακμή και αλλοτρίωση του ευαγγελικού μηνύματος που απολήγει στον ατομιστικό μηδενισμό, ενώ στην ελληνoρθόδοξη Ανατολή αναγνωρίζει οργανική συνέχεια με την αρχαιοελληνική σκέψη, ιδίως στη γνωσιολογία, και πολιτισμική ανωτερότητα.
Το ογκώδες έργο του θα συνεχίσει να συντροφεύει τους Ορθόδοξους στις θεολογικές τους αναζητήσεις, ως μνημείο της συμβολής και των αντινομιών μιας ρωμαλέας σκέψης που τόνισε τον αποφατισμό για να υπερασπιστεί τον αποκαλυπτικό θετικισμό, πρόσφερε εργαλεία και διάνοιξε ορίζοντες προόδου για να καταλήξει στον συντηρητισμό, μίλησε για σχέση και διάλογο για να πολεμήσει καρικατούρες και να τροφοδοτήσει μια ανώφελη πόλωση.
Ο Γιανναράς υπερασπίστηκε μέχρι τέλους το δικαίωμα της γνώμης του, χωρίς να φοβάται το σοβαρό προσωπικό τίμημα, το οποίο όντως πλήρωσε πολλές φορές. Παρά τις αδυναμίες του, κατέθεσε ένα έργο-ύμνο της ομορφιάς και της γενναιοδωρίας και ίσως αυτό το ήθος και ύφος είναι που θα μείνει, περισσότερο από τις οπωσδήποτε ενδιαφέρουσες επί μέρους θέσεις του. Ένα από τα ωραιότερα και πιο χαρακτηριστικά, αξιανάγνωστα έργα του είναι το λυρικό Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων (1990). Ακόμη όμως κι εκεί που η σκέψη του γίνεται προβληματική, αξίζει κανείς να τη γνωρίσει, με τον τρόπο όμως του ομηρικού Οδυσσέα, που προφυλάχθηκε από τις Σειρήνες, άκουσε όμως το υπέροχο τραγούδι τους.
Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στα αγγλικά, στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού The Wheel:https://wheeljournal.com/the-song-of-songs-and-the-song-of-the-sirens/
Η μετάφραση είναι του συγγραφέα.