Ακούστε το άρθρο:
Μαρία Σκομπτσόβα, η αγία Μαρία των Παρισίων (1891-1945): Η αγιότητα στη σύγχρονη εποχή.
Η αγία Μαρία Σκομπτσόβα γεννήθηκε με το όνομα Ελισάβετ Πιλένκο στις 8 Δεκεμβρίου του 1891, στη Ρίγα της Λεττονίας. Το 1906, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, έχασε τον πατέρα της, με αποτέλεσμα να χάσει την πίστη της στον Θεό, με το σκεπτικό ότι ο Θεός και ο θάνατος δεν συμβιβάζονται. Όταν η οικογένειά της μετακόμισε στην Πετρούπολη, συνδέθηκε με τον «Πύργο», ένα διαμέρισμα που ήταν τόπος συνάντησης ριζοσπαστικών ιδεών και επαναστατών. Η Ελισάβετ (ή Λίζα, όπως την αποκαλούσαν γνωστοί και φίλοι) ένθερμη σοσιαλίστρια, παντρεύεται το 1910 τον Ντμίτρι Κουζμίν Καραβάεβ, μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος του Λένιν (Μπολσεβίκοι), ο οποίος είχε εκτίσει τρία χρόνια στη φυλακή για επαναστατική δράση. Σύντομα, ωστόσο, επρόκειτο να χωρίσουν (1912). Το 1913 γεννιέται το πρώτο της παιδί (εκτός γάμου), η Γκαϊάνα (η οποία πέθανε σε νεαρή ηλικία). Η Ελισάβετ μεταστρέφεται σε ένα περίεργο είδος αθεϊστικού μεσσιανικού λαϊκισμού, με κέντρο τον «ήρωα του λαού» Χριστό. Αργότερα, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εντάσσεται στο Σοσιαλιστικό Επαναστατικό Κόμμα και το 1918 εκλέγεται δήμαρχος της παραθαλάσσιας πόλης, Ανάπα. Η Ελισάβετ προκαλεί την εμπάθεια των «Λευκών» (φιλομοναρχικών), αλλά και των «Κόκκινων» (Λενινιστών), διότι αντιλαμβανόταν την πολιτική πέρα από κόμματα, στην υπηρεσία των ανθρώπων, ασχέτως ιδεολογικής κατεύθυνσης.
Αυτό, βεβαίως, δεν σήμαινε ότι η Μαρία δεν ακολουθούσε κάποιον «μοναστικό κανόνα», ακολουθούσε τον δικό της κανόνα, από τον οποίο δεν παρέκλινε ποτέ: την μέχρι αυτοθυσίας αγάπη προς τον πλησίον. Από το πρωί ως το βράδυ ήταν επί ποδός για τη διακονία των παντός είδους εμπερίστατων αδελφών. Όποιος κι αν ήταν ο άλλος η αγκαλιά της ήταν πάντα ανοιχτή. Νοίκιαζε σπίτια στο Παρίσι για να φιλοξενήσει ανθρώπους με διάφορα προβλήματα και ανάγκες, τους μαγείρευε, τους έπλενε, τους παρηγορούσε, τους διασκέδαζε και άκουγε τον πόνο και την δυστυχία τους: αυτός ήταν ο μοναστικός της κανόνας.
Δικάζεται από τους «Λευκούς» για επαναστατική δράση, αλλά την σώζει από το εκτελεστικό απόσπασμα ο δικαστής Ντανιήλ Σκομπτσόβ, ο μετ’ έπειτα σύζυγός της. Το 1923 φτάνει πρόσφυγας με την οικογένειά της στο Παρίσι, όπου θα γίνει η μόνιμη κατοικία της και το κέντρο δράσης της, προτού το μαρτύριό της. Εντωμεταξύ είχαν ήδη γεννηθεί τα δύο της μικρότερα παιδιά, ο Γιούρι (μάρτυρας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και άγιος της Εκκλησίας) και η Νάστια. Η Νάστια, το 1926, θα υποκύψει στη φυματιώδη μηνιγγίτιδα και η Ελισάβετ, συγκλονισμένη από το θάνατο της κόρης της, θα συναισθανθεί τη κλήση της στην «οικουμενική μητρότητα», στο να γίνει, δηλαδή, μητέρα όλου του κόσμου και, ιδίως, των αδύναμων και κατατρεγμένων. Αρχίζει, λοιπόν, να ωριμάζει μέσα της η επιθυμία να καρεί μοναχή, ακριβώς για να υπηρετήσει εντελέστερα την κλήση της οικουμενικής μητρότητας. Στο σημείο αυτό διαπιστώνουμε τη μοναδικότητά της: η Ελισάβετ ονειρεύεται έναν μοναχισμό μέσα στον κόσμο για τη διακονία του κόσμου. Έναν μοναχισμό που θα λειτουργεί ως πλαίσιο για την οικουμενική μητρότητα. Δεν θέλει να γίνει μοναχή ούτε για να κλαύσει τις αμαρτίες της, ούτε για να σώσει την ψυχή της ή να καταστείλει τα πάθη της, αλλά ούτε και για βιώσει τη μυστική ένωση με τον Θεό. Το γεγονός αυτό θα αποτελέσει μόνιμη πηγή σκανδαλισμού και προστριβών με διάφορους υπέρμαχους του μοναχισμού σύμφωνα με το πρότυπο της φιλοκαλικής και νηπτικής παράδοση, οι οποίοι απλώς αδυνατούσαν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, να αποδεχθούν τον «καινό τρόπο» της αγίας.
Η Ελισάβετ εκάρη μοναχή, με το όνομα Μαρία, το 1932, από τον μητροπολίτη Ευλόγιο. Επισκέφθηκε τα παραδοσιακά μοναστήρια της Λιθουανίας και της Εσθονίας, αλλά ένιωθε μια δυσφορία με τη «ναυαρχίδα» της Ορθόδοξης πνευματικότητας, με αυτά τα ιερά κέντρα της μοναστηριακής παράδοσης, της διατήρησης του βυζαντινού τυπικού και της καλλιέργειας της μονολόγιστης ευχής. Το μότο της ήταν: «Ευσέβεια ευσέβεια, αλλά πού είναι η αγάπη που μετακινεί όρη;». Δεν εκπλήρωσε τα όνειρα του ίδιου του μητροπολίτη και πνευματικού της πατέρα, Ευλόγιου, ο οποίος ήθελε, μέσω της Μαρίας, να δημιουργήσει στην καρδιά της Δύσης, στο Παρίσι, ένα Ορθόδοξο φυτώριο της μακραίωνης νηπτικής πνευματικότητας. Η Μαρία ήταν «ιδιοσυγκρασιακή» περίπτωση και ακολουθούσε τον δικό της δρόμο, ερχόμενη συχνά σε ρήξη με όσους ζούσαν στα ασφαλή πλαίσια των κανόνων και των τύπων, δημιουργώντας, με τον τρόπο, αυτό αρκετές αντιπαλότητες. Ήταν για μοναχή ένα παράδοξο θέαμα: πήγαινε στα μπαρ του Παρισιού (προκειμένου να βρει και να περιμαζέψει) τα «ρημάδια της ζωής», όπου και κατανάλωνε μπύρα, κάπνιζε συνεχώς και, γενικώς, παρατυπούσε στα «θρησκευτικά» της καθήκοντα (παραβίαζε νηστείες και παρέλειπε ακολουθίες κ.ά.). Μάλιστα ο ίδιος ο Αντώνιος του Σουρόζ είχε τρομάξει στη θέα της ρασοφόρου με το τσιγάρο στο ένα χέρι και την μπύρα στο άλλο και είχε πάρει απόφαση να μην την πλησιάζει. Αυτό, βεβαίως, δεν σήμαινε ότι η Μαρία δεν ακολουθούσε κάποιον «μοναστικό κανόνα», ακολουθούσε τον δικό της κανόνα, από τον οποίο δεν παρέκλινε ποτέ: την μέχρι αυτοθυσίας αγάπη προς τον πλησίον. Από το πρωί ως το βράδυ ήταν επί ποδός για τη διακονία των παντός είδους εμπερίστατων αδελφών. Όποιος κι αν ήταν ο άλλος η αγκαλιά της ήταν πάντα ανοιχτή. Νοίκιαζε σπίτια στο Παρίσι για να φιλοξενήσει ανθρώπους με διάφορα προβλήματα και ανάγκες, τους μαγείρευε, τους έπλενε, τους παρηγορούσε, τους διασκέδαζε και άκουγε τον πόνο και την δυστυχία τους: αυτός ήταν ο μοναστικός της κανόνας.
Το μότο της ήταν: «Ευσέβεια ευσέβεια, αλλά πού είναι η αγάπη που μετακινεί όρη;». Δεν εκπλήρωσε τα όνειρα του ίδιου του μητροπολίτη και πνευματικού της πατέρα, Ευλόγιου, ο οποίος ήθελε, μέσω της Μαρίας, να δημιουργήσει στην καρδιά της Δύσης, στο Παρίσι, ένα Ορθόδοξο φυτώριο της μακραίωνης νηπτικής πνευματικότητας. Η Μαρία ήταν «ιδιοσυγκρασιακή» περίπτωση και ακολουθούσε τον δικό της δρόμο, ερχόμενη συχνά σε ρήξη με όσους ζούσαν στα ασφαλή πλαίσια των κανόνων και των τύπων, δημιουργώντας, με τον τρόπο, αυτό αρκετές αντιπαλότητες.
Όταν στις 14 Ιουνίου 1941 εισβάλουν στο Παρίσι οι Γερμανοί, ο μοναστικός κανόνας της Μαρίας αλλάζει: με συνεργάτη τον π. Δημήτριο Κλεπινίν (μάρτυρας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και άγιος της Εκκλησίας) φυγαδεύει Εβραίους, εκδίδοντας πλαστά πιστοποιητικά βάπτισης (έχουμε μια ευσεβέστατη, με την πλήρη σημασία του όρου, περίπτωση πλαστογραφίας Μυστηρίου, μαζί με μία αγία παραβίαση της εντολής «ου ψευδομαρτυρήσεις») και επιδίδεται σε μία «εκστρατεία» ευαισθητοποίησης των Χριστιανών υπέρ του Ισραήλ, της «Εκκλησίας της Παλαιάς Διαθήκης», όπως τους αποκαλεί. Σε μία στιγμή γενναίας αποκοτιάς, μπαίνει με τη μοναστική της ιδιότητα στο στάδιο Velodrome d’ Hiver, όπου οι Γερμανοί κρατούσαν έξι χιλιάδες Εβραίους για τους απελάσουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και φυγαδεύει όσα παιδιά μπορούσε μέσα σε κάδους απορριμμάτων. Τον Απρίλη του 1943 συλλαμβάνεται από τη Γκεστάπο και μεταφέρεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ. Εκεί πληρώνονται και τελειώνονται οι μοναστικοί όρκοι και η κλήση της στην οικουμενική μητρότητα. Αντί να χαθεί στην άβυσσο της μισανθρωπίας, του μίσους και του φόβου, καίγεται σαν κεράκι στα κατάβαθα του Άδη για φωτίσει τις συγκρατούμενές της. Οργανώνει διαλέξεις θεολογικού περιεχομένου, προσεύχεται μαζί τους, παρακαλεί, ακούει, ενδυναμώνει και, κάτι το οποίο ισούται με αυτοκτονία, μοιράζεται τη μερίδα το φαγητό της. Οδηγήθηκε στους θαλάμους αερίων στο Jungen-Lager (λίγο πιο έξω από το Ράβενσμπρουκ) στις 31 Μαρτίου 1945. Ήταν Μεγάλο Σάββατο, παραμονή του Πάσχα. Την επόμενη μέρα ήρθε ο Ερυθρός σταυρός για να διαπραγματευτεί την απελευθέρωση τριακοσίων κρατουμένων. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, στο τελευταίο προσκλητήριο ανταλλάσσει τον εαυτό της με μία νεαρή Πολωνοεβραία.
Αγιοποιήθηκε τον Μάιο του 2004, τιμάται από όλες τις χριστιανικές ομολογίες, όπως και από το Ισραήλ ως «Δίκαιη των Εθνών». Η μνήμη της εορτάζει στις 20 Ιουλίου.