«Κοινότυπος Φασισμός»: Ο Ρωσικός Κόσμος του Πατριάρχη Κυρίλλου
Παρουσιάζουμε μια λεπτομερή ιστορική και θεολογική ανάλυση του περιβόητου πρόσφατου «Διατάγματος» του Παγκόσμιου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου (ΠΡΛΣ) από τον Δρα. Θεολογίας και Ιστορίας Σέργιο Σουμίλο, Διευθυντή του Διεθνούς Ινστιτούτου για την Αθωνική Κληρονομιά, Επιστημονικού Συνεργάτη του Ινστιτούτου Ουκρανικής Ιστορίας της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών της Ουκρανίας και Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Ανθρωπιστικών Σπουδών της ίδιας Ακαδημίας, Επισκέπτη Ερευνητή στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ (Ηνωμένο Βασίλειο) . Το αρχικό κείμενο δημοσιεύτηκε στα Ουκρανικά στο RadioSvoboda στις 5 Απριλίου 2024 και μεταφράστηκε στα αγγλικά για το περιοδικό The Wheel, απ’ όπου και η παρούσα μετάφραση από τους Κωστή Δρυγιανάκη και Δρα. Ιωάννη Καμίνη.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΤΟ «ΔΙΑΤΑΓΜΑ»
Ένα από τα σημαντικά στάδια στη διαμόρφωση του ρωσικού, οιονεί θρησκευτικού, νεοφασιστικού δόγματος του «Ρωσικού Κόσμου», που προορίζεται να εξελιχθεί σε επίσημη κρατική και θρησκευτική ιδεολογία της Ρωσίας του Πούτιν, έλαβε χώρα στις 27 Μαρτίου 2024. Εκείνη την ημέρα συνέβη ένα γεγονός στο οποίο δεν δόθηκε πολλή προσοχή, αλλά ήταν ουσιώδες. Στην αίθουσα των Εκκλησιαστικών Συνεδριάσεων του Καθεδρικού Ναού του Σωτήρος Χριστού στη Μόσχα, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Μόσχας Κυρίλλου (Γκουντιάγιεφ), εγκρίθηκε επισήμως το «Διάταγμα της 25ης Συνεδρίας του Παγκόσμιου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου», με τίτλο «Το παρόν και το μέλλον του Ρωσικού Κόσμου». Σύμφωνα με το προοίμιο του διατάγματος, «πρόκειται για ένα προγραμματικό κείμενο του Παγκόσμιου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου, καθώς και για μια οδηγία που απευθύνεται στις νομοθετικές και εκτελεστικές αρχές της Ρωσίας».
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το παραπάνω αξιοπρόσεκτο κείμενο, παρότι δεν αποτελεί επισήμως νομική πράξη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, μπορεί ουσιαστικά να θεωρηθεί ως τέτοια, καθώς εγκρίθηκε ομόφωνα από 488 αντιπροσώπους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται περισσότεροι από τριάντα επίσκοποι και πάνω από εξήντα ιερείς της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όπως επεσήμανε ο αρχιδιάκονος Αντρέι Κουράγιεφ: «Φυσικά, αυτό το κείμενο αποτελεί την επίσημη θέση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, επειδή όλες αυτές οι διατάξεις διαμορφώθηκαν και έγιναν αποδεκτές υπό την άμεση εποπτεία του Ρώσου Πατριάρχη, ο οποίος είναι επικεφαλής του Συμβουλίου. Επιπλέον, το κείμενο αυτό επικυρώθηκε ομόφωνα στην αίθουσα του Συμβουλίου, με παρουσία τουλάχιστον είκοσι επισκόπων της Ρωσικής Εκκλησίας, έξι εκ των οποίων είναι μόνιμα μέλη της Συνόδου, αποτελώντας τη μισή σύνθεση της Συνόδου. Επιπροσθέτως, η παρουσία του Πατριάρχη εξασφάλισε την εκπροσώπηση της πλειοψηφίας της Συνόδου. Συνεπώς, το κείμενο απηχεί την επίσημη θέση της Ρωσικής Εκκλησίας».
Ουσιαστικά, το κείμενο αυτό, το οποίο εκπονήθηκε και εγκρίθηκε υπό την αιγίδα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, φαίνεται να μιμείται εν μέρει τα προγραμματικά κείμενα της φιλοναζιστικής εκκλησιαστικής κίνησης που είναι γνωστή με την ονομασία «Γερμανοί Χριστιανοί» (στα γερμανικά: Glaubensbewegung «Deutsche Christen»). Ειδικότερα, ορισμένες ομοιότητες εντοπίζονται στις λεγόμενες «Οδηγίες» του Μαΐου 1932 και στις «10 βασικές αρχές» του Μαΐου 1933, οι οποίες υποστήριζαν το ιμπεριαλιστικό θρησκευτικό δόγμα του Τρίτου Ράιχ. Οι εν λόγω οδηγίες «καθαγίασαν» και νομιμοποίησαν επεκτατικές και ξενοφοβικές ιδέες, επικύρωσαν την ενοποίηση εκκλησίας και κράτους και το συγκερασμό του χριστιανισμού και του Γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το κίνημα Deutsche Christen απομακρύνθηκε από τις ευαγγελικές διδαχές της ειρήνης, της αγάπης και της συγχώρεσης, θεωρώντας ότι αποδυναμώνουν το έθνος. Επιπλέον, επιδίωξε να επιβάλει το καθεστώς μιας ενιαίας κρατικής εκκλησίας, θέτοντάς την στην υπηρεσία του καθεστώτος του Χίτλερ και της ναζιστικής Γερμανίας. Είναι προφανές ότι ορισμένοι από τους συντάκτες του νέου Διατάγματος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εμπνεύστηκαν από τις ίδιες ιδέες και πρότυπα. Τουλάχιστον ένας από αυτούς, ο Αλεξάντερ Ντούγκιν, μέλος του προεδρείου του Παγκόσμιου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου, δεν έκρυψε ποτέ τη συμπάθειά του για τις ιδέες του φασισμού, του πρώιμου ναζισμού και του αποκρυφισμού, ενσωματώνοντάς τες με μια νέα ερμηνεία στις οιονεί θρησκευτικές φονταμενταλιστικές αντιλήψεις του.
Παρουσιάζοντας το κείμενο αυτό πριν τεθεί σε ψηφοφορία, ο Πατριάρχης Κύριλλος ανέδειξε τη σημασία του: «Το Διάταγμα αποτελείται από οκτώ ενότητες που αφορούν την Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση, τον Ρωσικό Κόσμο, την εξωτερική πολιτική, την οικογενειακή, δημογραφική και μεταναστευτική πολιτική, την εκπαίδευση και την ανατροφή των παιδιών, καθώς και την οικονομική, χωροταξική και αστική ανάπτυξη […] Κύριος σκοπός του Διατάγματος, καθώς και η μακροπρόθεσμη δραστηριότητα του Παγκόσμιου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου στο σύνολο του, είναι η υπεράσπιση και η ενίσχυση του Ρωσικού Κόσμου. Πράγματι, η διαίρεση και η εξασθένιση του ρωσικού λαού, η αφαίρεση των πνευματικών και ζωτικών του δυνάμεων, οδηγούσε πάντα στην αποδυνάμωση και την κρίση του ρωσικού κράτους. Επομένως, η αποκατάσταση της ενότητας του ρωσικού λαού, καθώς και των πνευματικών και ζωτικών του δυνάμεων, αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της Ρωσίας και του Ρωσικού Κόσμου στον 21ο αιώνα.»
Ουσιαστικά, το κείμενο αυτό […] φαίνεται να μιμείται εν μέρει τα προγραμματικά κείμενα της φιλοναζιστικής εκκλησιαστικής κίνησης που είναι γνωστή με την ονομασία «Γερμανοί Χριστιανοί» (στα γερμανικά: Glaubensbewegung «Deutsche Christen»). Ειδικότερα, ορισμένες ομοιότητες εντοπίζονται στις λεγόμενες «Οδηγίες» του Μαΐου 1932 και στις «10 βασικές αρχές» του Μαΐου 1933, οι οποίες υποστήριζαν το ιμπεριαλιστικό θρησκευτικό δόγμα του Τρίτου Ράιχ. Οι εν λόγω οδηγίες «καθαγίασαν» και νομιμοποίησαν επεκτατικές και ξενοφοβικές ιδέες, επικύρωσαν την ενοποίηση εκκλησίας και κράτους και το συγκερασμό του χριστιανισμού και του Γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το κίνημα Deutsche Christen απομακρύνθηκε από τις ευαγγελικές διδαχές της ειρήνης, της αγάπης και της συγχώρεσης, θεωρώντας ότι αποδυναμώνουν το έθνος.
- Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση
Στην πρώτη παράγραφο και για πρώτη φορά σε επίσημο κείμενο που δημοσιεύεται υπό την αιγίδα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, η στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας κατά του κυρίαρχου κράτους της Ουκρανίας αναφέρεται ως «πόλεμος» (μέχρι πρόσφατα απαγορευόταν στη Ρωσική Ομοσπονδία να χρησιμοποιείται η λέξη «πόλεμος» αναφορικά με τη ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία). Επιπλέον, η «στρατιωτική επιχείρηση» και η γενοκτονία του ουκρανικού λαού αποκαλείται σ’ αυτό το κείμενο «Ιερός Πόλεμος» (πριν από αυτό, στα κηρύγματά του, ο Πατριάρχης Κύριλλος αποκαλούσε τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία «μεταφυσική και υπαρξιακή πάλη μεταξύ των δυνάμεων του καλού και του κακού»). Συγκεκριμένα, το κείμενο αναφέρει το εξής: «Από πνευματική και ηθική άποψη, η ειδική στρατιωτική επιχείρηση θεωρείται Ιερός Πόλεμος, στον οποίο η Ρωσία και ο λαός της, υπερασπιζόμενοι τον ενιαίο πνευματικό χώρο της Αγίας Ρωσίας, εκπληρώνουν την αποστολή του “Κατέχοντος” (βλ. Προς Θεσσαλονικείς Β΄, 2:6, όπου ως Κατέχον εννοείται αυτό που περιορίζει την έλευση της ανομίας στον κόσμο), που προστατεύει τον κόσμο από την επίθεση της παγκοσμιοποίησης και τη νίκη της Δύσης που έχει παραδοθεί στον σατανισμό». Το έγγραφο επίσης διακηρύσσει ότι «η Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση αποτελεί ένα νέο στάδιο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του ρωσικού λαού» κατά «σύνολης της Δύσης που διεξάγεται στα εδάφη της Νοτιοδυτικής Ρωσίας από το 2014. Κατά τη διάρκεια της Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης, ο ρωσικός λαός, ένοπλος, υπερασπίζεται τη ζωή, την ελευθερία, την κρατική υπόσταση, την πολιτιστική, θρησκευτική, εθνική και πολιτιστική του ταυτότητα, καθώς και το δικαίωμα να ζει στη δική του γη εντός των συνόρων του ενιαίου ρωσικού κράτους». Καταπατώντας το δικαίωμα του Ουκρανικού λαού να επιλέγει τη δική του ταυτότητα, την αυτονομία του και την κρατική του υπόσταση, το κείμενο αναφέρει ότι «μετά τη λήξη της Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης, ολόκληρη η επικράτεια της σημερινής Ουκρανίας θα πρέπει να εισέλθει στη ζώνη της αποκλειστικής επιρροής της Ρωσίας.» Εκτός απ’ αυτό, ο Πατριάρχης Κύριλλος καθώς και οι άλλοι συντάκτες του κειμένου δηλώνουν απερίφραστα ότι «η δυνατότητα ύπαρξης ενός ανεξάρτητου Ουκρανικού κράτους σ’ αυτήν την περιοχή θα πρέπει να αποκλειστεί εντελώς».
Η κάθε φράση αυτής της παραγράφου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις Δέκα Εντολές (οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, οὐκ ἐπιθυμήσεις) και τα ευαγγελικά ιδεώδη της αγάπης, της ειρήνης, της συγχώρεσης, του αμοιβαίου σεβασμού και της μη βίας. Πράγματι, οποιαδήποτε στρατιωτική εισβολή, επιθετικότητα, δολοφονία και βία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ή να δικαιολογηθεί ως «ιερή» από τη σκοπιά του Ευαγγελίου. Το εν λόγω κείμενο περιέχει μια σαφώς παγανιστική προσέγγιση, όπου ο πόλεμος δέχεται ειδικό «καθαγιασμό»· προσέγγιση, η οποία έρχεται σε θεμελιώδη αντίθεση με τις διδασκαλίες του Χριστού. Επομένως, δεν είναι τυχαίο ότι στο εν λόγω κείμενο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, παρά το ψευδοπνευματικό ύφος και την ευλογία του Πατριάρχη, δεν υφίσταται οποιαδήποτε αναφορά στο όνομα του Χριστού ή στο Ευαγγέλιο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο όρος «φυλετικός ιερός πόλεμος» είναι αρκετά συνηθισμένος μεταξύ των σημερινών νεοναζιστικών αντιχριστιανικών παγανιστικών αποκρυφιστικών κινημάτων. Δεδομένης της προδιάθεσης ορισμένων μεταξύ των συγγραφέων του κειμένου (Αλεξάντερ Ντούγκιν κ.α.) για τέτοιες ιδέες, δεν αποκλείεται να ήταν αυτοί που ενέπνευσαν αυτές τις αντιευαγγελικές διατυπώσεις. Ταυτόχρονα, το «Διάταγμα» έρχεται σε αντίθεση με το επίσημο κείμενο του Πατριαρχείου Μόσχας του 2000 «Βασικές αρχές της κοινωνικής διδασκαλίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» (Bases of the Social Concept of the Russian Orthodox Church, στα αγγλικά), όπου στο όγδοο κεφάλαιο με τίτλο «Πόλεμος και Ειρήνη» αναφέρεται ότι «ο πόλεμος είναι κακός» και ότι «ο φόνος, δίχως τον οποίο δεν γίνεται να υπάρξουν πόλεμοι, θεωρείτο σοβαρό έγκλημα ενώπιον του Θεού ήδη από την αυγή της ιερής ιστορίας» (παρ. VIII.1). Επομένως «ο κλήρος και οι κανονικές εκκλησιαστικές δομές δεν μπορούν να συνδράμουν ή να συνεργάζονται με το κράτος» σε ζητήματα «πολιτικού αγώνα», «διεξαγωγής εμφυλίου πολέμου ή επιθετικού εξωτερικού πολέμου» (παρ. III.8.2), εφόσον «η Εκκλησία προσπαθεί να επιτελεί ειρηνευτική διακονία […] και αντιτίθεται επίσης στην προπαγάνδα του πολέμου και της βίας, καθώς και στις διάφορες εκδηλώσεις μίσους που μπορούν να προκαλέσουν αδελφοκτόνες συγκρούσεις» (παρ. VIII.5). Συνεπώς, η δικαιολόγηση του επιθετικού πολέμου και της δολοφονίας δεκάδων χιλιάδων αμάχων στην Ουκρανία εκ μέρους της ηγεσίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, τον οποίο μάλιστα ονομάζει «ιερό πόλεμο», επιβεβαιώνει τη διαστρέβλωση και διαστροφή του ορθόδοξου δόγματος, καθώς και την απιστία της στις βασικές αρχές της διδασκαλίας του Χριστού.
2. Ρωσικός Κόσμος
Η δεύτερη παράγραφος του κειμένου αναγγέλλει την ύπαρξη ενός ξεχωριστού ρωσικού πνευματικού και πολιτισμικού «χώρου» («Ρωσικός Κόσμος» ή «Ρωσική Οικουμένη»), διαφορετικού από άλλα χριστιανικά ή ακόμη και ορθόδοξα έθνη. Κηρύσσοντας τη δική τους «πολιτισμική» αποκλειστικότητα, οι συντάκτες του εγγράφου διακηρύσσουν ότι «η Ρωσία είναι ο δημιουργός, ο υποστηρικτής και ο προστάτης του Ρωσικού Κόσμου. Τα σύνορα του Ρωσικού Κόσμου ως πνευματικό, πολιτιστικό και πολιτισμικό φαινόμενο είναι αρκετά ευρύτερα από τα κρατικά σύνορα τόσο της σημερινής Ρωσικής Ομοσπονδίας όσο και της ιστορικής Ρωσίας. Μαζί με τους εκπροσώπους του Ρωσικού Κόσμου που είναι διασκορπισμένοι σε όλη την οικουμένη, ο Ρωσικός Κόσμος περιλαμβάνει όλους εκείνους για τους οποίους η ρωσική παράδοση, τα ιερά και όσια του ρωσικού πολιτισμού και ο σπουδαίος ρωσικός πολιτισμός αποτελούν την ύψιστη αξία και το νόημα της ζωής». Αυτή η ιδέα αποτελεί το επίκεντρο της αιτιολόγησης του σύγχρονου ρωσικού επεκτατισμού. Επιπλέον, η «αποκατάσταση της ενότητας του ρωσικού λαού» ανακηρύσσεται ως «η βασική προϋπόθεση για την επιβίωση και την επιτυχή ανάπτυξη της Ρωσίας και του Ρωσικού Κόσμου στον 21ο αιώνα». Σε αυτή την περίπτωση, οι συντάκτες του κειμένου –ακολουθώντας τους θεωρητικούς του αποκρυφιστικού ρεύματος του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού, οι οποίοι διακήρυτταν την αναβίωση του «Χιλιετούς Ράιχ» (γερμ. Tausendjähriges Reich)– ομολογούν την πίστη τους στη θεωρία της «οικοδόμησης μιας χιλιετούς ρωσικής κρατικής οντότητας», η οποία, σύμφωνα με τους ίδιους, «αποτελεί την υψηλότερη μορφή πολιτικής συγκρότησης των Ρώσων ως έθνους». Αυτό το «χιλιετές βασίλειο», το οποίο αντιπροσωπεύει η Ρωσία, αναφέρεται ως το αποκαλυπτικό «Κατέχον» (Προς Θεσσαλονικείς Β΄, 2:6), αυτό που μπορεί να σταματήσει την επικράτηση του «Αντιχρίστου» στον κόσμο. Αυτή η θεωρία έχει διαδοθεί εδώ και πολλά χρόνια στην Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία από τον αποκρυφιστή Αλεξάντερ Ντούγκιν, ο οποίος πιστεύει ότι η Ρωσία πρέπει να αντιταχθεί στην «παγκόσμια συνωμοσία των Εβραίων και των μασόνων» (αγαπημένο σύνθημα του Αδόλφου Χίτλερ), αλλά τώρα, για πρώτη φορά, εκφράστηκε δημοσίως και επικυρώθηκε σε επίσημο επίπεδο από την ηγεσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς το Διάταγμα δηλώνει ότι «ο ύψιστος λόγος ύπαρξης της Ρωσίας και του Ρωσικού Κόσμου που δημιούργησε, δηλαδή η πνευματική τους αποστολή, είναι να λειτουργεί ως το “κατέχον” του κόσμου, προστατεύοντάς τον από το κακό.»
Η κάθε φράση αυτής της παραγράφου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις Δέκα Εντολές (οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, οὐκ ἐπιθυμήσεις) και τα ευαγγελικά ιδεώδη της αγάπης, της ειρήνης, της συγχώρεσης, του αμοιβαίου σεβασμού και της μη βίας. Πράγματι, οποιαδήποτε στρατιωτική εισβολή, επιθετικότητα, δολοφονία και βία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ή να δικαιολογηθεί ως «ιερή» από τη σκοπιά του Ευαγγελίου. Το εν λόγω κείμενο περιέχει μια σαφώς παγανιστική προσέγγιση, όπου ο πόλεμος δέχεται ειδικό «καθαγιασμό»· προσέγγιση, η οποία έρχεται σε θεμελιώδη αντίθεση με τις διδασκαλίες του Χριστού. Επομένως, δεν είναι τυχαίο ότι στο εν λόγω κείμενο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, παρά το ψευδοπνευματικό ύφος και την ευλογία του Πατριάρχη, δεν υφίσταται οποιαδήποτε αναφορά στο όνομα του Χριστού ή στο Ευαγγέλιο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο όρος «φυλετικός ιερός πόλεμος» είναι αρκετά συνηθισμένος μεταξύ των σημερινών νεοναζιστικών αντιχριστιανικών παγανιστικών αποκρυφιστικών κινημάτων. Δεδομένης της προδιάθεσης ορισμένων μεταξύ των συγγραφέων του κειμένου (Αλεξάντερ Ντούγκιν κ.α.) για τέτοιες ιδέες, δεν αποκλείεται να ήταν αυτοί που ενέπνευσαν αυτές τις αντιευαγγελικές διατυπώσεις.
Αυτές οι απόψεις περί της αυτοαποκαλούμενης «πνευματικής-πολιτισμικής» αποκλειστικότητας του «Ρωσικού Κόσμου», της «χιλιετούς βασιλείας» του στη γη και τον ρόλο του «κατέχοντος», εντάσσονται σε μια σειρά από ψευδοχριστιανικές αιρετικές διδασκαλίες, οι οποίες έχουν επανειλημμένα καταδικαστεί από πολλούς άγιους Πατέρες της Ορθοδοξίας. Ειδικότερα, οι δηλώσεις περί «πνευματικής και πολιτισμικής» αποκλειστικότητας των Ρώσων και του «Ρωσικού Κόσμου» εμπίπτουν στην καταδίκη της αίρεσης του εθνοφυλετισμού, η οποία διατυπώθηκε στην Τοπική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 1872. Η έμφαση στον «χιλιασμό» της Ρωσίας (ο οποίος δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα) αποτελεί μεταφορά αιρετικών χιλιαστικών ιδεών περί «χιλιόχρονης βασιλείας επί της γης» στην Ορθοδοξία· διδασκαλίες, οι οποίες έχουν επανειλημμένα καταδικαστεί από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως ανορθόδοξες, αφού η Ορθόδοξη θεολογία αντιλαμβάνεται ως «βασιλεία» την Οικουμενική Εκκλησία και όχι κάποια συγκεκριμένη επίγεια κρατική οντότητα. Επιπλέον, εδώ μπορεί να εντοπιστεί η επιρροή της αιρετικής χιλιαστικής θεωρίας του «Χιλιετούς Ράιχ» και εκτός από αυτό, η αντίληψη της Ρωσίας ως μοναδικής ενσάρκωσης των «δυνάμεων του καλού» στον κόσμο, που αντιπαρατίθενται στις «δυνάμεις του κακού», τις οποίες αντιπροσωπεύει η «παραδομένη στον σατανισμό» Δύση, αποτελεί χαρακτηριστικό της αίρεσης του Μανιχαϊσμού. Αυτή η αίρεση, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος χαρακτηρίζεται από την αντιπαράθεση αντίθετων στοιχείων (φως και σκοτάδι, καλό και κακό, αλήθεια και ψέμα), βασίζεται σε ιδέες θρησκευτικού συγκρητισμού και έχει ως θεμέλιό της τον δυϊσμό. Παράλληλα με το παραπάνω, η ανακήρυξη της Ρωσίας ως ένα είδος «κατέχοντος» αντιτίθεται πλήρως στην Ορθόδοξη διδασκαλία, διότι στη θεολογία, ως «Κατέχον» που περιορίζει την ανομία, νοείται πρωτίστως η δράση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, διότι το Άγιο Πνεύμα επιδρά στην πνευματική και ηθική κατάσταση της ανθρωπότητας κατευθύνοντάς την προς το καλό, καθώς δεν απομακρύνεται από αυτήν με αποτέλεσμα οι δυνάμεις του κακού να μην μπορούν να επικρατήσουν. Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, ο Θεοδώρητος Κύρρου, ο άγιος Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως, ο άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος και άλλοι αποκαλούσαν το Άγιο Πνεύμα «Κατέχον». Επιπροσθέτως, αυτήν την ερμηνεία ακολούθησαν και ορισμένοι Ρώσοι συντηρητικοί στοχαστές του ύστερου 19ου και πρώιμου 20ου αιώνα, όπως π.χ. ο Λέων Τιχομίροφ. Οι απόπειρες της ηγεσίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας να «ιεροποιήσει» και να ενισχύσει τη σύγχρονη Ρωσική Ομοσπονδία και την κυρίαρχη εγκληματική της ηγεσία με τέτοια «μεσσιανικά» χαρακτηριστικά δείχνουν ότι προσπαθεί να δημιουργήσει τεχνητά μια νέα πολιτική θρησκεία, η οποία επενδύεται με μεσαιωνικούς χριστιανικούς όρους, αλλά στην ουσία της είναι αντιχριστιανική και αντιευαγγελική. Ταυτόχρονα, οι εν λόγω ισχυρισμοί αποκαλύπτουν την επιδίωξη να προωθηθεί η αποκατάσταση της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως αυτοκρατορίας υπό την ηγεσία ενός μοναδικού και απολυταρχικού «ανώτατου ηγέτη», αυτοκράτορα, παρομοίως με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και την ανακήρυξη της Γαλλικής Αυτοκρατορίας.
3. Εξωτερική Πολιτική
Στην τρίτη παράγραφο, το κείμενο προβάλλει την παγκόσμια ηγετική θέση της Ρωσίας στη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων: «Η Ρωσία θα πρέπει να εξελιχθεί σε ένα από τα ηγετικά κέντρα του πολυπολικού κόσμου, ηγούμενη στις διαδικασίες ολοκλήρωσης». «Ως γεωπολιτικός άξονας της Ευρασίας […] η Ρωσία θα πρέπει να εξισορροπήσει τα στρατηγικά συμφέροντα και να επιδράσει ως προστάτιδα της ασφάλειας και της δίκαιης παγκόσμιας τάξης στον νέο πολυπολικό κόσμο». Την ίδια στιγμή, σε αυτήν τη νέα παγκόσμια τάξη, οι αντιπρόσωποι του Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και οι κυρίαρχες ρωσικές πολιτικές ελίτ απορρίπτουν κατηγορηματικά το δικαίωμα μιας διακριτής ύπαρξης της Ουκρανίας και του ουκρανικού λαού. Αντ’ αυτού, διακηρύσσουν την επαναφορά του ξεπερασμένου και αντιεπιστημονικού ρωσικού αυτοκρατορικού μυθολογικού «δόγματος της τριαδικής ενότητας του ρωσικού λαού, σύμφωνα με το οποίο ο ρωσικός λαός αποτελείται από ‘Μεγαλορώσους’ (velikorosy), ‘Μικρορώσους’ (malorosy) και ‘Λευκορώσους’ (belorosy), οι οποίοι αποτελούν παρακλάδια (υπο-εθνότητες) ενός λαού, καθώς ο όρος «Ρώσος» συμπεριλαμβάνει όλους τους ανατολικούς Σλάβους.» Σύμφωνα με τους συντάκτες του κειμένου, «η επανένωση του ρωσικού λαού θα πρέπει να αποτελέσει μία από τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας» και «το δόγμα της τριαδικής ενότητας θα πρέπει να κατοχυρωθεί με νόμο, αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος του ρωσικού συστήματος δικαίου. Η τριαδική ενότητα θα πρέπει να συμπεριληφθεί στον κανονιστικό κατάλογο των ρωσικών πνευματικών και ηθικών αξιών και να λάβει την κατάλληλη νομική κάλυψη.»
Επομένως, το εγκεκριμένο από την ηγεσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας κείμενο, το οποίο παραβιάζει το θείο δώρο της ελευθερίας της αυτοδιάθεσης, αρνείται το ίδιο το δικαίωμα ύπαρξης των Ουκρανών ως ξεχωριστού λαού και αγνοεί τις ιστορικές διαδικασίες ανάπτυξης της πολιτισμικής τους ταυτότητας και της κρατικής τους υπόστασης. Παράλληλα, όπως επισημαίνουν ειδικοί του Αμερικανικού Ινστιτούτου Μελέτης Πολέμου, η «αποκατάσταση της ενότητας του ρωσικού λαού μέσω του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας θεωρείται από την ηγεσία του Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως η βασική προϋπόθεση για την επιβίωση και την ανάπτυξη του “Ρωσικού Κόσμου”.» Στόχος αυτής της έκκλησης είναι η «πλήρης καταστροφή του ουκρανικού έθνους» (γενοκτονία) και η βίαιη στρατιωτική κατοχή του από τη Ρωσία με σκοπό την πλήρη αφομοίωση και εξόντωσή του. Συνεπώς, το εν λόγω κείμενο παρουσιάζει έντονα στοιχεία ξενοφοβίας και περιέχει προπαγάνδα και εκκλήσεις για βίαιες ενέργειες και γενοκτονία.
Η έμφαση στον «χιλιασμό» της Ρωσίας (ο οποίος δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα) αποτελεί μεταφορά αιρετικών χιλιαστικών ιδεών περί «χιλιόχρονης βασιλείας επί της γης» στην Ορθοδοξία· διδασκαλίες, οι οποίες έχουν επανειλημμένα καταδικαστεί από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως ανορθόδοξες, αφού η Ορθόδοξη θεολογία αντιλαμβάνεται ως «βασιλεία» την Οικουμενική Εκκλησία και όχι κάποια συγκεκριμένη επίγεια κρατική οντότητα. Επιπλέον, εδώ μπορεί να εντοπιστεί η επιρροή της αιρετικής χιλιαστικής θεωρίας του «Χιλιετούς Ράιχ» και εκτός από αυτό, η αντίληψη της Ρωσίας ως μοναδικής ενσάρκωσης των «δυνάμεων του καλού» στον κόσμο, που αντιπαρατίθενται στις «δυνάμεις του κακού», τις οποίες αντιπροσωπεύει η «παραδομένη στον σατανισμό» Δύση, αποτελεί χαρακτηριστικό της αίρεσης του Μανιχαϊσμού. Αυτή η αίρεση, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος χαρακτηρίζεται από την αντιπαράθεση αντίθετων στοιχείων (φως και σκοτάδι, καλό και κακό, αλήθεια και ψέμα), βασίζεται σε ιδέες θρησκευτικού συγκρητισμού και έχει ως θεμέλιό της τον δυϊσμό. Παράλληλα με το παραπάνω, η ανακήρυξη της Ρωσίας ως ένα είδος «κατέχοντος» αντιτίθεται πλήρως στην Ορθόδοξη διδασκαλία, διότι στη θεολογία, ως «Κατέχον» που περιορίζει την ανομία, νοείται πρωτίστως η δράση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, διότι το Άγιο Πνεύμα επιδρά στην πνευματική και ηθική κατάσταση της ανθρωπότητας κατευθύνοντάς την προς το καλό, καθώς δεν απομακρύνεται από αυτήν με αποτέλεσμα οι δυνάμεις του κακού να μην μπορούν να επικρατήσουν.
4. Οικογένεια και Δημογραφική Πολιτική
Η τέταρτη παράγραφος διακηρύσσει ότι «για να επιβιώσει στον 21ο αιώνα η Ρωσία και για να διατηρήσει την κυριαρχία της, καθώς και την ιδιαίτερη πολιτισμική της ταυτότητα, χρειάζεται βιώσιμη και, κυρίως, εντατική αύξηση του πληθυσμού». Προφανώς, τέτοιες εκκλήσεις είναι επίσης εμπνευσμένες από τους ιδεολόγους του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού. Οι συντάκτες του κειμένου εντοπίζουν τη λύση του προβλήματος στη συγκρότηση «παραδοσιακών πολυμελών οικογενειών». Σύμφωνα με το ίδιο κείμενο, «το κράτος θα πρέπει να θέσει ως μακροπρόθεσμο στρατηγικό στόχο να αυξήσει τον πληθυσμό της Ρωσίας στον “Μεντελεγιεβιανό” αριθμό των 600 εκατομμυρίων μέσα σε εκατό χρόνια βιώσιμης δημογραφικής ανάπτυξης». Η φιλοδοξία «συγκρότησης οικογένειας, γέννησης και ανατροφής τριών ή περισσότερων παιδιών, θα πρέπει να καταστεί απτή ενσάρκωση των ιδεών του Ρωσικού Κόσμου». «Το κράτος πρέπει να λάβει αυστηρά μέτρα» κατά των «αμβλώσεων, της σεξουαλικής ακολασίας και της ανηθικότητας, καθώς και του σοδομισμού και των διαφόρων σεξουαλικών διαστροφών». Επιπλέον, «σύνολη η εθνική κουλτούρα, πρώτα απ’ όλα η μαζική κουλτούρα, πρέπει να εργαστεί για να δημιουργήσει στην κοινωνία τη λατρεία της οικογένειας, της γέννησης πολλών παιδιών και της συζυγικής πίστης.»
Μεταξύ άλλων, διάφορες αξιώσεις που χαρακτήριζαν τη γερμανική εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία μπορούν να παρατηρηθούν κι εδώ, όπως η ιδέα του «αίματος και του εδάφους», η λατρεία της αναπαραγωγής και του πολλαπλασιασμού του έθνους, η υπόδειξη της οικογένειας ως θεμελίου (κυττάρου) της «άριας κοινωνίας» και άλλα παρόμοια. Επιπλέον, χωρίς να γίνεται καμία μνεία στα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών, αντί για προσπάθεια της Εκκλησίας για την ανάπτυξη της εθελοντικής πνευματικής και ηθικής διαφώτισης και βελτίωσης του πληθυσμού, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία προσπαθεί να παρέχει στο κράτος ολοκληρωτικές αρμοδιότητες για τον έλεγχο των ηθών και της ηθικής της κοινωνίας, όπως συνέβαινε στη ναζιστική Γερμανία και την κομμουνιστική ΕΣΣΔ, και όπως συμβαίνει σε πολλά νεώτερα ισλαμικά ολοκληρωτικά κράτη. Αναμφίβολα, είναι καθήκον της Εκκλησίας να κηρύσσει τις ηθικές αξίες. Ωστόσο, η επιβολή τους με ολοκληρωτικό τρόπο και με τη συνδρομή της αστυνομικής εξουσίας του κράτους έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αρχή της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου που κηρύττει το Ευαγγέλιο. Τα ανωτέρω φανερώνουν τη βούληση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας να μεταβιβάσει την ευθύνη για την ηθική βελτίωση της κοινωνίας από την ίδια στο κράτος.
5. Μεταναστευτική Πολιτική
Στην πέμπτη παράγραφο, οι συγγραφείς, στο πνεύμα των φασιστικών-ρατσιστικών και ξενοφοβικών ιδεών, βλέπουν μια από τις κύριες απειλές για τη σύγχρονη Ρωσία στην εισροή μεταναστών από τις ασιατικές χώρες. «Η μαζική εισροή μεταναστών που δεν μιλούν ρωσικά και δεν κατανοούν σωστά τη ρωσική ιστορία και τον πολιτισμό και επομένως δεν μπορούν να ενσωματωθούν στη ρωσική κοινωνία, αλλάζει την εικόνα των ρωσικών πόλεων, γεγονός που οδηγεί στην παραμόρφωση του ενιαίου νομικού, πολιτιστικού και γλωσσικού χώρου της χώρας», αναφέρεται στο έγγραφο. Περαιτέρω, «η ανεξέλεγκτη μαζική εισροή ξένου εργατικού δυναμικού οδηγεί σε ανεπαρκή αμοιβή του ντόπιου πληθυσμού και στην επακόλουθη αντικατάστασή τους από μετανάστες σε ολόκληρους τομείς της εγχώριας οικονομίας […] Κλειστοί εθνοτικοί θύλακες αναδύονται και αναπτύσσονται ενεργά στις μεγαλύτερες πόλεις, δημιουργώντας έδαφος για διαφθορά, οργανωμένο εθνοτικό έγκλημα και παράνομη μετανάστευση». Από την άποψη αυτή, οι συντάκτες του εγγράφου διακηρύσσουν τις ακόλουθες «προτεραιότητες της νέας μεταναστευτικής πολιτικής» της Ρωσίας: «Προστασία της ρωσικής πολιτισμικής ταυτότητας, ενότητα του νομικού, πολιτιστικού και γλωσσικού χώρου της χώρας, προστασία των δικαιωμάτων και των νόμιμων συμφερόντων των Ρώσων και των άλλων αυτόχθονων πληθυσμών της Ρωσίας […] Σημαντικό περιορισμό της εισροής ξένου εργατικού δυναμικού με χαμηλή ειδίκευση στη Ρωσική Ομοσπονδία. Εισαγωγή της αρχής της μέγιστης νομικής και οικονομικής υπευθυνότητας των εργοδοτών που προσλαμβάνουν εργαζόμενους από αλλότριους πολιτισμούς». Αυτή η παράγραφος φαίνεται να έχει ληφθεί εξ ολοκλήρου από τα έγγραφα του προγράμματος του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP) με τις ρατσιστικές και ξενοφοβικές του ιδέες.
6. Παιδεία και Ανάπτυξη
Στην έκτη παράγραφο, η οποία συνεχίζει στο πνεύμα των ολοκληρωτικών ιδεών του φασισμού, κύρια απειλή για τον «Ρωσικό Κόσμο» θεωρείται η διάδοση «καταστροφικών ιδεολογικών αντιλήψεων και συμπεριφορών, κυρίως δυτικών». Ως εκ τούτου, «τα εγχώρια εκπαιδευτικά και αναπτυξιακά προγράμματα πρέπει να αποκαθαρθούν» από αυτές τις αντιλήψεις που είναι «ξένες προς τον ρωσικό λαό». Επιπροσθέτως, «η αφομοίωση της κοσμοθεωρίας, καθώς και των πνευματικών και ηθικών αξιών του ρωσικού πολιτισμού είναι η πιο σημαντική πτυχή για την εθνική ανάπτυξη της σύγχρονης ρωσικής ελίτ, καθώς και για την ανατροφή των μελλοντικών γενεών των Ρώσων πολιτών». «Ένα νέο κοινωνικό-ανθρωπιστικό παράδειγμα που βασίζεται στη ρωσική πολιτισμική ταυτότητα και στις παραδοσιακές ρωσικές πνευματικές και ηθικές αξίες πρέπει να αναπτυχθεί και να ενταχθεί στην εγχώρια διδασκαλία των κοινωνικών και ανθρωπιστικών κλάδων». Για την επίτευξη του στόχου της «οικοδόμησης ενός νέου κοινωνικο-ανθρωπιστικού παραδείγματος», το κείμενο προτείνει «μια κριτική αναθεώρηση των δυτικών επιστημονικών θεωριών και μεθόδων (κυρίως στον τομέα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών) ανάλογα με το κατά πόσο συμφωνούν με την κυρίαρχη ρωσική κοσμοθεωρία, τη χρησιμότητά τους ή την βλαβερή τους επιρροή στην ενίσχυση της εθνικής αυτοσυνείδησης, καθώς και την αναθεώρηση του συνόλου των ανθρωπιστικών γνώσεων, των κοινά αποδεκτών θεωριών και εννοιών με βάση τη συσχέτισή τους με την κοσμοθεωρία και τις ηθικές αξίες του ρωσικού πολιτισμού. Επιπλέον, υποδεικνύει την αναδιάρθρωση των μεθοδολογικών συστημάτων, προτύπων και αξιολογήσεων χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα διεθνή κριτήρια και σημεία αναφοράς (τα οποία ουσιαστικά επιβάλλονται από τη Δύση), καθώς και την αναμόρφωση του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος ώστε να συμμορφωθεί με τις θεμελιώδεις παραμέτρους της κυρίαρχης ρωσικής κοσμοθεωρίας.» Με άλλα λόγια, όλα τα παραπάνω είναι όμοια με τις πολιτικές της ναζιστικής Γερμανίας και της κομμουνιστικής ΕΣΣΔ.
Μεταξύ άλλων, διάφορες αξιώσεις που χαρακτήριζαν τη γερμανική εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία μπορούν να παρατηρηθούν κι εδώ, όπως η ιδέα του «αίματος και του εδάφους», η λατρεία της αναπαραγωγής και του πολλαπλασιασμού του έθνους, η υπόδειξη της οικογένειας ως θεμελίου (κυττάρου) της «άριας κοινωνίας» και άλλα παρόμοια. Επιπλέον, χωρίς να γίνεται καμία μνεία στα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών, αντί για προσπάθεια της Εκκλησίας για την ανάπτυξη της εθελοντικής πνευματικής και ηθικής διαφώτισης και βελτίωσης του πληθυσμού, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία προσπαθεί να παρέχει στο κράτος ολοκληρωτικές αρμοδιότητες για τον έλεγχο των ηθών και της ηθικής της κοινωνίας, όπως συνέβαινε στη ναζιστική Γερμανία και την κομμουνιστική ΕΣΣΔ, και όπως συμβαίνει σε πολλά νεώτερα ισλαμικά ολοκληρωτικά κράτη. Αναμφίβολα, είναι καθήκον της Εκκλησίας να κηρύσσει τις ηθικές αξίες
7. Χωροταξική και Αστική Ανάπτυξη
Η έβδομη παράγραφος ανακοινώνει την ανάγκη του «χωρικού μετασχηματισμού της Ρωσίας» με σκοπό την «εξασφάλιση σημαντικής αύξησης του ποσοστού γεννήσεων». Για τον σκοπό αυτόν, προτείνεται η επιβολή μαζικής απέλασης των κατοίκων των πόλεων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που βρίσκονται στα κατεχόμενα από τη Ρωσία ουκρανικά εδάφη, σε εγκαταλελειμμένα χωριά και οικισμούς σε όλη την αχανή έκταση της Ρωσικής Ομοσπονδίας. «Μέχρι το 2050, η Ρωσία θα πρέπει να μετατραπεί σε μια ομοιόμορφα κατοικημένη και ανεπτυγμένη χώρα χαμηλής δόμησης με 1.000 αναζωογονημένες μεσαίες και μικρές πόλεις – το Garðaríki (Γκαρδαρίκι) του 21ου αιώνα.» Στο κείμενο αναφέρεται επίσης ότι «οι προαστιακοί οικισμοί θα πρέπει να γίνουν ο κύριος τύπος οικισμού στη χώρα». Το εν λόγω σχέδιο προβλέπει την «απόρριψη κατά προτεραιότητα της ανάπτυξης μεγάλων αστικών συγκροτημάτων, της μαζικής κατασκευής πολυκατοικιών, καθώς και της υπερσυγκέντρωσης των εργατικών πόρων και των παραγωγικών δυνάμεων στις μεγαλουπόλεις, και τη μετάβαση σε μια παραδοσιακή για τη Ρωσία ομοιόμορφη κατανομή του πληθυσμού και των παραγωγικών δυνάμεων στο έδαφος της χώρας μέσω μαζικής μετεγκατάστασης των κατοίκων των πόλεων σε καλά εξοπλισμένους προαστιακούς οικισμούς.»
8. Οικονομική Ανάπτυξη
Η όγδοη παράγραφος αναφέρει ότι «κύριοι στόχοι της εθνικής οικονομίας» πρέπει να είναι η «εξασφάλιση της αύξησης της γεννητικότητας, ο εποικισμός και η ανάπτυξη των απέραντων εκτάσεων της Ρωσίας, καθώς και η διασφάλιση της κυριαρχίας και της αμυντικής ικανότητας της χώρας». Επομένως κι αυτή η παράγραφος θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τα κείμενα της ναζιστικής Γερμανίας.
Η ανάλυση του «διατάγματος» φανερώνει πως έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και την Ορθόδοξη θεολογία, καθώς και ότι αποτελεί συμπίλημα αντιχριστιανικών και ξενοφοβικών ιδεών που διακρίνεται από τα συμπτώματα μιας δυϊστικής αίρεσης, βασισμένης, σύμφωνα με την ανάλυση του αρχιμανδρίτη Κύριλλου Γοβορούν, στην ανάμειξη της θρησκείας με την πολιτική. Αντί να κηρύττει τις θεμελιώδεις ιδέες της χριστιανικής διδασκαλίας, το εν λόγω κείμενο δανείζεται και προωθεί νεοφασιστικές, ξενοφοβικές και αντιχριστιανικές ιδέες με την έγκριση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεδομένου ότι εκπονήθηκε και επικυρώθηκε με τη συμμετοχή κορυφαίων ιεραρχών της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, με επικεφαλής τον Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο, το κείμενο αυτό αποτελεί ουσιαστικά την επίσημη θέση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επιπλέον, περιέχει ρητορική γενοκτονίας και δεν μπορεί να θεωρηθεί ένα απλό προγραμματικό κείμενο του Παγκόσμιου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου, καθώς με τις ευλογίες της ηγεσίας του Πατριαρχείου Μόσχας απευθύνεται στις νομοθετικές και εκτελεστικές αρχές της Ρωσίας και νομιμοποιεί με επίσημο τρόπο την προπαγάνδα των ρωσικών αρχών, εκπρόσωποι των οποίων είναι μέλη του προεδρείου του Παγκόσμιου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΡΩΣΙΚΟ ΛΑΪΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΩΣ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΩΣ «ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ «ΡΩΣΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»
Τον Δεκέμβριο του 2001, η Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (η οποία περιλάμβανε και επισκόπους της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Πατριαρχείου Μόσχας), με απόφαση της κήρυξε επίσημα «χρήσιμη την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του Παγκόσμιου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου, ως μόνιμης ένωσης δημοσίων οργανώσεων με ενεργή συμμετοχή και πνευματική καθοδήγηση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας». Έτσι, η δραστηριότητα αυτής της οργάνωσης «υπό την πνευματική ηγεσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» έχει επίσημα την ευλογία και τις εξουσίες του κυβερνώντος οργάνου, της Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επικεφαλής της οργάνωσης, από το καταστατικό της, είναι ο Πατριάρχης Μόσχας. Όπως τόνισε ο Πατριάρχης Κύριλλος κατά την παρουσίαση του προαναφερθέντος «Διατάγματος», το Συμβούλιο «έχει γίνει μια πολύ αποτελεσματική και πραγματικά ανοιχτή πλατφόρμα για τη συζήτηση πολλών προβλημάτων της εθνικής και δημόσιας ατζέντας, καθώς και ζητήματα που σχετίζονται με τη ζωή της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας».
Ο Πατριάρχης Κύριλλος τονίζει την σημασία αυτής της οργάνωσης τόσο για τη ζωή της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας όσο και για το ρωσικό κράτος. Αφού, κατά παράβαση του Χάρτη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, έχει ουσιαστικά αναστείλει τη λειτουργία του ανώτατου διοικητικού οργάνου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, της Συνόδου των Επισκόπων (δεν συγκαλείται από το 2017), δημιούργησε το λεγόμενο «Παγκόσμιο Ρωσικό Λαϊκό Συμβούλιο», στο οποίο συμμετέχουν επίσκοποι, ιερείς και λαϊκοί της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αντικαθιστώντας το επίσημο εκκλησιαστικό σώμα.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, το Παγκόσμιο Ρωσικό Λαϊκό Συμβούλιο θεωρείτο ένας «παράπλευρος» οργανισμός, επομένως οι δραστηριότητες και οι δηλώσεις του δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία για πολλούς ειδικούς. Ωστόσο, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 υπό την αιγίδα του Πατριαρχείου Μόσχας, αυτή ακριβώς η δομή λειτουργεί ως ένα είδος «εργαστηρίου» για την ανάπτυξη, τη δοκιμή και την προώθηση νεοϊμπεριαλιστικών, οιονεί θρησκευτικών ιδεών, οι οποίες υιοθετούνται από τον κυβερνητικό μηχανισμό της Ρωσικής Ομοσπονδίας και χρησιμοποιούνται ως δικαιολογία για τον επεκτατισμό και τον πόλεμο κατά της Ουκρανίας.
Το Παγκόσμιο Ρωσικό Λαϊκό Σουμβούλιο εμφανίστηκε το 1993, λίγο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ως μια προσπάθεια αντικατάστασης του πρώην ΚΚΣΕ προκειμένου να εδραιωθούν οι ρωσικές μετα-σοβιετικές ελίτ και να εισαχθεί μια νέα ρωσική εθνική ιδέα η οποία θα αντικαθιστούσε την παλιά κομμουνιστική ιδεολογία. Η οργάνωση ξεκίνησε από τον τότε επικεφαλής του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, Μητροπολίτη Σμολένσκ και Καλίνινγκραντ και νυν Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο (Γκουντιάγιεφ), επίσης γνωστό με το κωδικό του ψευδώνυμο Μιχάηλωφ (ως πράκτορα της KGB). Αυτή η νέα οργάνωση υπό την αιγίδα του Πατριαρχείου Μόσχας ένωσε προσωπικότητες της θρησκευτικής και πολιτιστικής ζωής της Ρωσίας, επιστήμονες και εκπροσώπους της διασποράς, και το πιο σημαντικό, εκπροσώπους των αρχών, των υπηρεσιών ασφαλείας και των υπηρεσιών επιβολής του νόμου της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Μέχρι το 2009, επικεφαλής του Παγκοσμίου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου ήταν ο Πατριάρχης Μόσχας Αλέξιος (Ρίντιγκερ), ενώ αναπληρωτής του και de facto επικεφαλής της οργάνωσης ήταν ο Μητροπολίτης Κύριλλος (Γκουντιάγιεφ). Όταν ο Κύριλλος έγινε Πατριάρχης Μόσχας το 2009, έγινε και επικεφαλής του Παγκοσμίου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου.
Για πολύ καιρό, αναπληρωτές του Κύριλλου στο Παγκόσμιο Ρωσικό Λαϊκό Συμβούλιο ήταν ο αείμνηστος πρωθιερέας Βσέβολοντ Τσαπλίν, γνωστός για τις σκανδαλώδεις δηλώσεις του υπέρ του πυρηνικού πολέμου, και ο απεχθής Ρώσος ολιγάρχης, ιδιοκτήτης του τηλεοπτικού καναλιού Τσάργκραντ («Βασιλεύουσα») και χορηγός της τρομοκρατίας στις περιοχές του Λουχάνσκ και του Ντονιέτσκ, Κονσταντίν Μαλοφέγιεφ. Ο Μαλοφέγιεφ παραιτήθηκε από αναπληρωτής πρόεδρος του ΠΛΡΣ φέτος. Αντικαταστάθηκε από τον εκτελεστικό διευθυντή του Ιδρύματος Μαλοφέγιεφ, Σέργιο Ρούντοφ, μέλος του Δημόσιου Επιμελητηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνοδικού Τμήματος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Διοικητικού Συμβουλίου της Λαύρας του αγίου Σεργίου. Άλλοι αντιπρόεδροι του Παγκοσμίου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου είναι ο Μητροπολίτης Γρηγόριος (Πετρόφ) του Βοσκρεσένσκ και ένας από τους ιδεολόγους του «Ρωσικού Κόσμου», ο Αλεκσάντερ Σκίπκωφ, ο οποίος είναι επίσης ο πρώτος αντιπρόεδρος του Συνοδικού Τμήματος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για τις σχέσεις με την κοινωνία και τα μέσα ενημέρωσης.
Το Παγκόσμιο Ρωσικό Λαϊκό Σουμβούλιο εμφανίστηκε το 1993, λίγο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ως μια προσπάθεια αντικατάστασης του πρώην ΚΚΣΕ προκειμένου να εδραιωθούν οι ρωσικές μετα-σοβιετικές ελίτ και να εισαχθεί μια νέα ρωσική εθνική ιδέα η οποία θα αντικαθιστούσε την παλιά κομμουνιστική ιδεολογία. Η οργάνωση ξεκίνησε από τον τότε επικεφαλής του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, Μητροπολίτη Σμολένσκ και Καλίνινγκραντ και νυν Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο (Γκουντιάγιεφ), επίσης γνωστό με το κωδικό του ψευδώνυμο Μιχάηλωφ (ως πράκτορα της KGB). Αυτή η νέα οργάνωση υπό την αιγίδα του Πατριαρχείου Μόσχας ένωσε προσωπικότητες της θρησκευτικής και πολιτιστικής ζωής της Ρωσίας, επιστήμονες και εκπροσώπους της διασποράς, και το πιο σημαντικό, εκπροσώπους των αρχών, των υπηρεσιών ασφαλείας και των υπηρεσιών επιβολής του νόμου της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Το Προεδρείο του Παγκοσμίου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου περιλαμβάνει επίσης τον απεχθή Αλεξάντερ Ντούγκιν, Ρώσο αποκρυφιστή φιλόσοφο και νεοφασίστα, έναν από τους δημιουργούς της σύγχρονης ρωσικής νεοϊμπεριαλιστικής ευρασιατικής ιδεολογίας· τους S. Shoigu, S. Glazyev, S. Baburin, S. Stepashin, V. Medinsky, D. Rogozin, τους μητροπολίτες του Πατριαρχείου Μόσχας Βαρσανούφιο (Σουντάκωφ) της Αγίας Πετρούπολης, Σάββα (Μιχέγιεφ) της Βολόγκτνα, Αλεξάντερ (Μογκίλεφ) του Καζακστάν και Βικέντι (Μοράρ) της Τασκένδης. Στην προεδρεία του Συμβουλίου του Παγκοσμίου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου είναι οι μητροπολίτες της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Ιννοκέντι (Βασίλιεφ) του Βίλνιους και της Λιθουανίας, Εβγκένι (Ρεσέτνικοφ) του Ταλίν και της Εσθονίας και Ντιονίσι (Πορουμπάι) του Ομσκ. Σύμφωνα με τις αναφορές της ηγεσίας του Παγκοσμίου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου, τα μέλη του περιλαμβάνουν περισσότερους από 100 επισκόπους της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Ρωσία και στο εξωτερικό, καθώς και 17 κυβερνήτες, 5 βουλευτές της Κρατικής Δούμας (Βουλής) της Ρωσικής Ομοσπονδίας, 10 γερουσιαστές, 10 προέδρους της νομοθετικής συνέλευσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας, 45 υποδιοικητές, καθώς και αρκετούς επικεφαλής υπουργείων και διοικήσεων περιφερειών της Ρωσικής Ομοσπονδίας, επικεφαλής δημόσιων επιμελητηρίων, 16 πρυτάνεις πανεπιστημίων κ.λπ.
Ο ρόλος του Παγκοσμίου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου αναβαθμίστηκε σημαντικά το 2001, όταν το συνέδριό του το εγκαινίασε προσωπικά ο Βλαντιμίρ Πούτιν στην Αίθουσα Εκκλησιαστικών Συμβουλίων του Καθεδρικού Ναού του Σωτήρος Χριστού στη Μόσχα. Έκτοτε, όχι μόνο εκπρόσωποι της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και δημόσιων οργανισμών, αλλά και ο επικεφαλής της Κρατικής Δούμας της Ομοσπονδιακής Συνέλευσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ο Πρώτος Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας, οι επικεφαλής του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου, του Γραφείου Διοίκησης του Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας και του Υπουργείου Εσωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας, οι ηγέτες των κύριων πολιτικών κομμάτων, οι επικεφαλής των Συνταγματικών ενοτήτων της Ρωσικής Ομοσπονδίας, των δημόσιων και θρησκευτικών ενώσεων της Ρωσικής Ομοσπονδίας, συμμετέχουν στις εργασίες του Παγκοσμίου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου. Έτσι, η οργάνωση απέκτησε επιρροή τόσο στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία όσο και σε κεντρικές και περιφερειακές νομοθετικές και εκτελεστικές αρχές στη Ρωσική Ομοσπονδία, εκπρόσωποι των οποίων συμπεριλήφθηκαν στο Προεδρείο και σε άλλα όργανα του Παγκοσμίου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου. Επιπλέον, ο οργανισμός έχει λάβει καθεστώς συμβούλου στο Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του ΟΗΕ. Σε αυτόν τον οργανισμό, όπως έχει ήδη ειπωθεί, έχει ανατεθεί ο ρόλος του κύριου «εργαστηρίου» στην ανάπτυξη της διδασκαλίας του «Ρωσικού Κόσμου».
Η εντολή του Κρεμλίνου να αναπτυχθεί η ιδεολογία του «Ρωσικού Κόσμου» αποτελούσε αντίδραση στην «Πορτοκαλί Επανάσταση» του Κιέβου του 2004. Φοβούμενος την πιθανή διάδοση της ουκρανικής κινητοποίησης στο ρωσικό έδαφος, ο Πούτιν επεδίωξε να δημιουργήσει μια νέα αυτοκρατορική ιδεολογία και προπαγάνδα. Ένας από αυτούς που του πρότειναν αυτό το μονοπάτι ήταν ο τότε Μητροπολίτης Κύριλλος. Πολύ πριν γίνει Πατριάρχης Μόσχας, ο Μητροπολίτης Κύριλλος προσέλκυσε και υποστήριξε διάφορους περιθωριακούς υποστηρικτές του ρωσικού αυτοκρατορικού «μεσσιανισμού», συμπεριλαμβανομένων προσώπων με ανοιχτά φασιστικές, νεοναζιστικές και αποκρυφιστικές απόψεις (Ντούγκιν, Πλατόνωφ, και άλλοι).
Το 2005-2007, οι ειδικοί του Παγκοσμίου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου ανέπτυξαν το «Ρωσικό Δόγμα», στο οποίο, εκτός από ιδεολογικά συνθήματα, ανακοινώθηκαν και συγκεκριμένα καθήκοντα. Μεταξύ αυτών ήταν η επέκταση της Ρωσικής Ομοσπονδίας στο «εγγύς εξωτερικό» και οι καταλήψεις της Κριμαίας, του Ντονμπάς και ολόκληρης της Ουκρανίας. Έτσι, ο πόλεμος της Ρωσικής Ομοσπονδίας κατά της Ουκρανίας δικαιολογήθηκε ιδεολογικά και προετοιμάστηκε τουλάχιστον από το 2005. Το 2006, αυτό το «δόγμα» «αξιολογήθηκε από τους κριτές της Θεολογικής Ακαδημίας του Πατριαρχείου Μόσχας ως σύμφωνο με το πνεύμα και τις διδασκαλίες της Ορθοδοξίας». Το 2007 το «Ρωσικό Δόγμα» υιοθετήθηκε ως βάση της ιδεολογίας του Παγκοσμίου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου υπό την αιγίδα του Πατριαρχείου Μόσχας και με την άμεση υποστήριξη του τότε επικεφαλής του τομέα Εξωτερικών Υποθέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, Μητροπολίτη Κύριλλου. Ο Κύριλλος παρουσίασε προσωπικά την τελική εκδοχή του δόγματος στο πανρωσικό συνέδριο του κινήματος Νέων της Ρωσίας.
Αυτό το δόγμα, που παρουσίαζε και προωθούσε ο Μητροπολίτης Κύριλλος, εισήγαγε και δοκίμασε για πρώτη φορά στη ρωσική κοινωνία τους όρους «Ρωσικός κόσμος», «πνευματικοί σύνδεσμοι», «κοινός ιστορικός χώρος» και τα παρόμοια. Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα από αυτό το έγγραφο, το οποίο ευλογήθηκε και προωθήθηκε σε διάφορα επίπεδα από τον σημερινό Πατριάρχη Μόσχας:
- Ένα Σύμβολο Πίστης («Πιστεύω») στη Ρωσία. Η Ρωσία είναι για τον λαό της ένα πνευματικό σύμβολο της ίδιας τάξης με τον Θεό, την Εκκλησία και την πίστη. Το «Πιστεύω» στη Ρωσία είναι το «πιστεύω» του πατριώτη, για τον οποίο η Ρωσία είναι το υπέρτατο στολίδι της ζωής του. Η αποδοχή του «πιστεύω» στη Ρωσία κάνει όλους τους ανθρώπους πιστούς· πιστούς στη Ρωσία.
- Ανακηρύσσεται επίσημα η έννοια του χώρου της ιστορικής Ρωσίας, δηλαδή του φυσικού εδάφους του Ρωσικού Κόσμου (η σημερινή Ρωσία και οι ρωσικοί εθνοτικοί θύλακες· η Ταυρία [Κριμαία], η Νοβοροσία, οι περιοχές Νάρβα, Λατγκάλε, η Νότια Σιβηρία, η Ρωσία των Καρπαθίων, καθώς και εδάφη συμπληρωματικών εθνοτικών ομάδων – Λευκορώσοι, Ανατολικοί Ουκρανοί, Ρουθήνοι της Υπερκαρπάθιας, κ.λπ.).
- Η Ρωσία μπαίνει στο μονοπάτι του ρωσικού αλυτρωτισμού, την ιδεολογία της επιστροφής και της επανένωσης εκείνων των εδαφών της ιστορικής Ρωσίας στα οποία έχει ιστορικό και ηθικό δικαίωμα και στα οποία έχει πρακτικό νόημα να επιστρέψει. Για τη Ρωσία, αυτό ισχύει κυρίως για τη Λευκορωσία , την Ουκρανία και το Καζαχστάν.
- Η Ρωσία πρέπει να κάνει μια πλήρη αναστροφή στις σχέσεις με τις όμορες χώρες της […] Τα δικαιώματα της Ρωσίας σε μια ολόκληρη σειρά εδαφών πρέπει να αναγνωριστούν. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, η ελάχιστη αξίωση αφορά τα εδάφη του Ντονμπάς και της Κριμαίας.
- Οι βασικές αρχές της διασφάλισης της εθνικής ασφάλειας είναι οι αρχές της […] επιθετικότητας και της επέκτασης.
Όλη αυτή η παρανοϊκή ανοησία καταλαμβάνει εκατοντάδες σελίδες και είναι ελεύθερα διαθέσιμη στο διαδίκτυο στον ομώνυμο ιστότοπο Russian Doctrine.
Όπως μπορούμε να δούμε, πολύ πριν γίνει επικεφαλής του Πατριαρχείου Μόσχας, ο Κύριλλος Γκουντιάγιεφ πρωτοστάτησε στη διαδικασία ανάπτυξης και προώθησης μιας ειδικής ρωσικής επιθετικής φονταμενταλιστικής ιδεολογίας, στην οποία προσπάθησε να προσελκύσει τον Πούτιν και το περιβάλλον του. Πιθανότατα έτσι κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη του Πούτιν και να γίνει επικεφαλής του Πατριαρχείου Μόσχας το 2009.
Έχοντας γίνει Πατριάρχης Μόσχας τον Ιανουάριο του 2009, ο Κύριλλος Γκουντιάγιεφ προσπαθεί να μετατρέψει το αφήγημα του «Ρωσικού Κόσμου» σε ιδεολογικό δόγμα ολόκληρης της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, «ο πυρήνας του σύγχρονου Ρωσικού Κόσμου είναι η Ρωσία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία», αλλά σε αυτόν τον «ενωμένο χώρο» εντάσσει επίσης τη Μολδαβία, το Καζακστάν και μερικές άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, οι οποίες, όπως λέει, σίγουρα είναι αναγκαίες για την «αποκατάσταση της ενότητας». «Μόνο ένας ενωμένος Ρωσικός Κόσμος μπορεί να γίνει ισχυρό υποκείμενο στην παγκόσμια διεθνή πολιτική, ισχυρότερο από οποιεσδήποτε πολιτικές συμμαχίες», σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια στα εγκαίνια της Τρίτης Συνέλευσης του Ρωσικού Κόσμου τον Νοέμβριο του 2009.
Έκτοτε, η χειραγώγηση των συνθημάτων για «Έναν Ρωσικό Κόσμο», «Μία Ιερή Ρωσία», «έναν πολιτισμικό χώρο», «ενιαίους πνευματικούς συνδέσμους» και τα παρόμοια, απέκτησαν συστημικό χαρακτήρα και υιοθετούνται όχι μόνο στο Πατριαρχείο Μόσχας αλλά και στις δομές εξουσίας και στις ειδικές υπηρεσίες της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Ο «ΡΩΣΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ»: «ΜΥΘΟΣ» ή «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ» ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΗ;
Για πολύ καιρό οι ιδέες και τα αφηγήματα του «Ρωσικού Κόσμου» δεν ενοποιήθηκαν σε μια συνεκτική έννοια, ενώ συχνά εμφανίζονταν ως τμηματικές δηλώσεις, αναφορές και συνθήματα διαφόρων ιεραρχών και ιερέων, δημοσίων προσώπων και πολιτικών. Αυτό έδωσε σε ορισμένους σκεπτικιστές αφορμή να ισχυριστούν ότι η ιδεολογία του «Ρωσικού Κόσμου» δεν υφίσταται ως ολιστική έννοια, ότι είναι «μύθος» κ.λπ. Η πλάνη αυτής της άποψης εδράζεται, μεταξύ άλλων, στη διαφορά ανάμεσα στη δυτικοευρωπαϊκή και τη ρωσο-σοβιετική νοοτροπία. Άλλωστε, η ρωσο-σοβιετική, σε αντίθεση με τη δυτική νοοτροπία, δεν χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη σαφών και ολοκληρωμένων φιλοσοφικών, θεολογικών ή ιδεολογικών εννοιών και δογμάτων. Αρκούν διάφορα κραυγαλέα συνθήματα και μύθοι, όπως και η πίστη ενός τμήματος της κοινωνίας· όπως λ.χ. η διάσημη φράση από ποίημα του Φιόντορ Τιούτσεφ: «Δεν μπορείς να καταλάβεις τη Ρωσία με το μυαλό σου, μπορείς μόνο να πιστέψεις στη Ρωσία». Ο σχηματισμός ενός τέτοιου οιονεί θρησκευτικού δόγματος, το οποίο σχεδιάστηκε να γίνει η επίσημη κρατική και θρησκευτική ιδεολογία της Ρωσίας του Πούτιν, δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Είναι μια διαδικασία σε εξέλιξη. Αλλά οι γενικές ιδέες του, σε στάδιο βαθμιαίας διαμόρφωσης, προβλήθηκαν ξεκάθαρα το 2007 στο προαναφερθέν «Ρωσικό Δόγμα», το οποίο έθεσε τα κύρια αξιώματά του. Και το νέο «Διάταγμα» του Παγκοσμίου Λαϊκού Ρωσικού Συμβουλίου μπορεί να θεωρηθεί το επίσημο έγγραφο του προγράμματος. Το «Διάταγμα» έφερε τη διαδικασία διαμόρφωσης της ιδεολογίας του «Ρωσικού Κόσμου» σε ένα ποιοτικά ανώτερο επίπεδο. Τώρα πλέον αυτή η ιδεολογία έχει αποκτήσει μορφές έκφρασης που βεβαιώνουν την ασυμβατότητά της με τη χριστιανική διδασκαλία.
Όπως έχουν σημειώσει ειδικοί από το Ινστιτούτο για τη Μελέτη του Πολέμου, στο εγκριθέν «Διάταγμα» «η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ενώνει τα προηγούμενα αφηγήματα του Κρεμλίνου σε μια σχετικά συνεκτική ιδεολογία».
Έχοντας γίνει Πατριάρχης Μόσχας τον Ιανουάριο του 2009, ο Κύριλλος Γκουντιάγιεφ προσπαθεί να μετατρέψει το αφήγημα του «Ρωσικού Κόσμου» σε ιδεολογικό δόγμα ολόκληρης της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, «ο πυρήνας του σύγχρονου Ρωσικού Κόσμου είναι η Ρωσία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία», αλλά σε αυτόν τον «ενωμένο χώρο» εντάσσει επίσης τη Μολδαβία, το Καζακστάν και μερικές άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, οι οποίες, όπως λέει, σίγουρα είναι αναγκαίες για την «αποκατάσταση της ενότητας». «Μόνο ένας ενωμένος Ρωσικός Κόσμος μπορεί να γίνει ισχυρό υποκείμενο στην παγκόσμια διεθνή πολιτική, ισχυρότερο από οποιεσδήποτε πολιτικές συμμαχίες», σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια στα εγκαίνια της Τρίτης Συνέλευσης του Ρωσικού Κόσμου τον Νοέμβριο του 2009.
Ας σημειωθεί ότι η δημιουργία της ιδεολογίας του «Ρωσικού Κόσμου» διαρκεί ήδη 30 χρόνια. Αυτή η ιδέα γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στα σπλάχνα μιας πνευματικής ομάδας «μεθοδολόγων» της Μόσχας (συχνά αναφέρεται στα μέσα ενημέρωσης ως «σέκτα των μεθοδολόγων»), η οποία στη σοβιετική περίοδο εποπτευόταν από την KGB και στο τέλος της δεκαετίας του 1980 επηρέαζε ορισμένους εκπροσώπους της κομματικής και οικονομικής ελίτ της ΕΣΣΔ. Στη δεκαετία του 1990, η «σέκτα» περιλάμβανε πρόσωπα όπως οι Πίοτε Σιεντροβίτσκι, Γιεφίμ Οστρόβσκι, Γκλεμπ Παβλόβσκι, Σεργκέι Κιριένκο, Βλάντισλαβ Σούρκωφ και άλλοι, που συνέβαλαν στην άνοδο του Βλαντιμίρ Πούτιν στην εξουσία στη Ρωσία. Από το 1995 έως το 2011 ο Παβλόφσκι ήταν ο επίσημος πολιτικός τεχνοκράτης της Προεδρικής Διοίκησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ο οποίος διηύθυνε τις προεκλογικές εκστρατείες του Μπορίς Γιέλτσιν (1996), του Βλαντιμίρ Πούτιν (2000), καθώς και του [Ουκρανού Προέδρου] Βίκτωρα Γιανουκόβιτς (2004). Σε στενή συνεργασία με τον τότε επικεφαλής του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, Μητροπολίτη Κύριλλο, οι «μεθοδολόγοι» στα μέσα της δεκαετίας του 1990 άρχισαν να αναζητούν κάτι για να αντικαταστήσει την κομμουνιστική ιδεολογία που είχε χάσει τη σημασία της, ποντάροντας στην Ορθοδοξία ως βάση για τη νέα εθνική ιδεολογία του Ρωσικού κράτους. Ήταν αυτοί που ανέπτυξαν για πρώτη φορά την έννοια του «Ρωσικού Κόσμου» και την πρότειναν στην ηγεσία της ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ και στο Πατριαρχείο Μόσχας και αργότερα στο Κρεμλίνο.
Με πρότασή τους, το λεγόμενο «Παγκόσμιο Ρωσικό Λαϊκό Συμβούλιο», που δημιουργήθηκε το 1993 με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Κυρίλλου Γκουντιάγιεφ, άρχισε να προωθεί αυτές τις ιδέες. Με τα κείμενα και τις παρεμβάσεις των εκπροσώπων της ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, το αφήγημα του «Ρωσικού Κόσμου» απέκτησαν εντελώς διαφορετικό χρώμα και περιεχόμενο, αποκτώντας σταδιακά το χαρακτήρα μιας ιδιαίτερης υβριδικής νεοφασιστικής ιδεολογίας.
Αυτό το νέο δόγμα, που προωθείται από τον Πατριάρχη Κύριλλο, ενοποιεί διάφορα στοιχεία δανεισμένα από οιονεί θρησκευτικές και περιθωριακές θεωρίες. Στην ουσία είναι ένα είδος «εκρηκτικού μείγματος», ένα υβρίδιο στο οποίο συχνά αναμιγνύονται αντίθετα δόγματα και ιδεολογίες. Τις περισσότερες φορές είναι φανερά αντιχριστιανικά, γεγονός που κάνει αυτό το μείγμα να αποκτά τον χαρακτήρα της αίρεσης.
Ας σημειωθεί ότι η δημιουργία της ιδεολογίας του «Ρωσικού Κόσμου» διαρκεί ήδη 30 χρόνια. Αυτή η ιδέα γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στα σπλάχνα μιας πνευματικής ομάδας «μεθοδολόγων» της Μόσχας (συχνά αναφέρεται στα μέσα ενημέρωσης ως «σέκτα των μεθοδολόγων»), η οποία στη σοβιετική περίοδο εποπτευόταν από την KGB και στο τέλος της δεκαετίας του 1980 επηρέαζε ορισμένους εκπροσώπους της κομματικής και οικονομικής ελίτ της ΕΣΣΔ.
Συγκεκριμένα, όπως είδαμε ήδη παραπάνω, αντανακλά τις ιδέες του νεοφασισμού και του νεοναζισμού, καθώς και παλιούς κομμουνιστικούς μύθους και αντιλήψεις. Υπάρχει επίσης χώρος για μια νέα ερμηνεία της ισλαμιστικής φονταμενταλιστικής ιδέας της πολιτικής ενότητας του «ισλαμικού κόσμου», της αναβίωσης ενός ενιαίου Ισλαμικού Χαλιφάτου και της παγκόσμιας ηγεμονίας του για να αντιμετωπίσει τη Δύση. Δανειζόμενοι τέτοιες ιδέες και συνθήματα, οι σύγχρονοι ιδεολόγοι του «Ρωσικού Κόσμου», στην πραγματικότητα, προσπάθησαν να μεταφυτεύσουν τις ιδέες του παγκόσμιου Ισλαμικού Χαλιφάτου σε ορθόδοξο έδαφος. Έτσι, στη νέα ρωσική μυθοπλασία το ιδανικό του μεσαιωνικού ιερού Χαλιφάτου αντικαταστάθηκε από τον μύθο της λεγόμενης «Αγίας Ρωσίας», που δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο όρος «Ρωσικός κόσμος» εισήχθη σε χρήση ως ξεχωριστό ιδεολόγημα στο πρότυπο του «Ισλαμικού κόσμου» .
Η ανάγκη της «συλλογικής συνείδησης» της μετασοβιετικής κοινωνίας στη Ρωσία για τέτοιους τεχνητούς μύθους και ολοκληρωτικά ιδεολογήματα έχει δημιουργήσει ευνοϊκό έδαφος για τη διάδοση και τη δημοτικότητα των νεοεμφανιζόμενων ψευδο-ορθόδοξων φονταμενταλιστικών ιδεών, που είναι στην πραγματικότητα σύγχρονες, μετασχηματισμένες ενσαρκώσεις των ιδεών του νεοφασισμού, του νεοναζισμού, του εθνικοκομμουνισμού και του ισλαμιστικού φονταμενταλισμού, επανασχεδιασμένες και προσαρμοσμένες στη ρωσο-μετασοβιετική νοοτροπία με ορθόδοξη μεταμφίεση.
Σύμφωνα με τον Brandon Gallaher, καθηγητή Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ, η ιδεολογία του «Ρωσικού Κόσμου» «αποτελεί μια μορφή εθνοφυλετικού θρησκευτικού φονταμενταλισμού με επίκληση στο αίμα, τη γη, την πίστη, το έθνος, το λαό, τη γλώσσα και τον τσάρο-ηγέτη. Όπως και οι προγενέστεροι εθνοφυλετισμοί, έτσι και αυτός δαιμονοποιεί όλους όσοι του αντιτίθενται. […] Η ιδεολογία του Ρωσικού κόσμου αποτελεί τον νέο Ναζισμό, την ναζιστική ιδεολογία του 21ου αιώνα».
Αυτή την άποψη για την διδασκαλία του «Ρωσικού Κόσμου» την συμμερίζονται πάνω από 1.500 χριστιανοί θεολόγοι σε όλο τον κόσμο που έχουν υπογράψει μια κοινή Διακήρυξη στην οποία καταδικάζουν αυτή τη νέα διδασκαλία ως μη χριστιανική και αιρετική (Διακήρυξη κατά της Διδασκαλίας του «Ρωσικού Κόσμου»).
Ένας από τους συγγραφείς αυτής της Διακήρυξης, ο γνωστός Ορθόδοξος θεολόγος Κύριλλος Γοβορούν, έδωσε έναν θεολογικό ορισμό αυτής της φονταμενταλιστικής ιδεολογίας που προωθείται από την ΡΩΣΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ως εκδήλωση εθνοφυλετισμού και εκκλησιολογικής αίρεσης. Κατά την άποψή του, είναι δυϊστική, βασισμένη στην ανάμειξη της θρησκείας με την πολιτική. Τέτοια χαρακτηριστικά έχουν οριστεί ως αίρεση από τον άγιο Ειρηναίο της Λυών και άλλους Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτοί οι Πατέρες κατανοούσαν τις αιρέσεις ως μορφές ειδωλολατρικής σκέψης μεταμφιεσμένες σε Χριστιανισμό. Αυτό ισχύει και για τον λεγόμενο «Ρωσικό Κόσμο». Αυτή η υβριδική οιονεί θρησκευτική ιδεολογία μπορεί να συγκριθεί με τις αρχαίες παγανιστικές αυτοκρατορικές θρησκείες, και μια τέτοια θρησκεία έρχεται να υποκαταστήσει τώρα την Ορθοδοξία στη Ρωσία.
Επί της ουσίας υπάρχει μια «εκδογμάτιση» του Ρωσικού Κόσμου από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία που διαστρεβλώνει και διαστρέφει την Ορθοδοξία. Ωστόσο, αυτή ανταποκρίνεται στους στόχους τόσο του κρατικού καθεστώτος της Ρωσικής Ομοσπονδίας όσο και του Πατριάρχη Κύριλλου που ενδιαφέρονται να μετατρέψουν την υποταγή της Εκκλησίας στο κράτος και την αποκατάσταση του Σοβιετικού κόσμου σε ένα είδος δόγματος, υπό το πρόσχημα μιας υποτιθέμενης «αναβίωσης της Ορθοδοξίας» στη Ρωσία. Η διαδικασία της επανασοβιετοποίησης της Εκκλησίας και η μετατροπή της σε όργανο του ολοκληρωτικού κράτους (ένα είδος «θρησκευτικού παραρτήματος» αυτού του κράτους) όχι μόνο δεν αποδυναμώθηκε με την εξωτερική πτώση του κομμουνισμού στη σύγχρονη Ρωσική Ομοσπονδία, αλλά πρόσφατα εντατικοποιήθηκε αισθητά .
δωσε έναν θεολογικό ορισμό αυτής της φονταμενταλιστικής ιδεολογίας που προωθείται από την ΡΩΣΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ως εκδήλωση εθνοφυλετισμού και εκκλησιολογικής αίρεσης. Κατά την άποψή του, είναι δυϊστική, βασισμένη στην ανάμειξη της θρησκείας με την πολιτική. Τέτοια χαρακτηριστικά έχουν οριστεί ως αίρεση από τον άγιο Ειρηναίο της Λυών και άλλους Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτοί οι Πατέρες κατανοούσαν τις αιρέσεις ως μορφές ειδωλολατρικής σκέψης μεταμφιεσμένες σε Χριστιανισμό. Αυτό ισχύει και για τον λεγόμενο «Ρωσικό Κόσμο». Αυτή η υβριδική οιονεί θρησκευτική ιδεολογία μπορεί να συγκριθεί με τις αρχαίες παγανιστικές αυτοκρατορικές θρησκείες, και μια τέτοια θρησκεία έρχεται να υποκαταστήσει τώρα την Ορθοδοξία στη Ρωσία.
Πρέπει να συμπεράνουμε ότι λόγω του καθαγιασμού των διαστρεβλώσεων, του ψεύδους και των μύθων κάτω από την υποτιθέμενη όψη της «Ορθοδοξίας» στη Ρωσία, μια αδιόρατη εσωτερική υποκατάσταση λαμβάνει χώρα τώρα σε βαθύτερο επίπεδο. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι πρόκειται για μια προσπάθεια ανάληψης του ρόλου του λεγόμενου «αντίχριστου». Άλλωστε η αρχαία ελληνική λέξη «αντί» σημαίνει όχι μόνο αντίθεση αλλά και αντικατάσταση ενός πράγματος με ένα άλλο, δηλαδή παραποίηση, υποκατάσταση. Και έτσι, ο «αντιχριστιανισμός» δεν είναι μόνον αυτό που είναι «εναντίον του Χριστιανισμού», αλλά αυτό που τον υποκαθιστά κάτω από το εξωτερικό παραπλανητικό κάλυμμα του υποτιθέμενου Χριστιανισμού. Αυτό ακριβώς βλέπουμε στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και το Πατριαρχείο Μόσχας με τη «θεολογία του πολέμου», τη μαζική στρατιωτικοποίηση της εκκλησιαστικής συνείδησης και τον καθαγιασμό των δολοφονιών και της γενοκτονίας των Ουκρανών αμάχων. Αυτό είναι ένα σαφές σημάδι απομόνωσης και εκφυλισμού σε αίρεση και σεκταρισμό, τόσο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Πατριαρχείου Μόσχας όσο και μέρους της ρωσικής κοινωνίας, που είναι έτοιμη να δεχτεί και να αφομοιώσει τέτοια πνευματικά υποκατάστατα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η υιοθέτηση του Διατάγματος που περιγράφει τις βασικές αρχές και την απολογία της αντιευαγγελικής ιδεολογίας του «Ρωσικού Κόσμου», από τον Πατριάρχη Μόσχας και άλλους ιεράρχες της Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, στις 27 Μαρτίου 2024, ουσιαστικά διακηρύσσει την πορεία τους για την οριστική πτώση σε σχίσμα από την Οικουμενική Ορθοδοξία, που ξεκίνησε το 2018. Αυτό το επίσημο έγγραφο είναι μια συνειδητή πράξη υιοθέτησης αυτής της αντιχριστιανικής διδασκαλίας, που τους τοποθετεί ως αιρετικούς έξω από την Ορθόδοξη Εκκλησία και τους εκθέτει σε εκκλησιαστικές και κανονικές κυρώσεις και καταδίκες.
Όλοι οι 488 εκπρόσωποι του Παγκοσμίου Ρωσικού Λαϊκού Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου του Πατριάρχη Μόσχας, των ιεραρχών και ιερέων της Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, καθώς και των πολιτικών και δημοσίων προσώπων της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που ψήφισαν υπέρ αυτού του αντιχριστιανικού, ξενοφοβικού και γενοκτονικού Διατάγματος, έχουν πλέον λόγους να υπόκεινται σε διεθνή καταδίκη και κυρώσεις· οι εκπρόσωποι της Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία επίσης και στο εκκλησιαστικό δικαστήριο. Το γεγονός ότι υιοθετούν αυτό το «Διάταγμα» δημιουργεί μια μοναδική ευκαιρία για να επιβληθεί σε όλους, όσοι το υπερψήφισαν, κοσμική και εκκλησιαστική καταδίκη. Η υπερψήφιση του διατάγματος αποτελεί σημαντικό επιχείρημα και «συγκεκριμένη απόδειξη» τόσο για το μελλοντικό Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης όσο και για το μελλοντικό εκκλησιαστικό δικαστήριο, με τη συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριάρχη και των εκπροσώπων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Η φωτογραφία από την επίσημη ιστοσελίδα του Πατριαρχείου Μόσχας.