Τα Βαλκάνια με τα μάτια και την πένα του Πασχάλη Κιτρομηλίδη
Ακούστε το άρθρο
Κάθε φορά που διδάσκω το φροντιστήριο για τη μεθοδολογία της Ιστορίας, μιλώ στους φοιτητές για τους κλάδους της επιστήμης μας και, κυρίως, τους υποδεικνύω τις προϋποθέσεις, ώστε η επιλογή τους να είναι επιτυχής. ‘Όταν τους αναφέρω την «Ιστορία των Ιδεών», τους εξηγώ πως η γνώση των ιδεών αυτών (πολιτικών, κοινωνικών, θρησκευτικών κ.λπ.) στην πορεία των αιώνων είναι προϋπόθεση, ώστε κάποιος να καταπιαστεί με συγκρίσεις και διαπιστώσεις. Η Ιστορία των Ιδεών για να αποδώσει άριστους καρπούς, πρέπει να γονιμοποιηθεί από τις κοινωνικές επιστήμες. Ως πάγιο και άριστo παράδειγμα χρησιμοποιώ το έργο του Καθηγητή και Ακαδημαϊκού Πασχάλη Κιτρομηλίδη. Λόγω των σπουδών του στην πολιτική επιστήμη, διαθέτει αφενός τη γνώση των ιδεών, αφετέρου τα μεθοδολογικά εργαλεία για να διατυπώσει παρατηρήσεις και συμπεράσματα για την ιστορία τους.
Στηριγμένος στην εξαιρετική γνώση των ευρωπαϊκών και αμερικανικών κειμένων πολιτικού προβληματισμού του 18ου αιώνα, ξεκίνησε –στο πλαίσιο της διδακτορικής του έρευνας— τη μελέτη των αντίστοιχων σύγχρονων ελληνικών κειμένων, μια ασυνήθιστα ευρεία έρευνα, τότε και τώρα.[1] Μέσα από αυτά παρακολούθησε και ανέδειξε τη συγκρότηση της ελληνικής πολιτικής και πολιτειακής σκέψης, της κοινωνικής κριτικής και, εντέλει, της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας.
Η ενασχόληση με τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό αναπόφευκτα οδήγησε τον Κιτρομηλίδη στα Βαλκάνια, αφού ο χώρος όπου αυτός αναπτύχθηκε ξεπερνά κατά πολύ τα όρια του σημερινού ελληνικού κράτους και εντοπίζεται αφενός στις ηγεμονίες της Βλαχίας και της Μολδαβίας, αφετέρου στις βαλκανικές επαρχίες της Αυστροουγγαρίας. Φυσικά, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός έχει και πολλές άλλες «πρωτεύουσες», ίσως σημαντικότερες, στην Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπηˑ όμως πρέπει να συνεκτιμηθεί αυτό που παρατήρησε ο Κιτρομηλίδης, από το πρώτο του κιόλας βιβλίο, ότι και αυτά τα κέντρα του Διαφωτισμού στην Ήπειρο και τη Μακεδονία (του Αγίου Όρους συμπεριλαμβανομένου) αποτελούσαν μεν την καρδιά της οθωμανικής επικράτειας στα Βαλκάνια αλλά ταυτόχρονα επικοινωνούσαν με τη Δύση, μέσω πολλών και διαφορετικών διαύλων. Η βαλκανική ενδοχώρα ήταν ένα «καζάνι που έβραζε» και, υπ’ αυτήν την έννοια, γίνεται η μήτρα μέσα στην οποία θα γονιμοποιηθούν, θα αναπτυχθούν, θα μορφοποιηθούν και θα αποδώσουν εντέλει (επαναστατικό) έργο οι ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
Πριν όμως αναδείξω την ουσία της συνεισφοράς του Κιτρομηλίδη στη βαθύτερη γνώση των Βαλκανίων ή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (όρους που χρησιμοποιεί εναλλακτικά και ισότιμα αλλά εξηγεί άριστα την ιστορική συγκρότησή τους), θα ήθελα να επισημάνω ότι στηρίχθηκε και ευνοήθηκε και από άλλους παράγοντες. Δύο θεωρώ πως είναι οι σημαντικότεροι: O ένας είναι η εξοικείωση με τα ιερά γράμματα και τα λειτουργικά κείμενα της Ορθοδοξίας. Δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει ούτε την ελληνική ούτε τη βαλκανική σκέψη, αν δεν συνεκτιμήσει τον παράγοντα της ορθόδοξης πίστης αλλά και τα κείμενα γενεών λογίων της εκκλησίας μας, από τον Σέργιο Μακραίο έως τον Μανουήλ Γεδεών. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η υιοθέτηση, εργαλείων και εννοιών από την Κοινωνιολογία και την Κοινωνική Ανθρωπολογία, της οποίας τη βιβλιογραφία ο τιμώμενος κατέχει εντυπωσιακά˙[2] εργαλεία απαραίτητα, προκειμένου να συνεκτιμηθούν τα κοινωνικά συμφραζόμενα της ιδεολογικής εξέλιξης γενικότερα και της πορείας του πολιτικού στοχασμού ειδικότερα. Θα ήθελα να σημειώσω εδώ ότι ο Κιτρομηλίδης, έχει επίσης εξαιρετική γνώση των εξελίξεων στη Μικρά Ασία και την Κύπρο βέβαια. Γι’ αυτό και έχει την άνεση του συνεχούς ελέγχου των επιχειρημάτων του σε διαφορετικές γεωγραφικές ζώνες.
Φυσικά, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός έχει και πολλές άλλες «πρωτεύουσες», ίσως σημαντικότερες, στην Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπηˑ όμως πρέπει να συνεκτιμηθεί αυτό που παρατήρησε ο Κιτρομηλίδης, από το πρώτο του κιόλας βιβλίο, ότι και αυτά τα κέντρα του Διαφωτισμού στην Ήπειρο και τη Μακεδονία (του Αγίου Όρους συμπεριλαμβανομένου) αποτελούσαν μεν την καρδιά της οθωμανικής επικράτειας στα Βαλκάνια αλλά ταυτόχρονα επικοινωνούσαν με τη Δύση, μέσω πολλών και διαφορετικών διαύλων. Η βαλκανική ενδοχώρα ήταν ένα «καζάνι που έβραζε» και, υπ’ αυτήν την έννοια, γίνεται η μήτρα μέσα στην οποία θα γονιμοποιηθούν, θα αναπτυχθούν, θα μορφοποιηθούν και θα αποδώσουν εντέλει (επαναστατικό) έργο οι ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
Η μελέτη της βαλκανιογνωσίας και της ανάλογης συνεισφοράς του Κιτρομηλίδη δεν είναι εύκολη υπόθεση, γιατί στην πραγματικότητα αποτελεί παράμετρο στα περισσότερα, αναρίθμητα, έργα του […] Νομίζω ότι η έρευνα που έφερε τον ίδιο τον Κιτρομηλίδη στο εσωτερικό της συζήτησης για τα Βαλκάνια και μάλιστα από θέση πλεονεκτική ήταν αυτή για τον Ιώσηπο Μοισιόδακα. Η ζωή του μοναχού αυτού αποτελεί ένα πρότυπο, για τον τρόπο με τον οποίο μετακενώθηκαν οι ευρωπαϊκές ριζοσπαστικές ιδέες στα Βαλκάνια μέσα από τα δίκτυα της εκπαίδευσηςˑ για το πως οι μορφωτικές εμπειρίες διαμόρφωσαν τους ορθόδοξους διανοούμενους, όχι πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, και οδήγησαν στις μετέπειτα επαναστατικές εξελίξεις. Πρόκειται για μια σημαντική τομή. Σηματοδοτείται από την αφομοίωση των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και τη διάχυσή τους στα Βαλκάνια μέσα από την ελληνική παιδεία, η οποία αναδεικνύεται ως όργανο κοινωνικής μεταβολής και κινητικότητας. Η μετάδοση των ιδεών αυτών καθιστά την κοσμοπολίτικη διανόηση του Διαφωτισμού υπερεθνικό φαινόμενο, του οποίου η πορεία, η αποδοχή ή η απόρριψη και η τελική κατάληξη διαμορφώνονται από τον κοινωνικό περίγυρο. Ταυτόχρονα, διαμορφώνει νοοτροπίες πολιτικές και κοινωνικές και, εντέλει, ιδεολογίες εθνικές. Σημειώνω ότι η μελέτη αυτή του Μοισιόδακα πραγματοποιήθηκε και εκδόθηκε πριν καν αρχίσει, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η ανακίνηση των βαλκανικών εθνικών ζητημάτων και ο νέος κύκλος μελέτης της εξέλιξής τους. . Ο Κιτρομηλίδης ήταν ήδη μπροστά από τη συζήτηση που άνοιγε και σε αυτό οφείλεται ο κύκλος των εντυπωσιακών διεθνών δημοσιεύσεών του σε διεθνή περιοδικά και συλλογικούς τόμους τα επόμενα είκοσι χρόνια
Στα άρθρα αυτά –ξεχωρίζω το «Διαφωτισμός Ανατολή και Δύση»[3] και το «Ορθόδοξες Ταυτότητες»[4]— η εστίαση είναι στη διαμόρφωση της ταυτότητας της μεταβυζαντινής κοινωνίας, μια διαδικασία που, βέβαια, δεν μπορεί να εξεταστεί χωρίς αναφορά στη δυτική εμπειρία. Ο Κιτρομηλίδης δεν φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Τα έθνη δεν προϋπήρχαν των κρατών ούτε η Ορθοδοξία συντήρησε την ελληνική εθνική ταυτότητα, όπως γενικώς πιστεύεται. Η ορθόδοξη βαλκανική κοινωνία ήταν υπερεθνική ή α-εθνική, όμως ο αλυτρωτισμός διέσπασε την ενότητά της και την επανένταξε στη νέα φαντασιακή ενότητα του έθνους, μάλιστα σε προνομιακή θέση. Στην πραγματικότητα η ορθόδοξη κοινωνία του 18ου αιώνα ήταν μια κοινότητα, της οποίας η κοινή ταυτότητα διαμορφωνόταν από την εκκλησία, την εκπαίδευση δίπλα στην εκκλησία και από το εμπόριο. Μέσα στον χώρο αυτό τον πολύγλωσσο είναι αδύνατη η εθνική κατάταξη των προσώπων, ειδικά όσων μετακινούνται μεταξύ τόπων αλλά και πολιτισμικών τοπίων, όπως ήταν οι διαφωτιστές τύπου Μοισιόδακα.
O Κιτρομηλίδης χρησιμοποιεί τον όρο «ορθόδοξες ταυτότητες» όχι με την αναδρομική σημασία της εθνικής ιστοριογραφίας αλλά για να αποδώσει την οικουμενικότητα που η ταυτότητα αυτή εμπεριείχε τον 18ο και τους προηγούμενους αιώνες της τουρκοκρατίας. Αντιλαμβάνεται, όμως, ότι δεν είναι ο καταλληλότερος για να περιγράψει την αίσθηση του «ανήκειν» στην ορθόδοξη κοινοπολιτεία. Κι αυτό γιατί δεν μπορεί να αποκλείσει τη συνύπαρξη πολλών ταυτοτήτων στο ίδιο άτομο, όπως στην περίπτωση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του εξ απορρήτων, όπου η ορθόδοξη ταυτότητα συνυπάρχει με μια ελληνίζουσα. Γι’ αυτό ο Κιτρομηλίδης καταπιάνεται με τον εντοπισμό και την περιγραφή όχι της ταυτότητας αλλά της κοινής νοοτροπίας και των αντιλήψεών της, παρακολουθώντας το έργο των Dimitri Obolensky και Nikolai Iorga. Ο πρώτος, ως γνωστόν, χρησιμοποίησε και τον όρο «κοινοπολιτεία», για τη βυζαντινοπρεπή οικουμένη, όρο υπερκείμενο του γένους, αλλά πάντως όχι απολύτως συμβατό με τη χρήση του στη Βρετανία του 17ου αιώνα. Ο Κιτρομηλίδης, , χρησιμοποιεί τον όρο mentality και τον εξηγεί πρωτίστως μέσω της θρησκείας με την ευρεία έννοια. Η Ορθοδοξία –εξηγεί στο άρθρο του «Βαλκανική Νοοτροπία, Ιστορία, Μύθος, Φαντασία»[5]–προσδιορίζει ως δόγμα και ως εκκλησία τον χώρο, τον χρόνο και τα ήθη των πιστών – δημιουργώντας μια κοινή νοοτροπία, η οποία, στα μάτια όλων των Ορθοδόξων, άφηνε εκτός την Ευρώπη, ενώ η οθωμανική κυριαρχία ήταν το κοινό αναγκαίο κακό της ύπαρξής τους.
Ο Κιτρομηλίδης δεν φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Τα έθνη δεν προϋπήρχαν των κρατών ούτε η Ορθοδοξία συντήρησε την ελληνική εθνική ταυτότητα, όπως γενικώς πιστεύεται. Η ορθόδοξη βαλκανική κοινωνία ήταν υπερεθνική ή α-εθνική, όμως ο αλυτρωτισμός διέσπασε την ενότητά της και την επανένταξε στη νέα φαντασιακή ενότητα του έθνους, μάλιστα σε προνομιακή θέση. Στην πραγματικότητα η ορθόδοξη κοινωνία του 18ου αιώνα ήταν μια κοινότητα, της οποίας η κοινή ταυτότητα διαμορφωνόταν από την εκκλησία, την εκπαίδευση δίπλα στην εκκλησία και από το εμπόριο. Μέσα στον χώρο αυτό τον πολύγλωσσο είναι αδύνατη η εθνική κατάταξη των προσώπων, ειδικά όσων μετακινούνται μεταξύ τόπων αλλά και πολιτισμικών τοπίων, όπως ήταν οι διαφωτιστές τύπου Μοισιόδακα.
Το επόμενο ερώτημα που απαντά ο τιμώμενος είναι πώς η κοινότητα αυτή διασπάστηκε, πώς δηλαδή αναπτύχθηκε και λειτούργησε ο εθνικισμός και συγκροτήθηκε η σύγχρονη πολιτική ζωή. Η βασική τομή στην πορεία αυτής της ιδεολογίας, η οποία μελετήθηκε σε μια «τριμερή μονογραφία» του Κιτρομηλίδη, είναι η Γαλλική Επανάσταση, ο αντίκτυπος και η κληρονομιά της στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.[6] Για να αναπαραστήσει, τη λειτουργία των πολιτικών ιδεών στην κοινωνία, αναπτύσσει και μελετά ως αναλυτικά εργαλεία τρεις έννοιες, την επαναστατική νοοτροπία, τη φιλελεύθερη κριτική και τον ριζοσπαστισμό. Η εξέταση της επαναστατικής νοοτροπίας προσδιορίζει τους τρόπους υποδοχής των επαναστατικών ιδεών και συγκεκριμένα του ριζοσπαστισμού και, εντέλει, του εξισορροπητικού φιλελευθερισμού, που υποσκελίζουν το παρωχημένο πλέον σχήμα της διαφωτισμένης απολυταρχίας. Στη νέα φάση, στα τέλη του 18ου αιώνα, έχει πλέον χαθεί ό,τι κοινό υπήρχε μεταξύ εκκλησίας και Διαφωτισμού. Ο ίδιος ο ελληνισμός, από φορέας ενότητας του βαλκανικού χώρου, μέσω εκκλησίας και παιδείας, μετατράπηκε σε παράγοντα διάσπασης, ως ο πλέον αποτελεσματικός –από πλευράς κοινωνικό-οικονομικής συγκρότησης– δέκτης των επαναστατικών ιδεών. Τη βαρύτητα της κοινής ομολογίας αντικατέστησε για τους πληθυσμούς αυτή της γλώσσας. Η επαναστατική ιδεολογία μετουσιώνεται σε πολιτική πράξη με τη μορφή του βαλκανικού ριζοσπαστισμού, δηλαδή της καταγγελίας των διεφθαρμένων δεσποτών, της ανάδειξης και της επαναστατικής διεκδίκησης της δημοκρατικής πολιτείας, με διακριτές εξουσίες, ως καθεστώτος πολιτικής αρετής. Η φάση αυτή, της καταγγελίας, είναι ταυτόχρονα η τελευταία έκφραση της ενότητας και η απαρχή της εθνικής διάσπασης.
Μιλούμε φυσικά πρωτίστως για τον Ρήγα Φεραίο και για τη νέα έκδοση των έργων του από το Ίδρυμα της Βουλής, τον πέμπτο τόμο της οποίας επιμελήθηκε ο καθηγητής Κιτρομηλίδης.[7] Ο Ρήγας εξέφρασε τη βαλκανική εκδοχή του Ιακωβινισμού ως «πολιτισμικής επανάστασης». Η πολιτισμική αυτή επανάσταση κατέστησε αισθητή τη διάκριση του ιστορικού παρελθόντος και, εντέλει, επιθυμητή και αναγκαία την πολιτική μεταβολή, η οποία θα επέτρεπε την πολιτισμική αναβίωση. Ο εθνικισμός ήταν η σοβαρότερη και μακροβιότερη επίπτωση του Διαφωτισμού στη βαλκανική μορφή του, αφού, αφενός απουσίαζε η ευρεία κοινωνική βάση, αφετέρου, ο Διαφωτισμός δεν απόλαυσε ποτέ τη θεσμική αποδοχή από πλευράς των κρατών, όταν αυτά ιδρύθηκαν. Γι’ αυτό και ο βαλκανικός εθνικισμός εξελίχθηκε ως ένα υβρίδιο που συνδύαζε τις σύγχρονες ευρωπαϊκές αντιλήψεις για την ταυτότητα των πολιτών, όπως και όσες προσκτήθηκαν, με παραδοσιακές αξίες.
Ο Διαφωτισμός, λοιπόν, ως η πρόδρομη φάση του εκδυτικισμού, έφερε τον διασπαστικό εθνικισμό και τους συναφείς ανταγωνισμούς στον βαλκανικό χώρο. Η μελέτη της διαδικασίας αυτής αποτελεί έναν ακόμη άξονα του συγγραφικού έργου του Κιτρομηλίδη. Αναφέρομαι εδώ κυρίως στο πολυχρησιμοποιημένο άρθρο του «Νοερές κοινότητες» και «Οι απαρχές του εθνικού ζητήματος στα Βαλκάνια»[8]. Τα γραπτά των διανοουμένων του είναι γνωστή και προσφιλής πηγή, αφού αναφερόμαστε στα κείμενα του Διαφωτισμού, όπου αρχικά αναδύθηκε το θεμελιώδες ζήτημα της γλωσσικής διαφοροποίησης, ως πρόβλημα στη διάχυση των νέων ιδεών. Όμως τελικά, οι γλωσσικές ομάδες αντιστοιχήθηκαν με έθνη και έτσι τα Βαλκάνια απέκτησαν τον εθνογραφικό χάρτη τους (πολλούς και διαφορετικούς μάλιστα), παρά την κοινή τους θρησκεία. Φυσικά, πολύ πιο αποτελεσματικό στην απόκλιση των βαλκανικών εθνών ήταν το κράτος. Αυτό ασχολήθηκε συστηματικά με την αφύπνιση και τη διάχυση του εθνικισμού, μέσα από την εκπαίδευση, τον στρατό και το αυτοκέφαλο των εκκλησιών. Ας σημειωθεί ότι το κράτος, πρωτίστως το ελληνικό, με το πλεονέκτημα του Εθνικού Πανεπιστημίου, για δεκαετίες εξήγε την εθνική εκπαίδευση, σε όλες τις επαρχίες της Πύλης –ειδικά στις αλλόφωνες–, με την υποστήριξη των προξενείων. Αυτή ήταν η κύρια, αν και όχι μοναδική, όψη του αλυτρωτισμού, ο οποίος εξελίχθηκε σε βασικό παράγοντα της εθνικής ανασυγκρότησης σε μια ενότητα ιστορική, γλωσσική και γεωγραφική. Και αυτή η ορθόδοξη εκκλησία, εξηγεί ο Κιτρομηλίδης, παρασύρθηκε τελικά στη δίνη του εθνικισμού. Αφού από τον 18ο αιώνα ήρθε σε προστριβή με τις νεωτερικές ιδέες του Διαφωτισμού και αφού για σχεδόν έναν αιώνα κατάφερε να υπερασπιστεί την ενότητα του ποιμνίου της έναντι του φυλετισμού, τελικά, μέσα από τη μακεδονική αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα της Βουλγαρικής Εξαρχίας (και την αντίστοιχη στη Μέση Ανατολή), συμπορεύτηκε με τον ελληνικό αλλά και τους λοιπούς εθνικισμούς.
Το ζήτημα αυτό, της στάσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, απέναντι στην πρόκληση του εθνικισμού, αποτελεί έναν ακόμη διακριτό κύκλο δημοσιεύσεων και ερευνών του Κιτρομηλίδη..[9] Διερευνά την κυμαινόμενη σχέση της Ορθοδοξίας με τον Διαφωτισμό, τον τρόπο με τον οποίο το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντιμετώπισε την πρόκληση των πολιτικών εξελίξεων από την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα. Εξηγεί πώς, υπό τους Οθωμανούς, παρά τις δύσκολες περιστάσεις, κατάφερε το Πατριαρχείο να αντλήσει από τη συμβολική και ηθική του δύναμη και οργάνωση για να προασπίσει την ενότητα και την καθολικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά την περίοδο της ανάδυσης του εθνικισμού και της εντεινόμενης εκκοσμίκευσης των κοινωνιών. Οι εκκλησίες εντός των νέων εθνών-κρατών στα Βαλκάνια κήρυξαν μονομερώς την αυτονομία τους, εκμεταλλευόμενες την παράδοση της αυτοδιοίκησης και συμβάλλοντας στην εθνική συγκρότηση αλλά και τις αντιπαραθέσεις. Όμως το Πατριαρχείο δεν άνοιξε πόλεμο εναντίον τους ή τουλάχιστον δεν τον διαιώνισε, όποτε αντέδρασε. Έτσι οι ορθοδοξίες εθνικοποιήθηκαν, χωρίς όμως να απωλέσουν τον διεθνή χαρακτήρα τους. Μάλιστα, ως βασικά συστατικά στοιχεία των βαλκανικών εθνικών κρατών, άντεξαν την πρόκληση ακόμη και του Ψυχρού Πολέμου. Αναλύει επίσης ο Κιτρομηλίδης τον τρόπο με τον οποίο αναμετρήθηκε η ορθόδοξη εκκλησία, κατά τον 20ό αιώνα, με την άνοδο της εθνικιστικής Τουρκίας, την παρακμή της Ορθοδοξίας στη Μικρά Ασία και με τον Ψυχρό Πόλεμο.
Όμως τελικά, οι γλωσσικές ομάδες αντιστοιχήθηκαν με έθνη και έτσι τα Βαλκάνια απέκτησαν τον εθνογραφικό χάρτη τους (πολλούς και διαφορετικούς μάλιστα), παρά την κοινή τους θρησκεία. Φυσικά, πολύ πιο αποτελεσματικό στην απόκλιση των βαλκανικών εθνών ήταν το κράτος. Αυτό ασχολήθηκε συστηματικά με την αφύπνιση και τη διάχυση του εθνικισμού, μέσα από την εκπαίδευση, τον στρατό και το αυτοκέφαλο των εκκλησιών. Ας σημειωθεί ότι το κράτος, πρωτίστως το ελληνικό, με το πλεονέκτημα του Εθνικού Πανεπιστημίου, για δεκαετίες εξήγε την εθνική εκπαίδευση, σε όλες τις επαρχίες της Πύλης –ειδικά στις αλλόφωνες–, με την υποστήριξη των προξενείων. Αυτή ήταν η κύρια, αν και όχι μοναδική, όψη του αλυτρωτισμού, ο οποίος εξελίχθηκε σε βασικό παράγοντα της εθνικής ανασυγκρότησης σε μια ενότητα ιστορική, γλωσσική και γεωγραφική. Και αυτή η ορθόδοξη εκκλησία, εξηγεί ο Κιτρομηλίδης, παρασύρθηκε τελικά στη δίνη του εθνικισμού. Αφού από τον 18ο αιώνα ήρθε σε προστριβή με τις νεωτερικές ιδέες του Διαφωτισμού και αφού για σχεδόν έναν αιώνα κατάφερε να υπερασπιστεί την ενότητα του ποιμνίου της έναντι του φυλετισμού, τελικά, μέσα από τη μακεδονική αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα της Βουλγαρικής Εξαρχίας (και την αντίστοιχη στη Μέση Ανατολή), συμπορεύτηκε με τον ελληνικό αλλά και τους λοιπούς εθνικισμούς.
Ομολογώ ότι όλοι αυτοί οι άξονες και οι κύκλοι του βαλκανικού έργου του καθηγητή Κιτρομηλίδη είναι δικές μου βολικές κατασκευές. Το σημειώνω, γιατί οι όροι Ορθοδοξία, Βαλκάνια/ΝΑ Ευρώπη, Διαφωτισμός, Εθνικισμός υπάρχουν στους τίτλους σχεδόν όλων των δημοσιεύσεών του και οι ιδέες του ταξιδεύουν μεταξύ των κειμένων του. Δεν πρόκειται για μια απλή ιστορία ιδεών, αφού η πορεία τους εξετάζεται με βάση την κοινωνική τους υποδοχή και την πολιτική τους αξιοποίηση στην εποχή του εθνικισμού αλλά και της κρατικής αποκατάστασης. Η ιστορία των ιδεών του Κιτρομηλίδη παίρνει έτσι τη μορφή μιας συνολικής ιστορίας, η οποία, λόγω της μεγάλης χρήσης φιλολογικών πηγών κάθε είδους, είναι ταυτόχρονα μια ζωντανή ιστορία, γεμάτη ανθρώπους που κινούνται και εξελίσσονται, κοινωνίες που μεταβάλλονται και γίνονται πιο προσιτές και κατανοητές για μας τους παρατηρητές τους. Αποφεύγει τη θεωρητικολογία και έτσι κερδίζει τους αναγνώστες. Όμως για μένα, η σημαντικότερη συμβολή του είναι ότι, μέσα από την παρακολούθηση των ιδεών του Διαφωτισμού, δίνει νόημα στην ιστορία της συγκρότησης, της απόκλισης και της εχθροποίησης των βαλκανικών εθνών. Και το πετυχαίνει, επειδή ακριβώς δεν χάνει ποτέ την ορθόδοξη σταθερά, η οποία είναι πανταχού παρούσα και εξακολουθεί να συνέχει τις κοινωνίες μας. Δεν χάνει επίσης ποτέ τη φιλελεύθερη προοπτική, αφού, κατά τον Κιτρομηλίδη, η διασφάλιση των πολιτικών δικαιωμάτων, ο πρώτος στόχος του Διαφωτισμού ως διαδικασίας εκσυγχρονισμού, αν και ατύχησε στον 19ο αιώνα, πρέπει να είναι η κοινή προοπτική των βαλκανικών κρατών. Μου αρέσει επίσης ο τρόπος με τον οποίο δομεί τις εργασίες του, εξηγώντας τις έννοιες, παρουσιάζοντας τα πρόσωπα, εμπλέκοντας τη μεγάλη και τη μικρή εικόνα προς τέρψιν των αναγνωστών του. Νομίζω ότι θα άρεσε και του Obolenski και του Iorga να είχαν διαβάσει το έργο του Κιτρομηλίδη. Θα το απολάμβαναν όσο και εμείς. Μαθαίνω επίσης ότι έχει ήδη γίνει μετάφραση στα ρουμανικά και βουλγαρικά εργασιών του. Γίνεται έτσι και ο ίδιος –ένας θρησκευόμενος ελληνοκύπριος διανοούμενος και δάσκαλος, που θήτευσε και στην Εσπερία, φορέας του ταξιδιού των ιδεών από τις αμερικανικές ακτές στη βαλκανική ενδοχώρα.
[1] Βλ. Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, μτφρ. Στέλλα Νικολούδη, Αθήνα: MIET, 1996, απόδοση του «Tradition, Enlightenment and Revolution» (Harvard Univ. PhD Dissertation, 1979), που κυκλοφόρησε επίσης ως Enlightenment and Revolution: The Making of Modern Greece, Cambridge, MA, and London: Harvard University Press. 2013.
[2] Βλ. τα γραφόμενα του ιδίου στην εισαγωγή της β΄ έκδοσης Ιώσηπος Μοισιόδαξ. Οι συντεταγμένες της βαλκανικής σκέψης του 18ου αιώνα, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2004, σ. ια΄-ιβ΄.
[3] “The Enlightenment East and West: A Comparative Perspective of the Ideological Origins of the Balkan Political Traditiions”, Canadian Review of Studies in Nationalism, 10/1 (1983), 51-70.
[4] “Orthodox Identities in a World of Ottoman Power”, Katerina Nikolaou (επιμ.), The Balkans and Eastern Mediterranean 12th-17th Centuries, Athens: Institute for Byzantine Research, 1998, σ. 127-140.
[5] “Balkan Mentality, History, Legend, Imagination”, Nations and Nationalism, 2 (1996), 163-191.
[6] Η Γαλλική Επανάσταση και η Νοτιοανατολική Ευρώπη, Αθήνα: Διάττων, 1990.
[7] Ρήγα Βελεστινλή άπαντα τα σωζόμενα, τόμ. 5, Αθήνα: Βουλή των Ελλήνων, 2000.
[8] European History Quarterly, 19/2 (1989), 149-192.
[9] Πολλές από αυτές είναι δημοσιευμένες στον τόμο Religion and Politics in the Orthodox World. The Ecumenical Patriarchate and the Challenge of Modernity, Abingdon/New York: Routledge 2019.
Ο Βασίλης Κ. Γούναρης είναι Καθηγητής της Ιστορίας των Νεοτέρων Χρόνων στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Διετέλεσε στο ίδιο τμήμα αιρετός Διευθυντής του Εργαστηρίου Βοηθητικών Επιστημών της Ιστορίας, Αναπληρωτής Πρόεδρος και Πρόεδρος. Διετέλεσε επίσης Διευθυντής του ερευνητικού κέντρου του Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα. Για τις μελέτες του έχει βραβευτεί δύο φορές από την Ακαδημία Αθηνών και για την αναγνώριση του επιστημονικού του έργου στις ανθρωπιστικές επιστήμες έλαβε Αριστείο από το ΑΠΘ.
Το παρόν κείμενο αποτελεί συντομευμένη εκδοχή της ομιλίας του συγγραφέα στο Διεθνές Συνέδριο προς τιμήν του Ομότιμου Καθηγητή ΕΚΠΑ και Ακαδημαϊκού Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη με αναγόρευση του σε Εταίρο και Επίτιμο Μέλος της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου το οποίο διοργάνωσε η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου στις 3-4 Νοεμβρίου 2023 στον Βόλο. Η πλήρης εκδοχή της ομιλίας θα εκδοθεί στον συλλογικό τόμο των πρακτικών του συνεδρίου.