Εκκλησιαστική αυθεντία και ακαδημαϊκή ελευθερία στην Ορθόδοξη θεολογία
Τα τελευταία χρόνια στον Ορθόδοξο κόσμο γινόμαστε όλο και πιο συχνά μάρτυρες ενός κύματος νεο-συντηρητισμού που διαπερνά όλα τα επίπεδα και τις δομές της εκκλησιαστικής ζωής και που χαρακτηρίζεται από ποικίλες και αντικρουόμενες, κάποιες φορές, τάσεις, όπως την ισχυροποίηση των φονταμενταλιστικών κύκλων και την «ειδωλοποίηση» των χαρισματικών γερόντων, αλλά και την προϊούσα κληρικοποίηση της Εκκλησίας σε συνδυασμό με μια αθεολόγητη υπερύψωση του θεσμικού στοιχείου, την αμφισβήτηση των κατακτήσεων της νεωτερικότητας, ακόμη και την ίδια την αμφισβήτηση της επιστήμης, όπως φάνηκε με την πρόσφατη κρίση της πανδημίας. Θύμα αυτής της νεο-συντηρητικής επέλασης είναι η ίδια η θεολογία, η οποία είτε απαξιώνεται και υποτιμάται είτε γίνεται άκριτος απολογητής μιας ιεραρχικής εκκλησιολογίας ή ακόμη υπηρέτης της υπερέξαρσης του μοναχισμού και της αξίωσής του να αντιπροσωπεύει το καθολικό πρότυπο πνευματικής ζωής, το μόνο αυθεντικό πρότυπο εκκλησιαστικού βίου, ανάγοντας έτσι το μερικό σε καθολικό και επιβάλλοντας το μοναστικό πρότυπο πνευματικής ζωής σε έγγαμους πιστούς, στις οικογένειές τους και στις εν τω κόσμω ενορίες. Όπως, όμως, σημειώνει χαρακτηριστικά ο Κωνσταντίνος Δεληκωσταντής, Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και τώρα Διευθυντής του Α΄ Πατριαρχικού Γραφείου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στο Φανάρι, «Αν […] το έργο του θεολόγου έχει τη σφραγίδα της Εκκλησίας του, αυτό δεν σημαίνει ότι υπηρετεί τη συγκεκριμένη εκκλησιαστική κοινότητα άκριτα. Η πανεπιστημιακή θεολογία δεν είναι ούτε κήρυγμα ούτε θρησκευτική προπαγάνδα. Είναι τελείως παράλογο, η θεολογία από τη μια να θέλει να είναι επιστημονική και από την άλλη να κλείνεται στον εαυτό της, να αναπαράγει την ίδια της την παράδοση. Είναι “κριτικός συνομιλητής” της Εκκλησίας. Η θεολογία είναι κριτική θεωρία του Χριστιανισμού τόσο στην ορθόδοξη, όσο και στη ρωμαιοκαθολική και στην προτεσταντική εκδοχή του».
Οι τολμηρές αυτές διατυπώσεις του καθηγητή και συνεργάτη του Οικουμενικού Πατριάρχη έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την ισχυρή τάση κληρικοποίησης της Ορθόδοξης θεολογίας, μια κληρικοποίηση που συνεπάγεται τόσο τον «ιδεολογικό» έλεγχο επί της θεολογίας όσο και την ολοένα αυξανόμενη τάση υποκατάστασης των λαϊκών θεολόγων από κληρικούς και μάλιστα επισκόπους και μητροπολίτες. Μια ματιά στους ομιλητές των μεγάλων συνεδρίων Ορθοδόξου Θεολογίας που οργάνωσαν οι Θεολογικές Σχολές είναι πολύ διαφωτιστική επ’ αυτού και, δυστυχώς, επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό μας: στο περίφημο Α΄ Συνέδριο των Αθηνών του 1936 που σηματοδότησε την περίφημη «επιστροφή στους Πατέρες», συμμετείχε ένας (1) επίσκοπος ως ομιλητής σε ένα σύνολο 27 ομιλητών. Στο Β΄ Συνέδριο των Αθηνών του 1976, συμμετείχαν πέντε (5) επίσκοποι ως ομιλητές σε ένα σύνολο 53 ομιλητών. Στο συνέδριο της Θεσσαλονίκης του 2018 για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, ένα συνέδριο που ήθελε να εγγράφεται στην προαναφερόμενη σειρά συνεδρίων, δώδεκα (12) από τους δεκαπέντε (15) κεντρικούς ομιλητές ήταν επίσκοποι ή μητροπολίτες, συχνά με ελάχιστο ή ισχνό θεολογικό έργο!
‘Οπως, όμως, σημειώνει χαρακτηριστικά ο Κωνσταντίνος Δεληκωσταντής, Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και τώρα Διευθυντής του Α΄ Πατριαρχικού Γραφείου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στο Φανάρι, «Αν […] το έργο του θεολόγου έχει τη σφραγίδα της Εκκλησίας του, αυτό δεν σημαίνει ότι υπηρετεί τη συγκεκριμένη εκκλησιαστική κοινότητα άκριτα. Η πανεπιστημιακή θεολογία δεν είναι ούτε κήρυγμα ούτε θρησκευτική προπαγάνδα. Είναι τελείως παράλογο, η θεολογία από τη μια να θέλει να είναι επιστημονική και από την άλλη να κλείνεται στον εαυτό της, να αναπαράγει την ίδια της την παράδοση. Είναι “κριτικός συνομιλητής” της Εκκλησίας. Η θεολογία είναι κριτική θεωρία του Χριστιανισμού τόσο στην ορθόδοξη, όσο και στη ρωμαιοκαθολική και στην προτεσταντική εκδοχή του».
Η τάση αυτή δείχνει ξεκάθαρα δύο πράγματα: α) οι επίσκοποι (ή οι ιερείς ή οι μοναχοί κατά περίπτωση) είναι οι μόνοι φορείς της εκκλησιαστικής και θεολογικής αλήθειας, και β) η αλήθεια αυτή εκφράζεται μονοσήμαντα και αποκλειστικά, με έναν συγκεκριμένο τρόπο, που δεν αφήνει κανένα σχεδόν περιθώριο για ενότητα μέσα στην ποικιλία ή τη διαφορά. Και που ακυρώνει κάθε δυνατότητα για «θεολογούμενα», μια δυνατότητα που παραδοσιακά εξασφάλιζε η ευρυχωρία της Ορθοδοξίας, μιας και ο κανόνας που διαχρονικά επικράτησε υποστήριζε ότι εκτός από τα θέματα που σχετίζονται με το τριαδολογικό και το χριστολογικό δόγμα, όλα τα άλλα μπορούν να αναχθούν στη σφαίρα των θεολογούμενων (κλασικό παράδειγμα π.χ. το κίνητρο της ενανθρωπήσεως ή ο έλεγχος των γεννήσεων και η σεξουαλική ζωή του έγγαμου ζεύγους).
Ως προς το α):
Εκτός από την ιεραρχική παράδοση που έχει βαθιές ρίζες στην Ορθόδοξη παράδοση, σε όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως δεν πρέπει να είναι αμέτοχη μια ορισμένη αντίληψη που επικράτησε τις τελευταίες δεκαετίες στον Ορθόδοξο και ιδιαίτερα στον ελληνικό κόσμο, σύμφωνα με την οποία η θεολογία όφειλε να «εκκλησιοποιηθεί», να συνδεθεί με το μοναστήρι και το θυσιαστήριο ή με τον τοπικό επίσκοπο, να αφήσει το σπουδαστήριο και την αίθουσα διδασκαλίας, να απαλλαγεί με άλλα λόγια από την κυριαρχία των λαϊκών ακαδημαϊκών θεολόγων που μας κληροδότησε η «βαβυλώνια αιχμαλωσία» της Ορθοδοξίας στη Δύση και μάλιστα στο πνεύμα του Προτεσταντισμού. Κορυφαίοι Έλληνες θεολόγοι, όπως ο Χρήστος Γιανναράς, δεν έπαψαν καθ’ όλη τη δεκαετία του 1970, αλλά και αργότερα, να υποστηρίζουν σε βιβλία και άρθρα τους παρόμοιες απόψεις. Για παράδειγμα, το βιβλίο του Γιανναρά Ορθοδοξία και Δύση — Η Θεολογία στην Ελλάδα σήμερα, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1972 και σε ανεπτυγμένη μορφή εκδόθηκε το 1992 με τον τίτλο Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, γέμει τέτοιων απόψεων: η επανεύρεση του αυθεντικού Ορθόδοξου θεολογικού ήθους και η απαλλαγή από τις δυτικές επιδράσεις πάνε χέρι με χέρι με την επανασύνδεση της Ορθόδοξης θεολογίας με το μοναχισμό και την ιερωσύνη, ενώ η διακονία/άσκηση της θεολογίας από λαϊκούς θεολόγους συνδέεται ευθέως με προτεσταντικές και δυτικές επιρροές. Σήμερα, μετά την εμπειρία του τί ακριβώς σημαίνει στην πράξη η «εκκλησιοποίηση της θεολογίας» και μετά τη διάψευση πολλών από τις χίμαιρες που καλλιέργησε η περίφημη «επιστροφή στους Πατέρες» και στην Ορθόδοξη παράδοση, το αίτημα που προβάλλει επίκαιρο όσο ποτέ έχει να κάνει με μία «θεολογούσα Εκκλησία», σε συνδυασμό με το διαχρονικό αίτημα της συμμετοχής των λαϊκών, και μάλιστα των γυναικών, στη ζωή της Εκκλησίας και ένα γνήσιο συνοδικό πνεύμα που θα διαπερνάει και θα μπολιάζει όλα τα επίπεδα της εκκλησιαστικής ζωής: τις ενορίες, τις επισκοπές, τις αρχιεπισκοπές ή τα πατριαρχεία.
Ως προς το β):
Οι υποστηρικτές μιας μονοσήμαντης Ορθοδοξίας φαίνεται να βρήκαν θεολογικό έρεισμα και άλλοθι στις ευρύτατα πλέον —χάρη στη θεολογία του π. Ιωάννη Ρωμανίδη και των μαθητών του— διαδεδομένες απόψεις ενός «πατερικού φονταμενταλισμού» και μιας μυθολογικής και ανιστορικής προσέγγισης των Πατέρων. Η τελευταία υποστηρίζει με επιμονή τον ενιαίο χαρακτήρα στην έκφραση και το περιεχόμενο της πατερικής θεολογίας, θεωρώντας αίρεση κάθε λόγο για σχολές και ρεύματα εντός της θεολογίας αυτής, ερμηνεύοντας με ιδεολογικά κριτήρια την πληθώρα των σχετικών κειμένων. Επιπλέον, οι ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες υπό τις οποίες γράφτηκαν τα πατερικά έργα, η συνεχής αλληλεπίδραση και ο διάλογος των Πατέρων με τη φιλοσοφία και τα θύραθεν φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής τους, η μελέτη και η ελεύθερη χρήση των συγκαιρινών ερμηνευτικών μεθόδων — όλα αυτά έχουν ξεχαστεί από τους νεοσυντηρητικούς της Ορθοδοξίας. Δεν έχει επίσης σοβαρά ληφθεί υπόψη αυτό που φαίνεται να είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η Εκκλησία προσλαμβάνει στοιχεία αρχικά ξένα προς τις δικές της θεολογικές και οντολογικές παραδοχές και τα αφομοιώνει γόνιμα στη ζωή και τη θεολογία της. Αυτή, όμως, η ανιστορική προσέγγιση της πατερικής θεολογίας αποτελεί στην πραγματικότητα «προδοσία» του πνεύματος των Πατέρων, στο βαθμό που προδίδει και αγνοεί τον ίδιο τον πυρήνα και την ουσία της σκέψης τους, δηλαδή τον συνεχή διάλογο με τον κόσμο, τη συνάντηση και την πρόσληψη του ιστορικού, κοινωνικού, πολιτισμικού και επιστημονικού συμφραζόμενου της εποχής τους, όπως αυτό χαρακτηριστικά εικονογραφείται από το διάλογο των μεγάλων Πατέρων του 4ου αιώνα με τον Ελληνισμό, αλλά και τις ίδιες τις σπουδές τους στις φιλοσοφικές (παγανιστικές) σχολές των Αθηνών και σε άλλα κέντρα του δύοντος τότε αρχαίου κόσμου. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θαυματουργός, ένας από τους πιο διάσημους μαθητές της γνωστής Αλεξανδρινής σχολής τον 3ο αιώνα, χρησιμοποιεί τολμηρούς όρους όταν περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι μαθητές διδάσκονταν το μυστήριο της θεολογίας: «Για μας δεν υπήρχε τίποτα απαγορευμένο, τίποτα κρυφό, τίποτα απρόσιτο. Μας επιτρεπόταν να μαθαίνουμε κάθε διδασκαλία, ελληνική και μη ελληνική, τόσο πνευματική όσο και κοσμική, θεϊκή και ανθρώπινη. Με τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία εμβαθύναμε στα πάντα και εξετάζαμε σε βάθος, χορταίνοντας από την απόλαυση των ηδονών της ψυχής» (In Origenem oratio). Όπως παρατηρείται στην έκκληση των διεθνών ακαδημαϊκών θεολόγων προς τον μακαριστό Πατριάρχη Ειρηναίο της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας προς υποστήριξη του π. VukašinMilićević, επίκουρου καθηγητή στην Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, από όπου δανείζομαι πληροφορίες και στοιχεία, το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η πατερική κληρονομιά είναι «η ελευθερία της σκέψης, η ελευθερία της έρευνας, η ελευθερία του λόγου και του διαλόγου που εμπνέεται από το ζωογόνο φως της Αποκάλυψης». Αυτές οι αρχές αποτελούν, όμως, τη βάση της ακαδημαϊκής έρευνας γενικότερα. Ως εκ τούτου, η άνθηση της θεολογίας, της θεολογικής έρευνας και εκπαίδευσης, καθώς και η ετοιμότητά της να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της Εκκλησίας, εξαρτώνται από το άνοιγμά της στον διάλογο. Δεν υπάρχει πρόοδος χωρίς διάλογο και δεν υπάρχει διάλογος χωρίς την ελευθερία του λόγου. Ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός με τη σειρά του, δεν δίστασε να υποστηρίξει ότι η φιλοσοφία «Φιλοσόφησε, αγαπητέ μου, περί κόσμου ή κόσμων, περί ύλης, περί ψυχής, περί καλών και κακών λογικών υπάρξεων, περί αναστάσεως, κρίσεως, ανταποδόσεως, περί παθημάτων Χριστού. Διότι εις αυτά τα θέματα και η επιτυχία είναι χρήσιμος και η αποτυχία ακίνδυνος» (Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, Oratio XXVII, Πρώτος θεολογικός λόγος Κατά του Ευνομίου.)
Αυτή, όμως, η ανιστορική προσέγγιση της πατερικής θεολογίας αποτελεί στην πραγματικότητα «προδοσία» του πνεύματος των Πατέρων, στο βαθμό που προδίδει και αγνοεί τον ίδιο τον πυρήνα και την ουσία της σκέψης τους, δηλαδή τον συνεχή διάλογο με τον κόσμο, τη συνάντηση και την πρόσληψη του ιστορικού, κοινωνικού, πολιτισμικού και επιστημονικού συμφραζόμενου της εποχής τους, όπως αυτό χαρακτηριστικά εικονογραφείται από το διάλογο των μεγάλων Πατέρων του 4ου αιώνα με τον Ελληνισμό, αλλά και τις ίδιες τις σπουδές τους στις φιλοσοφικές (παγανιστικές) σχολές των Αθηνών και σε άλλα κέντρα του δύοντος τότε αρχαίου κόσμου. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θαυματουργός, ένας από τους πιο διάσημους μαθητές της γνωστής Αλεξανδρινής σχολής τον 3ο αιώνα, χρησιμοποιεί τολμηρούς όρους όταν περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι μαθητές διδάσκονταν το μυστήριο της θεολογίας: «Για μας δεν υπήρχε τίποτα απαγορευμένο, τίποτα κρυφό, τίποτα απρόσιτο. Μας επιτρεπόταν να μαθαίνουμε κάθε διδασκαλία, ελληνική και μη ελληνική, τόσο πνευματική όσο και κοσμική, θεϊκή και ανθρώπινη. Με τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία εμβαθύναμε στα πάντα και εξετάζαμε σε βάθος, χορταίνοντας από την απόλαυση των ηδονών της ψυχής» (In Origenem oratio).
Πατερικές μαρτυρίες σαν τις παραπάνω επιβεβαιώνουν το θεμιτόν και τη νομιμότητα του θεολογικού πλουραλισμού και του διαλογικού ήθους, όπως αυτό χαρακτηριστικά εκφράζεται στον εναρκτήριο στίχο της προς Εβραίους Επιστολής, σύμφωνα με τον οποίο «Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις» (Εβρ. 1:1).Το Ευαγγέλιο κηρύχθηκε, λοιπόν, και ενσαρκώθηκε σε ένα ποικιλόμορφο, πλουραλιστικό και οικουμενικό περιβάλλον. Δυστυχώς, η σύγχρονη Ορθοδοξία τείνει συχνά να αντικαθιστά τον θεολογικό πλουραλισμό με κάθε είδους μονοφωνικές εκδοχές, ενώ μοιάζει να είναι ιδιαίτερα ανεκτική στον δικαιοδοσιακό κατακερματισμό και στην εθνοτική πολυδιάσπαση. Έτσι, ο θεμιτός (και παραδοσιακός) θεολογικός πλουραλισμός της Ορθοδοξίας, η ενότητά της μέσα στην ποικιλομορφία, έχει αντικατασταθεί σε πολλές περιπτώσεις από την πνευματική ομοιομορφία και τον θεολογικό στρατωνισμό σε ένα ρεύμα, σε μία τάση, σε μία μονότροπη ομογενοποιημένη έκφραση.
Δυστυχώς οι ωραίες, αλλά εξιδανικευμένες θεολογικές διατυπώσεις για την ποικιλομορφία και τον πλούτο της Ορθοδοξίας δεν αντιπροσωπεύουν την εκκλησιαστική και θεολογική πραγματικότητα της εποχής μας, μια πραγματικότητα που, με εξαίρεση τις Ηνωμένες Πολιτείες και σε κάποιο βαθμό την Ελλάδα, διακρίνεται από την έλλειψη ακαδημαϊκής ελευθερίας και εργασιακής ασφάλειας. Τα τελευταία πέντε χρόνια η κατάσταση φαίνεται ακόμη πιο καταθλιπτική όσον αφορά τις Ορθόδοξες Θεολογικές Σχολές στα Βαλκάνια, τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή (η Ρωσία είναι μια άλλη, ακόμη πιο δύσκολη περίπτωση). Μια χαρακτηριστικά κραυγαλέα περίπτωση είναι αυτή της άλλοτε πολλά υποσχόμενης Θεολογικής Σχολής Βελιγραδίου, όπου σημειώθηκε ένα πρωτοφανές κύμα εκδίωξης ακαδημαϊκών θεολόγων από το Πανεπιστήμιο, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, όπως αυτές της Ρουμανίας (αλλά και της Σερβίας), η εκκλησιαστική ιεραρχία έχει πλέον το δικαίωμα επέμβασης και ελέγχου στις Θεολογικές Σχολές. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με μια ιδιότυπη ορθόδοξη missiocanonica, κυρίως λόγω της προνομιακής σχέσης της ιεραρχίας με το κράτος, η οποία επέτρεψε στην Εκκλησία να επιβάλει την άποψή της στον κοσμικό νομοθέτη και έτσι να απαιτήσει να έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να εγκρίνει τη συμμετοχή ακαδημαϊκών θεολόγων σε επιστημονικά συνέδρια, σε τράπεζες λόγου, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές. Επιπλέον η εκκλησιαστική ιεραρχία δεν διστάζει να ζητήσει να έχει τη δυνατότητα του εκ των προτέρων ελέγχου των εργασιών που οι θεολόγοι πανεπιστημιακοί καθηγητές θα παρουσιάσουν στα επιστημονική συνέδρια, εγκαινιάζοντας για πρώτη φορά ένα ιδιότυπο «ορθόδοξο» imprimatur και nihilobstat!
Η κουρτίνα έχει πλέον τραβηχθεί και η ζοφερή πραγματικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και θεολογίας ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια όσων έκπληκτοι μας παρακολουθούν. Τα σοβαρά και μακροχρόνια άλυτα ζητήματα στη σχέση της Ορθοδοξίας με τη Νεωτερικότητα και την εκκοσμίκευση (όπως η αυτονομία του υποκειμένου, η ελευθερία της έκφρασης, ο σεβασμός της διαφορετικότητας, τα ανθρώπινα δικαιώματα κ.λπ.) δεν μπορούν πλέον να κρυφτούν ή να αγνοηθούν. Είναι καιρός να τα συζητήσουμε και να τα αξιολογήσουμε θεολογικά. Οι Ορθόδοξοι επείγει να ανακαλύψουμε εκ νέου την αξία του θεμιτού θεολογικού πλουραλισμού, αλλά και του ίδιου του διαλόγου και της διαλεγόμενης θεολογίας. Η Ορθοδοξία σήμερα καλείται να επεξεργαστεί και να διατυπώσει μια θεολογία της ετερότητας και της ταυτότητας. Η τελευταία, σε μια ευρύτερη πνευματολογική και εσχατολογική προοπτική, περικλείει και την ετερότητα, καθώς, για να θυμηθούμε τον αείμνηστο Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Δ. Ζηζιούλα, «ο άλλος γίνεται οντολογικό μέρος της ταυτότητάς μας», και «η ετερότητα δεν αποτελεί απειλή για την ενότητα, αλλά εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεσή της», στο βαθμό που «η ετερότητα είναι συστατική της ενότητας, και όχι επακόλουθό της».
Η κουρτίνα έχει πλέον τραβηχθεί και η ζοφερή πραγματικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και θεολογίας ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια όσων έκπληκτοι μας παρακολουθούν. Τα σοβαρά και μακροχρόνια άλυτα ζητήματα στη σχέση της Ορθοδοξίας με τη Νεωτερικότητα και την εκκοσμίκευση (όπως η αυτονομία του υποκειμένου, η ελευθερία της έκφρασης, ο σεβασμός της διαφορετικότητας, τα ανθρώπινα δικαιώματα κ.λπ.) δεν μπορούν πλέον να κρυφτούν ή να αγνοηθούν. Είναι καιρός να τα συζητήσουμε και να τα αξιολογήσουμε θεολογικά. Οι Ορθόδοξοι επείγει να ανακαλύψουμε εκ νέου την αξία του θεμιτού θεολογικού πλουραλισμού, αλλά και του ίδιου του διαλόγου και της διαλεγόμενης θεολογίας. Η Ορθοδοξία σήμερα καλείται να επεξεργαστεί και να διατυπώσει μια θεολογία της ετερότητας και της ταυτότητας
Η όλη ατμόσφαιρα διώξεων και έλλειψης ελευθερίας στην οποία αναφέρθηκα εν συντομία δεν είναι άσχετη με κάποια μορφή «ηθικού πανικού» που διακρίνει πολλούς Ορθοδόξους, τόσο κληρικούς όσο και λαϊκούς. Όσο περισσότερο φιλελευθεροποιούνται και εκσυγχρονίζονται οι κοσμικές πλουραλιστικές κοινωνίες στις οποίες ζούμε, τόσο περισσότερο οι Ορθόδοξες Εκκλησίες υιοθετούν αυταρχικά πρότυπα και μοντέλα, παραιτούμενες από κάθε προσπάθεια διαλόγου και θεολογικής αξιολόγησης της φιλελεύθερης δημοκρατίας μαζί με τις κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές που αυτή επιφέρει. Αλλά μια Εκκλησία που δεν διαλέγεται με τον κόσμο και τα προβλήματά του, που δεν συνομιλεί με την ετερότητα του «άλλου», παύει ουσιαστικά να λειτουργεί ως εκ-κλησία, αφού αρνείται τη σημαντικότερη συνέπεια της Ενσάρκωσης: την ανακεφαλαίωση σύνολης της κτιστής δημιουργίας εν Χριστώ (Εφ. 1:10, πρβλ. Γαλ. 3:28, 4:4, Κολ. 1:16, 3:11), δηλαδή την πρόσληψη και μεταμόρφωση του κτιστού από το άκτιστο, την ανάληψη στο πρόσωπο του ενσαρκωμένου Υιού και Λόγου του Θεού όλης της ανθρώπινης φύσης και Ιστορίας. Άλλωστε θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχει γνήσια θεολογία χώρια από την ελευθερία, ενώ καλούμαστε να αναλογιστούμε το γεγονός ότι ο σοβαρός θεολογικός λόγος άνθισε κυρίως σε εκκοσμικευμένες κοινωνίες (όπως στη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ) και σχεδόν ποτέ σε αυταρχικές παραδοσιακές κοινωνίες ή σε κράτη που προάγουν τη θεοκρατία. Το παράδειγμα της Ρωσικής θεολογίας της διασποράς φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτόν τον παράδοξο ισχυρισμό: δεν είναι τυχαίο ότι η θεολογία αυτή έδωσε πρώτα τους καρπούς της στη Γαλλία και στη συνέχεια στις ΗΠΑ, δηλαδή στις πιο εκκοσμικευμένες κοινωνίες του πλανήτη.
Όσο περισσότερο φιλελευθεροποιούνται και εκσυγχρονίζονται οι κοσμικές πλουραλιστικές κοινωνίες στις οποίες ζούμε, τόσο περισσότερο οι Ορθόδοξες Εκκλησίες υιοθετούν αυταρχικά πρότυπα και μοντέλα, παραιτούμενες από κάθε προσπάθεια διαλόγου και θεολογικής αξιολόγησης της φιλελεύθερης δημοκρατίας μαζί με τις κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές που αυτή επιφέρει. Αλλά μια Εκκλησία που δεν διαλέγεται με τον κόσμο και τα προβλήματά του, που δεν συνομιλεί με την ετερότητα του «άλλου», παύει ουσιαστικά να λειτουργεί ως εκ-κλησία, αφού αρνείται τη σημαντικότερη συνέπεια της Ενσάρκωσης: την ανακεφαλαίωση σύνολης της κτιστής δημιουργίας εν Χριστώ, δηλαδή την πρόσληψη και μεταμόρφωση του κτιστού από το άκτιστο, την ανάληψη στο πρόσωπο του ενσαρκωμένου Υιού και Λόγου του Θεού όλης της ανθρώπινης φύσης και Ιστορίας.
Αυτή είναι η καταθλιπτική πραγματικότητα που αντιμετωπίζει σήμερα η ανά την οικουμένη Ορθοδοξία και πάνω στην οποία θα πρέπει να προβληματιστούμε και να συζητήσουμε χωρίς να καλλιεργούμε πλέον ψευδαισθήσεις και «φαντασιακές» διηγήσεις. Ελπίζουμε πως η σημερινή στρογγυλή τράπεζα θα βοηθήσει στη συνειδητοποίηση των προβλημάτων και στην προστασία της απειλούμενης ακαδημαϊκής ελευθερίας των Ορθοδόξων θεολόγων.
Το παρόν κείμενο αποτελεί παρέμβαση του συγγραφέα στη διαδικτυακή στρογγυλή τράπεζα με θέμα «Εκκλησιαστική Αυθεντία και Ακαδημαϊκή Ελευθερία στην Ορθοδοξία» που διοργανώθηκε από την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου την Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023.
Το εικαστικό θέμα είναι έργο του Ρώσου αγιογράφου Αντρέι Ρουμπλιόφ (1360-1428) με τίτλο «Η Φιλοξενία του Αβραάμ».