Πρόσωπα υπό αίρεση: Η έννοια του Προσώπου στην σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία και οι άνθρωποι με γνωστική αναπηρία.
Ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της σύγχρονης ορθόδοξης θεολογίας είναι η ανάπτυξη της έννοιας του προσώπου. Η πρώτη φορά που κάνει την εμφάνισή της αυτή η έννοια ήταν όταν οι Καππαδόκες Πατέρες τον 4ο αιώνα αναγκάζονται να διακρίνουν μεταξύ δύο συνωνύμων: της ουσίας και της υπόστασης ή του προσώπου, ώστε να υπερασπιστούν τόσο το ομοούσιο του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος όσο και τη μοναδικότητα του Τριαδικού Θεού. Τους τελευταίους δύο αιώνες όμως, υπό την επίδραση διαφόρων φιλοσοφικών ρευμάτων, το κέντρο βάρους της έννοιας αυτής μετατοπίστηκε από το Τριαδολογικό στο ανθρωπολογικό πεδίο. Ολοένα και περισσότεροι θεολόγοι αρχίζουν να θέτουν το ερώτημα τι σημαίνει τελικά για τον άνθρωπο να θεωρείται πρόσωπο. Η απάντηση έρχεται συχνά με μια καινούργια διάκριση, εκείνης που διαφοροποιεί ανάμεσα στο πρόσωπο και το άτομο. Το άτομο είναι απλώς άλλο ένα μέλος του ανθρώπινου είδους που έχει παγιδευτεί στο μονότονο αγώνα της επιβίωσης και του εγωισμού. Αντίθετα, το πρόσωπο είναι μοναδικό, ανεπανάληπτο και πνευματικό.
Ωστόσο, κάποιος όπως ο γράφων, ο οποίος αναλύει τις διάφορες έννοιες του προσώπου σε μια προσπάθεια να βρει τη συνάφειά τους στο πλαίσιο μιας θεολογίας της γνωστικής αναπηρίας, αντιλαμβάνεται μάλλον γρήγορα ότι το ανθρωπολογικό φαντασιακό των ορθόδοξων θεολόγων δεν περιλαμβάνει ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το να είσαι πρόσωπο είναι άλλοτε εκστατική ενατένιση του Δημιουργού, ασκητική εκπλήρωση της ομοιότητάς μας με τον Θεό και άλλοτε μια συγκεκριμένη θεϊκή ιδιότητα που ο Θεός μοιράζεται μαζί μας μέσω του Βαπτίσματος και της Ευχαριστίας. Καμία από αυτές τις προοπτικές, ωστόσο, δεν επαληθεύεται ακριβώς για τα άτομα με νοητική αναπηρία. Με τον όρο γνωστικές αναπηρίες αναφέρομαι στις λεγόμενες αναπτυξιακές καθυστερήσεις, που συνήθως συνδέονται με μειωμένη προσαρμοστική λειτουργία, προβλήματα με τη μνήμη, τη χρήση της γλώσσας, την παρουσίαση και την παρακολούθηση επιχειρημάτων και τη διαμόρφωση και την εφαρμογή σχεδίων. Σε όσα ακολουθούν, θα ήθελα να διερευνήσω τόσο τους περιορισμούς όσο και τις δυνατότητες των τεσσάρων βασικών αντιλήψεων της ορθόδοξης θεολογίας για το πρόσωπο μέσα από το πρίσμα της γνωστικής αναπηρίας. Στο τέλος θα σκιαγραφήσω το περίγραμμα μιας περιεκτικής και ολοκληρωμένης θεώρησης του προσώπου.
Ωστόσο, κάποιος όπως ο γράφων, ο οποίος αναλύει τις διάφορες έννοιες του προσώπου σε μια προσπάθεια να βρει τη συνάφειά τους στο πλαίσιο μιας θεολογίας της γνωστικής αναπηρίας, αντιλαμβάνεται μάλλον γρήγορα ότι το ανθρωπολογικό φαντασιακό των ορθόδοξων θεολόγων δεν περιλαμβάνει ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Σύμφωνα με τη δική μου ταξινόμηση, υπάρχουν τέσσερις ορθόδοξες αντιλήψεις για το πρόσωπο: η ασκητική, η αποφατική, η ευχαριστιακή και η υποστατική. Η πιο διαδεδομένη είναι η ασκητική, η οποία στη σημερινή της μορφή έχει διαμορφωθεί από τον Vladimir Lossky. Στο κλασικό πλέον έργο του Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, ο Lossky υποστηρίζει ότι στην πτωτική κατάσταση, επηρεασμένος από το προπατορικό αμάρτημα, το ανθρώπινο ον βρίσκεται στο στάδιο του ατόμου, δηλαδή υπόκειται στα πάθη της σάρκας, στον εγωισμό και στην επιθυμία να αναγνωριστεί ως μοναδικό ον. Το πρόσωπο αποτελεί το ανώτερο πνευματικό στάδιο, στο οποίο το άτομο μπορεί να φτάσει μέσω της εγκράτειας των επιθυμιών της σάρκας, της αυτοθυσίας και της ταπεινότητας ή με μια λέξη μέσω της άσκησης.
Είναι νομίζω προφανές ότι κάποιος με μειωμένο επίπεδο ορθολογικής αυτονομίας και ενδοσκόπησης δεν μπορεί πολύ εύκολα να γίνει πρόσωπο και κινδυνεύει να παραμείνει άτομο. Τα άτομα με νοητική αναπηρία μπορεί να δυσκολεύονται να ελέγξουν το σώμα τους ή να κατανοήσουν αφηρημένες έννοιες όπως η ταπεινότητα ή η αυτοθυσία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να είναι συμπονετικοί ή έτοιμοι να θυσιαστούν για τους συνανθρώπους τους, αλλά απλώς ότι το επίπεδο διορατικότητας που απαιτείται για τον ασκητισμό μπορεί να είναι δύσκολο γι’ αυτούς να επιτευχθεί. Επομένως, το πρόσωπο δεν πρέπει και δεν μπορεί να εξαρτάται από έναν ασκητικό αγώνα.
Η δεύτερη προσέγγιση της έννοιας της προσωπικότητας, η αποφατική, συνδέεται επίσης με τον Vladimir Lossky. Αναφερόμενος στο περιεχόμενο του κατ΄εικόνα, ο Lossky αρχίζει απαριθμώντας ορισμένες από τις ερμηνείες που προσφέρουν οι Πατέρες της Εκκλησίας: λογική, ελευθερία, κυριαρχία επί της φύσης. Αυτή η έλλειψη συναίνεσης δεν φαίνεται ανησυχητική στο Ρώσο θεολόγο αλλά μάλλον αποτελεί απόδειξη ότι η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο αναφέρεται στην πραγματικότητα στον αποφατικό χαρακτήρα της θεότητας. Όπως ακριβώς ο Θεός βρίσκεται πέρα από κάθε εννοιολόγηση, έτσι και τα ανθρώπινα όντα που Τον αντανακλούν δεν μπορούν να περιληφθούν πλήρως από οποιονδήποτε ορισμό, όσο περιεκτικός κι αν είναι. Σε αυτή την περίπτωση, το να είσαι άνθρωπος σημαίνει να υπάρχεις ως ανθρώπινο ον, ακτινοβολώντας το αποφατικό μυστήριο της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο.
Οι δυνατότητες αυτής της αποφατικής προοπτικής για τη θεολογία της αναπηρίας έχουν ήδη επισημανθεί από τη Linda Woodhead. Για πολλά άτομα με αναπηρία, ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα που έχουν να αντιμετωπίσουν είναι ο τρόπος που τους βλέπουν οι συνάνθρωποί τους. Αντί να τους βλέπουν πρώτα και κύρια ως ανθρώπους, τους αντιμετωπίζουν συνεχώς ως ιατρική διάγνωση- δεν είναι πλέον η Ramona ή ο Radu, αλλά «ένας σακάτης» ή «ένας σχιζοφρενής». Αν όμως το πρόσωπο είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των χαρακτηριστικών του, αν είναι το μυστήριο της δημιουργίας κατ’ εικόνα Θεού, τότε όχι μόνο δεν μπορεί κανείς να αποκλειστεί από το να είναι πρόσωπο, αλλά κυρίως κανείς δεν μπορεί να αναχθεί σε μια απλή ιατρική διάγνωση. Το μειονέκτημα, ωστόσο, είναι ότι σε πιο πρακτικά πλαίσια, όπως ο προγεννητικός έλεγχος ή η άμβλωση, μια επιστημονική περιγραφή της προσωπικότητας είναι απολύτως αναγκαία.
Για πολλά άτομα με αναπηρία, ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα που έχουν να αντιμετωπίσουν είναι ο τρόπος που τους βλέπουν οι συνάνθρωποί τους. Αντί να τους βλέπουν πρώτα και κύρια ως ανθρώπους, τους αντιμετωπίζουν συνεχώς ως ιατρική διάγνωση- δεν είναι πλέον η Ramona ή ο Radu, αλλά «ένας σακάτης» ή «ένας σχιζοφρενής». Αν όμως το πρόσωπο είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των χαρακτηριστικών του, αν είναι το μυστήριο της δημιουργίας κατ’ εικόνα Θεού, τότε όχι μόνο δεν μπορεί κανείς να αποκλειστεί από το να είναι πρόσωπο, αλλά κυρίως κανείς δεν μπορεί να αναχθεί σε μια απλή ιατρική διάγνωση.
Η τρίτη αντίληψη περί προσώπου, που εξετάζει το πρόσωπο υπό το σχεσιακό και ευχαριστιακό πρίσμα ανήκει στο μητροπολίτη Ιωάννη Ζηζιούλα. Ο Ζηζιούλας ορίζει το πρόσωπο ως ένα ον ελεύθερο από κάθε αναγκαιότητα, συμπεριλαμβανομένης και αυτής της ίδιας της φύσης του. Με αυτή την έννοια, μόνο ο Θεός είναι πρόσωπο, διότι μόνο ο Θεός δεν καθορίζεται από τίποτε άλλο, ούτε καν από την ίδια του τη φύση. Τα ανθρώπινα όντα δεν είναι πρόσωπα αλλά άτομα που υπάρχουν σύμφωνα με τα φυσικά και βιολογικά τους χαρακτηριστικά, υποταγμένα στο θάνατο και στην επανάληψη. Για να ανυψωθούν πάνω από την κατάστασή τους και να γίνουν πρόσωπα, τα άτομα δεν χρειάζεται να περάσουν από μια διαδικασία ασκητικού εξαγνισμού, αλλά να συνάψουν σχέση με τον Τριαδικό Θεό, τον μοναδικά πως υπάρχει ως όντως Πρόσωπο. Η βάση αυτής της σχέσης καθορίζεται από την Σάρκωση και συνεχίζεται από την Εκκλησία μέσω του Βαπτίσματος και της Ευχαριστίας.
Ορισμένοι θεολόγοι της αναπηρίας έχουν βρει εξαιρετικά χρήσιμο αυτόν τον σχεσιακό ορισμό του προσώπου. Ο Hans Reinders τον χρησιμοποίησε εναντίον εκείνων που πίστευαν ότι τα ανθρώπινα όντα γίνονται πρόσωπα απλώς και μόνο επειδή ενεργούν με τρόπο που ανταποκρίνεται σε ορισμένες κοινωνικές προσδοκίες και πρότυπα. Βασιζόμενος στην άποψη του Ζηζιούλα, υποστήριξε ότι το να γίνει κάποιος πρόσωπο είναι ένα δώρο του Θεού, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τις ικανότητες ή τις δυνατότητες του ατόμου. Αυτό που δεν αναφέρει, ωστόσο, ο Reinders είναι ότι αν εφαρμοστεί η λογική του Ζηζιούλα σε όλους τους ανθρώπους, τότε τα άτομα με νοητική αναπηρία που, χωρίς να φταίνε, γεννιούνται σε μη χριστιανικές οικογένειες και δεν βαπτίζονται, παραμένουν άτομα σε όλη τους τη ζωή. Η διαδικασία δηλαδή να γίνει κάποιος πρόσωπο αρχίζει μόνο στην πόρτα της Εκκλησίας.
Η τελευταία αντίληψη του προσώπου είναι η υποστατική και μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι η κλασική θεώρηση, διότι δεν κάνει καμία διάκριση μεταξύ ατόμου και προσώπου. Πρόσφατα, χρησιμοποιήθηκε από τον Jean Claude Larchet κατά του Ιωάννη Ζηζιούλα, αλλά μπορεί επίσης να βρεθεί με λιγότερο πολεμικό τρόπο στη θεολογία του πατέρα Dumitru Staniloae. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το πρόσωπο είναι απλά μια έκφανση του ανθρώπινου είδους. Ο Ιωάννης π.χ. είναι πρόσωπο όχι επειδή βαπτίστηκε ή επειδή αφιερώθηκε στον ασκητισμό, αλλά επειδή γεννήθηκε από ανθρώπινους γονείς.
Η άποψη αυτή είναι πολύ ωφέλιμη σε κάθε βιοηθική συζήτηση, καθώς χαράζει πολύ σαφείς γραμμές για την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Όλα τα ανθρώπινα όντα είναι πρόσωπα και πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τέτοια, ακόμη και αν πρόκειται για ένα έμβρυο ή ένα άτομο σε βαθύ κώμα. Το μειονέκτημα είναι ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτός ο ορισμός του προσώπου συνοδεύεται από επαίνους για τον ορθολογισμό, την αυτογνωσία ή την ανθρώπινη ελευθερία, αφήνοντας έτσι ανοιχτό το ενδεχόμενο οι άνθρωποι με μειωμένες γνωστικές ικανότητες να θεωρούνται και κατώτερης κατάστασης πρόσωπα.
Η λύση που θα υποστήριζα είναι η σύλληψη του προσώπου στο πλαίσιο του κοσμικού διαλόγου του Staniloae μεταξύ του Θεού και του κόσμου. Θα πρότεινα δηλαδή ότι το πρόσωπο αναφέρεται στην ανθρώπινη υπόσταση που μαρτυρεί τη διαλογική εμπλοκή του Θεού με την ανθρωπότητα όχι μέσω μιας συγκεκριμένης πράξης, αλλά μέσω του μυστηρίου της ύπαρξής της. Για τον Staniloae, ολόκληρη η ανθρωπότητα έχει δημιουργηθεί για να αποτελεί τον διαλογικό εταίρο του Θεού. Αυτός ο διάλογος προορίζεται να εκπληρωθεί μέσω της ηθικής ευθύνης και της μεταμόρφωσης της δημιουργίας σε τόπο κοινωνίας και αγάπης. Εκείνοι που αρνούνται να ανταποκριθούν στο κάλεσμα του Θεού ή δεν έχουν την ικανότητα να ενεργήσουν με έναν ορισμένο τρόπο – όπως τα νεογέννητα μωρά – παραμένουν οι διαλογικοί εταίροι του Θεού. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρότεινα ότι η έννοια της προσωπικότητας του προσώπου ορίζει την ανθρώπινη υπόσταση που μαρτυρεί τη διαλογική εμπλοκή του Θεού με την ανθρωπότητα, όχι μέσω συγκεκριμένων ενεργειών, αλλά μέσω του ίδιου του μυστηρίου της ύπαρξής της.
Σε αυτή την ένσταση θα απαντούσα ότι εφόσον ο διάλογος του Θεού πραγματοποιείται με όλη την ανθρωπότητα εν Χριστώ, τότε η ιδιότητα του διαλογικού εταίρου δεν αναφέρεται στην ικανότητα κάποιου να ενεργεί με έναν ορισμένο τρόπο – αυτό το κάνει ήδη ο Χριστός στη θέση μας – αλλά στο να μαρτυρεί με το ίδιο το μυστήριο της ύπαρξής του το κάλεσμα του Θεού για καθολικό διάλογο σε κοινωνία με τον Χριστό. Και η μαρτυρία των ατόμων με αναπηρία είναι ακόμη πιο πολύτιμη επειδή, σύμφωνα με τον Ιερό Αυγουστίνο, η γέννηση ενός παιδιού με αναπηρία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μέρος του διαλόγου του Θεού με τον κόσμο.
Φυσικά, μπορεί κανείς να αντιτείνει ότι ένας διαλογικός εταίρος που δεν εκπληρώνει το ρόλο του έχει μειωμένη αυτή την ιδιότητα και, με βάση την απλή συλλογιστική, μπορεί να συμπεράνει ότι είναι «λιγότερο» πρόσωπο. Σε αυτή την ένσταση θα απαντούσα ότι εφόσον ο διάλογος του Θεού πραγματοποιείται με όλη την ανθρωπότητα εν Χριστώ, τότε η ιδιότητα του διαλογικού εταίρου δεν αναφέρεται στην ικανότητα κάποιου να ενεργεί με έναν ορισμένο τρόπο – αυτό το κάνει ήδη ο Χριστός στη θέση μας – αλλά στο να μαρτυρεί με το ίδιο το μυστήριο της ύπαρξής του το κάλεσμα του Θεού για καθολικό διάλογο σε κοινωνία με τον Χριστό. Και η μαρτυρία των ατόμων με αναπηρία είναι ακόμη πιο πολύτιμη επειδή, σύμφωνα με τον Ιερό Αυγουστίνο, η γέννηση ενός παιδιού με αναπηρία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μέρος του διαλόγου του Θεού με τον κόσμο.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι παρά τον απίστευτο πλούτο των αντιλήψεων και των προοπτικών που η σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία έχει αναπτύξει για το πρόσωπο, εξακολουθεί να αναζητά έναν ορισμό που να περιλαμβάνει τα άτομα με γνωστικές αναπηρίες. Οι τέσσερις έννοιες που εντοπίσαμε έχουν σχεδόν όλες τη δυνατότητα να αναπτυχθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Γι’ αυτό το λόγο προτείναμε επίσης έναν ορισμό του προσώπου που να συνοψίζει τα περισσότερα από τα δυνατά τους σημεία. Συγκεκριμένα, υποστήριξα ότι η αποφατική προοπτική μπορεί να «μπολιαστεί» με την υποστατική και να τοποθετηθούν και οι δύο στο σχεσιακό πλαίσιο του διαλόγου μεταξύ Θεού και κόσμου. Η πρόταση αυτή είναι βέβαια πρόχειρη και σε νηπιακό στάδιο, αλλά ελπίζω ότι θα φανεί αρκετά ελκυστική ώστε να της δοθεί προσοχή, έστω και με κριτικό τρόπο.
Το παρόν κείμενο έχει δημοσιευθεί στο προσωπικό ιστολόγιο του συγγραφέα και αναδημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα.
Μετάφραση από τα ρουμανικά: Θεοδώρα Βαλσάμου.
Το εικαστικό θέμα είναι έργο του Αμερικανού καλλιτέχνη Norman Rockwell με τίτλο «The Golden Rule» και φυλάσσεται στο Norman Rockwell Museum, Indianapolis, Η.Π.Α.