Η ΘΡΥΜΜΑΤΙΣΜΕΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ: Η ΛΥΣΗ ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΣΗ
Μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη για την υπέρβαση της εκκλησιαστικής κρίσης στην Ουκρανία έλαβε χώρα στην πόλη του Κιέβου τις προηγούμενες μέρες. Με πρωτοβουλία κάποιων θαρραλέων κληρικών και λαϊκών θεολόγων, συγκεντρώθηκαν στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Σοφίας στο Κίεβο εκπρόσωποι από τις δύο Ορθόδοξες Εκκλησίες στην Ουκρανία, δηλαδή την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας που έλαβε τον Τόμο αυτοκεφαλίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 2019 και την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία που μέχρι τον Μάιο το 2022 βρισκόταν στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας, με σκοπό να συζητήσουν τις προοπτικές για μια δημιουργική εξομάλυνση των εκκλησιαστικών ανωμαλιών που έχει δημιουργήσει κυρίως ο ρωσικός στρατιωτικός και εκκλησιαστικός επεκτατισμός. Αποτέλεσμα της κίνησης αυτής, ήταν η σύνταξη μιας Κοινής Έκκλησης προς τους επικεφαλής και τα μέλη των δυο εκκλησιαστικών δομών της Ουκρανίας για μια από κοινού προσπάθεια αποκατάστασης της θρυμματισμένης εκκλησιαστικής ενότητας στην χώρα. Η σημασία της κίνησης αυτή μπορεί να συνοψιστεί στις παρακάτω θέσεις:
α) Πρόκειται για μια αυθόρμητη πρωτοβουλία που ξεκινά σε επίπεδο βάσης, από ιερείς και λαϊκούς θεολόγους που δεν έχουν κάποια επίσημη διοικητική ή άλλη θέση σε καμία από τις δυο εκκλησιαστικές δομές. Με τον τρόπο αυτό φανερώνεται όχι μόνο η ενεργοποίηση του λαϊκού στοιχείου για την υπέρβαση των κρίσεων αλλά και η εκκλησιολογικά ορθή αντίληψη της συμπεριληπτικής συνοδικότητας ή αλλιώς sobornost, όπου ο λαός του Θεού ως το πραγματικό σώμα της Εκκλησίας δρα μέσα στην ιστορία όχι ως παθητικός δέκτης αποφάσεων αλλά ως ενεργούν υποκείμενο που εκφράζει την αυθεντική συνείδηση της Εκκλησίας μακριά από μικροπολιτικές ή εθνικιστικές σκοπιμότητες. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια κίνηση από τα κάτω που ελπίζουμε να αποκτήσει τέτοια δυναμική ώστε να καταφέρει να επηρεάσει θετικά και τα πάνω, δηλαδή τους επικεφαλής των εκκλησιαστικών κοινοτήτων·
β) αναγνωρίζεται η διορθόδοξη διάσταση του ζητήματος, καθώς όχι μόνο τονίζεται ο καίριος ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την επίλυση εκκλησιαστικών κρίσεων αλλά επισημαίνεται και η ευθύνη της κάθε τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για την πανορθόδοξη ενότητα. Η σύσταση ενός διεθνούς πανορθόδοξου φόρουμ διαλόγου με σκοπό την εξομάλυνση των όποιων προβλημάτων φέρνει τον Ορθόδοξο κόσμο προ των ευθυνών του αφού ωθεί προς την έξοδο από κάθε λογής κοντόφθαλμη λογική επαρχιωτισμού και καλεί στην θεώρηση της Ορθόδοξης πραγματικότητας μέσα από μια παγκόσμια ή καλύτερα οικουμενική προοπτική, σύμφωνα με την οποία τα τοπικά εκκλησιαστικά προβλήματα αφορούν το σύνολο των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
γ) η αναγνώριση της εγκυρότητας των μυστηρίων και κυρίως των χειροτονιών, δηλαδή η αμοιβαία αναγνώριση της εκκλησιαστικής υπόστασης των δυο κοινοτήτων αποτελεί την ουσία της υπέρβασης των εμποδίων για την πλήρη εκκλησιαστική ενότητα. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα ευαίσθητο θέμα και διόλου αυτονόητο καθώς η λογική του μυστηριακού αποκλεισμού και του εκκλησιολογικού στιγματισμού του άλλου αποτελεί μια χρόνια πρακτική ταυτοτικού ορθοδοξισμού που διαιωνίζει σχίσματα και τορπιλίζει κάθε ενωτική προσπάθεια·
Πρόκειται για μια αυθόρμητη πρωτοβουλία που ξεκινά σε επίπεδο βάσης, από ιερείς και λαϊκούς θεολόγους που δεν έχουν κάποια επίσημη διοικητική ή άλλη θέση σε καμία από τις δυο εκκλησιαστικές δομές. Με τον τρόπο αυτό φανερώνεται όχι μόνο η ενεργοποίηση του λαϊκού στοιχείου για την υπέρβαση των κρίσεων αλλά και η εκκλησιολογικά ορθή αντίληψη της συμπεριληπτικής συνοδικότητας ή αλλιώς sobornost, όπου ο λαός του Θεού ως το πραγματικό σώμα της Εκκλησίας δρα μέσα στην ιστορία όχι ως παθητικός δέκτης αποφάσεων αλλά ως ενεργούν υποκείμενο που εκφράζει την αυθεντική συνείδηση της Εκκλησίας μακριά από μικροπολιτικές ή εθνικιστικές σκοπιμότητες. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια κίνηση από τα κάτω που ελπίζουμε να αποκτήσει τέτοια δυναμική ώστε να καταφέρει να επηρεάσει θετικά και τα πάνω, δηλαδή τους επικεφαλής των εκκλησιαστικών κοινοτήτων·
δ) τέλος, η πρόταση για μια τοπική εκκλησία της Ουκρανίας που θα συμπεριλαμβάνει όλους τους Ορθοδόξους, σε μια ενιαία, αυτοκέφαλη εκκλησιαστική δομή που θα αναγνωρίζεται από τον σύνολο των Ορθοδόξων εκκλησιών συνιστά μια ριζοσπαστική μεν αλλά καθόλα ρεαλιστική λύση του εκκλησιαστικού προβλήματος στην Ουκρανία. Θα τολμούσε να ισχυριστεί κανείς ότι μια τέτοια εξέλιξη θα συνιστούσε την επιτυχή -αν όχι πανηγυρική- ολοκλήρωση της Ενωτικής Συνόδου του 2019, οπού η μη συμμετοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελών της ιεραρχίας της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, εξαιτίας της εμμονικής αποθάρρυνσης τους από παράγοντες του Ρωσικού Πατριαρχείου, εμπόδισε την δημιουργία μιας ενιαίας, αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, της οποίας η αναγνώριση από τον υπόλοιπο Ορθόδοξο κόσμο δεν θα συναντούσε ιδιαίτερα προσκόμματα
Ακολουθεί το κείμενο της Κοινής Έκκλησης σε ελληνική μετάφραση:
Έκκληση των συμμετεχόντων στον διεκκλησιαστικό διάλογο στην Αγ. Σοφία του Κιέβου προς τους επισκόπους, τον κλήρο και τους πιστούς της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και την Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ουκρανία.
Παρότι δεν υπάρχει κάποιος επίσημος δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας μέχρι τον Μάιο του 2022) και της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας (που έλαβε τον Τόμος της Αυτοκεφαλίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 2019), εντούτοις αυτό δεν συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη διεξαγωγή ενός διαλόγου σε επίπεδο βάσης. Δραστήριοι Ιερείς και λαϊκοί και απ’ τις δυο εκκλησιαστικές κοινότητες συμμετέχουν ενεργά σ’ έναν τέτοιο διάλογο με την υποστήριξη της Κρατικής Υπηρεσίας Εθνικών και Θρησκευτικών Υποθέσεων της Ουκρανίας (DESS) αλλά και διάφορων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων. Η δεύτερη συνάντησή τους έλαβε χώρα στις 16 Φεβρουαρίου του 2023, στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Σοφίας στο Κίεβο. Πριν από την έναρξη των εργασιών, οι συμμετέχοντες προσευχήθηκαν από κοινού για την Ουκρανία, για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής ενότητας, για τους στρατιώτες, του αιχμαλώτους, τους τραυματισμένους, τους πρόσφυγες και τους εθελοντές ανθρωπιστικής βοήθειας. Ο πρωτοπρεσβύτερος Georgy Kovalenko προεξήρχε της προσευχής. Οι υπόλοιποι ιερείς που συμμετείχαν δεν έφεραν επιτραχήλιο αλλά συμπροσευχήθηκαν
Στη συνέχεια, ακολουθεί το τελικό κείμενο που προέκυψε από τη συνάντηση:
1.Η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας ενάντια στην εδαφική κυριαρχία του Ουκρανικού κράτους αποτελεί την αποκορύφωση μιας ιμπεριαλιστικής πίεσης αιώνων πάνω στην πνευματική και πολιτισμική ταυτότητα του λαού μας. Κάτω από την επίδραση μιας αυτοκρατορικής, σοβινιστικής ιδεολογίας και με τα συνθήματα του «Ρωσικού κόσμου» η Ρωσία διαχρονικά αμφισβητεί το δικαίωμα ύπαρξης στην τοπική Ουκρανική Εκκλησία. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εισβάλει στο κανονικό έδαφος των Ουκρανικών Εκκλησιών και επευλογεί της Ρωσική κατοχή και τα εγκλήματα πολέμου στο έδαφος του Ουκρανικού κράτους.
2. Στους δύσκολους αυτούς καιρούς είναι σημαντικό να διατηρηθεί η πνευματική ενότητα του Ουκρανικού λαού, η οποία έχει τις απαρχές στην Ορθόδοξη παράδοση του αρχαίου Κιέβου. Για το λόγο αυτό, προσπαθούμε να πετύχουμε την ενοποίηση όλων των Ορθόδοξων Ουκρανών σε μια συνοδική και τοπική (αυτοκέφαλη) Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία που θα αναγνωρίζεται από το σύνολο του Ορθόδοξου κόσμου. Έχουμε πλήρη επίγνωση ότι δεν πρόκειται για ένα εύκολο εγχείρημα, αλλά είναι καθήκον και υποχρέωση μας κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση.
3. Γνωρίζουμε ότι μεταξύ ενός σημαντικού αριθμού κληρικών και λαϊκών που ανήκουν στις δυο Ουκρανικές εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες έχει διαμορφωθεί ένα κλίμα αποξένωσης, και δυσπιστίας με τη δημιουργία «της εικόνας ενός εχθρού» που οδηγεί εν τέλει στην αμοιβαία απαξίωση του ανθρώπου. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο επιμένουμε στον επαναπροσδιορισμό των μεταξύ μας σχέσεων. Αισθανόμαστε ότι έχει ωριμάσει πλέον η ανάγκη να ανανεώσουμε τους κοινούς μας δεσμού και να απαλλαγούμε από παλαιές αξιώσεις και προκαταλήψεις. Είναι επίσης σημαντικό να αλλάξουμε την επικοινωνιακή πολιτική καθώς και τη ρητορική της αμοιβαίας απαξίωσης των εκπροσώπων των δυο Εκκλησιών (Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας) και δημιουργήσουμε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή ενός εποικοδομητικού διαλόγου. Οι Ουκρανοί επίσκοποι οφείλουν αρθούν από τα οποία συντεχνιακά και μικρο-εκκλησιαστικα συμφέροντα και να ξεκινήσουν έναν διάλογο για χάρη της ενότητας.
Η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας ενάντια στην εδαφική κυριαρχία του Ουκρανικού κράτους αποτελεί την αποκορύφωση μιαιμπεριαλιστικής πίεσης αιώνων πάνω στην πνευματική και πολιτισμική ταυτότητα του λαού μας. Κάτω από την επίδραση μιας αυτοκρατορικής, σοβινιστικής ιδεολογίας και με τα συνθήματα του «Ρωσικού κόσμου» η Ρωσία διαχρονικά αμφισβητεί το δικαίωμα ύπαρξης στην τοπική Ουκρανική Εκκλησία. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εισβάλει στο κανονικό έδαφος των Ουκρανικών Εκκλησιών και επευλογεί της Ρωσική κατοχή και τα εγκλήματα πολέμου στο έδαφος του Ουκρανικού κράτους.
Πολλοί από τους κληρικούς και τους πιστούς της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν έχουν πειστεί ότι oι αλλαγές στην υπαγωγή των εκκλησιαστικών κοινοτήτων είναι παράνομες και επιπλέον εκφράζουν αμφιβολίες για την κανονικότητα της ιεραρχίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Αντίθετα, η Ουκρανική κοινωνία και οι πιστοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας απαιτούν από τους επικεφαλής της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας να καταδικάσουν με πιο δραστικό τρόπο τις εκδηλώσεις «εθνικής προδοσίας» και συνεργασίας με τον εχθρό από μεμονωμένα μέλη του κλήρου της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σε συνθήκες πολέμου, το Ουκρανικό κράτος δείχνει ιδιαίτερη ανησυχία για την καταστροφική επίδραση που ασκούν στην κοινωνία δομές που υπάγονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο κράτος του εισβολέα. Για το λόγο αυτό, έχουν κατατεθεί σχέδια νόμου που θα καταστήσουν αδύνατη τη δραστηριότητα σε θρησκευτικούς οργανισμούς που σχετίζονται με το κέντρο επιρροής της επιτιθέμενης χώρας, γεγονός που θα οδηγούσε στην διακοπή της κανονικής-εκκλησιαστικής κοινωνίας με το Πατριαρχείο της Μόσχας.
Με αυτά τα δεδομένα, αντιλαμβανόμαστε το κράτος και την κοινωνία των πολιτών της Ουκρανίας ως ουσιαστικούς συνομιλητές στο διάλογο ενότητας μεταξύ της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και την Ουκρανικής Εκκλησίας της Ουκρανίας. Επιπλέον, θεωρούμε ότι η δυναμική των σχέσεων μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών από τη μια και του κράτους και της κοινωνίας από την άλλη οφείλουν να βασίζονται στις αρχές του κράτους δικαίου, του αμοιβαίου σεβασμού και της συνεργασίας. Ως εκ τούτου, κάνουμε έκκληση για μια ευρεία συζήτηση αναφορικά με εκείνες τις νομοθετικές πρωτοβουλίες που σχετίζονται με τα σύνθετα και συχνά επίπονα θέματα που άπτονται των θρησκευτικών ζητημάτων.
Ελπίζουμε ειλικρινα ότι με τη φωνή μας θα ενωθούν χιλιάδες πιστά μέλη και των δυο Εκκλησιών, τα οποία ενδιαφέρονται για την τύχη της Ορθοδοξίας στην Ουκρανία και επιδιώκουν την ενότητα και την νίκη στο αγώνα για την ανεξαρτησία μας. Μόνο μέσα από κοινές πρωτοβουλίες και προσπάθειες μπορούμε να ξεπεράσουμε την αμοιβαία εχθρότητα και κάνουμε της Ορθοδοξία στην Ουκρανία ενωμένη και την κοινωνία μας ολοκληρωμένη, σταθερή και επιτυχημένη. Ο καθένας από μας πιστεύει ότι δεν υπάρχουν προβλήματα και παρεξηγήσεις που δεν μπορούν να επιλυθούν στο πνεύμα τα αγάπης του Χριστού: «αυτό θα γνωρίσουν όλοι οι άνθρωποι ότι είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη ο ένας για τον άλλον» (Ιωαν. 13, 35).
Αν και αναγνωρίζουμε τις διαφορετικές οπτικές εντός των θρησκευτικών μας κοινοτήτων γύρω από αυτά τα ζητήματα, και κατανοούμε ότι οι εν εξελίξει συγκρούσεις δεν επιδέχονται εύκολων και γρήγορων λύσεων, εν τούτοις προτείνουμε τα πρώτα βήματα για την επαναπροσέγγιση και καλούμε τους επισκόπους, τον κλήρο και τους πιστούς:
-να συνεργαστούν στο επίπεδο τοπικών κοινοτήτων σε πολιτισμικά και εκπαιδευτικά προγράμματα, καθώς και σε κάθε είδους κοινωνική υπηρεσία προς τον πλησίον μας, κατά το παράδειγμα που μας έδωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, πρώτα απ’ όλα για τη φροντίδα εκείνων που μας υπερασπίζονται και εκείνων που βρίσκονται σε ευάλωτη θέση κατά τη διάρκεια του πολέμου: εκείνων δηλαδή που έχασαν αγαπημένα πρόσωπα, των τραυματισμένων, των ορφανών, εκείνων που έχασαν τα σπίτια τους και όλων των άλλων θυμάτων.
-να προωθήσουν τη δυνατότητα συμμετοχής και κοινής λατρείας των εκπροσώπων δυο εκκλησιών κατά τη διάρκεια πολιτισμικών και θρησκευτικών εκδηλώσεων τοπικής και εθνικής σημασίας.
-στην κοινή προσευχή κλήρου και λαού των Εκκλησιών μας, όπου αυτό είναι εφικτό: μνημόσυνα, ταφές (ειδικά αν πρόκειται για την ταφή ενός στρατιώτη-υπερασπιστή που πέθανε υπερασπιζόμενος την Ουκρανία
-στην αναγνώριση της πληρότητας της θείας χάριτος στα μυστήρια και τις τελετές των Εκκλησιών μας, συμπεριλαμβανομένου του βαπτίσματος και της χειροτονίας
-να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να ξεπεραστούν τα υπάρχοντα εμπόδια που δεν επιτρέπουν την βασικό στόχο για την ενότητα μας που δεν είναι άλλος από την ευχαριστιακή κοινωνία μεταξύ των δυο εκκλησιαστικών κοινοτήτων.
Καλούμε σ ’έναν απευθείας διάλογο χωρίς προαπαιτούμενα με σκοπό την επεξεργασία και ανάπτυξη υποδειγμάτων που θα καταστήσουν, εν τέλει, εφικτή την ένωση της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας σε μια ενιαία τοπική Εκκλησία στο μέλλον. Για το σκοπό αυτό, προτείνουμε την δημιουργία μιας κοινής ομάδας εργασίας, στην οποία θα συμμετέχουν επίσκοποι και θεολόγοι των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών ώστε να καταρτίσουν ένα σχέδιο ενοποίησης βήμα προς βήμα. Αναμένουμε επίσης από τις ηγεσίες της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και την Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας να διατυπώσουν μια πιο ρητή και ξεκάθαρη θέση για ζητήματα που αφορούν τις Διορθόδοξες σχέσεις. Ελπίζουμε ότι η ενοποιητική διαδικασία θα ξεκινήσει σύντομα και θα υλοποιηθεί εντός τους τρέχοντος έτους. Γνωρίζουμε ότι η επίλυση της διεκκλησιαστικής κρίσης στην Ουκρανία είναι δυνατή μόνο με την ενεργό διαμεσολάβηση των εκπροσώπων της παγκόσμιας Ορθοδοξίας και ιδιαίτερη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σε συνεργασία με το οποίο θα πρέπει ξεκινήσει ένα διεθνές φόρουμ διαλόγου.
Ελπίζουμε ειλικρινά ότι με τη φωνή μας θα ενωθούν χιλιάδες πιστά μέλη και των δυο Εκκλησιών, τα οποία ενδιαφέρονται για την τύχη της Ορθοδοξίας στην Ουκρανία και επιδιώκουν την ενότητα και την νίκη στο αγώνα για την ανεξαρτησία μας. Μόνο μέσα από κοινές πρωτοβουλίες και προσπάθειες μπορούμε να ξεπεράσουμε την αμοιβαία εχθρότητα και κάνουμε της Ορθοδοξία στην Ουκρανία ενωμένη και την κοινωνία μας ολοκληρωμένη, σταθερή και επιτυχημένη. Ο καθένας από μας πιστεύει ότι δεν υπάρχουν προβλήματα και παρεξηγήσεις που δεν μπορούν να επιλυθούν στο πνεύμα τα αγάπης του Χριστού: «αυτό θα γνωρίσουν όλοι οι άνθρωποι ότι είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη ο ένας για τον άλλον» (Ιωαν. 13, 35).
Με την ευκαιρία της μαζικής ρωσικής εισβολής στις 24 Φεβρουαρίου 2023, καλούμε σε κοινή προσευχή για τη νίκη της Ουκρανίας και την επικράτηση μιας δίκαιης ειρήνης καθώς και για την ανάπαυση των πεσόντων στρατιωτών και των θυμάτων της Ρωσικής στρατιωτικής εισβολής.
Ο Νίκος Κουρεμένος έχει σπουδάσει Θεολογία στο Τμήμα Θεολογίας του ΕΚΠΑ, όπου και έχει ειδικευτεί σε επίπεδο Master στην Εκκλησιαστική Ιστορία. Είναι Διδάκτορας Ανατολικών Εκκλησιαστικών Σπουδών από το Ποντιφικό Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών της Ρώμης. Επιπλέον, έχει εργαστεί ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Hebrew University of Jerusalem (HUJ) στο Ισραήλ, στο Κέντρο Έρευνας Ανθρωπιστικών Επιστημών (ΚΕΑΕ) της Αθήνας και στη Fondazione per le scienze religiose (FSCIRE) στη Μπολόνια της Ιταλίας. Είναι ερευνητικός εταίρος της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου και εργάζεται στην Επικοινωνιακή και Μορφωτική Υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Το αγγλικό κείμενο της Κοινής Έκκλησης δημοσιεύτηκε αρχικά στο ιστολόγιο Public Orthodoxy στις 23.02.2023 και η ελληνική μετάφραση είναι του Νίκου Κουρεμένου.
Φωτογραφία λεπτομέρειας του τρούλου του Καθεδρικού Ναού της Αγίας Σοφίας, Κίεβο, Ουκρανία.