Ο ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΑΘΕΪΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ. ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.
Το παρόν άρθρο έχει ως αφορμή ένα βίντεο που πρόσφατα παρακολούθησα. Προειδοποιώ, όμως, ότι για να παρακολουθήσετε το σύντομο αυτό βίντεο θα χρειασθήτε γερά νεύρα. Και πολύ χρόνο, όσον θα δώσετε για να συνέλθετε και στη συνέχεια να στοχασθήτε.
Κάποιος, τον οποίο αγνοώ, ερωτά παιδιά (προφανώς βαπτισμένα):
Τι γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα;Δεν έχει τόσο ζέστη / Κάνει κρύο /Τη σταύρωση του Χριστού.
Τι γιορτάζουμε το Πάσχα; Τα αρνιά.
Ποιος γεννήθηκε τα Χριστούγεννα; Ο Άη-Βασίλης.
Η Παναγία είναι μητέρα του Χριστού; Όχι. Τι σχέση έχει η Παναγία με τον Χριστό; Είναι ερωτευμένη. (Στη συνέχεια ένα παιδί αποπειράται να περιγράψει ότι θα φιληθούν και θα ξαπλώσουν, μάλλον παρασύρθηκε από τη λέξη «σχέση»).
Τι δώρα πήγαν οι μάγοι στον Χριστό; (Απαριθμούν τα εξής): Πιρούνι, κουτάλι, πιάτο, πετσέτα, κανάτα, φάρμακο, μέλι, νερό, σταυρούς, παντελόνι, μπλούζα. Από πού τά βρήκαν; Απ’ το mall.
Εσείς τι δώρα θα πηγαίνατε στον Χριστό; Κινητό / τάμπλετ.
Από ποια πόλη είναι ο Άη-Βασίλης; (Προφανώς προσδοκά να τήν εντοπίσουν από τα κάλαντα αλλά λαμβάνει τις εξής απαντήσεις): Θεσσαλονίκη / Καλαμάτα / Λάρισα.
Ποιο είναι το επίθετό του; Έχω ακούσει το επίθετό του αλλά δεν τό θυμάμαι.
Όσο είναι προφανές ότι αυτά τα ανεκδιήγητα φαινόμενα αποτελούν απώτατες προεκβολές της μνημειώδους αλλαγής η οποία άρχισε να συντελείται στην κωνσταντίνεια περίοδο, άλλο τόσο μοιάζει η οδύνη την οποία προκαλούν να είναι ανίατη. Η εξήγηση δεν αναιρεί τον πόνο.
Φυσικά, μεσολάβησαν αναρίθμητες ιστορικές εξελίξεις οι οποίες πρόσθεσαν την δική τους σφραγίδα. Καθώς συνέβησαν αργά και σταδιακά, αναπτύχθηκε στον λαό μας και στους εκκλησιαστικούς του ηγέτες κάποιου τύπου μιθριδατισμός. Το τελικό μίγμα, το οποίο ζούμε σήμερα, συνιστά μια ελληνική ευρεσιτεχνία, ίσως μοναδική στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ή και σε ολόκληρη την Χριστιανωσύνη. Δύσκολο να φαντασθή κανείς άλλη θρησκευτική ομάδα εν γένει στην οποία η εκκλησιαστικόμορφη βιτρίνα να αποκρύπτει προσεκτικά το εντελώς άσχετο υπόβαθρο.
Θεωρώ απίθανο να υπάρχει άλλη Χριστιανική ομολογία στην οποία οι θεολογικού νοήματος γιορτές (Δεσποτικές και Θεομητορικές) συνοδεύονται από την ευχή να ζήσουμε πολλά χρόνια, ή στην οποία ο ανάδοχος παπαγαλίζει τις πνευματικές υποσχέσεις που προβλέπει το τυπικό, ενώ στην πραγματικότητα εγκαθίσταται εκείνη την ώρα απλώς ένας νέος κοινωνικός δεσμός. Μάλλον προς παγανιστική τελετουργία προσομοιάζει αυτό.
Το 2005 χίλιοι εξακόσιοι νέοι 15-29 ετών ερωτήθηκαν από την Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς για την θέση τους σε ποικίλα ζητήματα.[1]Ως προς την θρησκευτικότητα, αρκετά έως πολύ θετική άποψη για την Εκκλησία ως θεσμό είχαν το 61% των νέων που ερωτήθηκαν. (Έχω λόγους να πιστεύω ότι τώρα το ποσοστό θα ήταν μικρότερο). Το 60% των νέων εκκλησιάζεται μόνο κατά τις μεγάλες γιορτές. Πρωτοφανές για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ότι το 25% εκκλησιάζεται συχνά, μία φορά τον μήνα δηλαδή. Οι λόγοι για τους οποίους εκκλησιάζονται όμως; α) η συνήθεια, β) η οικογένεια, γ) η ευμένεια του Θεού!
Φυσικά, μεσολάβησαν αναρίθμητες ιστορικές εξελίξεις οι οποίες πρόσθεσαν την δική τους σφραγίδα. Καθώς συνέβησαν αργά και σταδιακά, αναπτύχθηκε στον λαό μας και στους εκκλησιαστικούς του ηγέτες κάποιου τύπου μιθριδατισμός. Το τελικό μίγμα, το οποίο ζούμε σήμερα, συνιστά μια ελληνική ευρεσιτεχνία, ίσως μοναδική στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ή και σε ολόκληρη την Χριστιανωσύνη. Δύσκολο να φαντασθή κανείς άλλη θρησκευτική ομάδα εν γένει στην οποία η εκκλησιαστικόμορφη βιτρίνα να αποκρύπτει προσεκτικά το εντελώς άσχετο υπόβαθρο.
Εύγλωττα επίσης ήταν τα ευρήματα ότι α) οι νέες γυναίκες εκκλησιάζονταν συχνότερα από τους νέους άνδρες, β) οι δύο μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες (18-24 και 25-29) εκκλησιάζονταν λιγότερο από όσο η μικρότερη (15-17), γ) όσοι προέρχονται από αγροτικές περιοχές εκκλησιάζονταν συχνότερα από εκείνους των αστικών, και δ) αυτοί/ές που διέμεναν με τους γονείς τους επισκέπτονταν συχνότερα την εκκλησία σε σύγκριση με εκείνους που έμεναν μόνοι/ες.
Εκπλήσσει ότι μόνο το 37% πίστευαν στην ανάσταση των νεκρών, με εκείνους που πίστευαν περισσότερο στην ανάσταση των νεκρών να είναι: α) οι γυναίκες (40,2%), β) οι μικρότερες ηλικίες (41%) και γ) οι λιγότερο μορφωμένοι (48,9%). Δήλωναν ότι προσεύχονταν κάθε μέρα οι 6 στους 10 και πως η θρησκεία βρίσκονταν στο 7,9 της δεκάβαθμης κλίμακας αξιών. Τι νόημα βγάζετε;[2]
Με άλλα λόγια, οι νέοι παρέλαβαν από τους γονείς τους και από τους παππούδες τους έναν ληξιαρχικό Χριστιανισμό, που χρησιμεύει σε δύο κυρίως πράγματα: στη δημιουργία εθνικής ταυτότητας και στη συμβατική «ευλογία» των καίριων ορόσημων της ζωής (γέννηση, γάμος, θάνατος). Στο μόρφωμα αυτό πρόσθεσαν και τη μεταμοντέρνα πινελιά τους: ως γνήσια παιδιά της εποχής τους όταν εκκλησιάζονται και προσεύχονται τό κάνουν με στόχο την ψυχολογική εμπειρία, κυρίως εκείνη της ηρεμίας. Μια τέτοια επιδίωξη συμβιβάζεται άριστα με άθεη «πίστη» και με θρησκευτικά αντιφατική ζωή.
Θεωρώ απίθανο να υπάρχει άλλη Χριστιανική ομολογία στην οποία οι θεολογικού νοήματος γιορτές (Δεσποτικές και Θεομητορικές) συνοδεύονται από την ευχή να ζήσουμε πολλά χρόνια, ή στην οποία ο ανάδοχος παπαγαλίζει τις πνευματικές υποσχέσεις που προβλέπει το τυπικό, ενώ στην πραγματικότητα εγκαθίσταται εκείνη την ώρα απλώς ένας νέος κοινωνικός δεσμός. Μάλλον προς παγανιστική τελετουργία προσομοιάζει αυτό.
Η ανακοίνωση της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς παρατηρούσε: «Η γενική εικόνα που διαμορφώνεται απέναντι στη θρησκεία είναι η εξής: εάν εξαιρεθεί η (μικρότερη συγκριτικά) μερίδα των νέων που δεν έχει «πειστεί» ότι υπάρχει Θεός και η οποία δηλώνει ξεκάθαρη αδιαφορία προς τη θρησκεία, οι υπόλοιποι δείχνουν ότι η ανάγκη να πιστεύουν κάπου, τους κρατά σε μια σχετικώς χαλαρή (αλλά σταθερή) σχέση με ορισμένες εκκλησιαστικές πρακτικές, η οποία εκφράζεται μέσω του σποραδικού εκκλησιασμού ή της νηστείας, με έναν τρόπο που δείχνει περισσότερο μια ανάγκη να τα «έχουν καλά με το Θεό», παρά μια εγγενή επιθυμία κατάνυξης και συνομιλίας μαζί Του. Με ένα σχετικώς αυτοματοποιημένο τρόπο, υποβοηθούμενο και από πολιτισμικά τελετουργικά (όπως π.χ. εκείνο της μεγάλης εβδομάδας), όταν περνούν από την εκκλησία «ανάβουν και ένα κερί».
Η στάση αυτή δεν φαίνεται να σχετίζεται ευθέως με τη δυσπιστία (και ορισμένες φορές την απαξίωση) απέναντι στους εκπροσώπους της θρησκείας, αλλά κυρίως με το ότι η θρησκεία στηρίζεται πλέον σε κάποια εναπομείναντα «υπολείμματα» της παράδοσης, ενώ άλλες αξίες, προτεραιότητες και πρακτικές έχουν αποκτήσει υψηλότερη προτεραιότητα στην καθημερινή ζωή και καταλαμβάνουν τον ψυχικό χώρο και χρόνο του ατόμου».
Θα πρέπει, νομίζω, να δούμε όλα αυτά τα δεδομένα ως συνέπεια του γεγονότος ότι η εν γένει ελληνική κοινωνία διατηρεί τα πρωτεία των θρησκευτικών αντιφάσεων. Ίσως να είναι η πρώτη στην Ενωμένη Ευρώπη στη δήλωση θρησκευτικής πίστης, σίγουρα από τις πρώτες σε εκκλησιασμό, αυτή που περισσότερο από όλες κρατά τα θρησκευτικά σύμβολα, τελεί τα μυστήρια θρησκευτικά κ.ά. Την ίδια στιγμή όμως μεγάλο μέρος του πληθυσμού καταφεύγει σε μάγους, μελετά ωροσκόπια, συμπλέκει την πίστη με προλήψεις και δεισιδαιμονίες, καταφεύγει εύκολα σε εκτρώσεις, παρανομεί ασύστολα, εμφανίζει ρατσιστικές πρακτικές, θεωρεί κατάντημα να γίνει το παιδί του μοναχός ή κληρικός, τελεί Γάμο μετά την απόκτηση παιδιού ή σε κατάσταση εγκυμοσύνης, τελεί την Βάπτιση αποβλέποντας κατά βάσιν στήν δημιουργία νέων κοινωνικών συνδέσεων μέσῳ της αναδοχής, καθώς και στην ονοματοδοσία κ.π.ά.
Με άλλα λόγια, οι νέοι παρέλαβαν από τους γονείς τους και από τους παππούδες τους έναν ληξιαρχικό Χριστιανισμό, που χρησιμεύει σε δύο κυρίως πράγματα: στη δημιουργία εθνικής ταυτότητας και στη συμβατική «ευλογία» των καίριων ορόσημων της ζωής (γέννηση, γάμος, θάνατος). Στο μόρφωμα αυτό πρόσθεσαν και τη μεταμοντέρνα πινελιά τους: ως γνήσια παιδιά της εποχής τους όταν εκκλησιάζονται και προσεύχονται τό κάνουν με στόχο την ψυχολογική εμπειρία, κυρίως εκείνη της ηρεμίας. Μια τέτοια επιδίωξη συμβιβάζεται άριστα με άθεη «πίστη» και με θρησκευτικά αντιφατική ζωή.
Οι νέοι μας λοιπόν, πριν προλάβουν να καταλάβουν τι συμβαίνει, «εμβαπτίζονται» μέσα στις θρησκευτικές αντιφάσεις και στη συνέχεια τίς διαιωνίζουν. Όπως ορθά σημειώνει το σχόλιο της ΓΓΝΓ, «οι νέοι θρησκεύουν, αλλά δεν πιστεύουν. Η θρησκεία αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο της συλλογικής και προσωπικής ταυτότητας του καθένα και συνδυάζεται ιδιαίτερα με τον προσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας. Έτσι εκλαμβάνουν την έννοια του είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος. Ως ένα στοιχείο που καθορίζει και συμπληρώνει άρρηκτα την εθνική ταυτότητά των Ελλήνων».
Με άλλα λόγια, υπάρχουν δύο παράλληλα επίπεδα. Στο πρακτικό, εκεί όπου «μετρούν» τα καθημερινά και λογιζόμενα ως καίρια της ζωής, εμφανίζεται μια λειτουργική (functional) αθεΐα και οι άνθρωποι δρουν όπως καταλαβαίνουν καλύτερα, χωρίς Θεό. Στο συμβολικό, αυτό που προμηθεύει ψυχική ταυτότητα, χρησιμοποιούν την έννοια περί Θεού σύμφωνα με την εργονομία που βολεύει, αλλά και αυτή σημαδεμένη από προνεωτερικές ή άλλες στρεβλώσεις. Ουσιαστικά την χρησιμοποιούν με τέτοιο τρόπο ώστε να δικαιολογείται η απόρριψη στην πράξη. Ο «Θεός» υπηρετεί την εγχώρια ετερότητα, συχνά και τον ελληνικό εξαιρετισμό!
Στο φόντο αυτό όταν εμφανισθή κάποιος ο οποίος παίρνει στα σοβαρά την χριστιανική του ιδιότητα και εμφανίζει καλώς νοούμενο ζήλο, κινδυνεύει να χαρακτηρισθή ιδιόρρυθμος, «θεούσος», φανατικός κ.ά. Το άρρητο συμπέρασμα που υπόκειται της γενικής θρησκευτικής στάσης είναι πως ο Θεός αποτελεί α) ένα αποκούμπι για τις δύσκολες ώρες και β) ισχυρό στοιχείο ταυτότητας σε αντιδιαστολή με άλλες (εχθρικές) ταυτότητες.
Οπωσδήποτε η κατάσταση την οποία περιγράφω σε αυτό το κείμενο, με αφορμή τις εξωφρενικές απαντήσεις των παιδιών, συνιστά απαράδεκτο καθεστώς για κάθε λαό που σέβεται τον εαυτό του. Αλλά επιπλέον δεν είναι αντάξια της πνευματικής ιστορίας και συμβολής αυτού του συγκεκριμένου τόπου. Ανεξάρτητα από το επιστημονικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει ως ιδεότυπος, αποτελεί βαθειά παρακμή η επιτέλεση τυπικών λατρευτικών καθηκόντων ή μια θρησκεία χωρίς πίστη.
Πώς αλλάζει αυτό; Ομολογώ ότι αγνοώ. Το βάρος τόσων αιώνων κάποιες στιγμές μοιάζει ασήκωτο. Και προφανώς η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι εφικτό να προέλθει από έναν εκκλησιαστικό ηγέτη, όσο χαρισματικός και αν είναι. Η λύση θα δοθή μέσα από συλλογική διαβούλευση μακράς διαρκείας.
Με άλλα λόγια, υπάρχουν δύο παράλληλα επίπεδα. Στο πρακτικό, εκεί όπου «μετρούν» τα καθημερινά και λογιζόμενα ως καίρια της ζωής, εμφανίζεται μια λειτουργική (functional) αθεΐα και οι άνθρωποι δρουν όπως καταλαβαίνουν καλύτερα, χωρίς Θεό. Στο συμβολικό, αυτό που προμηθεύει ψυχική ταυτότητα, χρησιμοποιούν την έννοια περί Θεού σύμφωνα με την εργονομία που βολεύει, αλλά και αυτή σημαδεμένη από προνεωτερικές ή άλλες στρεβλώσεις. Ουσιαστικά την χρησιμοποιούν με τέτοιο τρόπο ώστε να δικαιολογείται η απόρριψη στην πράξη. Ο «Θεός» υπηρετεί την εγχώρια ετερότητα, συχνά και τον ελληνικό εξαιρετισμό!
Αρκεί αυτή να υπάρξει. Μέχρι τώρα δεν έχουμε ένδειξη πως υφίσταται ένας τέτοιος προβληματισμός στον κλήρο μας και στον θεολογικό κόσμο. Αντίθετα, πολλοί επίσκοποι εξακολουθούν να βλέπουν με θετικό πρόσημο αυτή την διάχυτη και θολή θρησκευτικότητα, ή να εκφράζονται λαϊκιστικά ενισχύοντάς την.
Αλλά τα Χριστούγεννα μάς θυμίζουν πως ο ερχομός του Χριστού στον κόσμο έφερε κρίση: ανέδειξε την υπαρξιακή δίψα κάποιων συγχρόνων Του και καταδίκασε την αντιφατική τυπολατρική, και εθνικιστική θρησκευτικότητα άλλων.
[1]http://www.neagenia.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=RESOURCE&cresrc=322&cnode=51. Σχολιασμός της έρευνας αυτής υπάρχει στο βιβλίο μου Φυγή προς τα εμπρός, εκδ. Αρμός.
[2]Σύμφωνα με άλλες έρευνες το 58% δεν πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού, το 56% δεν πιστεύουν στην ενανθρώπησή Του, το 54% δεν πιστεύουν στη Δευτέρα Παρουσία και το 42% δεν πιστεύουν στα θαύματα!
Το εικαστικό θέμα είναι έργο του Γερμανού καλλιτέχνη Lovis Korinth με τίτλο «Christmas Eve» (1913) και φυλάσσεται στο Lentos Art Museum, Αυστρία.