ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Εισαγωγή
Ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία τα δικαιώματα, πρώτα και κύρια τα ατομικά δικαιώματα, αποτελούν το κεντρικό θέμα και διαμορφώνουν το κυρίαρχο λεξιλόγιο στην πολιτική. Ένα συνέδριο με τίτλο «Η χριστιανική μαρτυρία στον σημερινό κόσμο» δεν μπορεί πράγματι να υπάρξει χωρίς μια συζήτηση σχετικά με τις ορθόδοξες προσεγγίσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου σήμερα, θα αναπτύξω πρώτα τις θεωρητικές προοπτικές για τη θρησκεία και τα ανθρώπινα δικαιώματα στο σύγχρονο, εκκοσμικευμένο κόσμο. Στη συνέχεια θα επικεντρωθώ στις ορθόδοξες αντιλήψεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και θα ξεχωρίσω δύο πιο πρόσφατες προσεγγίσεις, τη Διδασκαλία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για την Αξιοπρέπεια, την Ελευθερία και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και το κείμενο του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Υπέρ της του κόσμου ζωής»: Το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Θεωρητικές προοπτικές για τη θρησκεία και τα ανθρώπινα δικαιώματα
Ο Louis Henkin έχει περιγράψει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη θρησκεία ως δύο ξεχωριστούς ιδεολογικούς κόσμους, για τους οποίους συντρέχουν σοβαροί λόγοι αμοιβαίας καχυποψίας. Οι θρησκείες είναι καχύποπτες απέναντι στα ανθρώπινα δικαιώματα επειδή
«[είναι] πολύ παλαιότερες από την ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δεν έχουν νιώσει καμία ανάγκη να ενστερνιστούν την ιδέα αυτή. Οι θρησκείες διεκδίκησαν τις αντιλήψεις του καλού, της χρηστής κοινωνίας, πριν από πολύ καιρό, χωρίς καμία ιδέα περί δικαιωμάτων. […] Δεν καλωσορίζουν την ιδεολογική ανεξαρτησία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την επιμονή τους στη μη θεϊστική υποστήριξη της ιδέας, την αντίστασή τους στον ανώτερο νόμο της κοινωνίας και ακόμη και στον θεϊκό νόμο. […] Οι εκφραστές της θρησκείας έχουν δηλώσει ότι τα κοσμικά θεμέλια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι αδύναμα, ασταθή και καταδικασμένα να αποτύχουν και να παρέλθουν. Ορισμένες θρησκείες αντιστέκονται σε αυτό που θεωρούν ως επικέντρωση επί του ατόμου, και μάλιστα αποθέωση του, καθώς και την εξύψωση της ατομικής αυτονομίας και ελευθερίας». (Henkin 1998, 232)
Με τη σειρά της, η ίδια η ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκεται σε απόσταση από τη θρησκεία, επειδή
«[δεν] απορρέει από κανένα ιερό κείμενο. Οι πηγές της είναι ανθρώπινες, απορρέουν από τη ζωή του ανθρώπου στη σύγχρονη κοινωνία. Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι μια πολιτική ιδέα και ιδεολογία που ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει μια καθολική, σύγχρονη, ηθική διαίσθηση. Οι ανθρώπινοι θεσμοί υιοθέτησαν αυτή την ιδέα για να εξυπηρετήσουν τον σκοπό της καλής ζωής στο πλαίσιο των εθνικών, κοσμικών κοινωνιών εντός ενός διεθνούς πολιτικού συστήματος». (Henkin 1998, 231)
Ένα μειονέκτημα της λεγόμενης αμοιβαίας καχυποψίας μεταξύ ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θρησκείας είναι ότι ο Henkin παρουσιάζει τόσο το ένα όσο και το άλλο μέγεθος ως κλειστά και αμετάβλητα συστήματα συλλογισμού. Αυτό, νομίζω, είναι λάθος. Είναι λάθος από τη σκοπιά των θρησκειών, διότι οι θρησκευτικές παραδόσεις και θεολογίες εξελίσσονται με τον χρόνο, έστω και πολύ αργά, και η ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν νέα θέματα δεν είναι μόνο ζήτημα αυτοάμυνας αλλά και ανθρώπινης δημιουργικότητας και, όταν υπάρχει μια θρησκευτική νοοτροπία, τότε αυτό αποτελεί και αντικείμενο θεϊκής έμπνευσης. Είναι επίσης λάθος από τη σκοπιά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διότι το καθεστώς των τελευταίων μεταβάλλεται συνεχώς – οι συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και η σχετική νομοθεσία έχουν εξελιχθεί από την υπογραφή της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 1948, ενώ οι θρησκείες συγκαταλέγονται μεταξύ εκείνων των φορέων που προσπαθούν να αναλάβουν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του ορισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σήμερα.
Μια θεωρητική προοπτική που θεωρώ ότι μπορεί να είναι πιο γόνιμη για τη διεξαγωγή της συζήτησης σχετικά με τη θρησκεία και τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι η ιδέα της «ιεροποίησης του προσώπου» που διατυπώθηκε από τον Hans Joas (2013). Αυτό που προσπαθεί να αναδείξει ο Joas είναι ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν ανήκουν σε ένα αποκλειστικά κοσμικό έδαφος, ούτε αντίθετα πηγαίνει προς το άλλο άκρο για να υποστηρίξει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα αναπτύσσονται σε ένα αμιγώς θρησκευτικό έδαφος. Ο Joas θεωρεί ότι η σύγχρονη ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι μια πραγματικά νέα εξέλιξη, που σχετίζεται τόσο με θρησκευτικές όσο και με κοσμικές διανοητικές παραδόσεις και πρακτικές, αλλά δεν μπορεί να ενταχθεί σε καμία από αυτές. Αποκαλεί αυτή τη νέα εξέλιξη «ιεροποίηση του προσώπου».
… οι θρησκευτικές παραδόσεις και θεολογίες εξελίσσονται με τον χρόνο, έστω και πολύ αργά, και η ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν νέα θέματα δεν είναι μόνο ζήτημα αυτοάμυνας αλλά και ανθρώπινης δημιουργικότητας και, όταν υπάρχει μια θρησκευτική νοοτροπία, τότε αυτό αποτελεί και αντικείμενο θεϊκής έμπνευσης. Είναι επίσης λάθος από τη σκοπιά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διότι το καθεστώς των τελευταίων μεταβάλλεται συνεχώς- οι συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και η σχετική νομοθεσία έχουν εξελιχθεί από την υπογραφή της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 1948, ενώ οι θρησκείες συγκαταλέγονται μεταξύ εκείνων των φορέων που προσπαθούν να αναλάβουν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του ορισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σήμερα.
Ο Joas θέτει στο επίκεντρο της ανάλυσής του την έννοια της «ιερότητας» ή της «ιεροποίησης». Ερμηνεύει δηλαδή την πίστη στα ανθρώπινα δικαιώματα και την οικουμενική ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης διαδικασίας ιεροποίησης του ανθρώπου, «μιας διαδικασίας, κατά την οποία κάθε ανθρώπινο ον θεωρείται όλο και περισσότερο, και με ολοένα αυξανόμενα αποτελέσματα κινητοποίησης και ευαισθητοποίησης, ως ιερό, αντίληψη η οποία έχει θεσμοθετηθεί από το Δίκαιο» (Joas 2011, 5). Οι θρησκείες, αλλά και οι κοσμικές αξιακές παραδόσεις και κοσμοθεωρίες οφείλουν να τοποθετηθούν σε σχέση με αυτό το φαινόμενο.
Αυτό που μπορούμε ως κοινωνικοί επιστήμονες να μελετήσουμε είναι ο τρόπος, με τον οποίο συγκεκριμένοι φορείς τοποθετούνται σε σχέση με την ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς να διατυπώνουμε ισχυρισμούς ότι ορισμένες πνευματικές και θρησκευτικές παραδόσεις παράγουν συγκεκριμένους τύπους αξιών ενώ άλλες όχι. Αυτή είναι η αναλυτική μου αφετηρία για την ερμηνεία της ορθόδοξης αντιπαράθεσης με τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ορθόδοξες χριστιανικές θεωρήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα
Μέχρι σχετικά πρόσφατα, η ιστορία της ορθόδοξης αναμετρήσεις με την ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων περιοριζόταν σε σχετικά λίγες επίσημες δηλώσεις και σε περιορισμένο αριθμό μεμονωμένων θεολογικών επεξεργασιών. Ο κύριος παράγοντας που εξηγεί αυτή την περιορισμένη ενασχόληση των ορθόδοξων εκκλησιών και θεολόγων με την ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι, αναμφισβήτητα, η ίδια η θεολογία. Η ορθόδοξη θεολογική παράδοση έχει επιδείξει περιορισμένο ενδιαφέρον για την κοινωνική ηθική και τα ζητήματα της σύγχρονης ζωής. Η ορθόδοξη θεολογία τον 20ό αιώνα έκανε ένα σταδιακό άνοιγμα σε νέα θέματα, επηρεασμένη εν μέρει από τη συνάντηση με τη δυτική νεωτερικότητα μέσω της μετανάστευσής, της εξορίας και εν μέρει μέσω του οικουμενικού διαλόγου.
Δεν έχω χρόνο στη σημερινή μου παρουσίαση να κάνω μια ιστορική επισκόπηση των επίσημων εκκλησιαστικών δηλώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και των πολυάριθμων επιμέρους θεολογικών επεξεργασιών του θέματος. Επιτρέψτε μου απλώς να αναφέρω μερικά βασικά σημεία στην ορθόδοξη συζήτηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα που μας έφεραν εδώ που βρισκόμαστε σήμερα.
Ο κύριος παράγοντας που εξηγεί αυτή την περιορισμένη ενασχόληση των ορθοδόξων εκκλησιών και θεολόγων με την ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι, αναμφισβήτητα, η ίδια η θεολογία. Η ορθόδοξη θεολογική παράδοση έχει επιδείξει περιορισμένο ενδιαφέρον για την κοινωνική ηθική και τα ζητήματα της σύγχρονης ζωής. Η ορθόδοξη θεολογία τον 20ό αιώνα έκανε ένα σταδιακό άνοιγμα σε νέα θέματα, επηρεασμένη εν μέρει από τη συνάντηση με τη δυτική νεωτερικότητα μέσω της μετανάστευσης, της εξορίας και εν μέρει μέσω του οικουμενικού διαλόγου.
Το 1978, η Διαρκής Διάσκεψη των Κανονικών Ορθοδόξων Επισκόπων της Αμερικής (SCOBA), που εκπροσωπεί εννέα Ορθόδοξες Εκκλησίες στις ΗΠΑ, εξέδωσε μια δήλωση για τον εορτασμό της 30ής επετείου της Οικουμενικής Διακήρυξης, στην οποία αναγνώριζε την αξία και τη σημασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την ακόλουθη προτροπή:
«Προτρέπουμε όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς να τιμήσουν αυτή την περίσταση με προσευχές για τους ανθρώπους εκείνους, των οποίων τα ανθρώπινα δικαιώματα αρνούνται -και/ή παραβιάζονται για εκείνους που παρενοχλούνται και διώκονται λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, Ορθόδοξους και μη Ορθόδοξους, σε πολλά μέρη του κόσμου για εκείνους των οποίων τα δίκαια αιτήματα και η επιμονή συναντούν μεγαλύτερη καταπίεση και ατίμωση και για εκείνους των οποίων η αγωνία για δικαιοσύνη, τροφή, στέγη, υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση επιταχύνεται κάθε μέρα που περνά. Σας ζητούμε να υποστηρίξετε το αίτημα του Προέδρου Carter να εγκρίνει η Γερουσία τις Διεθνείς Συμφωνίες των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα και για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, όπως καταγράφονται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.» (παρατίθεται στο Harakas 1984, 21).
Ο Stanley Harakas, από τον οποίο έχω παραθέσει αυτή τη δήλωση, αναφέρει επίσης ότι κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου η Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή της Βόρειας και Νότιας Αμερικής υιοθέτησε επανειλημμένα δηλώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα στις κληρικολαϊκές της συνελεύσεις, και ότι η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αμερική έκανε συχνά δηλώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα με ιδιαίτερη έμφαση στην παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας στη Σοβιετική Ένωση (Harakas 1984, 21).
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι καταπιεσμένες εκκλησίες στην κομμουνιστική Ανατολή εμφανίζονταν σε πολλούς δυτικούς παρατηρητές ως φυσικοί υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδιαίτερα του δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία. Ωστόσο, με την εξαίρεση ορισμένων προσωπικοτήτων που έγιναν γνωστές στη Δύση, όπως αυτή του Ρώσου αντιφρονούντα ιερέα Gleb Yakunin, οι εκκλησίες αυτές παρέμειναν σιωπηλές στον διάλογο για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Πέρα από αυτές τις επίσημες δηλώσεις, ή μάλλον επικυρώσεις της αξίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκ μέρους των Ορθόδοξων Εκκλησιών, για μεγάλο χρονικό διάστημα η στάση των Ορθόδοξων θεολόγων και ιεραρχών έτεινε να είναι επικριτική ή εντελώς εχθρική προς τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αρκεί να εξετάσουμε την οπτική του Χρήστου Γιανναρά (γεννημένος το 1935), ο οποίος θεωρεί τα ανθρώπινα δικαιώματα ως δυτικό προϊόν και ως εκ τούτου ασύμβατο με την Ορθοδοξία. Ο Γιανναράς ισχυρίζεται ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο είδος υπαρξιακής εμπειρίας που συναντάται στην ορθόδοξη παράδοση και οδηγεί τους συμμετέχοντες σε αυτήν να σκέφτονται τους εαυτούς τους όχι ως φορείς ατομικών και φυσικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά ως μέλη ενός συλλογικού χώρου δικαιωμάτων.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως πήρε σθεναρή θέση για την υπεράσπιση του περιβάλλοντος, ένα ζήτημα που σχετίζεται με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα των μελλοντικών γενεών. Η δέσμευσή του αυτή έχει χαρίσει στον Πατριάρχη Βαρθολομαίο τον χαρακτηρισμό «ο Πράσινος Πατριάρχης» (Χρυσαυγής 2007) και έχει οδηγήσει, μεταξύ άλλων, σε μια Κοινή Διακήρυξη του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ το 2002 (Διακήρυξη 2002).
Πέρα από αυτές τις επίσημες δηλώσεις ή μάλλον επικυρώσεις της αξίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους των Ορθοδόξων Εκκλησιών, για μεγάλο χρονικό διάστημα η στάση των Ορθόδοξων θεολόγων και ιεραρχών έτεινε να είναι επικριτική ή εντελώς εχθρική προς τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αρκεί να εξετάσουμε την οπτική του Χρήστου Γιανναρά (γεννημένος το 1935), ο οποίος θεωρεί τα ανθρώπινα δικαιώματα ως δυτικό προϊόν και ως εκ τούτου ασύμβατο με την Ορθοδοξία. Ο Γιανναράς ισχυρίζεται ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο είδος υπαρξιακής εμπειρίας που συναντάται στην ορθόδοξη παράδοση και οδηγεί τους συμμετέχοντες σε αυτήν να σκέφτονται τους εαυτούς τους όχι ως φορείς ατομικών και φυσικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά ως μέλη ενός συλλογικού χώρου δικαιωμάτων. Με αυτή τη νοηματοδότηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από ορθόδοξη σκοπιά, ο Γιανναράς αντιτίθεται όχι μόνο στη δυτική αντίληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και στις ορθόδοξες εκκλησίες της εποχής του που έρχονται σε διάλογο με αυτή την αντίληψη.
Η διδασκαλία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα
Στρέφομαι τώρα στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και την αντιμετώπισή της για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την οποία στη συνέχεια θέλω να συγκρίνω εν συντομία με το πρόσφατο κείμενο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όπως γνωρίζετε, έχω γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο για τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, και επομένως δεν είναι εύκολο έργο να συγκεντρώσω την αξιολόγησή μου σε λίγες προτάσεις. Θέλω να τονίσω δύο σημεία:
Πρώτον, ενώ από κοσμική άποψη, τα ανθρώπινα δικαιώματα εξασφαλίζουν πρωτίστως την προστασία του ατόμου (από αυθαίρετες επεμβάσεις, βίαιο θάνατο, βασανιστήρια κ.λπ.) και, ως εκ τούτου, θεωρούνται εκφράσεις μιας καθολικής ανθρώπινης επιθυμίας για ασφάλεια και αξιοπρέπεια, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα ως δικαιώματα που επιτρέπουν στα (δυνητικά αμαρτωλά) άτομα να ενεργούν σύμφωνα με τη δική τους βούληση και επιθυμία. Ενώ τα κοσμικά ανθρώπινα δικαιώματα εστιάζουν στην αρνητική ελευθερία «από», η Εκκλησία εστιάζει στη θετική ελευθερία «προς» και ενοχλείται από το γεγονός ότι το σύγχρονο καθεστώς ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν θέτει ουσιαστικά κανένα όριο στην άσκηση της ατομικής ελευθερίας. Στην πραγματικότητα, το σύγχρονο σύστημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων θέτει όρια, τα οποία περιέχονται στις λεγόμενες «ρήτρες περιορισμού» στις διάφορες διεθνείς συνθήκες ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν αποτελεί έκπληξη, επομένως, ότι η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία επιμένει σε αυτές τις ρήτρες περιορισμού, όπως για παράδειγμα σε αυτό το απόσπασμα του τότε Μητροπολίτη Smolensck, σημερινού Πατριάρχη Κύριλλου:
«Είμαι πεπεισμένος ότι η μέριμνα για τις πνευματικές ανάγκες, που βασίζεται επιπλέον στην παραδοσιακή ηθική, θα έπρεπε να επιστρέψει στο δημόσιο χώρο. Η διατήρηση των ηθικών προτύπων πρέπει να γίνει κοινωνική υπόθεση. Είναι ο μηχανισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που μπορεί να επιτρέψει ενεργά αυτή την επιστροφή. Μιλώ για επιστροφή, διότι ο κανόνας της αντιστοίχισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την παραδοσιακή ηθική μπορεί να βρεθεί στην Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948».
Από το 2009 και μετά, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία – και αυτό είναι το δεύτερο σημείο που θέλω να αναδείξω – εργαλειοποίησε τα ανθρώπινα δικαιώματα για να προωθήσει μια αντιφιλελεύθερη ατζέντα στο όνομα των παραδοσιακών αξιών. Εκ των υστέρων, δυσκολεύομαι να αποφανθούν αν το Πατριαρχείο της Μόσχας ξεκίνησε το έργο της διατύπωσης της Διδασκαλίας για την Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια, την Ελευθερία και τα Δικαιώματα την περίοδο 2006-2008 με ειλικρινή πρόθεση να αποκτήσει έναν έλεγχο της δικής του κοινωνικής διδασκαλίας επί του θέματος, ή αν απλώς επεξεργαζόταν το λεξιλόγιο και τις στρατηγικές για αυτό που θα γινόταν, από το 2009 και μετά, δηλαδή μια ενεργή διπλωματική ατζέντα στη διάθεση του Κρεμλίνου.
Από το 2009 και μετά, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία – και αυτό είναι το δεύτερο σημείο που θέλω να αναδείξω – εργαλειοποίησε τα ανθρώπινα δικαιώματα για να προωθήσει μια αντιφιλελεύθερη ατζέντα στο όνομα των παραδοσιακών αξιών. Εκ των υστέρων, δυσκολεύομαι να αποφανθώ αν το Πατριαρχείο της Μόσχας ξεκίνησε το έργο της διατύπωσης της Διδασκαλίας για την Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια, την Ελευθερία και τα Δικαιώματα την περίοδο 2006-2008 με ειλικρινή πρόθεση να αποκτήσει έναν έλεγχο της δικής του κοινωνικής διδασκαλίας επί του θέματος, ή αν απλώς επεξεργαζόταν το λεξιλόγιο και τις στρατηγικές για αυτό που θα γινόταν από το 2009 και μετά, δηλαδή μια ενεργό διπλωματική ατζέντα στη διάθεση του Κρεμλίνου.
«Υπέρ της του κόσμου ζωής» Το Κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Έρχομαι τώρα στο κείμενο αναφορικά με το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας «Υπέρ της του κόσμου ζωής». Σε αυτό το κείμενο, τα ανθρώπινα δικαιώματα αναφέρονται περίπου είκοσι φορές. Το κείμενο εκφράζει την πλήρη επιδοκιμασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με προτάσεις όπως «Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πρέπει να υποστηρίζουν τη γλώσσα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» ή «Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, λοιπόν, μπορούν και πρέπει να υιοθετήσουν με χαρά τη γλώσσα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Η ενότητα «Ορθοδοξία και ανθρώπινα δικαιώματα» του κειμένου έχει τον υπότιτλο «κατ᾽ εἰκόνα σήν καί ὁμοίωσιν», και διαβάζουμε εκεί: «Ἐντούτοις, οἱ συμβάσεις τῆς θεωρίας τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων δέν μποροῦν νά καλύψουν ἤ ἀκόμη καί νά εἰσηγηθοῦν ὅλα ὅσα ἐπιθυμεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τίς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις. Ἀπό μόνες τους οἱ συμβάσεις αὐτές δέν εἶναι σέ θέση νά καταστείλουν τόν ἐγωϊσμό, πού ἐμφιλοχωρεῖ στίς ἀνθρώπινες καρδιές, ἤ νά δημιουργήσουν ἀνθεκτικές μορφές κοινοτήτων. Δέν μποροῦν νά παράσχουν ἕνα ὁλοκληρωμένο καί ἀναγκαστικό ὅραμα γιά τό κοινό ἀγαθό, τό ὁποῖο θά ἀνταποκρίνεται σέ ὅλες τίς ὑλικές, ἠθικές καί πνευματικές ἀνάγκες τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ἡ γλῶσσα τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων ἀποτελεῖ, ἀπό πολλές πλευρές, μία μινιμαλιστική γλῶσσα. Πρόκειται, ὡστόσο, γιά μία συνοπτική γλῶσσα ἡ ὁποία μπορεῖ νά συμβάλει στή διαμόρφωση καί τή διασφάλιση τῶν κανόνων φιλανθρωπίας, ἐλέους καί δικαιοσύνης, τούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς τό ἐλάχιστο προαπαιτούμενο γιά κάθε κοινωνία. Τελικά, ἀποτελεῖ μία γλῶσσα, ἡ ὁποία θά πρέπει νά καταφάσκεται καί νά ὑποστηρίζεται ἀδιαλείπτως ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς στόν σύγχρονο κόσμο.»
Τα δύο κύρια επιχειρήματα που προσδιόρισα παραπάνω, τα οποία προβάλλει η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν εντοπίζονται στο κείμενο «Υπέρ της του κόσμου ζωής». Δεν αναφέρεται το επιχείρημα ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι επικίνδυνα, επειδή επιτρέπουν και ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να ενεργούν αμαρτωλά, ούτε υπάρχει ίχνος του γεγονότος ότι ο λόγος για τα ανθρώπινα δικαιώματα θα πρέπει κατά κάποιον τρόπο να σταματήσει ή να παγώσει σε ένα status quo πρότερο του 1948, πριν από την εμφάνιση των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ.
Ως κοινωνιολόγος ενδιαφέρομαι κυρίως για τη χρήση που κάνουν οι θρησκευόμενοι και οι φορείς του λόγου για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και από αυτή την άποψη είναι σημαντικό να μελετήσουμε πώς χρησιμοποιείται η γλώσσα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από ποιους και για ποιο σκοπό. Στην παρούσα κατάσταση με τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, είναι προφανές ότι η γλώσσα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χρησιμοποιείται, στην πραγματικότητα καταχράται για να δικαιολογήσει μια παράνομη επίθεση και να κατασκευάσει μια απειλητική, εχθρική εικόνα της Δύσης που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το Πατριαρχείο της Μόσχας έχει μετατραπεί σε κατασκευαστή και προμηθευτή αφηγηματικών μοτίβων και επιχειρημάτων προς όφελος μιας εγκληματικής κυβέρνησης.
Συμπέρασμα
Συνοψίζοντας σημειώνω: Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν μια πλούσια παράδοση ενασχόλησης με την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία εμφανίζει μια ολόκληρη σειρά θέσεων από την συλλήβδην απόρριψη έως την επιδοκιμασία. Δεδομένου του γεγονότος ότι η κοινωνική διδασκαλία στον ορθόδοξο κόσμο δεν είναι συγκεντρωτική, όπως είναι, για παράδειγμα, στην Καθολική Εκκλησία, θα περίμενα αυτός ο πλουραλισμός θέσεων να συνεχιστεί. Ως κοινωνιολόγος ενδιαφέρομαι κυρίως για τη χρήση που κάνουν οι θρησκευόμενοι και οι φορείς του λόγου για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και από αυτή την άποψη είναι σημαντικό να μελετήσουμε πώς χρησιμοποιείται η γλώσσα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, από ποιους και για ποιο σκοπό. Στην παρούσα κατάσταση με τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, είναι προφανές ότι η γλώσσα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χρησιμοποιείται, στην πραγματικότητα καταχράται για να δικαιολογήσει μια παράνομη επίθεση και να κατασκευάσει μια απειλητική, εχθρική εικόνα της Δύσης που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το Πατριαρχείο της Μόσχας έχει μετατραπεί σε κατασκευαστή και προμηθευτή αφηγηματικών μοτίβων και επιχειρημάτων προς όφελος μιας εγκληματικής κυβέρνησης.
Το παρόν κείμενο αποτελεί την εισήγηση της συγγραφέως «Ορθοδοξία και ανθρώπινα δικαιώματα» στο συνέδριο με θέμα «Η χριστιανική μαρτυρία στον σημερινό κόσμο: Όψεις της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας στην Ελλάδα», που πραγματοποιήθηκε στο Regensburg της Βαυαρίας και συνδιοργανώθηκε από το Ινστιτούτο Ανατολικών Εκκλησιών της Ρωμαιοκαθολικής Επισκοπής του Regensburg και την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου στις 20-23 Οκτωβρίου 2022..
Το εικαστικό θέμα αποτελεί λεπτομέρεια από το έργο «Η Δημιουργία του Αδάμ», τοιχογραφία του Ιταλού καλλιτέχνη Μιχαήλ Άγγελου, η οποία αποτελεί μέρος της οροφής της Καπέλα Σιξτίνα, (1508-1512).
Η μετάφραση από τα Αγγλικά έγινε από την Άννα Θεοδώρα Βαλσάμου.