Παρουσίαση για το πάνελ του εργαστηρίου της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου με θέμα «Εκκλησιολογία και Εθνικισμός: Συμφιλίωση μεταξύ των Εκκλησιών».
Σας ευχαριστώ για την ευκαιρία να συνεισφέρω σε αυτό το εργαστήριο. Σ’ αυτή τη σύντομη εισαγωγή θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες σκέψεις από την εμπειρία που είχα στη Βόρεια Ιρλανδία, την οποία και θα χρησιμοποιήσω ως υπόθεση εργασίας. Ενώ η περίπτωση της Βόρειας Ιρλανδίας είναι από πολλές απόψεις μοναδική, έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με άλλες συγκρούσεις η βάση των οποίων είναι η πρόσληψη της ταυτότητας, και τα ερωτήματα που προκύπτουν στον οικουμενικό μας διάλογο είναι πιθανό να αφορούν και άλλες περιπτώσεις.
Τα ζητήματα της εθνικής ταυτότητας και του ανήκειν αποτέλεσαν προτεραιότητα για τον οικουμενικό διάλογο στη Βόρεια Ιρλανδία, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας των εθνικών μας οικουμενικών δομών, αλλά απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία τα τελευταία χρόνια, καθώς πέρυσι ήταν η εκατονταετηρίδα από τη διχοτόμηση του νησιού της Ιρλανδίας, τη δημιουργία του κράτους της Βόρειας Ιρλανδίας και την εγκαθίδρυση των βρετανο-ιρλανδικών συνόρων στο νησί της Ιρλανδίας.
Όταν το 1921 καθιερώθηκε πλέον αυτό το σύνορο, ο κόσμος πίστεψε ότι θα ήταν μια προσωρινή λύση για να τερματιστούν οι βίαιες συγκρούσεις, ενώ θα βρίσκονταν πιο μόνιμες πολιτικές λύσεις στα ζητήματα της βρετανο-ιρλανδικής ταυτότητας. Έκαναν λάθος και στις δύο περιπτώσεις. Τα σύνορα είναι μαζί μας εδώ και παραπάνω από εκατό χρόνια και έχουν αποτελέσει το επίκεντρο κύκλων καταστροφικής βίας κατά τη διάρκεια των δεκαετιών, γεννώντας μία από τις πιο μακροχρόνιες ένοπλες συγκρούσεις στη Δυτική Ευρώπη μεταξύ 1969 και 1998. Οι εκκλησίες, τόσο οι καθολικές όσο και οι προτεσταντικές, δεν αναγνώρισαν τα σύνορα και συνέχισαν να λειτουργούν ως πανευρωπαϊκές εκκλησίες, αλλά στο πλαίσιο της Βόρειας Ιρλανδίας η προτεσταντική θρησκευτική ταυτότητα ήταν στενά συνδεδεμένη με τη βρετανική εθνική ταυτότητα ενώ η καθολική ταυτότητα με την ιρλανδική ταυτότητα. Έτσι, η σύγκρουση της εθνικής ταυτότητας απέκτησε θρησκευτικές προεκτάσεις και η ενδοκοινοτική ένταση επιδεινώθηκε από τις θρησκευτικές διαφορές. Ο αντίκτυπος της πολιτικά υποκινούμενης βίας θα περιέπλεκε περαιτέρω τον ρόλο των εκκλησιών καθώς προσπαθούσαν να ανταποκριθούν ποιμαντικά στα δεινά των διαιρεμένων κοινοτήτων.
Όταν το 1921 καθιερώθηκε πλέον αυτό το σύνορο, ο κόσμος πίστεψε ότι θα ήταν μια προσωρινή λύση για να τερματιστούν οι βίαιες συγκρούσεις, ενώ θα βρίσκονταν πιο μόνιμες πολιτικές λύσεις στα ζητήματα της βρετανο-ιρλανδικής ταυτότητας. Έκαναν λάθος και στις δύο περιπτώσεις. Τα σύνορα είναι μαζί μας εδώ και παραπάνω από εκατό χρόνια και έχουν αποτελέσει το επίκεντρο κύκλων καταστροφικής βίας κατά τη διάρκεια των δεκαετιών, γεννώντας μία από τις πιο μακροχρόνιες ένοπλες συγκρούσεις στη Δυτική Ευρώπη μεταξύ 1969 και 1998. Οι εκκλησίες, τόσο οι καθολικές όσο και οι προτεσταντικές, δεν αναγνώρισαν τα σύνορα και συνέχισαν να λειτουργούν ως πανευρωπαϊκές εκκλησίες, αλλά στο πλαίσιο της Βόρειας Ιρλανδίας η προτεσταντική θρησκευτική ταυτότητα ήταν στενά συνδεδεμένη με τη βρετανική εθνική ταυτότητα ενώ η καθολική ταυτότητα με την ιρλανδική ταυτότητα. Έτσι, η σύγκρουση της εθνικής ταυτότητας απέκτησε θρησκευτικές προεκτάσεις και η ενδοκοινοτική ένταση επιδεινώθηκε από τις θρησκευτικές διαφορές.
Οι ηγέτες της Εκκλησίας συνειδητοποίησαν ότι η εκατονταετηρίδα από τη δημιουργία του κράτους της Βόρειας Ιρλανδίας το 2021 θα ήταν αιτία για εορτασμό για κάποιους ανθρώπους, ενώ για άλλους θα ήταν μια στιγμή θρήνου. Αυτό θα γινόταν σε ένα πλαίσιο όπου το Brexit είχε δώσει νέα σημασία σε αυτό το σύνορο, καθώς αποτελούσε πλέον και σύνορο μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ, ενώ ήδη η όλη συζήτηση γύρω από το Brexit είχε αυξήσει τις εντάσεις στις κοινότητες αλλά και την απειλή για χρήση βίας.
Έτσι, το πρώτο μας θέμα είναι η μνήμη. Η μνήμη παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εθνικής και κοινοτικής μας ταυτότητας και ο τρόπος με τον οποίο κάνουμε χρήση ή κατάχρηση της μνήμης μπορεί να προκαλέσει συγκρούσεις στο παρόν. Οι Εκκλησιαστικοί Ηγέτες της Βόρειας Ιρλανδίας αναγνώρισαν ότι ακόμη και ως ομάδα Προτεσταντών και Καθολικών Εκκλησιαστικών Ηγετών είχαν διαφορετικές αναμνήσεις και συναισθήματα σχετικά με την ίδρυση της Βόρειας Ιρλανδίας, και έτσι έκαναν την αρχή με έναν διάλογο μεταξύ τους, μοιραζόμενοι τις οικογενειακές τους ιστορίες –τόσο τις οδυνηρές όσο και τις χαρούμενες αναμνήσεις, ενώ στη συνέχεια αναλογίστηκαν το μέλλον και συζήτησαν τις ελπίδες και τις προσδοκίες τους για αυτό.
Ξεκίνησαν από το προσωπικό επίπεδο, επειδή τα ζητήματα ταυτότητας είναι βαθιά προσωπικά και είναι σημαντικό να είμαστε ειλικρινείς σχετικά με το από πού προερχόμαστε εμείς οι ίδιοι αλλά και να κατανοούμε τις εμπειρίες που έχουν διαμορφώσει την ταυτότητα και τις προσδοκίες των άλλων. Για να ανταποκριθούμε όμως πλήρως στο χριστιανικό μας κάλεσμα να είμαστε ειρηνοποιοί, πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να κάνουμε αυτό το έργο κατά καιρούς δημόσια, να επιδεικνύουμε ηγετική ικανότητα.
Έτσι, το πρώτο μας θέμα είναι η μνήμη. Η μνήμη παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εθνικής και κοινοτικής μας ταυτότητας και ο τρόπος με τον οποίο κάνουμε χρήση ή κατάχρηση της μνήμης μπορεί να προκαλέσει συγκρούσεις στο παρόν.
Και έτσι οι ηγέτες της Εκκλησίας προέβησαν σε επανειλημμένες δημόσιες δηλώσεις σχετικά με τη δέσμευσή τους να εορτάσουν από κοινού αυτές τις σημαντικές επετείους. Στη συνέχεια προσκάλεσαν διάφορες ομάδες ανθρώπων να συνομιλήσουν μαζί τους, διότι θεωρήθηκε σημαντικό η Εκκλησία να δείξει ταπεινότητα και να εισακούσει αντί απλώς να κηρύξει στους ανθρώπους. Ασχολήθηκαν λοιπόν, με ανθρώπους που βρίσκονται στην πολιτική και κοινοτική ηγεσία, με τη νεολαία, με ανθρώπους που υπήρξαν θύτες βίας, με τα θύματα και τους επιζώντες, ρωτώντας για το πώς το παρελθόν διαμόρφωσε και συνεχίζει να διαμορφώνει τη ζωή τους, ενδιαφερόμενοι επίσης και για τις ελπίδες τους για το μέλλον. Ως άνθρωποι σε ανώτερες ηγετικές θέσεις, στην κορυφή της αντίστοιχης ιεραρχίας τους, συμμετείχαν επίσης σε διαβουλεύσεις με όσους εργάζονται σε επίπεδο τοπικής εκκλησίας.
Αυτός ο διάλογος έθεσε σημαντικά ερωτήματα για την Εκκλησία. Κεντρικό θέμα ήταν η συμπερίληψη. Ποιον εννοούμε όταν απαντάμε στο ερώτημα “Ποιος είναι ο πλησίον μου;” στο πλαίσιο της Εκκλησίας; Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτό είναι κάτι που έχουμε επίσης αναλογιστεί όσοι παρευρισκόμαστε εδώ ως συμμετέχοντες στη Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ. Στις συζητήσεις μας στη Βόρεια Ιρλανδία επισημάνθηκε ότι είναι σημαντικό να σκεφτούμε τόσο το πώς απαντάται αυτή η ερώτηση σε ένα εκκλησιαστικό πλαίσιο επίσημα – στο κήρυγμα για παράδειγμα, αλλά και σε ανεπίσημο επίπεδο. Ποιος συμπεριλαμβάνεται όταν μοιραζόμαστε ανακοινώσεις μετά τη λατρεία για σημαντικά γεγονότα στην κοινότητά μας, ποιον εννοούμε όταν χρησιμοποιούμε λέξεις όπως “εμάς” και “εμείς” γενικά; Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι ήταν ένας από τους πρώην κρατούμενους παραστρατιωτικούς που έθεσε το εξής ερώτημα: αν είναι αναπόφευκτο ότι θα έχουμε κάποιες κοινοτικές γιορτές στις οποίες δεν θα επιθυμούν να συμμετάσχουν άνθρωποι από διαφορετικά υπόβαθρα ταυτότητας, θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε πιο ενεργά ευκαιρίες να δημιουργήσουμε νέες παραδόσεις γύρω από θετικά στοιχεία της ιστορία μας που όλοι μοιραζόμαστε, για να εξασφαλίσουμε κάποια ισορροπία και να διασφαλίσουμε ότι υπάρχουν κάποιοι κοινοί χώροι συνάντησης και ανταλλαγής απόψεων.
Αυτός ο διάλογος έθεσε σημαντικά ερωτήματα για την Εκκλησία. Κεντρικό θέμα ήταν η συμπερίληψη. Ποιον εννοούμε όταν απαντάμε στο ερώτημα “Ποιος είναι ο πλησίον μου;” στο πλαίσιο της Εκκλησίας; Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτό είναι κάτι που έχουμε επίσης αναλογιστεί όσοι παρευρισκόμαστε εδώ ως συμμετέχοντες στη Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ. Στις συζητήσεις μας στη Βόρεια Ιρλανδία επισημάνθηκε ότι είναι σημαντικό να σκεφτούμε τόσο το πώς απαντάται αυτή η ερώτηση σε ένα εκκλησιαστικό πλαίσιο επίσημα – στο κήρυγμα για παράδειγμα, αλλά και σε ανεπίσημο επίπεδο. Ποιος συμπεριλαμβάνεται όταν μοιραζόμαστε ανακοινώσεις μετά τη λατρεία για σημαντικά γεγονότα στην κοινότητά μας, ποιον εννοούμε όταν χρησιμοποιούμε λέξεις όπως “εμάς” και “εμείς” γενικά;
Ήταν επίσης σημαντικό για τις εκκλησίες να λάβουν υπόψη τους τον τρόπο με τον οποίο η κυριαρχία της ταμπέλας του Προτεστάντη ή του Καθολικού είχε επισκιάσει άλλες ταυτότητες. Στη Βόρεια Ιρλανδία κάποιος που έλεγε ότι είναι άθεος, μπορούσε να ερωτηθεί αν ήταν προτεστάντης άθεος ή καθολικός άθεος. Άνθρωποι άλλων θρησκειών εκτός του χριστιανισμού είχαν παρόμοιες εμπειρίες. Πρόσφατα παρακολούθησα μια κωμωδία που διαδραματιζόταν κατά τη δεκαετία του 1990 και ένας ανώτερος αστυνομικός ρωτήθηκε πόσοι καθολικοί αξιωματικοί υπηρετούν στην αστυνομία της Βόρειας Ιρλανδίας και απάντησε: “Έχουμε έναν Εβραίο – μπορώ να τον μετρήσω;”. Η κατάσταση έχει βελτιωθεί και βελτιώνεται και επί του παρόντος, αλλά οι άνθρωποι άλλων θρησκειών εξακολουθούν να βρίσκουν τους εαυτούς τους έξω από την ιστορία με έναν τρόπο που είναι βαθιά οδυνηρός και αποτελεί πραγματικό εμπόδιο στο αίσθημα του ανήκειν τους.
Ήταν επίσης σημαντικό για τις εκκλησίες να λάβουν υπόψη τους τον τρόπο με τον οποίο η κυριαρχία της ταμπέλας του Προτεστάντη ή του Καθολικού είχε επισκιάσει άλλες ταυτότητες. Στη Βόρεια Ιρλανδία κάποιος που έλεγε ότι είναι άθεος, μπορούσε να ερωτηθεί αν ήταν προτεστάντης άθεος ή καθολικός άθεος. Άνθρωποι άλλων θρησκειών εκτός του χριστιανισμού είχαν παρόμοιες εμπειρίες.
Μετά από αυτές τις συζητήσεις οι ηγέτες της Εκκλησίας αποφάσισαν να δημοσιεύσουν έναν κοινό προβληματισμό. Και το έκαναν την ημέρα του Αγίου Πατρικίου. Την ημέρα του προστάτη μας Αγίου που αντιπροσωπεύει την κοινή χριστιανική μας κληρονομιά – τουλάχιστον για πολλούς ανθρώπους. Άκουσα, για παράδειγμα, μια σοβαρή ραδιοφωνική συζήτηση για το αν ο Άγιος Πατρίκιος που έφερε τον Χριστιανισμό στην Ιρλανδία τον πέμπτο αιώνα, ήταν Καθολικός ή Προτεστάντης. Έτσι, φάνηκε ταιριαστό το γεγονός ότι οι ηγέτες της Εκκλησίας επέλεξαν την Ημέρα του Αγίου Πατρικίου για να μοιραστούν τους προβληματισμούς τους σχετικά με την πολύπλοκη και ταραγμένη ιστορία μας αλλά και τη συμβολή της Εκκλησίας, τόσο στις δύσκολες όσο και στις ελπιδοφόρες πτυχές της.
Αυτό με φέρνει στο τελικό θέμα αυτής της εισαγωγής: Ηγεσία. Οι ηγέτες της Εκκλησίας της Βόρειας Ιρλανδίας βίωσαν μεγάλη ευαλωτότητα τόσο κατά την έναρξη αυτού του βαθύ διάλογου με τον καθένα περί των εννοιών της ταυτότητας και του ανήκειν, όσο και στη συνέχεια όταν επέκτειναν αυτόν τον διάλογο ώστε να συμπεριλάβει ένα ευρύτερο φάσμα εμπειριών και προβληματισμών. Εκτός από τη δημοσίευση μιας δήλωσης σχετικά με τα συμπεράσματά τους, ήταν σημαντικό να μοιραστούν την ίδια τη διαδικασία και να είναι ειλικρινείς σχετικά με αυτή την ευαλωτότητα οπότε κανονίσαμε να δώσουν συνεντεύξεις και να κάνουν podcasts, όπου θα μπορούσαν όχι μόνο να μιλήσουν για την εμπειρία τους στον διάλογο αλλά και να την υποδείξουν ενεργά στους άλλους. Πολύ συχνά, όπως γνωρίζουμε, αναζητούμε ηγέτες που απλοποιούν τα πολύπλοκα προβλήματα σε δυαδικές επιλογές, προσφέροντας εύκολες και ιδιοτελείς απαντήσεις σχετικά με το ποιον πρέπει να κατηγορήσουμε για τα προβλήματά μας. Θεωρήσαμε ότι είχε αξία να μοιράζονται οι ηγέτες της Εκκλησίας τους αγώνες τους, την αβεβαιότητά τους και την προθυμία να εμπλακούν σε αυτοκριτικό προβληματισμό.
Πολύ συχνά, όπως γνωρίζουμε, αναζητούμε ηγέτες που απλοποιούν τα πολύπλοκα προβλήματα σε δυαδικές επιλογές, προσφέροντας εύκολες και ιδιοτελείς απαντήσεις σχετικά με το ποιον πρέπει να κατηγορήσουμε για τα προβλήματά μας. Θεωρήσαμε ότι είχε αξία να μοιράζονται οι ηγέτες της Εκκλησίας τους αγώνες τους, την αβεβαιότητά τους και την προθυμία να εμπλακούν σε αυτοκριτικό προβληματισμό.
Η δήλωσή τους είχε τίτλο «Εν Χριστώ Ταξιδεύουμε Μαζί» και μπορείτε να τη διαβάσετε ολόκληρη στην ιστοσελίδα του Ιρλανδικού Συμβουλίου Εκκλησιών. Θα τελειώσω με ένα σύντομο απόσπασμα από τη δήλωση:
“Η διδασκαλία, η διακονία και η θυσία του Χριστού προσφέρθηκαν στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που ήταν πολιτικά διαιρεμένη, πληγωμένη από συγκρούσεις και αδικίες. Το κάλεσμά του να «αποδίδουμε στον Καίσαρα τα του Καίσαρος και στον Θεό τα του Θεού» (Μάρκ. 12:17) διασώζει τη διαβεβαίωση ότι πίσω από αυτά τα κοινωνικά ρήγματα υπήρχε μια βαθιά πηγή σύνδεσης, επειδή όλα τα πράγματα ανήκουν στον Θεό. Ο Ιησούς έκανε πράξη αυτό το μήνυμα ελπίδας, υπερβαίνοντας επανειλημμένα και σκόπιμα τα κοινωνικά όρια για να επιβεβαιώσει την αξιοπρέπεια εκείνων που είχαν περιθωριοποιηθεί ή αποκλεισθεί από τους δικούς του ανθρώπους και από την κοινωνία. … Ως χριστιανικές εκκλησίες αναγνωρίζουμε και θρηνούμε τις φορές που αποτύχαμε να μεταφέρουμε σε μια φοβισμένη και διαιρεμένη κοινωνία το μήνυμα του βαθύτερου δεσμού που παρά τις διαφορετικές μας ταυτότητες μας συνδέει ως παιδιά του Θεού, πλασμένα κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του. Συχνά υπήρξαμε αιχμάλωτες εκκλησίες- όχι αιχμάλωτοι του λόγου του Θεού, αλλά των ειδώλων του κράτους και του έθνους”.
Η Δρ Nicola Brady είναι Γενική Γραμματέας του Ιρλανδικού Συμβουλίου Εκκλησιών και Κοινή Γραμματέας της Ιρλανδικής Διεκκλησιαστικής Συνάντησης, όπου διευκολύνει την οικοδόμηση σχέσεων μεταξύ των χριστιανικών εκκλησιών στο νησί της Ιρλανδίας και τη συλλογική δράση σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος για τις εκκλησίες-μέλη. Έχει πτυχίο στις Ευρωπαϊκές Σπουδές από το Trinity College του Δουβλίνου. Η διδακτορική της διατριβή, επίσης από το Trinity College Dublin, εξέτασε την αντίδραση της καθολικής ιεραρχίας στην πολιτική βία στη Βόρεια Ιρλανδία (1921-1973) και στη Χώρα των Βάσκων (1936-1975).
Το παρόν κείμενο αποτελεί την εισήγηση της συγγραφέως στο εργαστήριο της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου με θέμα «Εκκλησιολογία και Εθνικισμός: Συμφιλίωση μεταξύ των Εκκλησιών» που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου, στην Καρλσρούη της Γερμανίας στο πλαίσιο της 11ης Συνέλευσης του ΠΣΕ.
Το εικαστικό θέμα είναι ο πίνακαςThe 16th, 17th (St Patrick’s Day) and 18th March [Η 16η, 17η (Ημέρα του Αγίου Πατρικίου) και η 18η Μαρτίου] (1856) του Σκωτσέζου ζωγράφου Erskine Nikol ο οποίος φυλάσσεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Ιρλανδίας.
Η μετάφραση από τα Αγγλικά έγινε από την Άννα Θεοδώρα Βαλσάμου.