Το εικαστικό θέμα αποτελεί έργο της αμερικανίδας ζωγράφου Joan Lang και απεικονίζει την εκκλησία του αγ. Ιωάννη στο Κάνεο και τη λίμνη της Αχρίδας στη Βόρεια Μακεδονία

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ


Η θεραπεία του σχίσματος και η αναγνώριση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Βόρειας Μακεδονίας.

Svetoslav Riboloff

Η Ορθόδοξη Εκκλησία στη Βόρεια Μακεδονία ανακηρύχθηκε μονομερώς Αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή στις 17 Ιουλίου 1967, στην πόλη της Αχρίδας, σε μια προσπάθεια να συνδεθεί με την ιστορία της ομώνυμης Αρχιεπισκοπής. Η εν λόγω πράξη ήταν αντικανονική και παρέμεινε δίχως κανονική ισχύ έξω από την επικράτεια της Εκκλησίας των Σκοπίων, η οποία μέχρι προχθές θεωρείτο μη-αναγνωρισμένη εκκλησία, δηλαδή μη-κανονική. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Δοσίθεος ήταν αυτός που μαζί με τους αδελφούς του επισκόπους της Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας έλαβε την απόφαση –με τη σιωπηρή έγκριση της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης– να αποσχιστεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας. Δεν θα υπεισέλθουμε στα βαθύτερα αίτια, τις τότε συνθήκες και τις σχέσεις με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας, που οδήγησαν στην εν λόγω απόφαση, αλλά σίγουρα τα προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζαν οι επίσκοποι της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην τότε Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθούν. Καταρχάς οι επίσκοποι στράφηκαν πρώτα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και έπειτα στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας, η οποία, αρκετά διακριτικά υποστήριζε την Ορθόδοξη Εκκλησία των Σκοπίων έως το 1989, χορηγώντας της άγιο μύρο και στηρίζοντάς την με αρκετές πρωτοβουλίες. Με την πάροδο του χρόνου, αν και σε διαφορετικό βαθμό, την ίδια στάση τήρησε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό τη δεκαετία του 1980, όταν οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας ήταν αρκετά καλές, δίνοντας ευκαιρία στους επισκόπους των δύο χωρών να επικοινωνούν με τους επισκόπους της Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, πάντα διακριτικά, ούτως ώστε να μην δυσαρεστήσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας. Ας σημειωθεί ότι εκείνη την περίοδο η Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας αποκτούσε σταδιακά όλο και μεγαλύτερη επιρροή στην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Σερβίας, η οποία διατηρούσε καλές σχέσεις με τη Δύση, καθώς και στη γιουγκοσλαβική διασπορά.

Γιατί όμως ήταν απαραίτητο να τηρηθεί μια τέτοια διακριτικότητα; Από το 1870 έως το 1920, στο έδαφος της σημερινής Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, λειτουργούσαν δύο παράλληλες εκκλησιαστικές δομές. Η μία ανήκεστο Οικουμενικό Πατριαρχείο με δύο μητροπόλεις: αυτή της Πελαγονίας (με έδρα το Μοναστήρι/Μπίτολα) και εκείνη των Σκοπίων μετά την κατάργηση της αρχιεπισκοπής Αχρίδας το 1767 λόγω οικονομικών δυσχερειών (Βλ. Καλλίνικος Δελικανής, Πατριαρχικά Έγγραφα, Τ. Γ΄, 894).[1] Η άλλη εκκλησιαστική δομή ήταν αυτή της Βουλγαρικής Εξαρχίας, η οποία συστήθηκε με σουλτανικό φιρμάνι το 1870 και είχε τέσσερις επισκοπές στο έδαφος της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας – Σκόπια, Αχρίδα, Μοναστήρι/Μπίτολα και Βέλεσκα. Ως εθνοτική εκκλησία, η οποία ιδρύθηκε κατά παράβαση των χριστιανικών κανόνων και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρέμενε αντικανονική, ενώ παράλληλα δεν αναγνωριζόταν ούτε από τις υπόλοιπες Ορθόδοξες εκκλησίες.

Μια εκκλησία εν μέσω εθνικών ανταγωνισμών

Το 1919, μετά το πέρας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας, αφού προσάρτησε τα εδάφη που αντιστοιχούν στη σημερινή Βόρεια Μακεδονία, ουσιαστικά είχε υπό την κατοχή του την εκκλησιαστική περιουσία και τα τιμαλφή που είχαν κατασχέσει τα σερβικά στρατεύματα στην περιοχή[2]. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε προσφύγει σε διεθνείς οργανισμούς και στις Μεγάλες Δυνάμεις, ως εκκλησιαστικό ίδρυμα, το οποίο έχασε αρκετά από τα περιουσιακά στοιχεία των δύο επισκοπών του. Αν και το ελληνικό στοιχείο κυριαρχούσεστο Οικουμενικό Πατριαρχείο, η εκκλησία καθαυτή είχε την έδρα της σε μια χώρα (Οθωμανική Αυτοκρατορία), που εξήλθε ηττημένη απ’ τον πόλεμο, ενώ απ’ την άλλη πλευρά, το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας απολάμβανε την τιμή και την εύνοια των νικητριών χωρών του πολέμου. Ωστόσο, επιτεύχθηκε συμφωνία, με την οποία το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα έπρεπε να λάβει αποζημίωση για τα διόλου ευκαταφρόνητα απολεσθέντα περιουσιακά στοιχεία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως υποχρεώθηκε απ’ τις Μεγάλες Δυνάμεις να παράσχει εγγράφως τη συγκατάθεση παραχώρησης των επισκοπών στη Σερβική Εκκλησία μετά την καταβολή των αποζημιώσεων.[3] Παρόλα αυτά, η Βουλγαρική Εξαρχία δεν έλαβε καμία αποζημίωση για τις τέσσερις επισκοπές, διότι η Βουλγαρική κυβέρνηση δεν ζήτησε κάτι τέτοιο. Τουλάχιστον εγώ δεν γνωρίζω κανένα αίτημα για αποζημίωση. Η αιτία γι’ αυτή την στάση έγκειται πιθανότατα στην επιθυμία των Βουλγαρικών αρχών να ενταχθούν κάποια στιγμή στο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας. Η παραπάνω θέση επιβεβαιώνεται απ’ το γεγονός ότι παρόμοια ζητήματα ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων, εδαφών και πληθυσμών διευθετήθηκαν τα επόμενα χρόνια με την Τουρκική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Ελλάδος, αλλά όχι με το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας, ενώ στη Βουλγαρία, το φιλογιουγκοσλαβικό αίσθημα παρέμεινε ισχυρό για δεκαετίες και πιθανότατα παραμένει ακόμη και σήμερα.

μετά το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τα εδάφη αυτά με τις επισκοπές τους επιστράφηκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας σύμφωνα με το ισχύον έγγραφο του 1920 και έτσι έως τις 17 Ιουλίου το 1967 παρέμειναν υπό την δικαιοδοσία της, μέχρι δηλαδή την ανακήρυξη στην Αχρίδα της λεγόμενης «Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας – Αρχιεπισκοπή Αχρίδας». Σε αντίθεση με ορισμένες «πατριωτικές» φωνές στη Βουλγαρία, που ισχυρίζονται ότι η παραπάνω πράξη ήταν παράνομη, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στον ορθόδοξο κόσμο συνήθως οι τοπικές εκκλησίες και μάλιστα ακόμη και οι επισκοπές των εκκλησιών καθαυτές σχηματίζονται και λαμβάνουν την ονομασία αρχαίων επισκοπών της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Παρά την προσωρινή και αντικανονική προσάρτηση των εν λόγω επισκοπών στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου,όταν το Βασίλειο της Βουλγαρίας ήταν σύμμαχος της Γερμανίας και ασκούσε προσωρινό έλεγχο σ’αυτά τα εδάφη, το καθεστώς τους δεν είχε διευθετηθεί νομικά. Τελικά, το γεγονός ότι η Βουλγαρική Εξαρχία δεν ήταν διεθνώς αναγνωρισμένη Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ παρέμενε απομονωμένη από τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες, έδωσε τη δυνατότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας να οικειοποιηθεί τα περιουσιακά της στοιχεία δίχως νομικές συνέπειες.

Επομένως μετά το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τα εδάφη αυτά με τις επισκοπές τους επιστράφηκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας σύμφωνα με το ισχύον έγγραφο του 1920 και έτσι έως τις 17 Ιουλίου το 1967 παρέμειναν υπό την δικαιοδοσία της, μέχρι δηλαδή την ανακήρυξη στην Αχρίδα της λεγόμενης «Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας – Αρχιεπισκοπή Αχρίδας». Σε αντίθεση με ορισμένες «πατριωτικές» φωνές στη Βουλγαρία, που ισχυρίζονται ότι η παραπάνω πράξη ήταν παράνομη, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στον ορθόδοξο κόσμο συνήθως οι τοπικές εκκλησίες και μάλιστα ακόμη και οι επισκοπές των εκκλησιών καθαυτές σχηματίζονται και λαμβάνουν την ονομασία αρχαίων επισκοπών της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η εν λόγω πρακτική προέρχεται απ’ τη παράδοση αλλά θεμελιώνεται και κανονικώς. Από αυτήν την άποψη, οι Βορειομακεδόνες επίσκοποι του 1967 αναμφίβολα έλαβαν υπόψη τους την παραπάνω πρακτική, επιλέγοντας την πόλη της Αχρίδας ως έδρα της νεοσυσταθείσαςΕκκλησίας.

Η λύση του εκκλησιαστικού ζητήματος εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου και οι μηχανορραφίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρωσίας

Περάσαν περισσότερο από πέντεδεκαετίες και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας παρέμεινε απρόθυμη να αναγνωρίσει το δικαίωμα των επισκόπων της Βόρειας Μακεδονίας να έχουν τη δική τους αυτοκέφαλη εκκλησία σύμφωνα με την ορθόδοξη πρακτική ίδρυσης αυτοκέφαλης εκκλησίας εντός εδάφους ανεξάρτητου κράτους. Το 2003 διεξήχθησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των συνόδων των δύο εκκλησιών στη Ναϊσσό, ούτως ώστε να ξεπεραστεί η διακοπή της κοινωνίας, οι οποίες τελικά έληξαν ανεπιτυχώς. Την ίδια χρονιά, ένας επίσκοπος της Εκκλησίας των Σκοπίων, ο Jovan Vraniškovski, ανακοίνωσε ότι θέλει να παραμείνει πιστός στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας, λαμβάνοντας τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου Αχρίδας από τον Πατριάρχη Σερβίας. Η εν λόγω απόφαση οδήγησε σε μια μακρόχρονη σύγκρουση στα διεθνή δικαστήρια σχετικά με το καθεστώς του.

Το 2017, με αφορμή την αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ Σκοπίων και Αθήνας-Σόφιας, προκειμένου να επιτευχθεί η ένταξη της λεγόμενης «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, δραστηριοποιήθηκαν οι εκκλησιαστικοί παράγοντες και απ’ τις δύο πλευρές.  Στο πλαίσιο αυτό, ο Προκαθήμενος της Εκκλησίαςτων Σκοπίων επισκέφτηκε την πόλη Πάβελ Μπάνια (Βουλγαρία), όπου τον προέτρεψεγνωστός Βούλγαρος επιχειρηματίας με τη φήμη θερμού πατριώτη και φίλου της Ρωσίας να συγγράψει τη γνωστή επιστολή προς την Ιερά Σύνοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Βουλγαρίας, απ’ την οποία ζητούσε να γίνει η «μητέρα εκκλησία» της λεγόμενης«Μακεδονικής Εκκλησίας». Αυτό το αίτημα, το οποίο δεν βασίζεται σε καμία κανονική διάταξη, αποδείχθηκε ιδιαίτερα δυσφημιστικό για τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας των Σκοπίων, διότι πρόδιδε την άγνοια των κανονικών διαδικασιών στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Σύμφωνα με την κανονική διαδικασία η αυτοκεφαλία παραχωρείται μόνο απ’ το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Καμία άλλη εκκλησία από τα παλαίφατα Πατριαρχεία δεν φαίνεται να έχει χορηγήσει αυτοκεφαλία, ενώ δεν υπάρχει κάποια κανονική διαδικασία για να προβεί σε μια τέτοια πράξη. Επιπλέον, οι απόπειρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρωσίας να αλλάξει αυτή την παραδοσιακή πρακτική στην Ορθόδοξη Εκκλησία τους τελευταίους δύο αιώνες τελικά απέτυχαν. Επομένως, η Σύνοδος της Εκκλησίας των Σκοπίων βρέθηκε σε δυσάρεστη θέση, διότι εξαπατήθηκε και φάνηκε εντελώς ανεπαρκής. Η Ιερά Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Βουλγαρίας, αρνήθηκε φυσικά να παράσχει κανονική υποστήριξη στην Εκκλησία των Σκοπίων και απέρριψε το αίτημα. Έχει συσταθεί επιτροπή, η οποία έως τώρα δεν έχει εκφράσει τη γνώμη της.

Λίγο καιρό αργότερα, η Ιερά Σύνοδος στα Σκόπια απευθύνθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, εφόσον μόνο αυτό έχει το δικαίωμα της «διαιτησίας» σύμφωνα με τους κανόνες 9 και 17 της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας (451). Σύμφωνα με το εν λόγω δικαίωμα, σε περίπτωση διαφορών μεταξύ κληρικών και των επισκόπων τους, καθώς και μεταξύ τοπικών Ορθόδοξων εκκλησιών, μόνο ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει το δικαίωμα του Εκκλήτου, δηλαδή το Πανορθόδοξο προνόμιο να δέχεται προσφυγές κληρικών όλων των βαθμίδων από άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, να εκδικάζει τις υποθέσεις τους και να αποφασίζει τελεσίδικα για την αποδοχή ή την απόρριψη τους. Κατά τον ίδιο τρόπο λύθηκε και το σχίσμα της Βουλγαρικής Εκκλησίας τη δεκαετία του ’90. Το ίδιο συνέβη και τώρα. Η Αρχιεπισκοπή της λεγόμενης «Μακεδονικής Εκκλησίας – Αρχιεπισκοπή Αχρίδας», κατέθεσε πέρυσι τα απαιτούμενα έγγραφα ζητώντας τη συνδρομή του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η απάντηση του Πατριαρχείου ήταν ότι οι επίσκοποι της Σερβικής και «Μακεδονικής»Εκκλησίας θα πρέπει να διευθετήσουν με αδελφική αγάπη τα μεταξύ τους επίμαχα ζητήματα και εν συνεχεία θα μπορούσε να χορηγηθεί Τόμος αυτοκεφαλίας στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδας εκ μέρους του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, τα όρια της οποίας θα συμπίπτουν με τα όρια του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας.

Πέρασε αρκετός καιρός και αντιπρόσωπος του Πατριαρχείου ανακοίνωσε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για διαπραγματεύσεις, ενώ επισήμως η τελευταία δημοσίευε συνεχώς υλικό, που επέκρινε το Οικουμενικό Πατριαρχείο υποστηρίζοντας ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα να παρεμβαίνει στο έδαφος της. Εν τω μεταξύ, πριν από μια εβδομάδα περίπου, διέρρευσε μια ανακοίνωση όσον αφορά μια διαδικτυακή συνάντηση του Πατριάρχη Ρωσίας Κυρίλλου και του Πατριάρχη Σερβίας Πορφυρίου, η οποία διήρκησε αρκετή ώρα. Η εν λόγω ανακοίνωση αναρτήθηκε στην επίσημη ιστοσελίδα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Σερβίας αλλά μετά από λίγο «κατέβηκε». Δεδομένου ότι η δημοσίευση δεν είναι πλέον διαθέσιμη, ποτέ δεν έγινε σαφές ποιο ήταν το θέμα της συζήτησης μεταξύ των δύο ιεραρχών, οι οποίοι ούτως ή άλλως διατηρούν θερμές σχέσεις, καθώς μάλιστα η Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας παραμένει ο πιο ένθερμος και σταθερός σύμμαχος της Μόσχας στον ορθόδοξο κόσμο.

Η Αρχιεπισκοπή της λεγόμενης «Μακεδονικής Εκκλησίας – Αρχιεπισκοπή Αχρίδας», κατέθεσε πέρυσι τα απαιτούμενα έγγραφα ζητώντας τη συνδρομή του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η απάντηση του Πατριαρχείου ήταν ότι οι επίσκοποι της Σερβικής και «Μακεδονικής»Εκκλησίας θα πρέπει να διευθετήσουν με αδελφική αγάπη τα μεταξύ τους επίμαχα ζητήματα και εν συνεχεία θα μπορούσε να χορηγηθεί Τόμος αυτοκεφαλίας στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδας εκ μέρους του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, τα όρια της οποίας θα συμπίπτουν με τα όρια του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας.

Εν τω μεταξύ, στις 6 Μαΐου του τρέχοντος έτους, ο Επίσκοπος Σβορνικίου και Τούζλας Φώτιος ανακοίνωσε στο κήρυγμά του την ημέρα της εορτής του Αγίου Γεωργίου, ότι τις προηγούμενες ημέρες ο Πατριάρχης Πορφύριος είχε συναντηθεί στη Ναϊσσό με εκπροσώπους της λεγόμενης «Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας». Κατέστη σαφές ότι επρόκειτο για τον Αρχιεπίσκοπο Στέφανο και έναν άλλον Μητροπολίτη, ενώ στη συνάντηση εκφράστηκε η επιθυμία η λεγόμενη «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία – Αρχιεπισκοπή Αχρίδας» να αναγνωριστεί από την Σερβική ως αυτοκέφαλη. Παρά την επίμονη απόρριψη του εν λόγω αιτήματος επί μισό αιώνα, ο Πατριάρχης Πορφύριος αποφάσισε ξαφνικά να δεχθεί το αίτημα των επισκόπων της Βόρειας Μακεδονίας. Ασφαλώς μια τέτοια απόφαση θα προκαλούσε σοβαρές αντιδράσεις στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία, καθώςη ονομασία «Μακεδονική Εκκλησία» φαίνεται ότι παραβιάζει την εθνική ευαισθησία και θα ήταν προσβλητική για το ποίμνιο, τουλάχιστον των δύο εκ των τριών χωρών. Ας σημειωθεί ότι μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τις κυβερνήσεις Ελλάδας-Βουλγαρίας εν μέσω μιας περιόδου πολέμου στην Ευρώπη, κατά την οποία η Ρωσική Ομοσπονδία δεν κρύβει τις επεκτατικές της ορέξεις όχι μόνο όσον αφορά την Ουκρανία αλλά και τα Βαλκάνια.

Η εκκλησιαστική δημοσιογραφία στην Ελλάδα εξέφρασε τις ανησυχίες της ήδη από την περασμένη εβδομάδα, διακρίνοντας στις ενέργειες της Μόσχας την προσπάθεια υποκίνησης νέας αστάθειας στα Βαλκάνια, με σκοπό τη διαίρεση των χριστιανών της περιοχής και κυρίως την παρεμπόδιση της ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ.Οι εν λόγω ενέργειες έχουν ως σκοπό την πυροδότηση εθνικιστικών εντάσεων, που σχετίζονται με την Ορθόδοξη Εκκλησία στη Βόρεια Μακεδονία.Μια παρόμοια πράξη θα οδηγούσε σε πλήρη δυσφήμηση την ηγεσία της Εκκλησίας των Σκοπίων, όπως με την επιστολή του 2017. Επιπλέον, η διολίσθηση εκ νέου στον εθνικιστικό λόγο θα οδηγούσε σε νέες εντάσεις στη Βόρεια Μακεδονία, δεδομένου ότι το κόμμα της αντιπολίτευσης διακατέχεται επίσης από εθνικιστικά αφηγήματα, ενώ ορισμένοι από τους επισκόπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Βόρειας Μακεδονίας δεν ήταν αρκετά προσεκτικοί όλα αυτά τα χρόνια εφόσον διάνθιζαν τον λόγο τους με εθνικιστικές κορώνες.

η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου έλαβε τη μόνη λογική, εκκλησιαστικώς κανονική και καθ’ όλα υπεύθυνη απόφαση κατά τη συνεδρίασή της στις 9 Μαΐου του τρέχοντος έτους, με την αναγνώριση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, ως κανονικής με όνομα «της Εκκλησίας ταύτης το “Αχρίδος”», το οποίο είχε λάβει το 1967, ενώ με το ίδιο όνομα υφίστατο και η τοπική εκκλησία της περιοχής αυτής επί αιώνες– από το 1018 έως το 1767. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διατηρείται τόσο η ιστορική παράδοση, καθώς και η κατά τόπους αρχή οργάνωσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ παράλληλα δεν θίγονται τα εθνικά συμφέροντα των γειτονικών χωρών. Το σημαντικό σε τούτο το ζήτημα είναι ότι ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος εμπόδισε μια ακόμη απόπειρα της Ορθόδοξης Eκκλησίας της Ρωσίας να οδηγήσει σε διχόνοια και αστάθεια τα Βαλκάνια.

Αναφορικά με το ζήτημα της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας, δεν πρέπει να αγνοήσουμε τις καλά σχεδιασμένες και συντονισμένες ενέργειες της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, των δημόσιων οργανισμών και άλλων διεθνών φορέων, συμπεριλαμβανομένων διπλωματών χωρών με αρκετά μεγάλη επιρροή. Ασφαλώς, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας επέκρινε έντονα την απόφαση της Ι. Συνόδου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Προχθές στη Βόρεια Μακεδονία οι καμπάνες των ναών ήχησαν χαρμόσυνα. Στη Βουλγαρία, ωστόσο, η εν λόγω απόφαση μπορεί να γίνει αποδεκτή με αμφισημία. Κάποιοι θα την καλωσορίσουν, διότι οι ίδιοι οι Βούλγαροι επίσκοποι, ακόμη και ο τωρινός Πατριάρχης Νεόφυτος, εργάστηκαν εδώ και μισό αιώνα για την αναγνώριση και την κανονικότητα της Εκκλησίας στη Βόρεια Μακεδονία. Παρόλα αυτά, είναι πιθανό ότι φιλορώσοι υποστηρικτές της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Σερβίας να ερμηνεύσουν το γεγονός ως «σφετερισμό της ιστορίας», γεγονός που θα οδηγήσει το ζήτημα σε νέο αδιέξοδο. Πράγματι, τόσο το ισχύον καταστατικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Βουλγαρίας,όσο και αυτό της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Σερβίας αναφέρει ότι αποτελούν διάδοχες εκκλησιαστικές δομές της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας, καθώς και άλλων ιστορικών εκκλησιών – Πατριαρχείο Τυρνόβου και Πεκίου αντίστοιχα. Αυτό, φυσικά, δεν έχει καμία κανονική σημασία, δεδομένου ότι στο κανονικό δίκαιο η έννοια του «διαδόχου» δεν προσδιορίζεται, ενώ φαίνεται ότι όπου υπάρχουν δύο διάδοχοι, μπορεί να υπάρξει και τρίτος. Η ιστορική αξία της εν λόγω διαδοχής έχει ιδιαίτερη σημασία για την ορθόδοξη παράδοση, αλλά και για την Ορθόδοξη εκκλησία της Βουλγαρίας. Εξάλλου ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Β΄ τοποθέτησε ως προκαθήμενο αυτής της εκκλησίας κατά την ίδρυσή της τον προκαθήμενο της εκκλησίας του Βουλγαρικού Βασιλείου στην Αχρίδα. Εκτός απ’ αυτό οι επισκοπές αυτής της εκκλησίας επεκτάθηκαν σε σημαντικό βαθμό σε περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας κατά το διάβα των αιώνων, έτσι ώστε η σημερινή Αρχιεπισκοπή Αχρίδας με τα εδάφη της στην Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας να αποτελεί διάδοχο της εν λόγω αρχαίας εκκλησίας· κατά τον ίδιο τρόπο και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας είναι και αυτή διάδοχος της αρχαίας εκκλησίας Αρχιεπισκοπής Αχρίδας. Το Πατριαρχείο Τυρνόβου διαχωρίστηκε κάποια στιγμή στο έδαφος της τότε Αρχιεπισκοπής Αχρίδας. Το ίδιο ισχύει και για το Πατριαρχείο Πεκίου στη Σερβία, οπότε η Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας θεωρεί υπό αυτή τη βάση –επειδή εδάφη της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας βρίσκονταν στη σημερινή Σερβία– ότι είναι διάδοχος της εν λόγω αρχαίας εκκλησίας.

Από την άποψη της αμοιβαίας χριστιανικής αγάπης το σωστότερο θα ήταν όλοι οι χριστιανοί στα Βαλκάνια να απαλλαγούν από μια τόσο μακρά και άδικη απομόνωση μιας ιδιαίτερα ζωντανής και ενεργούς εκκλησίας όπως αυτή. Εξάλλου, η Ορθόδοξη Εκκλησία στη Βόρεια Μακεδονία είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία πολλών οικογενειών στη Βουλγαρία και στην Ελλάδα, αν και σήμερα η Βόρεια Μακεδονία είναι μια ανεξάρτητη, φιλική και δημοκρατική χώρα.

Από την άποψη της αμοιβαίας χριστιανικής αγάπης το σωστότερο θα ήταν όλοι οι χριστιανοί στα Βαλκάνια να απαλλαγούν από μια τόσο μακρά και άδικη απομόνωση μιας ιδιαίτερα ζωντανής και ενεργούς εκκλησίας όπως αυτή. Εξάλλου, η Ορθόδοξη Εκκλησία στη Βόρεια Μακεδονία είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία πολλών οικογενειών στη Βουλγαρία και στην Ελλάδα, αν και σήμερα η Βόρεια Μακεδονία είναι μια ανεξάρτητη, φιλική και δημοκρατική χώρα.Ωστόσο, η επιρροή που ασκεί η πολιτική κατάσταση στην Ορθόδοξη Εκκλησία στη Βόρεια Μακεδονίαείναι ξεκάθαρη. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αντίθετα με τους ισχυρισμούς του αξιότιμου καθηγητή μου Χρίστο Ματάνωφ ότι στην Εκκλησία τα πράγματα εξελίσσονται σταδιακά και με αργούς ρυθμούς, κατόρθωσε να αντιδράσει ταχύτατα στην ύποπτη απόφαση της Ρωσικής και Σερβικής Εκκλησίας εντός 48 ωρών περίπου και να αναχαιτίσει μια νέα κρίση στις σχέσεις μεταξύ των Ορθόδοξων εκκλησιών στα Βαλκάνια. Στο ανακοινωθέν της αναγνώρισης της εν λόγω εκκλησίας, όπως υπογράμμισε πρόσφατα γνωστός Βούλγαρος δημοσιογράφος στο κανάλι bTV, «δεν υπάρχει οιαδήποτε αναφορά στις υπερόριες μητροπόλεις της Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας». Σωστά, δεν γίνεται λόγος γι’ αυτό το ζήτημα, ωστόσο η ύπαρξη υπερόριων μητροπόλεων άλλων εκκλησιών πλην του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι ένα σοβαρό κανονικό ζήτημα, το οποίο έχει συζητηθεί αρκετές φορές, μεταξύ άλλων και στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης το 2016. Εκεί αποφασίστηκε η συγκρότηση τοπικών επισκοπικών συνελεύσεων στη διασπορά, στις οποίες οι ήδη υφιστάμενες «απομακρυσμένες επισκοπές» θα βρίσκονται σε κοινωνία και ενότητα. Το θέμα είναι ότι κάθε τοπική εκκλησία αποφασίζει από μόνη της αν θα διατηρήσει ή όχι τέτοιες επισκοπές. Οι ελληνόφωνες Εκκλησίες, εκτός του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες της Αλβανίας, της Τσεχίας και Σλοβακίας, Φινλανδίας, της Εσθονίας, της Ουκρανίας και της Πολωνίας αποφάσισαν να μην συγκροτήσουνυπερόριες επισκοπές, αλλά να συμμορφωθούν με τις κανονικές διατάξεις, παραχωρώντας τη φροντίδα της Διασποράς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπως αυτές της Σερβίας, της Ρωσίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας έλαβαν την απόφαση να διατηρήσουν τις επισκοπές τους στη διασπορά. Προφανώς η Ορθόδοξη Εκκλησία της Βόρειας Μακεδονίας ανήκει στη πρώτη ομάδα, όπως έχει ήδη συμφωνηθεί.

Το μεγάλο ερώτημα που παραμένει είναι το εξής: αν η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είχε εξελιχθεί διαφορετικά, με το Κίεβο να έχει καταληφθεί από τους Ρώσους και την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας να έχει διαλυθεί από την Ρωσική Εκκλησία, τι θα συνέβαινε άραγε με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Βόρειας Μακεδονίας, δεδομένου ότι έως την περασμένη Παρασκευή η Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας ήταν εναντίον της χορήγησης αυτοκεφάλου.


[1]Αυτό καθίσταται εμφανές απ’ το αρχειακό υλικό της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας, η οποία είχε αρκετά σοβαρές οικονομικές υποχρεώσεις προς την Οθωμανική κυβέρνηση και τα χρέη της έπρεπε να καλυφθούν απ’ το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τους χριστιανούς προύχοντες της πρωτεύουσας. Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η Αρχιεπισκοπή Αχρίδας ιδρύθηκε το 1018 από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄, ο οποίος κατέκτησε το δυτικό βουλγαρικό βασίλειο. Η Αρχιεπισκοπή Αχρίδας παρέμεινε αυτοκέφαλη εκκλησία τα επόμενα χρόνια και θεωρείτο ότι προέρχεται απ’ την Ιουστινιανή Πρώτη, πόλη που ιδρύθηκε απ’ τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και αποτελούσε πρωτεύουσα της Διοίκησης Ιλλυρικού. Η ιδιαιτερότητα της εν λόγω επαρχίας οφείλεται στο γεγονός ότι τον 4ο αιώνα μεταφέρθηκε απ’ τη δικαιοδοσία της Ρώμης σ’ αυτήν της Κωνσταντινούπολης, ως νέας πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μια σειρά διεκδικήσεων εκ μέρους της τοπικής διοίκησης, της αριστοκρατίας και του κλήρου. Πιθανότατα η ίδρυση της εν λόγω αρχιεπισκοπής απ’ τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό σχετίζεται με τις ιδιαιτερότητες της περιοχής και τη γεωγραφική της απομόνωση απ’ την πρωτεύουσα λόγω του ορεινού εδάφους. Η ίδρυση μιας νέας εκκλησιαστικής δομής είχε πάντοτε πρακτικού στόχους και σκοπός ήταν η εξυπηρέτηση και οργάνωση του ποιμνίου.

[2]Βλ. Ἐκκλησιατικὴ Ἀλήθεια, ἔτος ΜΒ΄, ἀριθ. 10, σσ. 121-123.

[3]Βλ. Ἐκκλησιατικὴ Ἀλήθεια, ἔτος ΜΒ΄, ἀριθ. -15, σσ. 170-171.


Ο Δρ. Σβετοσλάβ Ριμπολόφ (Svetoslav Ribolov) είναι αναπληρωτής καθηγητής στον Τομέα Συστηματικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Σόφιας «Αγ. Κλήμης της Αχρίδας».

Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε πρωτοτύπως στα βουλγαρικά στον ιστότοπο της ΜΚΟ ‘Alternatives and Analyzes Altanalyses.org στις 11.05.2022, και δημοσιεύεται στα ελληνικά σε μετάφραση του Δρος Ιωάννη Καμίνη, επιστημονικού συνεργάτη της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου με την άδεια του συγγραφέα. Το πρωτότυπο κείμενο μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Το εικαστικό θέμα αποτελεί έργο της αμερικανίδας ζωγράφου Joan Lang και απεικονίζει την εκκλησία του αγ. Ιωάννη στο Κάνεο και τη λίμνη της Αχρίδας στη Βόρεια Μακεδονία

Σβετοσλάβ Ριμπολόφ

Ο Δρ. Σβετοσλάβ Ριμπολόφ (Svetoslav Ribolov) είναι αναπληρωτής καθηγητής στον Τομέα Συστηματικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Σόφιας «Αγ. Κλήμης της Αχρίδας».

Το ιστολόγιο «πολυμερώς και πολυτρόπως» προάγει τον διάλογο και τη συζήτηση για θέματα που σχετίζονται με την Ορθόδοξη θεολογία και παράδοση, με τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις, καθώς επίσης και με ζητήματα διαθρησκειακού διαλόγου. Οι απόψεις που εκφράζονται από τους συγγραφείς των επιμέρους άρθρων δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.

Προηγούμενο άρθρο

Ο ΡΩΣΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΑΡΘΗΚΕ

Επόμενο άρθρο

ΤΟ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ

ΜΗΝ ΤΟ ΧΑΣΕΤΕ