Ένα σύντομο σχόλιο στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία
Θα ήθελα καταρχάς να σας ευχαριστήσω για την πρωτοβουλία και την πρόσκληση να λάβω μέρος στην εκδήλωση αυτή υπέρ της ειρήνης. Ως εκ της θέσεώς μου δεν θα μιλήσω ως πολιτικός ή διπλωμάτης ή πολύ περισσότερο ως αναλυτής διεθνών σχέσεων, αλλά ως ένας απλός χριστιανός που τυγχάνει να έχει την ποιμαντική ευθύνη μιας τοπικής εκκλησίας στον Βόλο και επιθυμεί να παραμένει ενεργός πολίτης.
Εδώ και περισσότερο από ένα μήνα βιώνουμε μια ανείπωτη κρίση ως απόρροια της ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία, η οποία έχει ήδη οδηγήσει στον θάνατο χιλιάδες άμαχους, τον ξεριζωμό εκατομμυρίων ανθρώπων, την επιδείνωση της περιβαλλοντικής κατάστασης στην περιοχή (η οποία σημειωτέον είναι γεμάτη με πυρηνικά εργοστάσια), προκαλώντας ταυτόχρονα μια πρωτόγνωρη ενεργειακή κρίση, ενδεχόμενες ελλείψεις σε αγαθά πρώτης ανάγκης και γενικότερα μια αναταραχή και ανωμαλία στην καθημερινή μας ζωή σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, που κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί και πότε θα τελειώσει. Στη σημερινή μου ομιλία θα προσπαθήσω από τη μια μεριά να αναδείξω ορισμένες εκκλησιαστικές-θεολογικές πτυχές της σημερινής κρίσης, οι οποίες καλό είναι να λαμβάνονται υπόψη όταν συζητούμε για τον ρόλο της Ρωσίας στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή, ενώ από την άλλη να επισημάνω συγκεκριμένες διαχρονικές προσπάθειες και πρωτοβουλίες εκκλησιαστικών ηγετών και επιμέρους Ορθόδοξων Εκκλησιών προς την κατεύθυνση της ειρήνευσης και της συμπαράστασης στον χειμαζόμενο ουκρανικό λαό.
Το θεολογικό-ιδεολογικό υπόβαθρο
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022 δεν αποτελεί μια μονομερή πολιτική ή στρατιωτική πράξη, αλλά διαθέτει έναν σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό ο οποίος συμπυκνώνει θεολογικά, εκκλησιαστικά, πολιτικά και άλλα χαρακτηριστικά. Όλοι, νομίζω, γνωρίζουμε ότι οι δύο χώρες, Ρωσία και Ουκρανία, μοιράζονται εδώ και αιώνες την ίδια ορθόδοξη παράδοση, και πολλά άλλα κοινά πολιτιστικά στοιχεία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αποτελούν δύο διακριτές εθνικές οντότητες. Επίσης, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η ρωσική πλευρά έχει εμπλέξει στον πόλεμο αυτό και Τσετσένους μουσουλμάνους, τους οποίους έχει αποστείλει στην Ουκρανία για σχετικές εκκαθαρίσεις χριστιανικών πληθυσμών, γίνεται αντιληπτό το περίπλοκο θρησκευτικό πάζλ της υπόθεσης αλλά και τους μεγάλους κινδύνους που δημιουργούνται. Την ίδια στιγμή εκείνο που ίσως δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό σε μας, καθώς πολλές φορές κρυβόμαστε πίσω από το κοινό θρησκευτικό συναίσθημα μεταξύ ημών και των εμπλεκομένων στον πόλεμο, αγνοώντας έτσι την πραγματικότητα, είναι ότι η σημερινή ιεραρχία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας κράτησε μια τουλάχιστον παθητική στάση απέναντι στη ρωσική εισβολή, αν δεν την υποστήριξε έμμεσα, αποφεύγοντας, ως όφειλε για λόγους αρχής, να την καταδικάσει, περιοριζόμενη στην έκδοση ορισμένων «αόριστων» δηλώσεων υπέρ της ειρήνης, κάνοντας λόγο για κάποια «γεγονότα» ή βλέποντας «εχθρούς» στην Ουκρανία. Την ίδια στιγμή μάλιστα, υιοθετώντας ένα σαφή αντι-δυτικό ιδεολογικό προσανατολισμό θα επιλέξει να τονίσει τη σημασία της «Αγίας Ρωσίας», ως του μοναδικού προπύργιου του αγώνα (του Ορθόδοξου κόσμου) ενάντια στην κακή και διεφθαρμένη «Δύση» (με όλες τις κατακτήσεις και αξίες την ακολουθούν: ανθρώπινα δικαιώματα, φιλελευθερισμός, αλληλεγγύη στις μειονότητες κ.λπ.), η οποία και θεωρείται υπαίτια άλλωστε, είτε έμμεσα είτε άμεσα, για την αναγκαστική «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Μια τέτοια στάση της θεσμικής Εκκλησίας(θα πρέπει να τονιστεί αυτό, καθώς υπάρχει σημαντικός αριθμός υψηλόβαθμων και όχι μόνον κληρικών στην ίδια τη Ρωσία που έχουν αντιταχθεί στις εξελίξεις αυτές), δεν υπήρξε έκπληξη για όσους παρακολουθούν τη σχετική συζήτηση στη Ρωσία εδώ και χρόνια. Η υποστήριξη του Πατριαρχείου Μόσχας στον πόλεμο του Προέδρου Πούτιν κατά της Ουκρανίας έχει τις ρίζες της σε μια μορφή ορθόδοξου εθνοφυλετικού θρησκευτικού φονταμενταλισμού, με χαρακτήρα ξεκάθαρα ολοκληρωτικό, με την επωνυμία «ρωσικός κόσμος». Πρόκειται για μια ψευδή αλλά ιδιαίτερα ελκυστική για πολλούς Ορθοδόξους ανά τον κόσμο, θεωρία. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία υπάρχει μια υπερεθνική ρωσική σφαίρα ή πολιτισμός, που περιλαμβάνει τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία (και κατά περίπτωση τη Μολδαβία και το Καζακστάν), καθώς και τους Ρώσους και τους ρωσόφωνους σε όλο τον κόσμο. Υποστηρίζει ότι αυτός ο «ρωσικός κόσμος» έχει ένα κοινό πνευματικό κέντρο (το Κίεβο ως «μητέρα όλων των Ρως»), ένα κοινό πολιτικό κέντρο (τη Μόσχα), μια κοινή γλώσσα (τα ρωσικά), ένα κοινό εκκλησιαστικό κέντρο (τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και το Πατριαρχείο Μόσχας) και έναν κοινό εκκλησιαστικό ηγέτη (τον Πατριάρχη Μόσχας), ο οποίος εργάζεται σε «συμφωνία» με τον πρόεδρο και εθνικό ηγέτη της Ρωσίας (τον Βλαντιμίρ Πούτιν) προκειμένου να κυβερνήσει τον ρωσικό αυτόν κόσμο, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα μια κοινή ξεχωριστή πνευματικότητα, ηθική και πολιτισμό. Πρόκειται για έναν εθνικισμό με θρησκευτικό μανδύα[1].
Η υποστήριξη του Πατριαρχείου Μόσχας στον πόλεμο του Προέδρου Πούτιν κατά της Ουκρανίας έχει τις ρίζες της σε μια μορφή ορθόδοξου εθνοφυλετικού θρησκευτικού φονταμενταλισμού, με χαρακτήρα ξεκάθαρα ολοκληρωτικό, με την επωνυμία «ρωσικός κόσμος». Πρόκειται για μια ψευδή αλλά ιδιαίτερα ελκυστική για πολλούς Ορθοδόξους ανά τον κόσμο, θεωρία.
Όμως θα πρέπει, συγχρόνως, να είμαστε απόλυτα σαφείς ότι η καταδίκη της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν σημαίνει καταδίκη του ρωσικού λαού, ούτε διαγράφει την αναμφισβήτητη ιστορική του συμμετοχή στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, την ευρωπαϊκή ιστορία και τις τρομερές θυσίες τις οποίες υπέστη, όπως και όλοι οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης, για να νικήσουν τους ναζί. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στους νοσταλγούς των ναζί να χρησιμοποιήσουν την ρωσική εισβολή για να δικαιολογήσουν εκ των υστέρων όσους συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ρωσικός λαός είχε, έχει και θα έχει πάντα μια θέση στην καρδιά μας. Γι’ αυτό και όταν έλθει η στιγμή θα τον καλωσορίσουμε και θα τον αγκαλιάσουμε, όπως ο πατέρας αγκαλιάζει όλα του τα τέκνα.
Η σκέψη και η προσευχή μας σήμερα δεν είναι μόνο για τους Ουκρανούς ή μόνο για τους Ορθοδόξους, είναι για όλους όσους υποφέρουν από τον πόλεμο γιατί αυτό μας δίδαξε ο Χριστός.
Η σκέψη και η προσευχή μας σήμερα είναι, επίσης, και για τους αδελφούς μας στην Κύπρο που εξακολουθούν να βλέπουν την πατρίδα τους διχοτομημένη από την τουρκική εισβολή το 1974. Και μόνο πόνο μας προκαλεί να βλέπουμε σήμερα τον εισβολέα και κατακτητή να προσποιείται τον ειρηνοποιό με τη σιωπηλή υποστήριξη εκείνων που δεν έκαναν απολύτως τίποτα για να υπερασπιστούν το «χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος» που τραγούδησε ο Μπιθικώτσης. Δεν κλείνουμε τα μάτια στην υποκρισία εκείνων που σήμερα υποστηρίζουν την ακεραιότητα της Ουκρανίας ενώ 48 χρόνια πριν δεν έκαναν τίποτα όταν η Κύπρος μάτωνε.
Επιστρέφοντας στο σήμερα χωρίς να ξεχνάμε το χθες, αξίζει να αναφερθούμε σε ένα σημαντικό θεολογικό γεγονός. Με το ξέσπασμα του πολέμου, μια ομάδα Ορθόδοξων θεολόγων από όλο τον κόσμο κυκλοφόρησε μια εμπεριστατωμένη «Διακήρυξη ενάντια στη διδασκαλία του ρωσικού κόσμου»[2] όπου με επιχειρήματα που θεμελιώνονται στον ίδιο τον ειρηνοποιό λόγο του Ευαγγελίου και της μακραίωνης χριστιανικής παράδοσης, καταγγέλλεται ανοικτά η ιδεολογική εργαλειοποίηση της εκκλησιαστικής πίστης από το εκάστοτε καθεστώς (στην προκειμένη περίπτωση τη Ρωσία) για την υποστήριξη ολοκληρωτικών ιδεολογιών. Η διακήρυξη αυτή έχει μέχρι στιγμής συναντήσει τεράστια διεθνή απήχηση, καθώς οι υπογραφές των ακαδημαϊκών ξεπερνούν τις 1250 (πολλές μάλιστα προέρχονται από Ρώσους), ενώ οι γλώσσες στις οποίες έχει μεταφραστεί φτάνουν ήδη στις 17 (συμπεριλαμβανομένων των ρωσικών, αραβικών, σερβικών, ρουμανικών, φινλανδικών, κλπ), και οι σχετικές αναδημοσιεύσεις και αντιδράσεις στο διαδίκτυο ξεπερνούν τις 200.000 ούτε έναν μήνα από την ημέρα δημοσίευσής της. Η αντίδραση αυτή, μια πραγματικά αυθόρμητη αντίδραση του υγιούς θεολογικού λόγου, δείχνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, παρά τις εσωτερικές ή εξωτερικές δυσκολίες που κατά καιρούς αντιμετωπίζει, διαθέτει τα απαραίτητα αντανακλαστικά, ώστε να μπορεί να αντιδρά άμεσα, όπου καταπατάται στην πράξη ο ευαγγελικός λόγος.
Με το ξέσπασμα του πολέμου, μια ομάδα Ορθόδοξων θεολόγων από όλο τον κόσμο κυκλοφόρησε μια εμπεριστατωμένη «Διακήρυξη ενάντια στη διδασκαλία του ρωσικού κόσμου», όπου με επιχειρήματα που θεμελιώνονται στον ίδιο τον ειρηνοποιό λόγο του Ευαγγελίου και της μακραίωνης χριστιανικής παράδοσης, καταγγέλλεται ανοικτά η ιδεολογική εργαλειοποίηση της εκκλησιαστικής πίστης από το εκάστοτε καθεστώς (στην προκειμένη περίπτωση τη Ρωσία) για την υποστήριξη ολοκληρωτικών ιδεολογιών.
Η εκκλησιαστική στάση
Μια άλλη πτυχή της κατάστασης την οποία ζούμε αφορά στην πνευματική ζωή όλων αυτών των Ουκρανών που, είτε βρίσκονται στη χώρα τους είτε έχουν εγκαταλείψει τις πατρογονικές τους εστίες, αναζητούν συχνά καταφύγιο σε ομόδοξες χώρες, μακριά από τη φρίκη του πολέμου. Όπως ίσως γνωρίζετε, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ήταν εκείνος, ο οποίος πριν λίγα χρόνια (2018) ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημα των ίδιων των Ουκρανών παραχωρώντας αυτοκεφαλία στην Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ουκρανία, προκειμένου να μπει ένα οριστικό τέλος στην εκκλησιαστική ομηρία και τραγωδία που οι πληθυσμοί αυτοί βίωναν για δεκαετίες, παραμένοντας κυριολεκτικά σε κατάσταση σχίσματος, λόγω της προσπάθειας και στην περίπτωση αυτή, του Πατριαρχείου Μόσχας να κρατήσει τους πιστούς από την Ουκρανία σε εξάρτηση από τη Ρωσία. Ο σημερινός πόλεμος με τις μεγάλες προσφυγικές ροές που προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί έφερε στην επιφάνεια και το μεγάλο αυτό ποιμαντικό πρόβλημα, καθώς αν δεν είχε προηγηθεί η θετική απάντηση στο αίτημα των Ουκρανών από την πλευρά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αυτή τη στιγμή τα εκατομμύρια προσφύγων που κατακλύζουν την Πολωνία, τη Ρουμανία αλλά και την Ελλάδα δεν θα μπορούσαν να έχουν κοινωνία με τους Ορθοδόξους αδελφούς τους ,καθώς θα θεωρούνταν από άποψη κανονική ως σχισματικοί, παραμένοντας έτσι και από εκκλησιαστική πλευρά αποκλεισμένοι και στο περιθώριο της ιστορίας. Είναι νομίζω, στην προοπτική αυτή έκφρασης πατρικού ενδιαφέροντος, του πρώτου της ανά την Οικουμένη Ορθοδοξίας ,που θα πρέπει να ερμηνευτούν τα λόγια του Πατριάρχη Βαρθολομαίου κατά την πρόσφατη εορτή της Ορθοδοξίας στο Φανάρι όπου επισήμανε: «Απευθύνομεν έκκλησιν δι’ άμεσον κατάπαυσιν του πυρός εις όλα τα μέτωπα του πολέμου. Η βία και ο πόλεμος όχι μόνον δεν επιλύουν διαφοράς, αλλά προκαλούν πόνον και θάνατον και δημιουργούν πολυπλοκώτερα προβλήματα. Πρέπει να τερματισθή αμέσως, τώρα, η εισβολή και ο πόλεμος και να δοθή νέα ευκαιρία εις τον διάλογον, το κατ’ εξοχήν όχημα της καταλλαγής και της ειρήνης. Εξ άλλου, ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, αυτό το “Ευαγγέλιον των Εθνών”, ως απεκλήθη, απαγορεύει ρητώς την χρήσιν βίας εις τας διεθνείς σχέσεις και δεσμεύει όλα τα μέλη του Οργανισμού να ρυθμίζουν τας διαφοράς των με ειρηνικά μέσα. Ο πόλεμος αποτελεί παράβασιν του διεθνούς δικαίου, το οποίον είναι πλέον “δίκαιον ειρήνης”»[3].
Αλλά και η Εκκλησία μας, εδώ στην Ελλάδα, την οποία και διακονώ, δια στόματος του αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, πήρε σαφή θέση υπέρ της καταδίκης της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, με επιστολή που απέστειλε προς τον Πατριάρχη Μόσχας επισημαίνοντας την ανάγκη, ο τελευταίος να αναλάβει δράση και με την ισχυρή επιρροή του στον Πρόεδρο της Ρωσίας, να αγωνιστεί για την άμεση κατάπαυση του πυρός. Όπως σημειώνει στην επιστολή του, η Εκκλησία της Ελλάδας «θρηνεί δι’ όσους εθανατώθησαν, αλλά και δι’ όσους εισέτι δοκιμάζονται και διώκονται εκ της κακότητος, της μισαλλοδοξίας και της βαρβαρότητος, αίτινες προέρχονται, δυστυχώς, ουχί εξ αλλοπίστων, αλλ’ εξ ομοδόξων Χριστιανών», ζητώντας από τον κ.κ. Κύριλλο να αντισταθεί «εἰς τὰ πολεμικὰ σχέδια τῶν κοσμικῶν ἡγετῶν» και διαβεβαιώνοντας τον ότι «ἡ παρέμβασις τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος πρὸς τὸν ἀνωτέρω σκοπὸν θὰ ἀποβῇ καταλυτική. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ αὕτη παρέμβασις καὶ ἡ ἔμπρακτος μαρτυρία τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς καταλλαγῆς, παρέχει ἐλπίδα διὰ τὴν κατάπαυσιν τοῦ πολέμου καὶ τὴν ἀπόσυρσιν τῶν ρωσικῶν στρατευμάτων ἐκ τῆς Οὐκρανίας»[4].
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω τη διαχρονική στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως αυτή εκφράστηκε με κάθε ενάργεια στα πρόσφατα χρόνια, το 2016, στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης, όπου οι περισσότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες (και πάλι η Εκκλησία της Ρωσίας είχε επιλέξει μια παρελκυστική τακτική, δυναμιτίζοντας τη σχετική διαδικασία με την απουσία της) πήραν σαφή θέση, καταδικάζοντας κάθε μορφή πολέμου ως απόρροια της ανθρώπινης αμαρτίας και του κακού που υπάρχει στον κόσμο, επισημαίνοντας την ίδια στιγμή την ανάγκη διαμόρφωσης όλων εκείνων των προϋποθέσεων που θα βοηθήσουν στην ανάδυση της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης και την κατίσχυση του διαλόγου και της ειρηνικής συνύπαρξης. Έτσι στο πλαίσιο αυτό ήδη από τότε είχε επισημανθεί ο κίνδυνος του αυξανόμενου εξοπλισμού των μεγάλων δυνάμεων με πυρηνικά, βιολογικά και άλλα πολύ επικίνδυνα όπλα, τα οποία από τη μια δημιουργούν μια ψευδαίσθηση δύναμης και ισχύος, ενώ από την άλλη εμπεδώνουν τον διαρκή τρόμο και φόβο στην παγκόσμια κοινότητα, όπως είναι προφανές στις μέρες μας, με την πυρηνική απειλή διαρκώς να επικρέμαται πάνω από τα κεφάλια των Ευρωπαίων πολιτών σύμφωνα με τις απειλές που επανειλημμένα εκτοξεύονται από τηρωσική πλευρά. Η Σύνοδος μάλιστα της Κρήτης δεν καταδίκασε μόνοτους πολέμους ή τις συγκρούσεις που οφείλονται σε θρησκευτικά αίτια, μια πραγματικότητα την οποία η Ευρώπη έχει πληρώσει ιστορικά με πολύ αίμα, αλλά είχε την καθαρότητα πνεύματος να σημειώσει ότι: «Καταδικάζονται ἐπίσης πόλεμοι, ἐμπνεόμενοι ὑπό ἐθνικισμοῦ, προκαλοῦντες ἐθνοκαθάρσεις, μεταβολάς κρατικῶν ὁρίων καί κατάληψιν ἐδαφῶν», έχοντας συναίσθηση τελικά ότι ο ατομικός ή συλλογικός εγωϊσμός συνιστά την μεγαλύτερη απειλή για την ανθρώπινη ύπαρξη[5].
Ο σημερινός πόλεμος με τις μεγάλες προσφυγικές ροές που προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί έφερε στην επιφάνεια και το μεγάλο αυτό ποιμαντικό πρόβλημα, καθώς αν δεν είχε προηγηθεί η θετική απάντηση στο αίτημα των Ουκρανών από την πλευρά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αυτή τη στιγμή τα εκατομμύρια προσφύγων που κατακλύζουν την Πολωνία, τη Ρουμανία αλλά και την Ελλάδα δεν θα μπορούσαν να έχουν κοινωνία με τους Ορθοδόξους αδελφούς τους ,καθώς θα θεωρούνταν από άποψη κανονική ως σχισματικοί, παραμένοντας έτσι και από εκκλησιαστική πλευρά αποκλεισμένοι και στο περιθώριο της ιστορίας.
Πρόσφατα πάλι το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέδωσε ένα πολύ σημαντικό κείμενο, το οποίο κι αυτό μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, με τίτλο «Υπέρ της του κόσμου ζωής: Το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας», όπου μια διευρυμένη ομάδα επιφανών θεολόγων από όλον τον κόσμο με αφετηρία το Ευαγγέλιο και την Παράδοση και έχοντας υπόψη όλες τις σύγχρονες προκλήσεις (πλουραλισμός, θρησκευτική ετερότητα, οικονομική κρίση, εθνικισμοί, κλιματική αλλαγή κ.ά.) επιχείρησαν και πέτυχαν να συμπυκνώσουν το όραμα της Ορθοδοξίας για έναν διαφορετικό κόσμο, όπου η ειρήνη, η αλληλεγγύη και η αμοιβαιότητα μεταξύ των λαών, η κοινωνική συνοχή και η πρόοδος των κρατών και των πολιτών θα επικρατήσει. Στο κείμενο αυτό τονίζεται χαρακτηριστικά ότι «“Ἡ εἰρήνη γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό μία συμβατική κατάσταση ἐκεχειρίας, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται σέ ἕναν ἐκ φύσεως βίαιο κόσμο. Ἀντίθετα, ἀποτελεῖ μία πραγματική ἀποκάλυψη τῆς βαθύτερης πραγματικότητας τῆς δημιουργίας σύμφωνα πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί τῆς μορφῆς ὅπως τήν σχεδίασε Ἐκεῖνος κατά τίς αἰώνιες βουλές Του»[6]. Είναι προφανές ότι για την Εκκλησία καμιά μορφή πολέμου ή άσκησης απρόκλητης βίας εναντίον ενός άλλου προσώπου ή ολόκληρου έθνους και λαού δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη διεθνή κοινότητα, πόσο μάλλον από μια Ορθόδοξη Εκκλησία, αν ληφθεί υπόψη ότι ο σημερινός πόλεμος στρέφεται κατεξοχήν εναντίον ομοδόξων, κάτι που θα έπρεπε να αποτελεί σκάνδαλο για κάθε νουνεχή χριστιανό. Και το κείμενο αυτό συνεχίζει: «Ἡ Ἐκκλησία ἀπορρίπτει κάθε μορφή βίας— ἀκόμη καί κατά τίς ἀμυντικές πράξεις— πού προκαλοῦνται ἀπό τό μῖσος, τόν ρατσισμό, τήν ἐκδίκηση, τόν ἐγωϊσμό, τήν οἰκονομική ἐκμετάλλευση, τόν ἐθνικισμό ἤ τήν προσωπική φιλοδοξία. Τέτοιου εἴδους κίνητρα, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν πολύ συχνά καί τά κρυφά ἐλατήρια γιά τή διεξαγωγή τῶν λεγόμενων “δίκαιων πολέμων”, οὐδέποτε εὐλογοῦνται ἀπό τόν Θεό»[7].
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όπως στην παρούσα συγκυρία, ο λόγος του Ιησού Χριστού «μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοί υἱοί Θεοῦ κληθήσονται» (Ματθ. 5:9) παραμένει εξάπαντος καθοριστικός για τον χριστιανό, ο οποίος θέλει και πρέπει να είναι ενεργός πολίτης που νοιάζεται για την ειρήνη στον κόσμο και εργάζεται για την επικράτηση της δικαιοσύνης και της αγάπης του Θεού μεταξύ των ανθρώπων και όλης της δημιουργίας.
Ἡ Ἐκκλησία ἀπορρίπτει κάθε μορφή βίας— ἀκόμη καί κατά τίς ἀμυντικές πράξεις— πού προκαλοῦνται ἀπό τό μῖσος, τόν ρατσισμό, τήν ἐκδίκηση, τόν ἐγωϊσμό, τήν οἰκονομική ἐκμετάλλευση, τόν ἐθνικισμό ἤ τήν προσωπική φιλοδοξία. Τέτοιου εἴδους κίνητρα, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν πολύ συχνά καί τά κρυφά ἐλατήρια γιά τή διεξαγωγή τῶν λεγόμενων “δίκαιων πολέμων”, οὐδέποτε εὐλογοῦνται ἀπό τόν Θεό
Έχοντας όλα αυτά υπόψη είναι προφανές ότι η ανάγκη ειρήνευσης στην περιοχή της Ουκρανίας θα πρέπει να αποτελεί το πρώτο και μοναδικό μέλημα όλων μας. Πριν από κάθε τι, προσωπικές φιλοδοξίες, εθνικά ή κρατικά συμφέροντα η αξία του κάθε ανθρώπινου προσώπου έχει την απόλυτη προτεραιότητα, και ειδικά εκείνων που βρίσκονται στο περιθώριο ή έχουν εγκαταλείψει το σπίτι τους παίρνοντας τον δρόμο της προσφυγιάς. Ο άνθρωπος, έχοντας, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία δημιουργηθεί κατ’ εικόνα Θεού, καλείται να πραγματώσει στην ιστορία τον τριαδικό τρόπο υπάρξεως, ο οποίος διακρίνεται από την απροϋπόθετη αγάπη, την ελευθερία για αυτοδιάθεση, την αμοιβαιότητα και τον σεβασμό στη διαφορετικότητα και την κάθε ετερότητα. Ο πόλεμος και πολύ περισσότερο μια εντελώς αναίτια και άδικη εισβολή ενός κράτους σε ένα άλλο κυρίαρχο κράτος, πόσο μάλλον καιένας πόλεμος μεταξύ λαών που μοιράζονται την ίδια πίστη και παρόμοιες ηθικές αξίες, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να δικαιολογείται στο όνομα καμιάς ανώτερης εθνικής επιδίωξης ή κάποιων θρησκευτικών ιδεολογημάτων, καθώς το μοναδικό αποτέλεσμα κάθε πολέμου είναι η καταστροφή κι ο θάνατος. Όπως επισημαίνεται από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης, και κλείνω με αυτό, «Ἕκαστος πόλεμος ἀποτελεῖ ἀπειλήν καταστροφῆς τῆς δημιουργίας καί τῆς ζωῆς»[8].
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιος, μέλος συνοδικών επιτροπών της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου και της Γενικής Συνέλευσης της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας.
Το παρόν κείμενο προέρχεται από ομιλία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνατίου, που έλαβε χώρα στο πλαίσιο ημερίδας που διοργανώθηκε από την “Πρωτοβουλία για την Ειρήνη” με τίτλο «Ημερίδα για την Ειρήνη», Δευτέρα 4 Απριλίου στο κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, αμφιθέατρο Αργυριάδη.
Το εικαστικό θέμα είναι μωσαϊκό του 6ου αιώνα μ.Χ. που απεικονίζει την επί Όρους Ομιλία του Χριστού, στην βασιλική του Αγίου Απολλινάριου, Ραβέννα, Ιταλία.
[1]Πρβλ. αναλυτικά στη «Διακήρυξη κατά της διδασκαλίας περί ‘Ρωσικού κόσμου’ (RusskiiMir)», https://www.polymerwsvolos.org//2022/03/14/diakirikis_kata_tis_didaskalias/
[2]Όπ.π.
[3]Πρβλ. https://www.capital.gr/diethni/3620936/oikoumenikos-patriarxis-prepei-na-termatisthei-amesos-tora-i-eisboli-kai-o-polemos-stin-oukrania
[4]Πρβλ. https://www.kathimerini.gr/society/561761398/archiepiskopos-ieronymos-epistoli-pros-ton-patriarchi-moschas-gia-ton-termatismo-toy-polemoy-stin-oykrania/
[5]Πρβλ. «Η Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνωκόσμω» Δ΄, https://www.holycouncil.org/mission-orthodox-church-todays-world_el
[6]Πρβλ. «Υπέρ της του κόσμου ζωής. Το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκησίας», παρ. 44, https://www.goarch.org/el/social-ethos#
[7]Όπ.π., παρ. 47, https://www.goarch.org/el/social-ethos#
[8]«Η Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω» Δ΄, όπ.π.