Η θεσμική και χαρισματική διάσταση της εξομολόγησης στη θεολογική σκέψη του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου
Ο άγιος Συμεών δεν υπήρξε μόνον μύστης της μοναστικής πνευματικότητας, ρηξικέλευθος αναμορφωτής της μοναχικής ζωής, βαθύς θεολόγος του φωτός αλλά και δόκιμος συγγραφέας και πολυτάλαντος ποιητής. Έγραψε σε πολλά λογοτεχνικά ήδη: σε πεζό λόγο (Κατηχήσεις, Θεολογικούς και Ηθικούς λόγους, Επιστολές), σε ποιητικό (58 ποιήματα σε 11000 στίχους!) και, στο προσφιλές στους ασκητικομοναχικούς κύκλους είδος των Κεφαλαίων, τρεις Εκατοντάδες Κεφαλαίων Θεολογικών, Γνωστικών και Πρακτικών. Από τον πλούτο της θεολογικής του προβληματικής, που αφορά σε όλους σχεδόν τους τομείς του θεολογικού επιστητού, επιλέξαμε να αναφερθούμε σήμερα στο ζήτημα θεσμού και χαρίσματος, όπως αυτό παρουσιάζεται μέσα από τις απόψεις του για το μυστήριο της εξομολογήσεως και της πνευματικής πατρότητας. Να επισημανθεί ευθύς εξαρχής ότι επιλέχθηκε η παρουσίαση του ανωτέρω ζητήματος, τόσο για τη διαχρονική σημασία του, όσο και γιατί αποτελεί το πιο αδύναμο, ίσως, σημείο της θεολογικής σκέψης του Συμεών. Αυτονόητα, στο πλαίσιο των χρονικών δυνατοτήτων της αποψινής βραδιάς, είναι αδύνατο να αναφερθούμε διεξοδικά στο ακανθώδες αυτό ζήτημα. Θα το παρουσιάζουμε αδρομερώς, δίδοντας, ελπίζουμε, τροφή για τον διάλογο που θα ακολουθήσει.
Τις θέσεις του Νέου Θεολόγου αναφορικά προς το μυστήριο της εξομολογήσεως τις συναντούμε στις τέσσερεις Επιστολές του, αν και πολλές από αυτές ανιχνεύονται διάσπαρτες σε όλη την έκταση των κειμένων του. Το κεντρικότερο ζήτημα που εγείρεται στις Επιστολές, κυρίως στην 1η Επιστολή, αφορά στη δυνατότητα μη χειροτονημένων μοναχών να παρέχουν την άφεση και την πνευματική καθοδήγηση. Όπως παρατηρεί ο Krivochéine και άλλοι ερευνητές, η όλη πνευματική εμπειρία του Συμεών, καθώς και η συγκεκριμένη εμπειρία του ως λειτουργού και πνευματικού οδηγού, έθεταν ενώπιόν του έντονο το πρόβλημα: «Άραγε κάθε ιερέας ή επίσκοπος, από μόνο το γεγονός της χειροτονίας του, έχει τη δύναμη να ιερουργεί και να δίδει την άφεση των αμαρτιών; Ποιος είναι ικανός να κατευθύνει πνευματικά τους άλλους και ποια πνευματικά χαρίσματα πρέπει να έχει για να εξομολογεί;».
Η πνευματική πατρότητα και καθοδήγηση δεν συνιστά υπηρεσία στο ναρκισσισμό του μαθητή, ψυχολογική στήριξη και υποκατάσταση της ελευθερίας και των όποιων δυνατοτήτων του. Δεν αποτελεί ανασχετικό παράγοντα ωριμότητας και πνευματικής ενηλικίωσης του υποτακτικού, ούτε άλλοθι ανευθυνότητας. Αντίθετα, παραπέμπει στον ελεύθερο και αυτοπροαίρετο συντονισμό της ύπαρξης υποτακτικού και γέροντος, στην οικειοθελή ταύτιση του γνωμικού θελήματος δασκάλου και μαθητή, για την επίτευξη του οντολογικού ανακαινισμού του τελευταίου. Ο λόγος ύπαρξης του πνευματικού πατρός συνίσταται στο να αποτελέσει τον καταλύτη επανασύνδεσης του υποτακτικού με τη ζωοποιό χάρη του Πνεύματος, αποφεύγοντας μια ολόκληρη παθολογία σχέσεων, την οποία γνωρίζει η ορθόδοξη ποιμαντική και όχι μόνον, και η οποία διήκει στο χρόνο, μέχρι και τις ημέρες μας.
Για τον άγιο Συμεών, η αφετηρία του συλλογισμού γύρω από την ανάγκη της πνευματικής πατρότητας, αλλά και της εξομολόγησης δεν μπορεί να είναι άλλη, από την πτώση και την αμαρτία του ανθρώπου. Και ναι μεν το βάπτισμα και τα μυστήρια εν γένει, καθαρίζουν τον άνθρωπο από το βάρος της προπατορικής αμαρτίας και τον αποκαθιστούν στο «αρχαίον κάλλος», η ελευθερία, όμως, της βούλησης και των επιλογών του, τον οδηγεί εκ νέου σε απόσταση από το Θεό, σε άρνηση αποδοχής και ενεργοποίησης της ληφθείσας μυστηριακής χάρης και προφανή αδυναμία επίτευξης του στόχου του που είναι η θέωση. Είναι στο σημείο αυτό που απαιτείται η παρέμβαση και καθοδήγηση του όντως πνευματικού πατρός.
Πώς, όμως, αντιλαμβάνεται ο άγιος το ρόλο και τη σημασία του πνευματικού πατρός; Με τρόπο σαφή και ξεκάθαρο τον υποθέτει ως μεσίτη, ιατρό και σύμβουλο. Είναι το πρόσωπο εκείνο που έχει ήδη πετύχει την καταλλαγή με το Θεό, δυνάμει της οποίας μπορεί, ιστάμενος «πρόσωπον προς πρόσωπον» απέναντί Του, να συμφιλιώσει και το πνευματικό του παιδί, καθιστώντας το δεκτικό της μεταμορφωτικής εμπειρίας της χάρης. Είναι για το λόγο αυτό που χρειάζεται μεγάλη προσοχή στην εξεύρεση πνευματικού πατέρα. Αν ο πνευματικός είναι υπηρέτης της προσωπικής του ματαιοδοξίας, τότε συσχηματίζεται με το θέλημα του μαθητή, που είναι σε τελική ανάλυση το θέλημα του κόσμου και μετατρέπεται σε οδηγό στην καταστροφή και την απώλεια.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ο οντολογικός χαρακτήρας της πνευματικής πατρότητος, όπως τον βίωσε και τον δίδαξε ο άγιος Συμεών. Για το Θεολόγο πατέρα, η πνευματική πατρότητα και καθοδήγηση δεν συνιστά υπηρεσία στο ναρκισσισμό του μαθητή, ψυχολογική στήριξη και υποκατάσταση της ελευθερίας και των όποιων δυνατοτήτων του. Δεν αποτελεί ανασχετικό παράγοντα ωριμότητας και πνευματικής ενηλικίωσης του υποτακτικού, ούτε άλλοθι ανευθυνότητας. Η υπακοή και εγκατάλειψη του οικείου θελήματος του υποτακτικού, δεν ταυτίζεται με την απόσβεση του εγώ, με ένα είδος χριστιανικού νιρβάνα. Παραπέμπει στον ελεύθερο και αυτοπροαίρετο συντονισμό της ύπαρξης υποτακτικού και γέροντος, στην οικειοθελή ταύτιση του γνωμικού θελήματος δασκάλου και μαθητή, για την επίτευξη του οντολογικού ανακαινισμού του τελευταίου. Ο λόγος ύπαρξης του πνευματικού πατρός συνίσταται στο να αποτελέσει τον καταλύτη επανασύνδεσης του υποτακτικού με τη ζωοποιό χάρη του Πνεύματος, αποφεύγοντας μια ολόκληρη παθολογία σχέσεων, την οποία γνωρίζει η ορθόδοξη ποιμαντική και όχι μόνον, και η οποία διήκει στο χρόνο, μέχρι και τις ημέρες μας.
Υπό τις προϋποθέσεις αυτές η εύρεση του κατάλληλου πνευματικού οδηγού και πατέρα, αν και συνιστά αδήριτη αναγκαιότητα, παραμένει έργο επίπονης πνευματικής αναζήτησης και προσπάθειας. Χρειάζεται πολλή σπουδή, αγρυπνία και προσευχή, ώστε να οδηγηθεί κανείς υπό του Πνεύματος και της πρόνοιας του Θεού, προκειμένου να τύχει ενός όντως πνευματικού πατρός. Ενός διδασκάλου που όχι μόνον «τον Χριστόν εν εαυτώ περιφέροντι εντυχείν», αλλά και το κήρυγμα των αποστόλων καλώς επίσταται, και τα δόγματα των πατέρων δεν αγνοεί και τους κανόνες και τις διατάξεις της Εκκλησίας έχει ακριβώς υπόψη του. Τελικά η εύρεση του κατάλληλου πνευματικού είναι αποτέλεσμα της χάρης και της ευδοκίας του Θεού.
Βέβαια, ένας τέτοιος πνευματικός πατέρας, όπως τον αποδέχεται και τον περιγράφει ο άγιος, τόσο στις Επιστολές, όσο και σε άλλα σημεία των έργων του, μπορεί να δέχεται τις εξομολογήσεις και να παρέχει την άφεση, ακόμη κι αν δεν είναι χειροτονημένος κληρικός, αλλά ένας απλός μοναχός. Η θέση αυτή του Νέου Θεολόγου αποτέλεσε, όχι μόνον τον ερμηνευτικό πονοκέφαλο των μελετητών, αλλά και τη βασικότερη, ίσως, αιτία για την απόδοση ποικίλων κατηγοριών, με κυριότερη εκείνη του μεσσαλιανού.
Μεγάλη μερίδα των ερευνητών, προκειμένου να αποσοβήσουν τον κίνδυνο μεσσαλιανικής κατανόησης της παραπάνω θέσης, προέβαλαν την άποψη περί υπάρξεως δύο παραδόσεων της πνευματικής πατρότητας. Μίας θεσμικής, συνδεδεμένης με το ιερατικό υπούργημα, και μίας χαρισματικής, η οποία έλκει την καταγωγή της από την αρχαία μοναχική πρακτική της εξαγόρευσης των λογισμών αρχαρίων μοναχών, σε άλλους με περισσότερη πείρα και πνευματικότητα.
Η εμφάνιση των σχέσεων πνευματικής πατρότητας την οποία εισήγαγε ο ίδιος ο Κύριος, κορυφώνεται στην περίπτωση του Παύλου: «Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ’ ου πολλούς πατέρας. Εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα». Η αγιοπνευματική αυτή γραμμή πέρασε από τους αποστόλους στους Αποστολικούς Πατέρες με την πλέον γνωστή και χαρακτηριστική περίπτωση του αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, ο οποίος ως γνωστόν, θεωρώντας τον επίσκοπο «εις τύπον και τόπον Χριστού» και το πρεσβυτέριο ως τη χορεία των αποστόλων, θεμελιώνει την πνευματική πατρότητα στη βάση των εκκλησιαστικών υπουργημάτων, τα οποία έχουν ως εκκίνηση και σημείο αναφοράς τους την εκκλησιαστική λατρεία και δη την Ευχαριστία. Η γραμμή αυτή συνεχίστηκε μέσα στους αιώνες, πλαισιούμενη από την πατερική παράδοση και τις κανονικές διατάξεις, ενισχυόμενη από ποικίλα εξωτερικά αίτια για περισσότερη συνοχή και ακεραιότητα της δογματικής αλήθειας της Εκκλησίας και συνεχίζει μέχρι τις ημέρες μας.
Η δεύτερη παράδοση περί πνευματικής πατρότητας έχει ως αφετηρία τους πατέρες της ερήμου. Την παράδοση εκείνη που δημιουργήθηκε κατά την πρώιμη περίοδο του μοναχισμού –κατά την οποία υπήρχε και σπανιότητα ιερέων στις μοναχικές τάξεις –να εξαγορεύουν τους λογισμούς τους αρχάριοι μοναχοί σε πλέον έμπειρους και πνευματικούς. Το σύνολο της ασκητικομοναχικής γραμματείας είναι κατάσπαρτο από τέτοιες αναφορές και παραδείγματα. Ο αριθμός των αββάδων στον πρώιμο μοναχισμό, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του κεντρικού ρόλου, τον οποίο έπαιζαν οι πνευματικοί (γέροντες). Στη μοναχική έννοια της πνευματικής πατρότητας, ούτε η ηλικία, ούτε η χειροτονία, ούτε το φύλο είχαν καμιά σημασία. Ο θεμελιωτής του μοναχισμού Μ. Αντώνιος, ενώ ήταν λαϊκός, ήταν ταυτόχρονα και πνευματικός πατέρας, ενώ ισάριθμοι με τους αββάδες ήταν και οι αμμάδες, οι γυναικείες μορφές καθοδηγητριών, οι πνευματικές μητέρες. Στο πλαίσιο των ωσμώσεων του μοναχισμού με την εν κόσμω Εκκλησία, η πρακτική αυτή γρήγορα διευρύνθηκε και ξέφυγε από τα όρια των μοναχικών κύκλων. Ο Γρηγόριος Νύσσης στα κείμενά του απεικονίζει την ιδανική πνευματική καθοδήγηση υπό μοναχικούς όρους, ενώ ο Θεοδώρητος Κύρου, στο ίδιο αυτό πλαίσιο, παρουσιάζει τον πνευματικό του πατέρα ως αρχέτυπο αρετής. Ο πνευματικός πατέρας αποτελεί κυρίαρχη φυσιογνωμία στο έργο του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη αλλά και στην όλη παράδοση του Στουδίου.
Ο Συμεών Νέος Θεολόγος όχι μόνον δε στερεί την εξομολόγηση από τον κλήρο, αλλά τονίζει την αδιαπραγμάτευτη σπουδαιότητα του κλήρου για τη ζωή της Εκκλησίας και την αναφαίρετη τιμή που του ανήκει. Επιπλέον στον Συμεών δεν έχουμε μια εικόνα της ιεροσύνης που μειώνεται σε καρικατούρα, μέσω των ελλείψεων μεμονωμένων μελών του κλήρου, αλλά την εικόνα της ιεροσύνης που οι ιερείς καλούνται να πετύχουν, τιμώντας το υπούργημά τους και αναγνωρίζοντας τη σημασία του.
Ξέρουμε πως και ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ήταν «ευσεβείας διδάσκαλος» σε πολλά μέλη της υψηλής αριστοκρατίας. Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε, χαρακτηριστικό του μεταεικονομαχικού μοναχισμού υπήρξε αυτό που ο Alfeyev ονόμασε αστικό μοναχισμό «urban monasticism», η διείσδυση, δηλαδή, του μοναχισμού στα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, και η προσφορά πνευματικής καθοδήγησης. Συνέπεια των παραπάνω δεδομένων αποτελεί η παρατήρηση πως η κατανόηση του ρόλου και της σημασίας της πνευματικής πατρότητας δεν αφορά μόνον στους μοναχούς, αλλά σε κάθε χριστιανό. Αυτό, άλλωστε, καταδεικνύεται και από τις επισημάνσεις του Turner ότι οι 2η, 3η, και 4η Επιστολές, έχουν ως παραλήπτες λαϊκούς μαθητές του Συμεών που ζουν στον κόσμο. Έτσι, η διάκριση των δύο παραδόσεων περί πνευματικής πατρότητας, δεν επιμερίζει το πεδίο δράσης της σε ισάριθμα μέρη του εκκλησιαστικού σώματος: οι λαϊκοί αναγνωρίζουν αποκλειστικά ως πνευματικούς πατέρες τους επισκόπους και ιερείς, ενώ οι μοναχοί μπορούν να αναγνωρίσουν και χαρισματούχους μοναχούς.
Στο ερώτημα, βέβαια, αν μπορούν μη χειροτονημένοι μοναχοί να κατευθύνουν πνευματικά, αλλά και να παρέχουν την άφεση, ο Συμεών, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, απαντά καταφατικά. Η αιτιολόγηση της θέσεως αυτής ερμηνεύεται πλήρως από την έννοια της πνευματικής πατρότητος που υπάρχει στον Συμεών. Σύμφωνα με αυτή, η δυνατότητα της άφεσης και της πνευματικής καθοδήγησης από μη κληρικούς, είναι το αποτέλεσμα της προοδευτικής εκκοσμίκευσης του κλήρου, της αποστασιοποίησής του από τη χάρη του Πνεύματος και, κατά συνέπεια, της αδυναμίας του να έχει επίγνωση του τρόπου και των μέσων που απαιτούνται, για να οδηγήσουν τον πιστό στην δεξίωση της χάρης.
Στο σημείο αυτό η σκέψη του Συμεών παρουσιάζει μια από τις σφοδρότερες κριτικές του ιερατείου που μας έχει κληροδοτήσει η πατερική γραμματεία. Η κατάσταση, όμως, αυτή του κλήρου δεν τον καταργεί, ούτε τον αχρηστεύει. Οι κληρικοί λειτουργούν τα υπόλοιπα μυστήρια και δη την Ευχαριστία, με μόνη προϋπόθεση την Ορθοδοξία της πίστης τους, αν και αυτό είναι σχετικό, δεδομένου ότι, για τον άγιο Συμεών, ορθόδοξος δεν είναι αυτός που δεν εισάγει ή δεν ασπάζεται μια αίρεση, αλλά αυτός που έχει συντονίσει τη ζωή του με τα κελεύσματα της πίστεως. Άλλωστε, ο Συμεών δέχεται τη δυνατότητα του κλήρου να τελεί το μυστήριο της εξομολογήσεως «ουκ εκ των ιερέων ή αρχιερέων αφαιρεθείσα, αλλά ταύτης εαυτούς εκείνων αλλοτριωσάντων». Απλά επισημαίνει την οικειοθελή αποξένωση του ίδιου του κλήρου από το μυστήριο αυτό, ισοδύναμη της εκκοσμίκευσής του και της αποξένωσής του από τη θεία χάρη.
Καθώς γίνεται εύκολα κατανοητό, οι απόψεις αυτές πυροδότησαν ικανές καταγγελίες επί αιρέσει για το πρόσωπο του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Ο Hausherr θα τον ονομάσει «protestant avant la lettre», ενώ η καχυποψία για τη θέση του Συμεών ενάντια στην ιεραρχία, συνεπιφέρει υπόρρητα αιτιάσεις για μεσσαλιανισμό.
Αρχικά πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο Νέος Θεολόγος όχι μόνον δε στερεί την εξομολόγηση από τον κλήρο, αλλά τονίζει την αδιαπραγμάτευτη σπουδαιότητα του κλήρου για τη ζωή της Εκκλησίας και την αναφαίρετη τιμή που του ανήκει. Είναι αυτός ο οποίος, απευθυνόμενος στον Πατριάρχη, τόνισε πως θα τον εκλαμβάνει με τον τρόπο που θα εκλάμβανε τους αποστόλους και θα τηρεί τις εντολές του μέχρι θανάτου. Εξάλλου, ο Συμεών δεν δίσταζε να διακηρύσσει προς πάσα κατεύθυνση ότι ήταν ο ίδιος κληρικός και πως, κατόπιν μάλιστα συστάσεως του πνευματικού του πατέρα Συμεών του Ευλαβούς, δέχθηκε τη χειροτονία από τα χέρια του επισκόπου. Επομένως, στον Συμεών δεν έχουμε μια εικόνα της ιεροσύνης που μειώνεται σε καρικατούρα, μέσω των ελλείψεων μεμονωμένων μελών του κλήρου, αλλά την εικόνα της ιεροσύνης που οι ιερείς καλούνται να πετύχουν, τιμώντας το υπούργημά τους και αναγνωρίζοντας τη σημασία του.
Με παρρησία και χωρίς την παραμικρή ασάφεια ο Νέος Θεολόγος θα υποστηρίξει πως χωρίς την ιεραρχία δεν υπάρχει σωτηρία. Πως οι κληρικοί ως διάδοχοι των αποστόλων είναι ίσοι με αυτούς και με τα μυστήρια και την πνευματική τους διακονία απεργάζονται, όπως και οι απόστολοι, τη σωτηρία των πιστών. Γι’ αυτό, άλλωστε, τους πρέπει και η ίδια τιμή.
Οι παραπάνω θέσεις όχι μόνον δεν ενέχουν τον παραμικρό μεσσαλιανικό κίνδυνο, αλλά βρίσκονται και στους αντίποδες του Μεσσαλιανισμού. Άλλωστε, γνωρίζουμε ότι οι Μεσσαλιανοί, αν και περιφρόνησαν τους επισκόπους, αναγνώρισαν τις χειροτονίες που εκτελέστηκαν από αυτούς, θεωρώντας την Εκκλησία ως μέσο, για να αποκτήσουν δύναμη και εξουσία. Κατά συνέπεια, αφενός σκέφτηκαν ότι η εξομολόγηση θα μπορούσε να είναι διαχειρίσιμη έξω από τον έλεγχο της ιεραρχίας, αφετέρου ήταν έντονη η επιθυμία τους να εξασφαλίσουν για τους εαυτούς τους την κοινωνική διάκριση που παράχθηκε από την ιδιότητά τους ως μέλη της ιεροσύνης.
Η μοναχική πρακτική της μη μυστηριακής εξαγορεύσεως σε πεπειραμένους και χαριτωμένους μοναχούς, είναι φυσικά γνωστή, χωρίς, όμως, να έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες για το αν αυτή είχε και μυστηριακό χαρακτήρα. Πρέπει να ήταν μόνον εξαγόρευση λογισμών και παροχή πνευματικών συμβουλών, οπότε, σε κάθε περίπτωση, ο χαρισματούχος μοναχός, παρέπεμπε τον εξομολογούμενο στον πλησιέστερο ιερέα για τη μυστηριακή εξομολόγηση και τη μετοχή στα μυστήρια (Ευχαριστία).
Απαγορευτικές είναι, επίσης, και οι γνώμες των πατέρων και των κανονολόγων. Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης απαγορεύει όχι μόνον την εξομολόγηση και την άφεση από μη χειροτονημένους μοναχούς, αλλά και –σε μια μάλλον έξαρση υπερβολικής προσήλωσης στους κανόνες –την πνευματική καθοδήγηση. Το γεγονός ότι έχουμε κανόνες και γνώμες κανονολόγων που απαγορεύουν στους απλούς μοναχούς το δικαίωμα της αφέσεως, ενισχύει την άποψη ότι αυτή ήταν διαδεδομένη στους μοναχικούς, κυρίως, κύκλους. Παρόλα αυτά, στη χορεία των πατερικών απόψεων συγκαταλέγεται και η θέση του Νικηφόρου του Ομολογητού: «…ουκ έξω του εικότος και τον απλώς μοναχόν επιτίμιον διδόναι». Ωστόσο, στην εποχή του Συμεών πρέπει να υπήρχε αρκετή σύγχυση μεταξύ της μη μυστηριακής εξαγόρευσης των λογισμών και του μυστηρίου της εξομολογήσεως, δεδομένου ότι μόλις το 12ο αιώνα, ο κανονολόγος Βαλσαμών είναι αυτός που θα διακρίνει «επισήμως» τις δύο αυτές πρακτικές.
Για τους παραπάνω λόγους, το σύνολο σχεδόν των μελετητών (στηριζόμενο στη διάκριση μεταξύ μυστηριακής και μη μυστηριακής εξαγόρευσης), θα προσπαθήσει να ερμηνεύσει τις περί ου ο λόγος απόψεις του αγίου Συμεών. Τη διάκριση αυτή πρώτος κάνει ο Holl, τον οποίο ακολουθεί και ο Völker, παρατηρώντας ότι, στη σκέψη του Συμεών, δεν ταυτίζονται η εξομολόγηση με την εξαγόρευση των λογισμών και την πνευματική καθοδήγηση. Ο Hatzopoulos υποστηρίζει την άποψη ότι στην Ανατολή υπάρχει επίσημα η διαφορά μεταξύ του «δεσμείν και λύειν», υπό την στενή κανονική έννοια και της προσφοράς πνευματικής καθοδήγησης, συμπεριλαμβανομένης της απονομής επιτιμίων, που συχνά την αναλαμβάνουν απλοί μοναχοί, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει ιερέας. Ο ίδιος μελετητής βρίσκει να γίνεται η διάκριση αυτή με χαρακτηριστικό τρόπο στον Βαρσανούφιο, ο οποίος αρνείται να κρίνει και να καταδικάσει τους ανθρώπους. Προτιμά να τους οδηγεί στο να ανοίξουν την καρδιά τους και να τους κατευθύνει, παρέχοντάς τους λόγο σωτηρίας. Στο «Βίο του Παύλου του νεώτερου», έχουμε, σύμφωνα με τον Barringer, την πρώτη, ίσως και μοναδική, μαρτυρία μετάβασης από μια αυθόρμητη πρακτική ορισμένων μοναχών σε μια συνειδητή θεωρία της σχέσης μεταξύ θεσμού και χαρίσματος. Ο Παύλος του «Βίου» παρουσιάζεται να έχει το εξαιρετικό χάρισμα που του επιτρέπει να διαχειρίζεται το μυστήριο του «δεσμείν και λύειν». Πρέπει να παρατηρήσουμε, κάτι που έχει ήδη υπαινιχθεί, πως η Ανατολή δεν έχει καταδικάσει επίσημα αυτήν την πρακτική, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται στα μοναστήρια μέχρι σήμερα, σε αντίθεση προς τη Δύση, η οποία από νωρίς ξεκαθάρισε πως η εξομολόγηση έχει αυστηρά μυστηριακό χαρακτήρα και απευθύνεται αποκλειστικά στους ιερείς. Την ίδια άποψη έχει και o Špidlik. Γι’ αυτόν η εξαγόρευση δεν ταυτίζεται με την εξομολόγηση και, με κανένα τρόπο, δεν έχει ως στόχο την άφεση. Ομοίως πιστεύει και ο Hausherr. Ο π. Ιωάννης Meyendorff προτείνει ότι είναι πάντα η παροχή πνευματικών συμβουλών που ο Συμεών έχει κατά νου, όταν αποδίδει στους μοναχούς το δικαίωμα να ακούσουν εξαγορεύσεις. Τη διάκριση μεταξύ εξαγόρευσης και εξομολόγησης ακολούθησε, αρχικά, και ο Βενιζέλος Χριστοφορίδης. Στη συνέχεια, όμως, μετέβαλε τις απόψεις του στη βάση ακριβώς του ότι, στα χρόνια του Συμεών, η εξομολόγηση δεν συναριθμούνταν μεταξύ των μυστηρίων. Ταυτόχρονα, υπήρχε ένταση και προβληματισμός την εποχή εκείνη, γύρω από τη δυνατότητα ή μη παροχής της άφεσης από αχειροτόνητους μοναχούς. Το ζήτημα ξεκαθάρισε αρκετά αργότερα, τέλη 12ου –μέσα 13ου αιώνα, με τη συμβολή του κανονολόγου Βαλσαμώνα.
Υπήρξαν, όμως, και άλλοι ερευνητές, οι οποίοι εξέφρασαν αμφιβολίες ή και διαχώρησαν τη θέση τους από την ανωτέρω ερμηνευτική. Ο Jost van Rossum, για παράδειγμα, θα υποστηρίξει πως ο άγιος Συμεών δεν διακρίνει μεταξύ μυστηριακής και μη μυστηριακής εξομολόγησης, διότι, ενώ καλεί τον εξομολόγο πνευματικό καθοδηγητή και καλό σύμβουλο, μιλά επίσης για την εξουσία του «δεσμείν και λύειν», που χορηγήθηκε στους μοναχούς μαζί με τους επισκόπους και τους ιερείς. Και ο Βασίλειος Krivochéine πιστεύει ότι ο Συμεών δεν διέκρινε μεταξύ της μυστηριακής εξομολόγησης και της παροχής πνευματικών συμβουλών. Ο Turner, ο εκδότης των Επιστολών του Συμεών, χωρίς να το δηλώνει απερίφραστα, φαίνεται να θεωρεί ότι ο Συμεών δεν διαχωρίζει τη μυστηριακή εξομολόγηση από την απλή εξαγόρευση των λογισμών. Την άποψη αυτή υιοθετούμε και εμείς.
Ο τονισμός του οντολογικού χαρακτήρα της πνευματικής πατρότητος, όπως εκφράζεται από τον άγιο Συμεών, της ανάγκης για μετοχή στην αγιοπνευματική εμπειρία, τόσο των πνευματικών όσο και του συνόλου του κλήρου, ώστε να είναι σε θέση να υπηρετεί την πορεία του ποιμνίου προς τη θέωση, δεν αποτελούν μόνον το αποκορύφωμα της θεολογικής σκέψης του Νέου Θεολόγου, αλλά και το πάγιο και διαχρονικό αίτημα της ποιμαντικής της Εκκλησίας.
Εκθεολογώντας το όλο ζήτημα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής: Είναι περισσότερο και από προφανές, για τον κάθε απροκατάληπτο μελετητή, πως το κύριο μέλημα του Συμεών αφορά στο να καταδείξει ότι το γεγονός της πνευματικής κατεύθυνσης απαιτεί πνευματικό πατέρα που έχει εμπειρία της χάρης του Πνεύματος και, ως εκ τούτου, είναι ικανός να οδηγήσει το πνευματικό του παιδί στον οντολογικό του ανακαινισμό. Σημειώθηκε ήδη στα παραπάνω, ότι για την αντίληψη του Συμεών, ο ρόλος και η σημασία της πνευματικής πατρότητας δεν έχει τον χαρακτήρα τήρησης θρησκευτικών τύπων, ούτε εξαντλείται στην απλή τήρηση των εντολών. Πολύ περισσότερο δεν υπηρετεί το ναρκισσισμό του γέροντα ή του πνευματικού του παιδιού. Υπηρετεί τον οντολογικό ανακαινισμό του πιστού, τη μύηση στην εμπειρία της χάρης του Πνεύματος, γεγονός που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από κάποιον που δεν είναι, ήδη, μέτοχος της εμπειρίας αυτής.
Σ’ ό,τι αφορά, όμως, στα επιχειρήματά του, πρέπει να ομολογηθεί το αδύναμο της επιχειρηματολογίας και η ύπαρξη σημαντικών κενών. Ανεξάρτητα από τις όποιες μαρτυρίες εξαγόρευσης των λογισμών σε απλούς μοναχούς, στο πλαίσιο της μοναχικής παράδοσης, το επιχείρημα ότι η ηθική και πνευματική έκπτωση του κλήρου, οδήγησε στην εισαγωγή αχειροτόνητων μοναχών στο λειτούργημα της άφεσης, δημιουργεί πολλά ερωτηματικά.
Αρχικά, όπως μαρτυρεί και ο ίδιος ο άγιος, ούτε το σύνολο των μοναχών ήταν πνευματικά κατάλληλο για το λειτούργημα αυτό. Γιατί λοιπόν παρουσιάζεται η τάξη των μοναχών, περίπου ως πανάκεια στο πρόβλημα της έκπτωσης και εκκοσμίκευσης του κλήρου; Επιπλέον, εάν η αναξιότητα του κλήρου οδήγησε στην αναγκαιότητα οι απλοί μοναχοί να παρέχουν την άφεση, γιατί δεν επεκτείνεται η δυνατότητα αυτή και στους πνευματικά άξιους και κατάλληλους λαϊκούς, δεδομένου ότι, κατά κοινή ομολογία, ούτε το σύνολο των μοναχών είναι άξιο για το λειτούργημα αυτό, ούτε ο μοναχισμός παρέμεινε αλώβητος από τα βέλη της εκκοσμίκευσης; Έπειτα, παραμένει ακατανόητο το πώς συγχωρείται η τέλεση των υπολοίπων μυστηρίων και δη της Ευχαριστίας από ακατάλληλους κληρικούς, πώς γίνεται ακατάλληλοι επίσκοποι να έχουν τη συνολικότερη ευθύνη για την πνευματική πορεία της τοπικής τους Εκκλησίας, ενώ δεν μπορούν να επιτελέσουν μόνον το λειτούργημα της εξομολόγησης. Η απάντηση ότι αυτό γίνεται ανεκτό για την πνευματική προκοπή του πληρώματος δεν είναι απολύτως πειστική. Τέλος, η επιχειρηματολογία του αγίου Συμεών θέτει, κατ’ αδήριτη αναγκαιότητα, και ζητήματα τεκμαρτής πνευματικότητας και αγιότητας. Ποιος είναι εκείνος που θα αποφανθεί για την αξιότητα κάποιου να παρέχει την άφεση; Πώς μπορεί τα πνευματικά κριτήρια να είναι απολύτως σαφή, ορατά και τεκμαρτά, κυρίως από μέλη της εκκλησίας χωρίς «υψηλή» πνευματικότητα, τα οποία και έχουν άμεση ανάγκη πνευματικής καθοδήγησης;
Συνεκτιμώντας όλα τα ανωτέρω δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίσουμε τις θέσεις του αγίου Συμεών για την παροχή της άφεσης από αχειροτόνητους μοναχούς, ως θεολογούμενο. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι η Εκκλησία, ενώ συντηρεί τη διπλή παράδοση της πνευματικής πατρότητας ως δυνατότητα πνευματικής καθοδήγησης από απλούς μοναχούς, δεν υιοθέτησε επίσημα (αντίθετα στους κανόνες της το απαγορεύει), τη δυνατότητα τέλεσης του μυστηρίου της εξομολόγησης, από μη κληρικούς. Παρόλα αυτά, ο τονισμός του οντολογικού χαρακτήρα της πνευματικής πατρότητος, όπως εκφράζεται από τον άγιο Συμεών, της ανάγκης για μετοχή στην αγιοπνευματική εμπειρία, τόσο των πνευματικών όσο και του συνόλου του κλήρου, ώστε να είναι σε θέση να υπηρετεί την πορεία του ποιμνίου προς τη θέωση, δεν αποτελούν μόνον το αποκορύφωμα της θεολογικής σκέψης του Νέου Θεολόγου, αλλά και το πάγιο και διαχρονικό αίτημα της ποιμαντικής της Εκκλησίας.
Ο Δρ. Θεόφιλος Αμπατζίδης είναι θεολόγος-εκπαιδευτικός, επιστημονικός συνεργάτης της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.
Το παρόν άρθρο αποτελεί το δεύτερο μέρος διάλεξης που παραχώρησε ο συγγραφέας στη σειρά ηλεκτρονικών διαλέξεων «Καιρός του ποιήσαι ΙΙ» που διαργανώνει η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου.
Το εικαστικό αποτελεί λεπτομέρια ψηφιδωτής αναπάραστης επίθεσης αετού σε φίδι, προέρχεται από την διακόσμηση Μεγάλου Παλατίου της Κωνσταντινούπολης και χρονολογείται μεταξύ 6ου και 7ου αι.