Ρωσία: Κράτος, Εκκλησία και κοινωνία πολιτών
Το κράτος στη Ρωσία θέλει και πάλι να ελέγξει ο,τιδήποτε είναι δυνατόν, και οι δημόσιοι υπάλληλοι κάθε βαθμίδας υποχρεωτικά εκπληρώνουν την επιθυμία του. Αυτό δεν αφορά μόνο την πολιτική ή την οικονομία. Το κράτος θέλει να θέσει επίσης υπό έλεγχο την ιστορία και ευρύτερα την πνευματική ζωή της κοινωνίας. Όλες οι σοβαρές εναλλακτικές προτάσεις αντιμετωπίζονται ως ποινικό αδίκημα. Το να ζεις στη Ρωσία, να έχεις τη δική σου γνώμη και να μην φοβάσαι να την εκφράσεις, απαιτεί και πάλι θάρρος. Για αυτό, όχι μόνο πολιτικοί, αλλά και κοινωνικοί ακτιβιστές στερήθηκαν την ελευθερία τους, ενώ δημοσιογράφοι και δικηγόροι έλαβαν το επαίσχυντο, σύμφωνα με το Κρεμλίνο, καθεστώς του «ξένου πράκτορα». Ένας νέος γύρος καταστολής –και δημοσίων διαμαρτυριών– συνδέεται με την προσπάθεια του κράτους να εκκαθαρίσει την παλαιότερη οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη σύγχρονη Ρωσία, η οποία λειτουργεί υπό δύο νομικές οντότητες – τη Διεθνή Οργάνωση Μεμόριαλ και το Κέντρο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μεμόριαλ.
Η κρατική επίθεση εναντίον της κοινωνίας των πολιτών συνεχίζεται εδώ και αρκετά χρόνια. Αλλά ή περασμένη χρονιά, το 2021, έχει γίνει ορόσημο που μας επιτρέπει να μιλάμε για το τι ήταν «πριν» και τι έγινε «μετά». Η πλήρης διάλυση της οργάνωσης του Αλεξέι Ναβάλνι, η σύλληψή του και οι διώξεις ηγετικών στελεχών της οργάνωσης αντιμετωπίστηκαν ως εξουδετέρωση πολιτικών αντιπάλων. Η ποινή δεκατριών ετών φυλάκισης σε φυλακές υψηλής ασφαλείας, που επιβλήθηκε στον ιστορικό Γιούρι Ντμίτριεφ, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του στα θύματα των πολιτικών διώξεων και των τόπων εκτελέσεων στην Καρέλια, μέσα από μια κατασκευασμένη υπόθεση «παιδοφιλίας», θα μπορούσε να εκληφθεί ως ξεκαθάρισμα λογαριασμών των τοπικών δυνάμεων ασφαλείας. Η δίωξη των Μαρτύρων του Ιεχωβά σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας, η οποία συνεχίζεται εδώ και αρκετά χρόνια, παρουσιάστηκε ως αγώνας κατά των αιρέσεων. Πολλά τέτοια παραδείγματα θα μπορούσαν να αναφερθούν εδώ.
Το κράτος στη Ρωσία θέλει και πάλι να ελέγξει ο,τιδήποτε είναι δυνατόν, και οι δημόσιοι υπάλληλοι κάθε βαθμίδας υποχρεωτικά εκπληρώνουν την επιθυμία του. Αυτό δεν αφορά μόνο την πολιτική ή την οικονομία.Το κράτος θέλει να θέσει επίσης υπό έλεγχο την ιστορία και ευρύτερα την πνευματική ζωή της κοινωνίας. Όλες οι σοβαρές εναλλακτικές προτάσεις αντιμετωπίζονται ως ποινικό αδίκημα. Το να ζεις στη Ρωσία, να έχεις τη δική σου γνώμη και να μην φοβάσαι να την εκφράσεις, απαιτεί και πάλι θάρρος.
Ωστόσο, όλα αυτά είναι απλώς διαφορετικές μορφές μιας μακρόχρονης επιχείρησης – της συνεχούς, σταθερής πάλης του σύγχρονου ρωσικού κράτους με οποιαδήποτε μορφή διαφωνίας. Το γεγονός ότι ο αγώνας είναι ολοκληρωτικός αποδεικνύεται όχι μόνο από τις διώξεις εναντίον Ρώσων πολιτών, αλλά και από τις συνεχείς επιθέσεις σε διαδικτυακούς κολοσσούς με την απαίτηση να αφαιρέσουν από το διαδίκτυο περιεχόμενο που δεν αρέσει στο κράτος (ιδίως εκκλήσεις για συμμετοχή σε μη αδειοδοτημένες συναθροίσεις), στις οποίες προστέθηκε πρόσφατα και νομοθετική απαίτηση συμμόρφωσης αυτών των εταιρειών πληροφορικής, το κοινό των οποίων στη Ρωσία είναι πάνω από μισό εκατομμύριο επισκέπτες την ημέρα. Αυτός είναι ένας αγώνας ενάντια στα μέσα διακίνησης πληροφοριών που βρίσκονται εκτός του κρατικού ελέγχου.
Θα ήταν επικίνδυνη υπερβολή να πιστέψουμε ότι ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν βρίσκεται προσωπικά πίσω από όλες τις καταστολές. Ίσως αυτό ισχύει μόνο στην περίπτωση του Ναβάλνι. Ο Πούτιν, ως βετεράνος πρόεδρος που βρίσκεται στην εξουσία σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, δεν μπορεί πλέον να κυβερνήσει τη χώρα «με το χέρι». Ωστόσο, δημιούργησε ένα σύστημα που λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό αυτόνομα, εστιάζοντας μόνο στο γενικό πλαίσιο ενδεχόμενων ενεργειών. Είναι πιθανό ότι η βαρβαρότητα των δομών εξουσίας να ξεπερνά τη σκληρότητα που προτίθεται να επιβάλει το Κρεμλίνο, αλλά αφού δεν υπάρχουν κανόνες, το Κρεμλίνο αναδρομικά συμφωνεί με το επίπεδο σκληρότητας που επιλέγουν οι δυνάμεις ασφαλείας. Αυτές οι δυνάμεις ασφαλείας έχουν πλέον αναλάβει τον έλεγχο της εσωτερικής πολιτικής στη Ρωσία.
Μπορεί να καταδειχθεί ότι η μετασοβιετική ταυτότητα στη Ρωσία έχει διαμορφωθεί και έχει αποκτήσει νεοαυτοκρατορική μορφή. Στήριγμα αυτής της ταυτότητας αποτέλεσαν το ιστορικό αφήγημα, η επιστροφή στο παρελθόν και, αντίστοιχα, οι θολές απεικονίσεις του μέλλοντος. Ωστόσο, η εποχή των μεγάλων ηρώων που δικαιολογούν τη μορφή της σύγχρονης Ρωσίας δεν είναι κάπου στο μακρινό παρελθόν. Βρίσκονται σε μια εποχή πολύ κοντά μας, την εποχή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου (του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου»), την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η περίοδος πρέπει να αναλυθεί και να μυθοποιηθεί προσεκτικά, και το κράτος επενδύει τεράστια χρηματικά ποσά για την προώθηση νέων ερμηνειών της ιστορίας, χρηματοδοτεί πολυάριθμες «πατριωτικές» ταινίες για σοβιετικούς ήρωες και πληρώνει αδρά, μέσω κρατικών επιχορηγήσεων, για τη δημιουργία περαιτέρω φιλοκυβερνητικού περιεχομένου.
Νομίζω ότι μετά από όλα τα παραπάνω, οι αντιρρήσεις των δυνάμεων ασφαλείας για τον παλαιότερο δημόσιο οργανισμό που ασχολούνταν με την αναζήτηση και την αποκατάσταση των θυμάτων της σοβιετικής κατασταλτικής πολιτικής και με την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γίνονται πιο κατανοητές. Ο τυπικός λόγος της προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτημα την διάλυση της Διεθνούς Οργάνωσης Μεμόριαλ ήταν οι πολλές διοικητικές αναφορές για εικαζόμενες παραβιάσεις του νόμου περί «ξένων πρακτόρων» που διέπραξε η Μεμόριαλ, και αντίστοιχα ο λόγος της προσφυγής στο Δημοτικό Δικαστήριο της Μόσχας ήταν η αντίστοιχη κατηγορία κατά του Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μεμόριαλ για «επίμονη περιφρόνηση του νόμου και κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων των πολιτών». Η μήνυση κατατέθηκε από το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα και υποστηρίχθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και την Ροσκομαντζόρ, την Κρατική Υπηρεσία Λογοκρισίας. Αυτό το σχήμα θα έπρεπε να κάνει σαφές ότι δεν επρόκειτο για κάποια υπηρεσία που ξεκαθάριζε τους λογαριασμούς της με ενοχλητικούς πολιτικούς ακτιβιστές, αλλά ότι οι κρατικές αρχές, με την ευρεία έννοια της λέξης, δεν ήθελαν πλέον να ανέχονται την ύπαρξη μιας δημόσιας οργάνωσης που να ασχολείται με τη διατήρηση αυτής της άβολης ιστορικής μνήμης.
Η μετασοβιετική ταυτότητα στη Ρωσία έχει διαμορφωθεί και έχει αποκτήσει νεοαυτοκρατορική μορφή. Στήριγμα αυτής της ταυτότητας αποτέλεσαν το ιστορικό αφήγημα, η επιστροφή στο παρελθόν και, αντίστοιχα, οι θολές απεικονίσεις του μέλλοντος. Ωστόσο, η εποχή των μεγάλων ηρώων που δικαιολογούν τη μορφή της σύγχρονης Ρωσίας δεν είναι κάπου στο μακρινό παρελθόν. Βρίσκονται σε μια εποχή πολύ κοντά μας, την εποχή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου (του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου»), την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η περίοδος πρέπει να αναλυθεί και να μυθοποιηθεί προσεκτικά, και το κράτος επενδύει τεράστια χρηματικά ποσά για την προώθηση νέων ερμηνειών της ιστορίας, χρηματοδοτεί πολυάριθμες «πατριωτικές» ταινίες για σοβιετικούς ήρωες και πληρώνει αδρά, μέσω κρατικών επιχορηγήσεων, για τη δημιουργία περαιτέρω φιλοκυβερνητικού περιεχομένου
Στην πραγματικότητα, οι δυνάμεις ασφαλείας δεν το κρύβουν. Να τι είπε ο εισαγγελέας Αλεξέι Ζαφιάρωφ, αγορεύοντας στο Ανώτατο Δικαστήριο: «Η Μεμόριαλ, ανακινώντας το θέμα των πολιτικών διώξεων του 20ουαιώνα, δημιουργεί μια ψεύτικη εικόνα της ΕΣΣΔ ως τρομοκρατικού κράτους, ξεπλένοντας και αποκαθιστώντας εγκληματίες Ναζί, που είχαν χέρια βαμμένα με το αίμα των Σοβιετικών πολιτών […] Γιατί τώρα εμείς, οι απόγονοι των νικητών, θα πρέπει να αναγκαζόμαστε να παρακολουθούμε τις προσπάθειες αποκατάστασης των προδοτών της πατρίδας και των συνεργών των Ναζί; […] Μάλλον επειδή κάποιος το πληρώνει. Και αυτός είναι ο πραγματικός λόγος της οργισμένης δυσαρέσκειας με την οποία η Μεμόριαλ αποποιείται την ιδιότητα του ξένου πράκτορα».[1] Δεν έχει σημασία σε ποια ακριβώς γραφεία γράφτηκε αυτή η ομιλία. Οι κύριες θέσεις εκφράζουν ξεκάθαρα την πορεία που ακολουθούν οι αρχές στη Ρωσία.
Και οι αποφάσεις των δικαστηρίων, όσο κι αν διαμαρτυρόμαστε, όσο κι αν ελπίζουμε για το καλύτερο, είναι αρκετά προβλέψιμες. Στις 28 Δεκεμβρίου, το Ανώτατο Δικαστήριο διέλυσε την Διεθνή Οργάνωση Μεμόριαλ. Μετά τα λόγια του εισαγγελέα, η δικαστής Άννα Ναζάροβα χρειάστηκε μόνο σαράντα λεπτά για να ικανοποιήσει την αξίωση του χωρίς καμία επιφύλαξη. Την επόμενη μέρα, 29 Δεκεμβρίου, το δικαστήριο της πόλης της Μόσχας αποφάσισε με την ίδια ταχύτητα να διαλύσει το Κέντρο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μεμόριαλ. Φυσικά, δεν πρόκειται για νομικές, αλλά πολιτικές αποφάσεις.
Μόλις δύο ημέρες νωρίτερα, ο Γιούρι Ντμίτριεφ τιμωρήθηκε με δύο επιπλέον χρόνια φυλάκιση για τις ίδιες πλαστές κατηγορίες παιδεραστίας που αντιμετώπιζε, και τώρα η ποινή του ανέρχεται σε δεκαπέντε χρόνια.
Τόσο ο Ντμίτριεφ, του οποίου οι δίκες δεν σταμάτησαν από το 2016, όσο και η Διεθνής Οργάνωση Μεμόριαλ έχουν βρει υποστήριξη από ποικίλους οργανισμούς και μεμονωμένα πρόσωπα. Περισσότερα από 130.000 άτομα υπέγραψαν εκκλήσεις υπεράσπισης της Μεμόριαλ.
Ωστόσο, ανάμεσα σε εκείνους που δεν δήλωσαν ανοιχτά την υποστήριξή τους στη Μεμόριαλ, θα πρέπει πρώτα απ’ όλους να κατονομαστεί η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Έμεινε σιωπηλή, αν και μεμονωμένοι κληρικοί –ως άτομα και ως πολίτες– στήριξαν τη Μεμόριαλ.
Δυστυχώς, η επίσημη Εκκλησία επέλεξε έναν διαφορετικό δρόμο· να υποστηρίζει την εξουσία με όμορφα λόγια, από τη μια πλευρά, και να τηρεί μια εξίσου εύγλωττη σιωπή για σημαντικά κοινωνικά προβλήματα, από την άλλη. Το κράτος «αγόρασε» την Εκκλησία και αποδείχτηκε μια ακριβή, αλλά τελικά πολύ επικερδής αγορά. Σε αντάλλαγμα για τις επιχορηγήσεις, τις επιδοτήσεις για την κατασκευή πνευματικών κέντρων, τα έργα αποκατάστασης και τις φοροαπαλλαγές, το Κρεμλίνο έλαβε την πλήρη ιδεολογική αφοσίωση του Πατριάρχη, των επισκόπων και του μεγαλύτερου μέρους του κλήρου.
Η επίσημη Εκκλησία συμφώνησε πλήρως με το κράτος πως το σημαντικότερο απ’ όλα είναι η ιστορία. Αλλά, φυσικά, όχι η κάθε ιστορία, αλλά μόνο εκείνη που επιβεβαιώνει τη ρωσική πολιτεία και τον ιδιαίτερο ρόλο της Εκκλησίας στη διαμόρφωσή της.
Ως εκ τούτου, η επίσημη Εκκλησία βιώνει τα μεγαλύτερα προβλήματα ακριβώς όταν μιλάει για τις διώξεις και τον ρόλο του κράτους στην καταστροφή της Εκκλησίας την περίοδο 1920-1940. Φοβάται να επιτρέψει στον εαυτό της να πει ότι η Τσε-Κα, οι προκάτοχοι των σημερινών σωμάτων ασφαλείας, επί δεκαετίες εξόντωναν συστηματικά επισκόπους, ιερείς και λαϊκούς ακριβώς εξαιτίας της ομολογίας της πίστης.
H επίσημη Εκκλησία επέλεξε έναν διαφορετικό δρόμο· να υποστηρίζει την εξουσία με όμορφα λόγια, από τη μια πλευρά, και να τηρεί μια εξίσου εύγλωττη σιωπή για σημαντικά κοινωνικά προβλήματα, από την άλλη. Το κράτος «αγόρασε» την Εκκλησία και αποδείχτηκε μια ακριβή, αλλά τελικά πολύ επικερδής αγορά. Σε αντάλλαγμα για τις επιχορηγήσεις, τις επιδοτήσεις για την κατασκευή πνευματικών κέντρων, τα έργα αποκατάστασης και τις φοροαπαλλαγές, το Κρεμλίνο έλαβε την πλήρη ιδεολογική αφοσίωση του Πατριάρχη, των επισκόπων και του μεγαλύτερου μέρους του κλήρου.
Ναι, η Εκκλησία αγιοκατέταξε περισσότερους από 1.000 νεομάρτυρες και ομολογητές που υπέφεραν στα χρόνια των διώξεων. Κι όμως, προσπαθώντας να ευχαριστήσει τις αρχές, η Εκκλησία ισχυρίζεται ότι «το κατόρθωμα των νεομαρτύρων και ομολογητών μαρτυρεί την αντίθεσή τους στην θεομαχία και όχι στο κράτος ως τέτοιο»[2]. Αυτό το απόσπασμα προέρχεται από ένα έγγραφο που εγκρίθηκε πριν από δέκα χρόνια, σε πολύ λιγότερο απολυταρχικές εποχές, στη Σύνοδο των Επισκόπων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήμουν συντονιστής για αυτό το έγγραφο, και στην έκδοση που ετοίμασε η ειδική επιτροπή της Διασυμβουλιακής Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αυτή η φράση δεν υπήρχε. Η τροποποίηση ανακοινώθηκε αργότερα, στην ολομέλεια της Συνόδου, υποστηριζόμενη από τον Πατριάρχη και, κατά συνέπεια, από την πλειοψηφία όσων ψήφισαν.
Η παραπάνω φράση, από ένα έγγραφο με μεγάλη κανονιστική ισχύ, διαγράφει τις μεγάλες προσπάθειες να αποδοθεί τιμή στους νεομάρτυρες. Αυτή η τιμή δεν πήρε ποτέ σάρκα και οστά και παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό τυπική, ακριβώς επειδή η επίσημη Εκκλησία μιλά διστακτικά και πολύ δειλά για τους λόγους των διώξεων και για αυτούς που πραγματοποίησαν άμεσα τις διώξεις αυτές.
Τριάντα χρόνια μετά την έναρξη της «εκκλησιαστικής αναγέννησης» στη μετασοβιετική Ρωσία, δημιουργήθηκε μια παράδοξη κατάσταση: οι θεσμοί της κοινωνίας των πολιτών παρουσιάζουν μεγαλύτερο ηθικό περιεχόμενο από την επίσημη Εκκλησία. Και εδώ δεν μπορεί να ειπωθεί ότι αυτό είναι αποτέλεσμα της εκκοσμίκευσης. Μάλλον, αντίθετα, είναι το αποτέλεσμα του συνειδητού αιτήματος της κοινωνίας για ηθικό περιεχόμενο, που συνδέεται με την διακονία, με την ανώτερη έννοια της λέξης
Η ίδια η έννοια του «καθορισμού» των νεομαρτύρων φαίνεται μάλλον αντιφατική. Οι Μπολσεβίκοι διέπραξαν κοινωνική γενοκτονία κατά του κλήρου και των ενεργών μελών των θρησκευτικών κοινοτήτων. Ωστόσο, υπήρξε κοινωνική γενοκτονία και σε άλλες κοινωνικές ομάδες, όπως οι ευγενείς και οι αγρότες. Έχει νόημα να τους βάζουμε σε διαφορετική «κατηγορία»; Όμως οι παλινδρομήσεις, οι «αποκαθηλώσεις» και οι διαγραφές πολλών δεκάδων ονομάτων από τον κατάλογο των αγίων, δεν δημιουργούν καμιά σιγουριά ότι ο δρόμος που επέλεξε η Εκκλησία θα αντέξει στο χρόνο. Η κοσμική προσέγγιση που επέλεξε η Μεμόριαλ, τουλάχιστον από ηθική άποψη, φαίνεται πιο πειστική: να μην χωρίζει τους νεκρούς σε «αγίους» και «μη αγίους», αλλά να μιλάει για τα θύματα των διώξεων ως ένα είδος κοινότητας όπου όλα τα αθώα θύματα είναι άξια της μνήμης μας.
Τριάντα χρόνια μετά την έναρξη της «εκκλησιαστικής αναγέννησης» στη μετασοβιετική Ρωσία, δημιουργήθηκε μια παράδοξη κατάσταση: οι θεσμοί της κοινωνίας των πολιτών παρουσιάζουν μεγαλύτερο ηθικό περιεχόμενο από την επίσημη Εκκλησία. Και εδώ δεν μπορεί να ειπωθεί ότι αυτό είναι αποτέλεσμα της εκκοσμίκευσης. Μάλλον, αντίθετα, είναι το αποτέλεσμα του συνειδητού αιτήματος της κοινωνίας για ηθικό περιεχόμενο, που συνδέεται με την διακονία, με την ανώτερη έννοια της λέξης. Όμως ούτε το κράτος, ούτε η Εκκλησία, που ήταν σφιχτά δεμένη μαζί του, δεν μπόρεσαν να ικανοποιήσουν αυτό το αίτημα.
Αλλά η Μεμόριαλ το κατόρθωσε. Υποκλίνομαι βαθιά σε όλους όσους εργάστηκαν και εργάζονται σε αυτόν τον υπέροχο οργανισμό. Είστε ένας πραγματικός θησαυρός της Ρωσίας. Και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα βρείτε νόμιμους τρόπους για να συνεχίσετε να εργάζεστε.
Ο Sergei Chapnin ειναι ανεξάρτητος ορθόδοξος δημοσιογράφος, αρχισυντάκτης του περιοδικού «Dary», πρώην Αρχισυντάκτης του επίσημου οργάνου του Πατριαρχείου Μόσχας «Zhurnal Moskovskoy Patriarchii» και αναπληρωτής αρχισυντάκτης του εκδοτικού οίκου του Πατριαρχείου Μόσχας.
Για την πρώτη δημοσίευση του κειμένου βλ. εδώ.
Η μετάφραση στα ελληνικά έγινε από τον συνεργάτη της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου Κωστή Δρυγιανάκη.
Το εικαστικό προέρχεται από ακιδογράφημα (grafito) του ρώσου καλλιτέχνη Alexandr Tsypkov σε δρόμο της Μόσχας.
[1] Σχετικό κείμενο: https://meduza.io/news/2021/12/28/genprokuratura-utverzhdaet-chto-memorial-sozdaet-lzhivyy-obraz-sssr-kak-terroristicheskogo-gosudarstva