Η αντιμετώπιση του θανάτου στη Στωική Φιλοσοφία και στην Ορθόδοξη Θεολογία
Η αντιμετώπιση του θανάτου στη Στωική φιλοσοφία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν δεν ενταχθεί στη βασική διάκριση της διδασκαλίας της μεταξύ των εφ’ ημίν και προαιρετικών και των ουκ εφ’ ημίν και απροαιρέτων. Στα δεύτερα εντάσσονται ο πλούτος και η πενία, η υγεία και η ασθένεια, η δόξα και η αδοξία, η ζωή και ο θάνατος, καταστάσεις του βίου που δεν εξαρτώνται από μας και συνεπώς ούτε μας ωφελούν ούτε μας βλάπτουν. Οι καταστάσεις αυτές του βίου είναι ξένες και αλλότριες συμφώνως προς τη Στοά και ως τέτοιες πρέπει να αντιμετωπίζονται. Απεναντίας στα εφ’ ημίν και προαιρετικά οι Στωικοί εντάσσουν μόνο τη βούληση ως δύναμη ανανάγκαστη, απαραπόδιστη και απαρεγχείρητη. Είναι το κατεξοχήν προνόμιο του ανθρώπου, η χρήση του οποίου εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τον ίδιο.
Συνεπώς, επιβεβλημένο κρίνεται για τον φοιτητή της Στοάς να αντιμετωπίζει τον θάνατο ως ξένο και αλλότριο φαινόμενο που δεν τον βλάπτει, διότι δεν εξαρτάται από τη θέλησή του. Ο Επίκτητος στη συνάφεια αυτή μάς δίνει εξαιρετικά παραδείγματα αντιμετώπισης του θανάτου, διδάσκοντας τους φοιτητές του. Λέγει επί παραδείγματι ότι ο θάνατος δεν είναι διόλου απροσδόκητος, όπως ατυχώς σήμερα νομίζουμε. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Πώς μπορεί να είναι απροσδόκητο ένα πράγμα τόσο φυσικό; Πρόκειται για φυσική μεταβολή των προτέρων σε άλλα, μεταβολή όχι απώλεια, αλλά διατεταγμένη οικονομία και διοίκηση, δηλαδή αποδημία».
Καθίσταται πρόδηλο εκ των ανωτέρω ότι ο θάνατος στη Στωική σκέψη, της οποίας το βάθος είναι ανεφάμιλλο, αντιμετωπίζεται όπως και όλα τα απροαίρετα και αλλότρια ως αδιάφορος. Είναι ξένο έργο, όχι δικό μας, κατά συνέπεια δεν μπορεί να μας βλάψει, διότι τον καθένα τον βλάπτουν και τον ωφελούν αποκλειστικά και μόνο τα δικά του έργα.
Και συνεχίζει: «Ο ίδιος ο άνθρωπος από τη στιγμή που γεννήθηκε θνητός, είναι και αποδημητικός. Πού είναι λοιπόν το περίεργο όταν το γενόμενο φθείρεται; Πού είναι το περίεργο όταν ο άνθρωπος πεθαίνει; Σαν τη χύτρα και το γυάλινο ποτήρι είναι οι δεσμοί μας. Όταν σπάσει η χύτρα, δεν το φέρεις βαρέως, αγοράζεις άλλη». Ο θάνατος δεν είναι απροσδόκητος· «Τι, λοιπόν, είναι τόσο κακό; Τι το φοβερό όταν φθάνει η ώρα του θανάτου σου; Αν δεν φθάσει τώρα ύστερα δεν θα έλθει;». «Δεν είσαι αιώνας αλλ’ άνθρωπος, μέρος των πάντων ως η ώρα της ημέρας· έρχεσαι όπως η ώρα και παρέρχεσαι ωσαύτως». «Δώσε και σε άλλους τόπο· πρέπει να υπάρξουν και άλλοι. Γιατί στενεύεις τόσο τον κόσμο; Γιατί είσαι τόσο εγωιστής;».
«Ως μέρος του όλου, ως μέρος του παγκοσμίου σώματος οφείλεις να απέλθεις προς χάρη των άλλων». «Είναι κατάρα να μην πεθαίνουν οι άνθρωποι· όπως κατάρα είναι να μη θερίζονται τα στάχυα». «Ο θάνατος είναι εντελώς απαραίτητος για να κλείσει ο κύκλος του σύμπαντος. Κατά συνέπεια δεν είναι φοβερός, ούτε τρομακτικός αλλά η πάροδος στα φίλα και συγγενή προς τον άνθρωπο στοιχεία. Σ’ αυτά αποχωρεί ο άνθρωπος όχι ως αχάριστος αλλά ως ευχάριστος, ως αιδήμων μη διεκτραγωδώντας το πράγμα, μη μιλώντας καν για θάνατο αλλά για αποκατάσταση της ύλης στα στοιχεία εξ ων συνήλθεν». Επομένως, και όταν ακόμη φιλάς το παιδί σου γλυκά, σημειώνει ο Επίκτητος, από μέσα σου πρέπει να λες: «Αύριο ίσως πεθάνει». «Απαίσια είναι αυτά που λες». «Καθόλου απαίσια», είπε, «αλλά φυσιολογικά· διαφορετικά, πες πως είναι απαίσιος και ο θερισμός των σταχύων».
Στον αντίποδα της Στωικής φιλοσοφίας που καταφάσκει στην απάθεια και στη μη διεκτραγώδηση του θανάτου, κατά το στωικό αξίωμα «δει κυνιείν», βρίσκεται η ορθόδοξη θεολογία που καταφάσκει στην τραγικότητα του θανάτου. «Θρηνώ και οδύρομαι», λέγει ο δάσκαλος της δογματικής Ιωάννης Δαμασκηνός, «όταν εννοήσω τον θάνατο», όταν συλλάβω δηλαδή τη φθοροποιό ενέργεια που «λυμαίνεται σύμπασα τη βροτεία φύση» και εν μιά ριπή καταστρέφει το κατ’ εικόνα Θεού δημιούργημα.
Κατά συνέπεια δεν ταράζεται, ούτε τρομοκρατείται, ούτε πανικοβάλλεται ο Στωικός ενώπιον του θανάτου, διότι ο θάνατος δεν μπορεί να τον βλάψει· βλάβη θεωρείται για το Στωικό σύστημα αξιών μόνο ό,τι απειλεί την προαίρεση και τη βούληση του ανθρώπου, όχι το σώμα, την υγεία ή τον πλούτο. Όλα αυτά είναι απροαίρετα, εξ’ ου και αδιάφορα για τον Στωικό. «Εσείς όμως, τονίζει ο Επίκτητος σε μάθημα στους φοιτητές του – το οποίο θα άξιζε να παρακολουθήσουν και οι άνθρωποι του σήμερα – αντιστρέψατε τελείως τα πράγματα. Φοβάστε αυτά που δεν πρέπει να φοβάστε, τα οποία δεν εξαρτώνται από σας και επιδεικνύετε πρωτοφανή ανεπιστρεψία, αμέλεια και αδιαφορία γι’ αυτά που εξαρτώνται από σας, δηλαδή, για τις κρίσεις σχετικά με τα πράγματα.
«Εσείς συγχέετε τα δόγματα με τα πράγματα, σημείον εξαιρετικής αφυῒας». «Γι’ αυτό και ταράσσεσθε και φοβείσθε, διότι τον άνθρωπο δεν τον φοβίζουν τα πράγματα αλλά οι σκέψεις, οι κρίσεις για τα πράγματα· υπ’ αυτήν την έννοια ο θάνατος δεν είναι φοβερός, διότι κάτι τέτοιο θα φαινόταν και στον Σωκράτη που επιδεικτικά τον αγνοούσε, αλλά η κρίση για τον θάνατο». Σ’ αυτήν πάσχετε και αυτήν καλείστε να καλλιεργήσετε έτσι ώστε να προσοικειωθήτε χαρακτήρα φιλοσόφου, του οποίου τόσο η ωφέλεια όσο και η βλάβη προκύπτουν μόνο από τον εαυτό του και όχι από τα εξωτερικά· με τα εξωτερικά ασχολείται ο ιδιώτης και μόνο από αυτά προσδοκά ωφέλεια ή βλάβη, εξάπαντος όχι από τον εαυτό του. Να έχετε λοιπόν ακλινή την προσοχή σας: «μήποτε υπορρυήτε εις ιδιωτισμόν σχολάζοντες τοις εκτός και διαβεβλημένοις» .
Πρότυπό σας να είναι ο Σωκράτης που πάντοτε δοκίμαζε τις έννοιες και μηδεμίαν αδοκίμαστον προσέφερεν. Αυτός ο άνδρας ανεξέταστο βίο δεν ζούσε· ήταν αήττητος. Τίποτε από αυτά που δεν εξαρτώντο από τη βούλησή του δεν τον μετέβαλλαν. Γι’ αυτό και ο ίδιος δεν μετέβαλε τη θέση του ενώπιον των κατηγόρων του, Ανύτου και Μελήτου, διότι γνώριζε ότι εκείνοι «αποκτείναι μεν αυτόν δύνανται, βλάψαι δε ου». Για τον Σωκράτη ο θάνατός του, που θα προκαλείτο από τους κατηγόρους του, ουδόλως τον ενδιέφερε, διότι βρισκόταν έξω από τη βούλησή του. Και ως απροαίρετος ήταν ουδέν προς αυτόν. Εις ύψος καλείστε λοιπόν να φθάσετε το Σωκρατικόν, επιλέγοντας τα προαιρετικά και αδιαφορώντας για τα απροαίρετα. Καλλιεργείστε ό, τι πολυτιμότερο διαθέτει ο άνθρωπος, την προαίρεση. Και με αυτόν τον τρόπο θα ευτυχήσετε.
Ο άνθρωπος της ορθοδοξίας που αντιλαμβάνεται την πίστη με παύλειο τρόπο ως «πραγμάτων έλεγχο ου βλεπομένων» γνωρίζει ότι θα αναστηθεί, επαναπροσλαμβάνοντας ακέραιο το σώμα του μετά την άχρι καιρού υποχώρηση και λύση του «εις τα εξ ων συνετέθη», πράγμα που δεν συνεπάγεται, κατά την ιδιοφυή θεολογία του Νύσσης, μεταχώρηση στο μη ον.
Καθίσταται πρόδηλο εκ των ανωτέρω ότι ο θάνατος στη Στωική σκέψη, της οποίας το βάθος είναι ανεφάμιλλο, αντιμετωπίζεται όπως και όλα τα απροαίρετα και αλλότρια ως αδιάφορος. Είναι ξένο έργο, όχι δικό μας, κατά συνέπεια δεν μπορεί να μας βλάψει, διότι τον καθένα τον βλάπτουν και τον ωφελούν αποκλειστικά και μόνο τα δικά του έργα. Γι’ αυτό ευρούστατος καθίσταται, σύμφωνα με τη Στωική φιλοσοφία, αυτός που σπούδασε και μυήθηκε στην περί προαιρετικών και απροαιρέτων διδασκαλία και προσοικειώθηκε το μέγα της Στοάς αξίωμα: «Σε γαρ ου βλάψη αν μη συ θέλης, τότε έση βεβλαμμένος όταν υπολάβη βλάπτεσθαι».
Στον αντίποδα της Στωικής φιλοσοφίας που καταφάσκει στην απάθεια και στη μη διεκτραγώδηση του θανάτου, κατά το στωικό αξίωμα «δει κυνιείν», βρίσκεται η ορθόδοξη θεολογία που καταφάσκει στην τραγικότητα του θανάτου. «Θρηνώ και οδύρομαι», λέγει ο δάσκαλος της δογματικής Ιωάννης Δαμασκηνός, «όταν εννοήσω τον θάνατο», όταν συλλάβω δηλαδή τη φθοροποιό ενέργεια που «λυμαίνεται σύμπασα τη βροτεία φύση» και εν μιά ριπή καταστρέφει το κατ’ εικόνα Θεού δημιούργημα. Ως εκ τούτου, ο άνθρωπος της ορθοδοξίας δεν συμβιβάζεται με τον θάνατο κατά το πρόταγμα της Στοάς.
«Ζωή και θάνατος», λέγει ο Μάξιμος Ομολογητής, «διαστολήν έχουσι»· «η του ενός ύπαρξις του άλλου ανυπαρξία καθέστηκεν». Κατά συνέπεια, καμιά συμφιλίωση δεν μπορεί να υπάρξει με τον έσχατο εχθρό της ανθρωπίνης φύσης, όπως σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Ο θάνατος, όμως, καίτοι απηνής και δυσάντητος – οι όροι του Κυρίλλου Αλεξανδρείας – εν Χριστώ ουσιαστικά κατήργηται, διότι τα τέως διηρημένα, σώμα και ψυχή, επανάγονται δια της αναστάσεως του Χριστού, κατά τον Γρηγόριο Νύσσης, εις αδιάτμητον ένωσιν. Έτσι το τραύμα της διαίρεσης θεραπεύεται και ο θάνατος καθίσταται άναλκης.
Ο άνθρωπος της ορθοδοξίας που αντιλαμβάνεται την πίστη με παύλειο τρόπο ως «πραγμάτων έλεγχο ου βλεπομένων» γνωρίζει ότι θα αναστηθεί, επαναπροσλαμβάνοντας ακέραιο το σώμα του μετά την άχρι καιρού υποχώρηση και λύση του «εις τα εξ ων συνετέθη», πράγμα που δεν συνεπάγεται, κατά την ιδιοφυή θεολογία του Νύσσης, μεταχώρηση στο μη ον. Διότι στην παρούσα φάση του μυστηρίου της θείας οικονομίας λύεται μεν το αισθητό αλλά δεν εξαφανίζεται, καθότι αφανισμός είναι η μεταχώρηση στο μη ον, ενώ λύση η διάλυση στα στοιχεία του κόσμου από τα οποία είχε τη σύσταση. Αυτό που συμβαίνει σε αυτά δεν χάνεται παρότι διαφεύγει την αντιληπτική ικανότητα της αίσθησής μας, καταλήγει ο Γρηγόριος.
Ο Αχιλλέας Δελλόπουλος είναι Δρ. Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Το εικαστικό θέμα αναπαριστά το κήρυγμα του απ. Παύλου στην Αθήνα και είναι λεπτομέρια υαλογραφίας από τον Καθεδρικό του Αγίου Αιγιδίου στο Εδιμβούργο.