Από τότε που διάβασα το βιβλίο του μεγάλου ανθρωπολόγου και φιλέλληνα Michael Herzfeld Η ανθρωπολογία μέσα από τον καθρέφτη, το θέμα της νεοελληνικής ταυτότητας με συνάρπασε τόσο που έμαθα ελληνικά και ασχολήθηκα επαγγελματικά με τον νεοελληνικό πολιτισμό. Έτσι, το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται στη προσωπική μου διαδρομή μέσα στις νεοελληνικές σπουδές, όμως νομίζω ότι αντανακλά γενικότερες εξελίξεις στις νεοελληνικές ταυτότητες, ιδωμένες τόσο από τη σκοπιά του εξωτερικού παρατηρητή όσο και από τη σκοπιά της βιωμένης εμπειρίας στην Ελλάδα.
Προσωπικές διαδρομές και η εξέλιξη των κοινωνιών
Για να σας δώσω το πλαίσιο, η διαδρομή μου αυτή άρχισε με τις σπουδές μου στα Πανεπιστήμια της Κοπεγχάγης και της Κρήτης τη δεκαετία του 1990, όπου γνώρισα τη νεοελληνική ταυτότητα μέσα από τις καλλιτεχνικές δημιουργίες του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα, δηλαδή τον ελληνισμό και τη ρωμιοσύνη των ζωγράφων και των λογοτεχνών. Συνέχισε με τρία ερευνητικά προγράμματα που εκ των υστέρων φαίνονται να ακολούθησαν τις ιστορικές εξελίξεις της περασμένης εικοσαετίας· από την «ευρωπαϊκή δεκαετία» του 1990 στην δεκαετία της ανόδου των θρησκειών του 2000 και ως την δεκαετία του 2010 που μεταξύ άλλων σημαδεύτηκε από νέες γεωπολιτικές ισορροπίες, ειδικά στην ανατολική Μεσόγειο. Η πρώτη ερεύνησε τις κατανοήσεις της Ευρώπης μέσα από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, η δεύτερη τη σχέση της Ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης και πίστης με την Ελληνική εθνική ταυτότητα μέσα από το σχολικό σύστημα και τη θεολογία και η τρίτη τις προσλήψεις της Οθωμανικής ιστορίας της Ελλάδας μέσα από τη ιστοριογραφία και τη σύγχρονη λογοτεχνία.
Με άλλα λόγια, τα ερευνητικά αυτά προγράμματα αφορούσαν τρεις μεγάλες πολιτισμικές αφηγήσεις που έχουν συμβάλλει στη διαμόρφωση των διαφόρων όψεων της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας. Από τις αφηγήσεις αυτές μοιάζει να λείπει η αρχαιότητα, η οποία τελικά όμως δεν απουσιάζει, γιατί η αρχαιότητα είναι μέσα σε όλα αυτά, θέλουμε δε θέλουμε: η σύγχρονη ελληνική ταυτότητα συνδιαλέγεται συνεχώς με την ελληνική αρχαιότητα, λόγω της γλωσσικής κληρονομιάς αλλά και της φυσικής παρουσίας της αρχαιότητας στον ελλαδικό χώρο. Και βέβαια λόγω και του βλέμματος των ξένων που ταυτίζει την Ελλάδα με το αρχαίο παρελθόν της.
είτε επιλέγουμε την κοινωνιολογική και ανθρωπολογική προσέγγιση είτε την ιστορία του πολιτισμού θα φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει μία νεοελληνική ταυτότητα αλλά πολλές και ότι αυτή η ποικιλία ταυτοτήτων ή –όπως προτιμώ να το πω– βιωμάτων είναι που κάνει τον πολιτισμό ζωντανό και γόνιμο.
Το τελευταίο στάδιο της διαδρομής μου άρχισε πριν 5 χρόνια όταν το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης αποφάσισε να κλείσει το πρόγραμμα νεοελληνικών σπουδών. Στην προσπάθεια διάσωσης του αντικειμένου ίδρυσα το Ελληνικό Ινστιτούτο. Αλλά παρόλο που διοργάνωσα συμπόσια, συνέδρια και φεστιβάλ για την σύγχρονη ελληνική κουλτούρα και τη λογοτεχνία, αποδείχθηκε αδύνατο να διασωθούν οι νεοελληνικές σπουδές στη Δανία. Ο νεοελληνικός πολιτισμός δυστυχώς δεν ελκύει αρκετό ενδιαφέρον, ενώ ο αρχαίος ελληνικός ακόμα «πουλάει» και πολύ μάλιστα.
Μία ή πολλαπλές ταυτότητες;
Οι εθνικές ταυτότητες παρουσιάζουν τόσα επίπεδα και πτυχές που φαίνεται αδύνατον να μιλάμε για μία ταυτότητα, στον ενικό. Υπάρχουν τοπικές και ταξικές διαφορές αλλά έχει σημασία και πώς προσεγγίζουμε την έννοια της ταυτότητας. Κρίνουμε τις πολιτισμικές ομαδικές ή εθνικές ταυτότητες από τις πολιτισμικές και κοινωνικές δημιουργίες τους ή μήπως από τη συμπεριφορά, τη νοοτροπία και τις συνήθειες των μελών μιας ομάδας; Π.χ. αναρωτιέμαι αν εκφράσεις όπως το «τί να κάνουμε;» και το «δε βαριέσαι» που ακούγονται συχνά στην Ελλάδα αποτελούν μια πτυχή της ταυτότητας πολλών Ελλήνων σήμερα. Τέτοιες εκφράσεις φανερώνουν κάτι για τη στάση ζωής και για τον τρόπο που συμμετέχει ένα μέλος στη συλλογικότητα με την οποία υποτίθεται ότι ταυτίζεται. Αλλά μπορεί αυτό να θεωρηθεί μέρος της ταυτότητας; Αν ναι, το συμπέρασμα για τη νεοελληνική ταυτότητα θα είναι διαφορετικό από αυτό που θα βρίσκαμε αν την ψάχναμε μόνο στις καλλιτεχνικές δημιουργίες και στα ιστορικά γεγονότα. Επίσης, θα είναι άλλο το συμπέρασμα αν αναζητήσουμε εκφράσεις της νεοελληνικής ταυτότητας στις διαδηλώσεις για το Μακεδονικό ή στους αντιεμβολιαστές. Αλλά νομίζω πώς είτε επιλέγουμε την κοινωνιολογική και ανθρωπολογική προσέγγιση είτε την ιστορία του πολιτισμού θα φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει μία νεοελληνική ταυτότητα αλλά πολλές και ότι αυτή η ποικιλία ταυτοτήτων ή –όπως προτιμώ να το πω– βιωμάτων είναι που κάνει τον πολιτισμό ζωντανό και γόνιμο.
Παρόλο που με προβληματίζει η έννοια της εθνικής ταυτότητας, δεν είμαι από εκείνους που θεωρούν ότι δεν υπάρχει τίποτα που να συνδέει τα μέλη ενός έθνους. Αυτό που συνδέει τα μέλη του έθνους εκφράζεται ιδιαίτερα μέσα από τη γλώσσα, τη μουσική, την αρχιτεκτονική, την γενικότερη αισθητική του δημοσίου χώρου και φυσικά στα κοινά ιστορικά βιώματα που και αυτά εκφράζονται μέσα από τη γλώσσα και τις καλλιτεχνικές και κοινωνικές δημιουργίες. Ταυτόχρονα όμως πιστεύω ότι η ιδέα πως υπάρχει μια ουσία της νεοελληνικής ή της όποιας εθνικής ταυτότητας είναι μια ψευδαίσθηση που ανήκει στη ρομαντική αντίληψη περί λαού και έθνους που δεν ανταποκρίνεται στην εποχή των παγκοσμίων μετακινήσεων και των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Η πολιτισμική μόρφωση έχει προ πολλού φύγει από την στενά εθνική παράδοση και φοβάμαι πως μάταια κάποιοι προσπαθούν να την επαναφέρουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εθνική παράδοση θα χαθεί εντελώς, απλά δεν θα υπάρχει ως μοναδική κοινή παράδοση ταύτισης. Εξάλλου ποτέ δεν υπήρξε ως τέτοια, γιατί οι ταξικές, θρησκευτικές, έμφυλες και άλλες ομάδες πάντα διερμήνευαν και βίωναν διαφορετικά την εθνική ταυτότητα. Για αυτό προτιμώ να μιλάω για βίωμα ή εμπειρία του νεοελληνικού πολιτισμού. Ως έννοιες το βίωμα και η εμπειρία επιτρέπουν μια προσωπική ή ομαδική ερμηνεία που μπορεί να διαφέρει από την εμπειρία άλλων προσώπων ή ομάδων που ανήκουν στο ίδιο συλλογικό πλαίσιο.
Η δική μου προσέγγιση και μεθοδολογία στην έρευνα των νεοελληνικών ταυτοτήτων ή εμπειριών σχετίζεται με την ανάλυση πολιτισμικών συμβόλων και αφηγήσεων όπως αυτά εκφράζονται στο δημόσιο λόγο, με την ευρύτερη έννοια. Τα αποτελέσματα των ερευνών μου προέρχονται από διάφορα πεδία όπου διαμορφώνονται γνώμες και αντιλήψεις σχετικά με την εθνική ταυτότητα όπως η εκπαίδευση, η θρησκεία, η ιστοριογραφία και η λογοτεχνία.
Μεταμορφώσεις μέσα σε τρεις δεκαετίες
Στην έρευνα από τις αρχές των 2000 που αφορούσε την εθνική και ευρωπαϊκή ταυτότητα των μαθητών γυμνασίου στην Ελλάδα και στη Δανία συμπέρανα ότι οι νέοι Έλληνες θεωρούσαν την χώρα τους μακριά από την υπόλοιπη Ευρώπη. Εξέφρασαν ταυτόχρονα ανασφάλεια σχετικά με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και αυτοπεποίθηση –αν και συχνά με ειρωνεία– για την ελληνική τους ταυτότητα.
Ήταν ολοφάνερο ότι είχαν μάθει τι τους ζητούσαν οι μεγάλοι να λένε και ότι σε πολλούς έλειπε η σιγουριά να εκφράσουν τη δική τους γνώμη. Οι μαθητές που εξέφρασαν τις πιο ανεξάρτητες απόψεις ήταν παιδιά μεταναστών ή παιδιά σε δίγλωσσα σχολεία. Ένα συμπέρασμα ήταν ότι η βιωμένη εμπειρία πολλαπλών πολιτισμών και γλωσσών μπορεί να δημιουργεί ώριμους και ανεξάρτητους πολίτες, που δεν στερούνται αφοσίωσης στην χώρα όπου μεγαλώνουν. Αντιθέτως φάνηκε πως νοιάζονται πιο πολύ για το κοινό καλό και τη συνοχή της κοινωνίας από τους μαθητές που εξέφρασαν ανασφάλεια σχετικά με τις πολιτισμικές ταυτότητες.
Ένα συμπέρασμα ήταν ότι η βιωμένη εμπειρία πολλαπλών πολιτισμών και γλωσσών μπορεί να δημιουργεί ώριμους και ανεξάρτητους πολίτες, που δεν στερούνται αφοσίωσης στην χώρα όπου μεγαλώνουν. Αντιθέτως φάνηκε πως νοιάζονται πιο πολύ για το κοινό καλό και τη συνοχή της κοινωνίας από τους μαθητές που εξέφρασαν ανασφάλεια σχετικά με τις πολιτισμικές ταυτότητες.
Με τη γενικότερη αναβίωση των θρησκειών στη δημόσια σφαίρα, το ερευνητικό μου ενδιαφέρον στράφηκε στο ρόλο της θρησκείας στην ελληνική κοινωνία και στη σημασία της Ορθοδοξίας ως συστατικό της νεοελληνικής ταυτότητας. Με την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου παρουσιάστηκε μια έντονη εθνικο-θρησκευτική φωνή που ουσιαστικά ταύτισε τη θρησκευτική με την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων. Ωστόσο δεν ήταν η μοναδική άποψη και στο δεύτερο ερευνητικό μου πρόγραμμα εξέτασα θεολογικές φωνές που πρότειναν εναλλακτικές προσεγγίσεις για το ρόλο της Ορθοδοξίας στη σύγχρονη Ελλάδα. Η πολυπολιτισμική και πολυθρησκευτική κοινωνία, τόσο στη σύγχρονη εποχή όσο και στην ιστορία της Ελλάδας, απαιτεί μια ανοιχτή και διαλογική στάση από την επικρατούσα θρησκεία. Μέσα από συνεντεύξεις και παρακολούθηση σεμιναρίων με Ορθόδοξους θεολόγους συμπέρανα ότι παρόλο που η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα ταυτίζεται με μία παράδοση αιώνων, υπάρχουν προοδευτικές φωνές που δείχνουν το δρόμο για έναν σύγχρονο ρόλο της θρησκείας στην ελληνική κοινωνία, όχι ως σύμβολο της εθνικής ταυτότητας αλλά ως μία πρόταση ανάμεσα σε πολλές άλλες, στην οποία στηρίζεται η κοινωνία και ως μαρτυρία πίστης, ασχέτως εθνικής και γλωσσικής ταυτότητας.
Το μάθημα των θρησκευτικών αναδείχθηκε ως ένα κατεξοχήν πεδίο συγκρούσεων μεταξύ των παραδοσιακών και των προοδευτικών αντιλήψεων του ρόλου της Ορθοδοξίας στη σύγχρονη Ελλάδα. Οι προσπάθειες που έγιναν μέσα σε μια δεκαετία για εκσυγχρονισμό του μαθήματος ώστε να αγκαλιάζει όλους τους μαθητές και να λειτουργεί ως εργαστήρι και τόπος συνάντησης και διαλόγου ήταν αξιόλογες και είναι κρίμα που τελικά δεν υλοποιήθηκαν. Πιστεύω ότι το μάθημα των θρησκευτικών, για να συμβάλει θετικά στην διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας του αύριο, οφείλει να προσφέρει θρησκευτικό εγγραμματισμό σε όλους τους μαθητές ασχέτως πολιτισμικής και θρησκευτικής προέλευσης. Δηλαδή να μάθει σε όλα τα νέα μέλη της ελληνικής κοινωνίας ότι η πολιτισμική και θρησκευτική συμβίωση και ο διάλογος είναι ο καλύτερος τρόπος για αυτογνωσία. Αν τα παιδιά δεν μάθουν να συμβιώνουν και να σέβονται το διαφορετικό στο δημόσιο σχολείο πού θα το μάθουν; Και το μάθημα των θρησκευτικών είναι ένα ιδανικό μάθημα για αυτό το σκοπό, αρκεί οι θεολόγοι καθηγητές να έχουν την απαραίτητη κατάρτιση για αυτό το έργο που κατά βάθος είναι εθνικό.
Με την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου παρουσιάστηκε μια έντονη εθνικο-θρησκευτική φωνή που ουσιαστικά ταύτισε τη θρησκευτική με την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων. Ωστόσο δεν ήταν η μοναδική άποψη και στο δεύτερο ερευνητικό μου πρόγραμμα εξέτασα θεολογικές φωνές που πρότειναν εναλλακτικές προσεγγίσεις για το ρόλο της Ορθοδοξίας στη σύγχρονη Ελλάδα. Η πολυπολιτισμική και πολυθρησκευτική κοινωνία, τόσο στη σύγχρονη εποχή όσο και στην ιστορία της Ελλάδας, απαιτεί μια ανοιχτή και διαλογική στάση από την επικρατούσα θρησκεία.
Ταυτόχρονα με την άνοδο του θρησκευτικού λόγου στη κοινωνία παρατήρησα ένα αυξημένο ενδιαφέρον για το οθωμανικό παρελθόν της Ελλάδας. Ένα ενδιαφέρον που σχετιζόταν και με τις τότε αλλαγές στην Τουρκία, που αρχικά έμοιαζαν θετικές. Έτσι, στο τρίτο ερευνητικό πρόγραμμα εξέτασα τις τάσεις στην ελληνική ιστοριογραφία και τη λογοτεχνία για αναθεώρηση της αρνητικής εικόνας της Τουρκοκρατίας ώστε να εμπλουτιστεί με αφηγήσεις για τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι τάσεις αυτές που ξεκίνησαν στην ακαδημαϊκή ιστοριογραφία έφτασαν στο ευρύτερο κοινό μέσα από την δημοφιλή λογοτεχνία όπου ναι μεν δεν αναθεωρείται ο πολιτισμικά ανώτερος και ηρωικός ρόλος των Ελλήνων αλλά παρ’ όλ’ αυτά προτείνεται το ιδανικό της πολυπολιτισμικής συμβίωσης και της διαθρησκειακής φιλίας.
Ο διάλογος με τον θρησκευτικά «άλλον»
Στο πλαίσιο της θεωρίας της πολιτισμικής οικειότητας του Μάικλ Χέρτσφελντ ερεύνησα πώς παρουσιάζεται ο Οθωμανός, ο μουσουλμάνος ή ο Τούρκος σε μια σειρά πρόσφατων μυθιστορημάτων. Πώς δημιουργήθηκαν νέες αφηγήσεις για μια ιστορική περίοδο που συχνά βασίζεται σε απλοϊκές στερεοτυπικές αναπαραστάσεις του καλού και του κακού. Στα πολύ διαφορετικά μυθιστορήματα του Θεοδώρου Γρηγοριάδη, της Μάρως Δούκα και του Γιάννη Καλπούζου –για να αναφέρω μόνο μερικούς– καλλιεργείται μια οικειότητα με τον εθνικά «άλλον» που κατά τη γνώμη μου εμπλουτίζει και ολοκληρώνει την εικόνα της νεοελληνικής ιστορίας.
Βέβαια αυτή η προσέγγιση οικειότητας στην λογοτεχνία ήταν ένα κύμα που ανήκει στην συγκυρία της εποχής αμέσως πριν την οικονομική κρίση, πριν την επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης και πριν την αύξηση των απειλών από την Τουρκία. Έτσι, βλέπουμε πως οι πολιτικές συγκυρίες επηρεάζουν τον τρόπο που αντιλαμβάνεται και παρουσιάζεται η εθνική ταυτότητα στο δημόσιο χώρο. Το έργο του συγγραφέα Γιάννη Καλπούζου αντανακλά νομίζω μια τέτοια αλλαγή. Το 2008 εξέδωσε το πολύ επιτυχημένο βιβλίο του Ιμαρέτ, στη σκιά του ρολογιού για τη φιλία ενός Χριστιανού και ενός Μουσουλμάνου. Το βιβλίο επανεκδόθηκε το 2015, ενώ έχει βγει και σε έκδοση για εφήβους. Και άλλα βιβλία του είχαν ως θέμα την Οθωμανική περίοδο και την πολυπολιτισμική συμβίωση και μάλιστα είχε αλλάξει τη λέξη Τουρκοκρατία σε Οθωμανοκρατία. Όμως το μυθιστόρημα Σέρρα, το 2016, είχε ως θέμα τη γενοκτονία των Ποντίων και, παρόλο που εμφανίζονται σ’ αυτό και καλοί Οθωμανοί, δεν είναι πλέον ένα μυθιστόρημα για την πολυπολιτισμική συμβίωση. Στο μυθιστόρημα Εράν, του 2020, στράφηκε στο πιο εθνικό θέμα του Βυζαντίου και, φέτος, με το μυθιστόρημα Ραγιάς μίλησε φυσικά για την Ελληνική Επανάσταση.
Το να είναι η ελληνική κοινωνία ανοιχτή στο διαφορετικό δεν σημαίνει ότι χάνει τον χαρακτήρα της και την ταυτότητά της, αλλά ότι εμπλουτίζεται και εξελίσσεται. Οι μεγάλοι σύγχρονοι Έλληνες καλλιτέχνες δημιούργησαν το έργο τους σε διάλογο με ξένους πολιτισμούς και παραδόσεις.
Αν και η απειλητική στάση της Τουρκίας μάλλον εξανέμισε την ευκαιρία για μια ευρύτερη προβολή της διαπολιτισμικής συμβίωσης στο Οθωμανικό παρελθόν –ένα πρόσφατο πολύ θλιβερό παράδειγμα είναι αυτό της κούκλας Αμάλ που δεν επιτράπηκε να περάσει από κάποια μέρη της Ελλάδας λόγω της «θρησκείας» της– υπάρχουν ακόμα πολλές ευκαιρίες για προβολή της δύναμης της πολυπολιτισμικότητας στη διαμόρφωση ελληνικών ταυτοτήτων, με κατεξοχήν παράδειγμα, φυσικά, τον Γιάννη Αντετοκούνμπο· αλλά και πολλών άλλων που συμμετέχουν στον εμπλουτισμό της ελληνικής εμπειρίας μέσα από την εκμάθηση της γλώσσας και των ελληνικών παραδόσεων.
Προς το μέλλον
Κανείς δεν ξέρει τι πολιτικές, γεωπολιτικές και κλιματικές αλλαγές θα φέρει η επόμενη εικοσαετία. Αλλά πολλές από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία σήμερα δεν αντιμετωπίζονται εύκολα και σίγουρα θα απασχολούν την πολιτική ηγεσία και την κοινωνία των πολιτών για πολλά χρόνια. Για να διατηρηθούν και να εξακολουθήσουν να διαμορφώνονται οι νεοελληνικές ταυτότητες, πιστεύω ότι πρέπει να καλλιεργηθεί ο διάλογος και ταυτόχρονα η αυτοπεποίθηση για τις ελληνικές παραδόσεις που διαμορφώθηκαν στο διάβα τόσων αιώνων. Το να είναι η ελληνική κοινωνία ανοιχτή στο διαφορετικό δεν σημαίνει ότι χάνει τον χαρακτήρα της και την ταυτότητά της, αλλά ότι εμπλουτίζεται και εξελίσσεται. Οι μεγάλοι σύγχρονοι Έλληνες καλλιτέχνες δημιούργησαν το έργο τους σε διάλογο με ξένους πολιτισμούς και παραδόσεις. Στην έρευνά μου έχω συναντήσει πολλούς Έλληνες, ακαδημαϊκούς και μη, που γνωρίζουν καλά την ιστορία της Ελλάδας και τις παραδόσεις της, που είναι παθιασμένοι για το καλό της ελληνικής κοινωνίας και που δεν φοβούνται το διαφορετικό και το πλουραλιστικό. Αυτή είναι πιστεύω η στάση που χρειάζεται για να εξελιχθούν και να στερεωθούν και στο μέλλον οι νεοελληνικές ταυτότητες που είναι σημαντικές για την Ευρώπη και για την γεωγραφική γειτονιά της χώρας.
Εύχομαι οι νεοελληνικές ταυτότητες και δημιουργίες να εξακολουθούν να εμπνέουν τους άλλους και να διαμορφώνονται μέσα από την ανταλλαγή και τον διάλογο· με άλλα λόγια να μην φοβούνται τους «βαρβάρους» αλλά να τους βλέπουν σαν ένα μέρος της λύσης.
Θα κλείσω με ένα παράδειγμα από τον χώρο της εικαστικής τέχνης. Στην πρόσφατη έκθεση Πύλες που δημιουργήθηκε από την ομάδα ΝΕΟΝ και φιλοξενείται σε ένα παλιό καπνεργοστάσιο που ανήκει στη Βουλή των Ελλήνων, συμμετέχουν καλλιτέχνες από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο. Το έργο του Αμερικανού καλλιτέχνη Glenn Ligon είναι μια εγκατάσταση όπου σε εννέα γλώσσες γράφονται οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» του Καβάφη: «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις». Η μετάφραση ποίησης είναι μια πρόσκληση για ανταλλαγή και διάλογο. Εύχομαι οι νεοελληνικές ταυτότητες και δημιουργίες να εξακολουθούν να εμπνέουν τους άλλους και να διαμορφώνονται μέσα από την ανταλλαγή και τον διάλογο· με άλλα λόγια να μην φοβούνται τους «βαρβάρους» αλλά να τους βλέπουν σαν ένα μέρος της λύσης. Είναι πολύ εύκολο να το λέμε, αλλά στην πράξη θέλει μεγάλη προσπάθεια ώστε οι νεοελληνικές ταυτότητες να χτίζουν πύλες και γέφυρες αντί για τοίχους. Θαυμάζω όσους αγωνίζονται για αυτό το σκοπό στο δημόσιο λόγο και στην εκπαίδευση. Γιατί όχι και στην Εκκλησία;
Η Trine Stauning Willert είναι Επίτιμη Ερευνήτρια (Honorary Research Fellow) στο Κέντρο Βυζαντινών, Οθωμανικών και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμινχαμ και Διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου της Κοπεγχάγης στη Δανία
Το παρόν κείμενο αποτελεί την παρέμβαση της Trine Stauning Willert στη Στρογγυλή Τράπεζα με θέμα «Η διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας του σήμερα και του αύριο», που διοργάνωσε η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου, στο πλαίσιο της δράσης της Επιτροπής «Η Ελλάδα το 2040», στο συνεδριακό Κέντρο «Θεσσαλία», στα Μελισσάτικα του Βόλου, στις 13 Σεπτεμβρίου 2021.
Το εικαστικό θέμα είναι ο πίνακας του Νικολάου Γύζη “Παιδικοί αρραβώνες”, 1877 (πηγή: Ελληνική Wikipedia)