Η αγάπη και οι υποσχέσεις των ανθρώπων χαρακτηρίζονται από ανεπάρκεια και αλλοίωση. Δεν είναι μονάχα οι εξωτερικές συνθήκες που μεταβάλλονται καθημερινά, ιδιαίτερα σ’ έναν κόσμο που κινείται με τόσο γρήγορους ρυθμούς όπως ο δικός μας, αλλά έχουμε να αντιμετωπίσουμε και τους αστάθμητους παράγοντες που μπορούν να ισοπεδώσουν ό,τι με κόπο δημιουργήσαμε. Ακόμα και οι ισχυρότερες πεποιθήσεις μας, οτιδήποτε τάζουμε σ’ όσους αγαπάμε, αποδεικνύονται ουκ ολίγες φορές απατηλές. Ο Πέτρος βεβαιώνει τον Ιησού ότι «κι αν όλοι χάσουν την εμπιστοσύνη τους σ’ εσένα εγώ ποτέ δε θα τη χάσω» (Μτ. 26:33, πρβλ. Μτ. 8:6-13). Αργότερα, ωστόσο, τον απαρνείται επανειλημμένα. Η ανθρώπινη αδυναμία διαστρεβλώνει τις βεβαιότητές μας, ανατρέπει ακόμη και τα βαθύτερα, τα πιο αγνά συναισθήματα. Ακόμη όμως κι όταν η ανθρώπινη αγάπη φαίνεται να υπερβαίνει τα κοινά μέτρα, όταν πηγάζει απ’ την ουσία της η ακατάλυτη επιθυμία να μεταμορφώσει τα πάντα και να μας λυτρώσει απ’ την πεζότητα του βίου μας, αψηφώντας κάθε εμπόδιο, λιποψυχία και φειδωλία, ακόμη και τότε αυτή η αγάπη μπορεί να συντριφτεί πάνω στον βράχο της αδιαφορίας του κόσμου, ο οποίος δύσκολα μετατοπίζεται απ’ τα συνήθη μέτρα του. Η αγάπη «όσων σπαράζουν, όσων ονειρεύονται ένα κόσμο πιο ζεστό, όσων ασκόπως τριγυρνάνε και ρεμβάζουν» σκοντάφτει στους κανόνες της κοινωνίας, φθείρεται απ’ τις αντιξοότητες της ζωής, πνίγεται στην εποχή του νεοκυνισμού, του ταχύρρυθμου ωφελιμισμού και της εφιαλτικής πεζότητας. Όπως αναφέρει και ο Χρήστος Γιανναράς στο Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων: «Συχνά δεν έχει τελειώσει ο ένας “δεσμός”, όταν αρχίζει ο πειραματισμός για τον επόμενο. Με ειλικρίνεια αναζήτησης – όχι για επιπόλαια παιχνίδια εφήμερων ικανοποιήσεων [..]. Έστω και με τη γεύση του ανέφικτου, προχωρώ στην επόμενη δοκιμή, με ανοιχτή αιμάσσουσα την προηγούμενη ρήξη». Μοιάζει σαν να είμαστε παγιδευμένοι σε ένα μυθολογικό σύμπλεγμα, ανίκανοι να απομακρυνθούμε απ’ τη νομοτέλεια της φύσης, ζώντας συνεχώς την ακατάπαυστη επανάληψη των ίδιων πράξεων. Η λογοτεχνία μαρτυρεί αυτή την τραγωδία, την αδυναμία πραγμάτωσης της ανθρώπινης αγάπης λόγω ποικίλων περιστάσεων. Η απελπισμένη αγάπη του Φλορεντίνο Αρίσα για την Φερμίνα Δάσα (Μαρκές, Ο Έρωτος στα Χρόνια της Χολέρας), του Γιούρι Ζιβάγκο για τη Λάρα (Πάστερνακ, Δόκτωρ Ζιβάγκο), ή του ήρωα του Ντοστογιέφσκι για την Νάστιενκα στις Λευκές Νύχτες, εκεί που η ευτυχία και το όνειρο συναντούν την πεζή πραγματικότητα, ενώ το βάθος των συναισθημάτων παραμένει τελικά ανικανοποίητο, καταλήγοντας σε μια ανανταπόδοτη αγάπη που κρατάει μια ολόκληρη ζωή. Στο Συμπόσιο του Πλάτωνα η αναγωγή του έρωτα αρχίζει από τα όμορφα σώματα και ανέρχεται διαρκώς έως να προσεγγίσει την ομορφιά καθαυτή. Ο γήινος έρωτας αποτελεί σκαλοπάτι για κάτι ανώτερο, υπηρετεί την πορεία του ανθρώπου προς το Αγαθό. Αν ο «αληθινός» έρωτας συνεπάγεται αλλαγή του τρόπου της ύπαρξης τότε ο ανθρώπινος έρωτας παραμένει λειψός, υποκείμενος σε συνεχείς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, πρόκειται για ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα που ενέχει την πιθανότητα της ολοκληρωτικής αποτυχίας.
Εντούτοις αυτή η αναγκαία αβεβαιότητα ενός «ριψοκίνδυνου» έρωτα και μιας εύθραυστης αγάπης νοηματοδοτεί την ανθρώπινη ζωή. Η εναπόθεση της εμπιστοσύνης μας σε κάποιον άλλον ενέχει τον κίνδυνο της απογοήτευσης, της προδοσίας και του λάθους, γι’ αυτό και η ανθρώπινη ευπάθεια προϋποθέτει ως βασικό όρο την πίστη που αποδέχεται πλήρως την ενδεχόμενη «βλάβη». Κάθε σχέση, ακόμη κι όταν διατηρείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο παραμένει επικίνδυνη, καθώς ο άνθρωπος είναι τρεπτός, οποιαδήποτε στιγμή μπορεί ν’ αλλάξει γνώμη, να κάνει πίσω, να διαλέξει έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο. Η αναγκαία αβεβαιότητα της πίστης χαρακτηρίζεται απ’ το θετικό ενδεχόμενο, καθώς και απ’ τη πιθανότητα του κινδύνου, πρόκειται για μια υπαρξιακή δέσμευση, έναν παράλογο και ακατανόητο αγώνα που αποδέχεται την πραγματικότητα της πεπερασμένης ζωής. Εδώ δεν υπάρχει ασφάλεια ή εγγυήσεις, κάθε υπόσχεση για το μέλλον μπορεί να παραβιαστεί· οι μεταβολές της ζωής, οι συνεχείς αλλοιώσεις, στις οποίες υπόκειται η ύπαρξη μας, η αρρώστια και ο θάνατος, όλα αυτά μπορεί να οδηγήσουν στον χωρισμό. Εν τέλει όμως, ακριβώς αυτή η ιδιότητα του πεπερασμένου αποτελεί την κινητήρια δύναμη της έγνοιας μας για τον άλλον. Αυτό το οποίο μας υποχρεώνει να φροντίζουμε όσους αγαπάμε, είναι η πραγματικότητα ότι τα πάντα μπορεί να χαθούν σε μια στιγμή, είναι η έμφυτη ανασφάλεια της ύπαρξης.
Ακόμα και οι ισχυρότερες πεποιθήσεις μας, οτιδήποτε τάζουμε σ’ όσους αγαπάμε, αποδεικνύονται ουκ ολίγες φορές απατηλές. Ο Πέτρος βεβαιώνει τον Ιησού ότι «κι αν όλοι χάσουν την εμπιστοσύνη τους σ’ εσένα εγώ ποτέ δε θα τη χάσω» (Μτ. 26:33, πρβλ. Μτ. 8:6-13). Αργότερα, ωστόσο, τον απαρνείται επανειλημμένα. Η ανθρώπινη αδυναμία διαστρεβλώνει τις βεβαιότητές μας, ανατρέπει ακόμη και τα βαθύτερα, τα πιο αγνά συναισθήματα. Ακόμη όμως κι όταν η ανθρώπινη αγάπη φαίνεται να υπερβαίνει τα κοινά μέτρα, όταν πηγάζει απ’ την ουσία της η ακατάλυτη επιθυμία να μεταμορφώσει τα πάντα και να μας λυτρώσει απ’ την πεζότητα του βίου μας, αψηφώντας κάθε εμπόδιο, λιποψυχία και φειδωλία, ακόμη και τότε αυτή η αγάπη μπορεί να συντριφτεί πάνω στον βράχο της αδιαφορίας του κόσμου, ο οποίος δύσκολα μετατοπίζεται απ’ τα συνήθη μέτρα του
Ας υποθέσουμε ένα ιδανικό σενάριο στο οποίο η αγάπη μεταξύ δύο ανθρώπων είναι αμοιβαία. Μια τέτοια σχέση συνεπάγεται την ενδεχόμενη μεταμόρφωση του εαυτού, καθώς και την κατάρρευση των προγενέστερων πεποιθήσεων και των δύο. Ο άλλος ποτέ δεν είναι πανομοιότυπος, αποτελεί έναν ξεχωριστό μικρόκοσμο, γι’ αυτό κάθε προσπάθεια ελέγχου καταπνίγει την αγάπη, η οποία μπορεί να υπάρξει μόνο ως καρπός ελευθερίας. Η έκθεση του εαυτού, παρέχει τη δυνατότητα της αποκάλυψης αθέατων πλευρών, προσφέρει την ευκαιρία οικοδόμησης της εμπιστοσύνης, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και άνοιγμα στο απροσδόκητο που ενέχει τον κίνδυνο της αγωνίας και της θλίψης. Ακριβώς αυτό αποτελεί την αναγκαία αβεβαιότητα της αγάπης, η οποία εν τέλει χρειάζεται αδιάλειπτη ανατροφοδότηση. Η σχέση που βασίζεται σε υπολογισμούς και πρόσκαιρα συμφέροντα οδηγεί στην αμοιβαία εξαπάτηση, γι’ αυτό και η αγάπη θεμελιώνεται μονάχα στην πίστη, ουσιαστικά αποτελεί την κατεξοχήν υπαρξιακή δέσμευση. Η διατήρηση της αγαπητικής σχέσης συνεπάγεται την αναγνώριση της αξίας της, καθώς και της ευθραυστότητάς της. Δεν πρόκειται για κάτι που δίνεται μια για πάντα, αλλά χρειάζεται συνεχή μέριμνα. Ο κίνδυνος της αποτυχίας είναι συμφυής με την κινητήρια δύναμη της αγάπης.
Η αναγκαία αβεβαιότητα της πίστης χαρακτηρίζεται απ’ το θετικό ενδεχόμενο, καθώς και απ’ τη πιθανότητα του κινδύνου, πρόκειται για μια υπαρξιακή δέσμευση, έναν παράλογο και ακατανόητο αγώνα που αποδέχεται την πραγματικότητα της πεπερασμένης ζωής. Εδώ δεν υπάρχει ασφάλεια ή εγγυήσεις, κάθε υπόσχεση για το μέλλον μπορεί να παραβιαστεί· οι μεταβολές της ζωής, οι συνεχείς αλλοιώσεις, στις οποίες υπόκειται η ύπαρξη μας, η αρρώστια και ο θάνατος, όλα αυτά μπορεί να οδηγήσουν στον χωρισμό. Εν τέλει όμως, ακριβώς αυτή η ιδιότητα του πεπερασμένου αποτελεί την κινητήρια δύναμη της έγνοιας μας για τον άλλον.
Η παραπάνω δυναμική όμως σχετίζεται και με άλλα εγχειρήματα της ζωής μας. Το να αποζητούμε κοινωνική δικαιοσύνη σημαίνει ότι μοιραζόμαστε ένα σύνολο αρχών και μια πρακτική εφαρμογής τους. Πιστεύουμε σε ορισμένες αξίες και τις υπερασπιζόμαστε μέσω αντιπαραθέσεων και αγώνων. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι το συλλογικό μας έργο θα στεφθεί από επιτυχία, ούτε γνωρίζουμε τις συνέπειες των πράξεών μας εκ των προτέρων. Αυτή η αναγκαία αβεβαιότητα θέτει το έργο μας σε κίνδυνο, διότι μπορεί να καταρρεύσει λόγω εσωτερικών διαφωνιών ή άλλων συγκρούσεων. Παρόλα αυτά ο ενδεχόμενος κίνδυνος αποτελεί μέρος της κινητήριας δύναμης που υποστηρίζει τη δέσμευσή μας σε κάθε κοινωνικό έργο. Αφιερώνουμε τους εαυτούς μας στην κοινωνική δικαιοσύνη επειδή δεν είναι δεδομένη αλλά απαιτεί τις συνεχείς προσπάθειές μας για να υπάρχει.
Ακριβώς αυτό αποτελεί την αναγκαία αβεβαιότητα της αγάπης, η οποία εν τέλει χρειάζεται αδιάλειπτη ανατροφοδότηση. Η σχέση που βασίζεται σε υπολογισμούς και πρόσκαιρα συμφέροντα οδηγεί στην αμοιβαία εξαπάτηση, γι’ αυτό και η αγάπη θεμελιώνεται μονάχα στην πίστη, ουσιαστικά αποτελεί την κατεξοχήν υπαρξιακή δέσμευση. Η διατήρηση της αγαπητικής σχέσης συνεπάγεται την αναγνώριση της αξίας της, καθώς και της ευθραυστότητάς της. Δεν πρόκειται για κάτι που δίνεται μια για πάντα, αλλά χρειάζεται συνεχή μέριμνα. Ο κίνδυνος της αποτυχίας είναι συμφυής με την κινητήρια δύναμη της αγάπης. Ο ενδεχόμενος κίνδυνος αποτελεί μέρος της κινητήριας δύναμης που υποστηρίζει τη δέσμευσή μας σε κάθε κοινωνικό έργο. Αφιερώνουμε τους εαυτούς μας στην κοινωνική δικαιοσύνη επειδή δεν είναι δεδομένη αλλά απαιτεί τις συνεχείς προσπάθειές μας για να υπάρχει.
Η δυναμική της πίστης διέπει όλες τις δεσμεύσεις της ζωής, είτε πρόκειται για προσωπικές φιλοδοξίες, διαπροσωπικές σχέσεις ή συλλογικές προσπάθειες. Μπορούμε να ζυγίσουμε τις πιθανότητες επιτυχίας ή αποτυχίας, να εμπιστευτούμε ή να δυσπιστήσουμε, να ορμήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις στον αγώνα ή να υποχωρήσουμε αποκαρδιωμένοι. Όπως γράφει και ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ: «με την πίστη δεν αποποιούμαι τίποτε· αντίθετα δέχομαι τα πάντα με την έννοια που τα δέχονταν εκείνος, για τον οποίον ειπώθηκε ότι έχει πίστη ως κόκκον σινάπεως και μπορεί να μετατοπίσει όρη». Η πίστη ότι ο Θεός είναι αγάπη παρέχει την δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο να αγωνιστεί για το καλύτερο σ’ αυτή τη ζωή, όχι να βρει ένα καταφύγιο, το οποίο θα του θέσει συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς ή θα του διδάξει απλά κάποια ιδεώδη, αλλά έναν χώρο που δεν έχει κανένα κοινό μέτρο μ’ ολόκληρη την πραγματικότητα. Εκεί που το κήρυγμα για το σταυρικό θάνατο είναι για μερικούς προσβλητικό και για άλλους ανόητο (Α΄ Κορ. 1:24) διαφαίνεται η αιώνια ζωντάνια που μας παρέχει η πίστη, δεν πρόκειται για ένα προσωπικό βόλεμα, αλλά για την Εκκλησία που μας προτρέπει να τολμήσουμε, να αγωνιστούμε, διότι ακόμη και η πεπερασμένη ύπαρξη του καθενός μας υπερβαίνεται με την Ανάσταση του Χριστού. Το δίλημμα ανάμεσα στην Ιστορία και την αιωνιότητα καταλύεται, διότι αγωνιζόμενοι στο παρόν εν μέσω αλλεπάλληλων αμφιβολιών, σφαλμάτων αλλά και διά της έμπρακτης μετάνοιας έχουμε την ευκαιρία να συνεχίσουμε μπροστά: «Ξεχνώ αυτά που είναι πίσω μου και κάνω ό,τι μπορώ για να φτάσω αυτά που βρίσκονται μπροστά μου» (Φιλ. 3:13), επειδή η αιωνιότητα δεν αντιπροσωπεύει μια στατική πραγματικότητα αλλά μια συνεχής πορεία προσέγγισης του άναρχου και ατελεύτητου Θεού. Γι’ αυτό και η αιωνιότητα είναι κάτι που χτίζουμε από τώρα, με κάθε προσωπική μας απόφαση, συμπεριφορά και πράξη.
Εκεί που το κήρυγμα για το σταυρικό θάνατο είναι για μερικούς προσβλητικό και για άλλους ανόητο (Α΄ Κορ. 1:24) διαφαίνεται η αιώνια ζωντάνια που μας παρέχει η πίστη, δεν πρόκειται για ένα προσωπικό βόλεμα, αλλά για την Εκκλησία που μας προτρέπει να τολμήσουμε, να αγωνιστούμε, διότι ακόμη και η πεπερασμένη ύπαρξη του καθενός μας υπερβαίνεται με την Ανάσταση του Χριστού. Το δίλημμα ανάμεσα στην Ιστορία και την αιωνιότητα καταλύεται, διότι αγωνιζόμενοι στο παρόν εν μέσω αλλεπάλληλων αμφιβολιών, σφαλμάτων αλλά και διά της έμπρακτης μετάνοιας έχουμε την ευκαιρία να συνεχίσουμε μπροστά: «Ξεχνώ αυτά που είναι πίσω μου και κάνω ό,τι μπορώ για να φτάσω αυτά που βρίσκονται μπροστά μου» (Φιλ. 3:13), επειδή η αιωνιότητα δεν αντιπροσωπεύει μια στατική πραγματικότητα αλλά μια συνεχής πορεία προσέγγισης του άναρχου και ατελεύτητου Θεού. Γι’ αυτό και η αιωνιότητα είναι κάτι που χτίζουμε από τώρα, με κάθε προσωπική μας απόφαση, συμπεριφορά και πράξη.
Σε μεγάλο βαθμό η Εκκλησία σήμερα φαίνεται ότι υπερασπίζεται ιδέες, αξίες, κανόνες, καθώς και μια σειρά αφηρημένων δογμάτων που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Η ίδια η θεολογία και η Εκκλησία καλείται να επικοινωνήσει με την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό, τον κόσμο της φθαρτότητας και της αμαρτίας που επιζητά ένα διαφορετικό μήνυμα και τρόπο· καλείται να μην διακρίνει μόνο τα σημάδια στον ουρανό αλλά και τα σημάδια των καιρών. Η απόπειρα επικαιροποίησης του Ευαγγελίου όμως είναι δύσκολη όταν παραμένουμε προσκολλημένοι στα σχήματα του παρελθόντος, κατασκευάζοντας ένα σύστημα, το οποίο αντί να μας οδηγεί σε διάλογο με τον «Άλλον», υπηρετεί την αυτοεπιβεβαίωση μας. Αναμφίβολα, κάθε σχέση αποτελεί και διακύβευμα, αλλά είναι προτιμότερο να εξέλθουμε απ’ την ασφάλεια μας, ως φως που λάμπει μέσα στο σκοτάδι του κόσμου (Πρβλ. Ιω. 1:6), ακόμη κι αν το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε είναι ο εξευτελισμός και η σταύρωση. Αποδεχόμενοι την αναγκαία αβεβαιότητα κάθε εγχειρήματος αρχίζουμε να ζούμε, ειδάλλως επικαλούμενοι το παρελθόν και εφευρίσκοντας αδιάκοπα νέες δικαιολογίες, παραμένουμε κλεισμένοι στο καβούκι της ατολμίας μας.
Ο Γιάννης Καμίνης είναι Δρ. Θεολογίας (Πανεπιστήμιο της Σόφιας «Αγ. Κλήμης της Αχρίδας») και Συνεργάτης της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.
Το εικαστικό θέμα προέρχεται από την αγιογραφία του Μιχαήλ Βασιλάκη «Βάλε τον δάκτυλόν σου εις τον τύπον των ήλων…».