Αρκετά πριν το 1453 αλλά και μετά το 1821 έχουμε ελληνικούς πληθυσμούς που ζουν υπό τουρκική κατοχή. Το είδος της κατοχής και η έντασή της ποικίλει από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο. Οι δυνατότητες των κατακτημένων δύο: η πρώτη, να προσχωρήσουν αναφανδόν, στη μεριά του νικητή με το να απαρνηθούν την πίστη τους, οπότε και εγγράφονταν πλέον στη θρησκεία του Ισλάμ και πολιτικά στην κοινότητα των Τούρκων με όλα τα δικαιώματα που απέρρεαν από αυτή την ιδιότητα. Η άλλη λύση ήταν να διατηρήσουν την πίστη τους, αλλά εξαγοράζοντας το δικαίωμα να ζουν πληρώνοντας τον κεφαλικό φόρο (cizye). Η χριστιανική ιδιότητα κατέτασσε τους παρίες του Οθωμανικού κράτους, αλλά και τους ευνοημένους κοτζαμπάσηδες ή Φαναριώτες σε μια κατώτερη κατηγορία.
Σ’ αυτό το κοινωνικό, πολιτιστικό, οικονομικό και θρησκευτικό περιβάλλον οι ραγιάδες, δηλ., οι υποταγμένοι στο σουλτάνο, καλούνταν να ζήσουν. Σ’ αυτό το περιβάλλον βρέθηκε η Εκκλησία αντιμέτωπη με τα τρομερά διλήμματα που γέννησε τόσο η κατοχή αυτή καθεαυτή, όσο και το αίτημα για απελευθέρωση.
Η διαχρονικά προβληματική κατανόηση βιβλικών χωρίων όπως το «Ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Mτ. 22:21) καθώς και το «ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ’ ὅστις σε ῥαπίζει εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην» (Μτ. 5:39) έχουν αυθαίρετα κατατάξει τους χριστιανούς στην κατηγορία των κοινωνικά απαθών απέναντι στο κακό. Είναι αλήθεια ότι, ως χριστιανοί, έχουμε κάθε δικαίωμα να μην αντιδρούμε όταν το κακό στρέφεται σ’ εμάς προσωπικά. Όχι επειδή το αποδεχόμαστε, αλλά διότι δεν επιθυμούμε να το αναπαράξουμε με την αντίδρασή μας. Τι γίνεται όμως όταν το κακό στρέφεται στους συνανθρώπους μας και μάλιστα στους πιο ευάλωτους από εμάς; Έχουμε δικαίωμα να κάνουμε υπομονή; Είναι χριστιανική στάση η υπομονή μπροστά στο κακό που υφίσταται ο αδελφός; Ο Άγ. Αμβρόσιος Μεδιολάνων δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών: όποιος δεν καταπολεμά την αδικία που γίνεται στον πλησίον του, ενώ μπορεί, βρίσκεται στο ίδιο κρίμα με εκείνον που τη διαπράττει.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας έχουμε εκατοντάδες περιπτώσεις λαϊκών (ανδρών και γυναικών), μοναχών, διακόνων, ιερέων και επισκόπων, οι οποίοι είτε παίρνοντας τα όπλα, είτε οργανώνοντας, είτε ενθαρρύνοντας, συμμετείχαν ενεργά στην επανάσταση. Η επανάσταση δεν έγινε από μια μερίδα ανθρώπων, από μια επαναστατική σέχτα. Έγινε από το σύνολο του ελληνικού λαού, το οποίο στη συντριπτική του πλειοψηφία άνηκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας έχουμε εκατοντάδες περιπτώσεις λαϊκών (ανδρών και γυναικών), μοναχών, διακόνων, ιερέων και επισκόπων, οι οποίοι είτε παίρνοντας τα όπλα, είτε οργανώνοντας, είτε ενθαρρύνοντας, συμμετείχαν ενεργά στην επανάσταση. Η επανάσταση δεν έγινε από μια μερίδα ανθρώπων, από μια επαναστατική σέχτα. Έγινε από το σύνολο του ελληνικού λαού, το οποίο στη συντριπτική του πλειοψηφία άνηκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Πώς ισορροπεί το Ευαγγέλιο και το γιαταγάνι;
Αν θέλουμε να είμαστε στοιχειωδώς έντιμοι, καμία ισορροπία δεν μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στα δύο. Όσοι πήραν το γιαταγάνι φλέρταραν ανοιχτά με το κενό. Ως μέλη της Εκκλησίας, δεν μπορούσαν να κάνουν πως δεν βλέπουν τα βάσανα των άλλων καταπιεσμένων, αλλά και να αγνοήσουν δικά τους. Έτσι, οι άνθρωποι αυτοί προτίμησαν να ρισκάρουν τη σωτηρία τους χάριν της πολιτικής τους ελευθερίας, αλλά και των συνανθρώπων τους. Αντιστάθηκαν στο κακό, θα λέγαμε, ἵνα μὴ τὸ κακὸ ἀθάνατο γένηται (βλ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, Εἰς τὰ Θεοφάνεια, PG 36, 324D). Ρίσκαραν να αποκοπούν από αυτό που κομίζει ως τρόπο ζωής η χριστιανική τους καρδιά, όπως αποκόπτεται το άκρο του σώματος που έχει πάθει γάγγραινα για να σωθεί το όλο σώμα. Ποιος χριστιανός μπορεί να παρακάμψει την προτροπή του Χριστού που λέει «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς» (Μτ. 5:44); Η ενεργητική και κατά μέτωπο ρήξη με το κακό έχει για τους χριστιανούς αυτό το διπλό ρίσκο. Μετά ποτέ κανείς δεν είναι πια ολόκληρος. Κανένα από τα μέλη του κλήρου της Εκκλησίας που επέλεξε το δρόμο του πολεμιστή δεν μπορεί πια να τελεί τα μυστήρια του Χριστού, όπως και τα λαϊκά μέλη της επιτιμώνται με τριετή αποχή από τη θεία Κοινωνία, μετά τη συμμετοχή τους σε πόλεμο. Για τον χριστιανισμό ο πόλεμος είναι μια πράξη απέλπιδα. Μετά τη συμμετοχή του χριστιανού σε πόλεμο (πάντα αμυντικό εννοείται), δεν υπάρχει χώρος για πανηγύρια, αλλά μόνο για μετάνοια, συντριβή και αναστοχασμό. Η Εκκλησία δεν θα αναγνώριζε ποτέ ως άγιο ούτε τον όποιο πιθανό φονιά του Χίτλερ, που για τον κόσμο θα ήταν ο μεγαλύτερος ήρωας, διότι για την Εκκλησία ο σκοπός ποτέ δεν αγιάζει τα μέσα. Το ξέρουμε πως ακούγεται σκανδαλώδες, αλλά έτσι είναι. Η Ορθόδοξη θεολογία δεν κάνει σκόντο σ’ αυτά: κανείς δεν αποστερείται της αγάπης του Θεού, είτε είναι θύτης, είτε θύμα και εν προκειμένω είτε μιλάμε για τη ζωή του Οθωμανού ή του ραγιά.
Υπήρξε χριστιανική τζιχάντ;
Δεν είναι λίγες οι φορές που το κράτος ζήτησε από την Εκκλησία θρησκευτική κατοχύρωση και ιεροποίηση των πολέμων που διεξήγαγε. Η ιστορία έδειξε ότι υπήρξαν φορές που η Εκκλησία αντιστάθηκε σ’ αυτόν το πειρασμό και άλλες που ενέδωσε.
Έτσι, αρκετές φορές, στα Βυζαντινά χρόνια η Εκκλησία συμμετείχε ενεργά σε θριάμβους ύστερα από νικηφόρες μάχες των αυτοκρατόρων. Ειδικά από τον 8ο – 10ο αι. στρατιές Βυζαντινών όδευαν στη μάχη, με τον Σταυρό να προπορεύεται, ως σύμβολο, όχι άκρας ταπείνωσης και αυταπάρνησης χάριν του πεσόντος ανθρώπου, αλλά ως σύμβολο δύναμης, εξουσίας και νίκης έναντι των αλλόθρησκων εχθρών. Το τροπάριο που ακολουθεί είναι ενδεικτικό:
Σταυρός ὁ φύλαξ πάσης τῆς Οἰκουμένης/σταυρὸς ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας/ σταυρὸς βασιλέων τὸ κραταίωμα/ σταυρὸς πιστῶν τὸ στήριγμα/ σταυρὸς ἀγγέλων ἡ δόξα καὶ τῶν δαιμόνων τὸ τραῦμα. (Εξαποστειλάριο της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού)
Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Ιωάννη Τσιμισκή (925-976) ο οποίος σε επιστολή του προς τον Αρμένιο Βασιλιά Ασώτιο Γ΄ διακηρύσσει πως χάρη στις νικηφόρες μάχες του στην Ανατολή δοξάστηκε το όνομα του Χριστού και εξαπλώθηκε η λατρεία του Σταυρού.
Για τον χριστιανισμό ο πόλεμος είναι μια πράξη απέλπιδα. Μετά τη συμμετοχή του χριστιανού σε πόλεμο (πάντα αμυντικό εννοείται), δεν υπάρχει χώρος για πανηγύρια, αλλά μόνο για μετάνοια, συντριβή και αναστοχασμό. Καμία ιερότητα δεν μπορεί να έχει ο πόλεμος και ο θάνατος που τον συνοδεύει. Στο βαθμό, λοιπόν, που η Εκκλησία μπαίνει στο πεδίο της μάχης για να πολεμήσει και όχι για να σταματήσει τον πόλεμο, τότε εκπίπτει του σκοπού της. Ένας Χριστός, που βοηθά στους πολέμους και συμπολεμά με τους ακόλουθούς του στα πεδία των μαχών δεν μπορεί και δεν είναι ο Χριστός του Ευαγγελίου.
Από την άλλη, εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει η περίπτωση του Νικηφόρου Β΄ Φωκά (912-996) ο οποίος ζήτησε από την Εκκλησία την κατάταξη στη χορεία των αγίων μαρτύρων όλων των πεσόντων στρατιωτών στις μάχες που διεξήγε η αυτοκρατορία. Δεν κατάφερε, όμως, να πάρει αυτή τη διαβεβαίωση από τον Πατριάρχη και αυτό πιστώνεται στα θετικά ιστορικά παραδείγματα, όπου η Εκκλησία υπερασπίστηκε την ταυτότητά της και την αξιοπρέπεια του μυστηρίου της ζωής.
Αλλά και στην εποχή την οποία προσεγγίζουμε, την Τουρκοκρατία, η αντίληψη πως ο πόλεμος ενάντια στον βάρβαρο Τούρκο είναι ιερός, δεν εξέλειπε. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης μετά τη μάχη στο Βαλτέτσι, βλέποντας τους στρατιώτες του κατακίτρινους από το φόβο τους να μην έχουν το θάρρος να πλησιάσουν για να θάψουν τους κατακρεουργημένους από τους Τούρκους, Έλληνες, πήγε ο ίδιος και άρχισε να μαζεύει τα σκόρπια κομμάτια των σκοτωμένων. Τα έπαιρνε, τα φιλούσε και έλεγε στους στρατιώτες του ότι αυτοί, που σκοτώθηκαν μ’ αυτό τον άγριο τρόπο, είναι πραγματικοί άγιοι και ότι θα πάνε στον παράδεισο, γιατί είναι μάρτυρες που μαρτύρησαν για τον Χριστιανισμό.
Αλλά και ο αψύς και φλογερός κήρυκας της επανάστασης, μητροπολίτης Λιδορικίου, Ιωαννίκιος, προκειμένου να παρακινήσει το ποίμνιό του σε επανάσταση διακήρυττε πως το να πεθάνει κανείς λαμπρά, με τα όπλα στα χέρια είναι ο ασφαλής δρόμος για να καταταγεί κανείς στην ουράνια χορεία των αγίων μαρτύρων.
Καμία ιερότητα δεν μπορεί να έχει ο πόλεμος και ο θάνατος που τον συνοδεύει. Στο βαθμό, λοιπόν, που η Εκκλησία μπαίνει στο πεδίο της μάχης για να πολεμήσει και όχι για να σταματήσει τον πόλεμο, τότε εκπίπτει του σκοπού της. Ένας Χριστός, που βοηθά στους πολέμους και συμπολεμά με τους ακόλουθούς του στα πεδία των μαχών δεν μπορεί και δεν είναι ο Χριστός του Ευαγγελίου.
Μάρτυρες και εθνομάρτυρες
Δεν μπορούμε, λοιπόν, στο σημείο αυτό να προχωρήσουμε τη θεολογική μας σκέψη αν δεν κάνουμε σαφή διάκριση ανάμεσα στους μάρτυρες της πίστης και στους μάρτυρες της πατρίδας. Είναι ο μόνος τρόπος για να ισορροπήσουμε ανάμεσα στην ανάγκη για πολιτική ή εθνική ελευθερία και στην ακεραιότητα του χριστιανικού μηνύματος.
Δεν υπάρχει μάρτυρας της Εκκλησίας ο οποίος να αναγνωρίστηκε ως τέτοιος εξαιτίας της συμμετοχής του σε κάποιο πόλεμο. Μάλιστα, αρκετοί από αυτούς μέχρι τον 4ο αι. μαρτύρησαν εξαιτίας της άρνησής τους να παραμείνουν στο στράτευμα που υπηρετούσαν μέχρι τότε
Δεν υπάρχει μάρτυρας της Εκκλησίας ο οποίος να αναγνωρίστηκε ως τέτοιος εξαιτίας της συμμετοχής του σε κάποιο πόλεμο. Μάλιστα, αρκετοί από αυτούς μέχρι τον 4ο αι. μαρτύρησαν εξαιτίας της άρνησής τους να παραμείνουν στο στράτευμα που υπηρετούσαν μέχρι τότε. Ήταν σαν να λέμε Αντιρρησίες Συνείδησης. Ο μάρτυρας του Χριστού είναι πάντα με τα θύματα, ποτέ με τους θύτες ή με τον διττό ρόλο του θύματος και του θύτη.
Από την άλλη, ο εθνομάρτυρας είναι εκείνος που πολέμησε το κακό, τη βία, τους δυνάστες και κατακτητές, αλλά με τους όρους και τα όπλα εκείνων. Εδώ το όλο σκηνικό το στήνει το κακό. Ο εθνομάρτυρας γίνεται παρανάλωμα δια της πατρίδος την ελευθερίαν πληρώνοντας το τίμημα του να μην μπορεί να ανέχεται πλέον το κακό. Η συμμετοχή του στον πόλεμο δείχνει πως οι αντοχές του σώθηκαν. Δεν πάει άλλο. Δείχνει πως η απελπισία του μετουσιώθηκε σε οργή. Ελευθερία ή Θάνατος.
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι μέχρι το 1821 το πρότυπο των χριστιανών ραγιάδων ήταν ο νεομάρτυρας. Από την επανάσταση και μετά, το πρότυπο μετατοπίζεται στον ήρωα των μαχών. Ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ακόμα και ο, μάλλον μουσουλμάνος μπεκτασής, Ανδρούτσος, εισέρχονται στο χώρο του ιερού.
Η «μικρά ζύμη» δεν πρέπει να αφομοιωθεί
Από την επανάσταση και μετά η Εκκλησία δείχνει σαν να έχει παραιτηθεί από τον μέχρι τότε ρόλο της να διαμορφώνει την κοινωνία και μοιάζει να αρκείται στο να διαμορφώνεται από αυτή. Σήμερα μοιάζει να τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από το κράτος και αρκείται στο να προσφέρει το σκηνικό, τα κοστούμια και τους κομπάρσους σε ένα παιχνίδι που πρωταγωνιστής είναι η πολιτική εξουσία (ορκωμοσίες βουλευτών, υπουργών και προέδρων της Δημοκρατίας). Άλλοτε πάλι, τη συναντάμε να τίθεται αυτόκλητα επικεφαλής εθνικών διεκδικήσεων και χάραξης εξωτερικής πολιτικής την ίδια στιγμή που διασύρεται το όνομα του Ιησού και της εκκλησιαστικής κοινότητας, άλλοτε με εθνικιστικά παραληρήματα και άλλοτε με παιδαριώδεις ηθικιστικές κορώνες που δείχνουν την τραγική μας απουσία από το δημόσιο διάλογο για τα όσα δύσκολα και δυσεπίλυτα προβλήματα αναδύονται από την εποχή μας, αλλά και τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων.
Από την επανάσταση και μετά η Εκκλησία δείχνει σαν να έχει παραιτηθεί από τον μέχρι τότε ρόλο της να διαμορφώνει την κοινωνία και μοιάζει να αρκείται στο να διαμορφώνεται από αυτή. Είναι πλέον ιστορικά αναγκαίο να αποφευχθεί η ταύτιση Εκκλησίας και έθνους, γιατί αυτό απαιτεί η καθολικότητα του Ευαγγελίου του Χριστού που δεν μπορεί να άγεται, να φέρεται ή να ταυτίζεται με τις όποιες ιδεολογικές ατραπούς ακολουθούν τα έθνη και τα Κράτη.
Είναι πλέον ιστορικά αναγκαίο να αποφευχθεί η ταύτιση Εκκλησίας και έθνους, γιατί αυτό απαιτεί η καθολικότητα του Ευαγγελίου του Χριστού που δεν μπορεί να άγεται, να φέρεται ή να ταυτίζεται με τις όποιες ιδεολογικές ατραπούς ακολουθούν τα έθνη και τα Κράτη. Κάθε ταύτιση με τα σχήματα του κόσμου τούτου, ελαττώνει και αποδυναμώνει το πανανθρώπινο μήνυμα του Χριστού. Τότε η Εκκλησία δεν είναι η μικρά ζύμη που θα ζυμώσει όλο το φύραμα (Α΄ Κορ. 5:6) αλλά ένα θνησιγενές ιδεολόγημα που θα ακολουθήσει κι αυτό την ιστορική του νομοτέλεια.
Το αίτημα της ελευθερίας για το έθνος των Ελλήνων και για την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι κοινό, αλλά από άλλες διαδρομές και άλλες προϋποθέσεις. Η σύγχυση των δύο, φέρνει εθνικά και στρατιωτικά λάβαρα, πύρινα πατριωτικά κηρύγματα και πάνοπλα στρατιωτικά αγήματα έξω από τους ναούς την ίδια στιγμή που μέσα σ΄ αυτούς τελείται η Θεία Λειτουργία, δηλαδή το μυστήριο της ενότητας και της συμφιλίωσης, το μυστήριο Εκείνου που μας δίδαξε να αγαπάμε τους εχθρούς μας χωρίς, όμως, να είναι απαραίτητο να μας αγαπούν κι εκείνοι. Υπάρχει χώρος και για τα δύο. Ας μην τα μπερδεύουμε. Όπως και να το δούμε πάντως, είτε από τη μεριά του έθνους, είτε από τη μεριά της Εκκλησίας το δίλημμα θα παραμένει πάντα: Ελευθερία ή Θάνατος.
Ο Χρήστος Φραδέλλος (Master Θεολογίας) είναι θεολόγος-εκπαιδευτικός, μέλος της Επιμορφωτικής Ομάδας για το Μάθημα των Θρησκευτικών της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου και υπηρετεί στο 3ο Λύκειο Χανίων.
Το παρόν άρθρο αποτελεί περίληψη εισήγησης σε εκδήλωση του Πανελλήνιου Θεολογικού Συνδέσμου «Καιρός» με αφορμή τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821.
Εικαστικό θέμα: Συμπλοκή Βουλγάρων και Βυζαντινών στρατιωτών από το εικονογραφημένο χειρόγραφο της Συνόψεως Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη (1070) που σώζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας.