Οι χριστιανοί τη φετινή χρονιά, περισσότερο από κάθε άλλη, χρειάζεται να προβληματιστούν για το βαθύτερο νόημα της Αναστάσεως του Χριστού και τις συνέπειές της για το ανθρώπινο γένος, αλλά και τον κοινό εορτασμό του Πάσχα. Έχοντας την εμπειρία των πέραν των τρίων εκατομμυρίων θυμάτων της πανδημίας του κορονοϊού παγκοσμίως, μόνο μέσα από την κατανόηση της βαθύτερης σημασίας της Αναστάσεως μπορούμε να επανακτήσουμε την ελπίδα που πηγάζει από την Ανάσταση του Χριστού και την νίκη του επί του «θανάτου».
Τι άραγε είναι αυτό που χαρακτηρίζει την εορτή της Αναστάσεως του Χριστού στην Ορθόδοξη παράδοση ως «Λαμπρή»; Ασφαλώς, η πεποίθηση των απανταχού της γης Ορθοδόξων, αλλά και όλων των χριστιανών, ότι καταργήθηκε ο φόβος του θανάτου. Η πεποίθηση αυτή διασώθηκε αναλλοίωτη στην μακραίωνη παράδοση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπου το Πάσχα, το γεγονός δηλαδή της Αναστάσεως, εκτός του ότι δυναμικά αναπαρίσταται κάθε Κυριακή, ιδιαίτερα κατά την ακολουθία του Όρθρου, εορτάζεται κατ’ έτος με μεγαλύτερη λαμπρότητα από ό,τι παραδοσιακά στον Δυτικό κόσμο, στον οποίο κυρίαρχη εορτή είναι αυτής της Γεννήσεως του Σωτήρος. Η Ανάσταση παραμένει το κυρίαρχο στοιχείο που σηματοδοτεί την Ορθόδοξη χριστιανική αυτοσυνειδησία, όπως αντίθετα, μέχρι και πολύ πρόσφατα, το γεγονός του Σταυρού ήταν εκείνο που κυριαρχούσε στον Δυτικό κόσμο.
Το γεγονός της Αναστάσεως, με άλλα λόγια, δεν είναι απλώς ένα γεγονός τεράστιας ιστορικής σημασίας, αλλά βρίσκεται πάνω από την ιστορία, στην οποία δίνει νέο νόημα, προσανατολίζοντάς την προς ένα καινούργιο κόσμο ενότητας και κοινωνίας, μια καινούργια ζωή τελείως διαφορετική από την συμβατική, των διαιρέσεων, της φθοράς, του πόνου και του θανάτου.
Οι συνέπειες της θεολογίας της Αναστάσεως για τον κοινό εορτασμό του Πάσχα
Την παγκοσμιότητα του γεγονότος της Αναστάσεως και της απελευθέρωσης των ανθρώπων εξυπηρετεί ο αγώνας του Οικουμενικού Πατριαρχείου ένα και πλέον αιώνα τώρα για τον κοινό εορτασμό του Πάσχα. Σε μια διαδικτυακή, διομολογιακή και διεπιστημονική, εκδήλωση, την οποίαν οργάνωσε το CEMES την Κυριακή 4 Απριλίου, συγκυριακά ημέρα εορτασμού του Πάσχα από του χριστιανούς της Δύσεως, θεολόγοι και φυσικοί επιστήμονες προβληματίστηκαν, εάν τελικά είναι σύμφωνος με την Ορθόδοξη παράδοση, και συγκεκριμένα με τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας, ο φετινός Ορθόδοξος απανταχού της γης εορτασμός του Πάσχα, ένα δηλαδή μήνα μετά από το Πάσχα των χριστιανών της Δύσεως. Και το κυριότερο, αν είναι κανονικά νόμιμος ο διαφορετικός εορτασμός από του χριστιανούς του Πάσχα.
Το γεγονός της Αναστάσεως δεν είναι απλώς ένα γεγονός τεράστιας ιστορικής σημασίας, αλλά βρίσκεται πάνω από την ιστορία, στην οποία δίνει νέο νόημα, προσανατολίζοντάς την προς ένα καινούργιο κόσμο ενότητας και κοινωνίας, μια καινούργια ζωή τελείως διαφορετική από την συμβατική, των διαιρέσεων, της φθοράς, του πόνου και του θανάτου.
Στην συνάντηση μετείχαν βιβλικοί θεολόγοι, καθηγητές της κοινωνιολογίας της θρησκείας, θεολόγοι και φυσικοί καθηγητές, ομότιμοι καθηγητές ξένων πανεπιστήμιων, θρησκειολόγοι, ένας Αρχιεπίσκοπος των Καθολικών και ομότιμος καθηγητής, και πανεπιστημιακοί καθηγητές του Φυσικού Τμήματος του ΑΠΘ. Παράλληλα, και με αφορμή την κοινή επιθυμία των Προκαθημένων της Καθολικής Εκκλησίας, Πάπα Φραγκίσκου, και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου, να εορταστεί από κοινού το Πάσχα στη Νίκαια της Βιθυνίας το 2025, την 1700ή δηλαδή επέτειο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, που εκείνη την χρονιά συμπίπτει ο εορτασμός του Πάσχα κατά το Ιουλιανό και το Γρηγοριανό ημερολόγιο, διερωτήθηκαν για τους λόγους και τα αίτια που δεν ευοδώθηκαν μέχρι σήμερα οι προσπάθειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έναν αιώνα δηλαδή από την ιστορική πατριαρχική και συνοδική εγκύκλιο του 1920 «προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού» για κοινό εορτασμό του Πάσχα.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί η περίπτωση του Μιλούτιν Μιλάνκοβιτς, διαπρεπούς Ορθόδοξου Σέρβου θετικού επιστήμονα, στην Πανορθόδοξη Σύνοδο που ακολούθησε το 1923, ο οποίος εισηγήθηκε ένα ακριβέστερο του Γρηγοριανού αναθεωρημένο Ιουλιανό Ημερολόγιο, το οποίο υιοθέτησαν όσες Εκκλησίας αποφάσισαν αλλαγή του ημερολογίου. Κι αυτό, για να μετριαστούν οι εσωτερικές αντιδράσεις των ακραίων συντηρητικών κύκλων, που προτιμούσαν να ακολουθούν ένα ημερολόγιο που φέρει το όνομα ειδωλολάτρη αυτοκράτορα (Ιουλιανό), και όχι ενός χριστιανού πάπα (Γρηγορίου)! Βέβαια, η πρόταση αυτή, ιδανική μέχρι σήμερα για τις ακίνητες εορτές του χριστιανισμού (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια κλπ), τελικά δημιούργησε τα προβλήματα που φέτος είναι περισσότερο από οφθαλμοφανή, ενώ, επί πλέον, δεν υιοθετήθηκε ούτε και από τη δική του Σερβική Εκκλησία.
Οι πρόσφατες αντιδράσεις που προκάλεσε δημοσίευμα του Αρχιεπισκόπου Τελμησσού του Οικουμενικού Πατριαρχείου Ιώβ (Getcha), και μόνιμου αντιπροσώπου του στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, για το όραμα ενός κοινού εορτασμού στη Νίκαια για τα 1700 χρόνια από την σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της ενιαίας Εκκλησίας του Χριστού, αναπόφευκτα οδήγησε και στο ερώτημα: Οι χριστιανοί της Δύσεως ή οι Ορθόδοξοι της Ανατολής είναι πιο κοντά στην απόφαση και το πνεύμα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, όπως κατά καιρούς προβληματίστηκαν πολλοί Ορθόδοξοι ακαδημαϊκοί θεολόγοι, προσπαθώντας παράλληλα να εξηγήσουν γιατί οι Ορθόδοξοι εορτάζουν το Πάσχα σε διαφορετική ημερομηνία από τους άλλους χριστιανούς.
Το συμπέρασμα των τοποθετήσεων των ομιλητών της πιο πάνω επιστημονικής εκδήλωσης ήταν ότι η παρανόηση ορισμένων Ορθόδοξων, πως η αιτία διαφορετικού εορτασμού του Πάσχα οφείλεται στο ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ακολουθεί τους κανόνες για τον υπολογισμό της ημερομηνίας του Πάσχα που αποφάσισε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας το 325 μ.Χ., περιμένοντας δηλαδή να εορτάσουν το Πάσχα οι Εβραίοι πριν εορτασθεί το Ορθόδοξο Πάσχα, δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη. Κυρίως, διότι δεν ευσταθεί η αιτιολογία πως το χριστιανικό Πάσχα δεν πρέπει με κανένα τρόπο να συνδέεται με το Ιουδαϊκό Πάσχα (Πεσάχ)! Κάτι, όμως, που προήλθε από παρερμηνεία μεταγενέστερων ιερών κανόνων (του α΄ της Αντιοχείας και του ζ΄ των Αγίων Αποστόλων), οι οποίοι στην ουσία απαγορεύουν συνεορτασμό την ίδια μέρα με τους Ιουδαίους, και όχι σύνδεση με το εβραϊκό Πάσχα. Την σύνδεση αυτή τόσο οι Ευαγγελικές μαρτυρίες (των Συνοπτικών και του κατά Ιωάννην), όσο και η ίδια η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, την θεωρούν αυτονόητη.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έθεσε το 1920 επί τάπητος το αίτημα όλες οι Εκκλησίες να χρησιμοποιούν ένα κοινό ημερολόγιο, ώστε οι χριστιανοί σε Ανατολή και Δύση να εορτάζουν τις μεγάλες χριστιανικές γιορτές από κοινού. Ωστόσο, οι διχαστικές αντιδράσεις κατά της υιοθέτησης ενός νέου ημερολογίου και νέου υπολογισμού του Πάσχα κατέληξαν σε συμβιβασμό, που επέτρεψε στις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες να επιλέξουν είτε το Παλαιό Ημερολόγιο (Ιουλιανό) είτε το Νέο (Γρηγοριανό) για τη ρύθμιση του εκκλησιαστικού έτους, αλλά διατήρησε το Παλαιό Ιουλιανό Ημερολόγιο και τους επιστημονικούς υπολογισμούς που βασίζονται σε αυτό για τον προσδιορισμό των ημερομηνιών του Πάσχα
Η Σύνοδος της Νίκαιας λύνοντας τα πρακτικά προβλήματα των διαφορετικών εορτασμών μεταξύ των χριστιανικών κοινοτήτων στις αρχές του Δ΄ μ.Χ. αι. (Συρίας, Κιλικίας, Μεσοποταμίας), θέσπισε ότι το Πάσχα απλώς δεν θα συνεορτάζεται με το εβραϊκό Πάσχα, την ίδια δηλαδή ημέρα με την εαρινή πανσέληνο, την 14η/15η δηλαδή του εβραϊκού Νισάν. Αντίθετα, αποφασίζοντας για τον εορτασμό του Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, το συνέδεε για πάντα με το Εβραϊκό Πάσχα, χωρίς βέβαια και να το ταυτίζει. Και το κυριότερο, αποφάσισε να εορτάζεται ανεξάρτητα από τα διάφορα ημερολόγια (σεληνιακά ως επί το πλείστον την εποχή εκείνη), αλλά με βάση αποκλειστικά τα αστρονομικά επιστημονικά δεδομένα(εαρινής ισημερίας και πανσελήνου). Γι’ αυτό και η Εκκλησία ανέθεσε στο Πατριαρχείο της Αλεξάνδρειας, κορυφαίο κέντρο αστρονομίας στον αρχαίο κόσμο, να προσδιορίζει τον ακριβή χρόνο εορτασμού του Πάσχα, πράγμα που το 455 μ.Χ. αποδέχτηκε και ο δυναμικός Πάπας Ρώμης Λέων ο Μέγας, εκ των εισηγητών του παπικού πρωτείου, παρότι υπό πάντων αναγνωριζόταν ως πρώτος τη τάξει.
Η εαρινή ισημερία που χρησιμοποιείται σήμερα από την Ορθόδοξη Εκκλησία για τον υπολογισμό του Πάσχα δεν είναι η πραγματική αστρονομική ισημερία, ούτε η πανσέληνος που πρέπει να ακολουθήσει το Πάσχα (σύμφωνα με την απόφαση της Νίκαιας) είναι η πραγματική, αστρονομική πανσέληνος. Με απλά λόγια, το καλύτερο διαθέσιμο ημερολόγιο και η καλύτερη διαθέσιμη επιστήμη δεν χρησιμοποιούνται πλέον για τον υπολογισμό του Πάσχα. Κι αυτό οδηγεί τους Ορθόδοξους σε πασχάλιους υπολογισμούς, που συχνά δεν είναι συγχρονισμένοι με τα πραγματικά αστρονομικά δεδομένα (εαρινής ισημερίας και πανσελήνου), με αποτέλεσμα συχνά, όπως φέτος, το Πάσχα να εορτάζεται πολύ αργότερα την άνοιξη! Όπως υποστήριξαν οι φυσικοί επιστήμονες, φέτος καταστρατηγείται όχι μόνον το πνεύμα της συνόδου (κοινός εορτασμός), αλλά και οι ρυθμιστικές της αποφάσεις (εαρινή ισημερία, πρώτη και όχι …πέμπτη Κυριακή, και πρώτη και όχι δεύτερη πανσέληνος).
Φέτος η διαφορά είναι ένας ολόκληρος μήνας. Το Δυτικό Πάσχα υπολογίστηκε να εορτάζεται την 4η Απριλίου, ενώ το Ορθόδοξο Πάσχα ένα μήνα μετά (με βάση το Ιουλιανό ημερολόγιο στις 2 Μαΐου). Κι αυτό, όπως επιβεβαίωσαν οι φυσικοί επιστήμονες, παρά το γεγονός ότι σήμερα οι επιστημονικές μέθοδοι έχουν προχωρήσει σημαντικά, ώστε να γνωρίζουμε αξιόπιστα τις ημερομηνίες της εαρινής ισημερίας και της πανσελήνου για κάθε δεδομένο έτος. Αντίθετα, η Ορθόδοξη Εκκλησία επιμένει να χρησιμοποιεί έναν σύνθετο μαθηματικό τύπο για τον υπολογισμό του Πάσχα χρησιμοποιώντας το πιο ανακριβές ημερολόγιο (επί του παρόντος 13 ημέρες πίσω από το Γρηγοριανό, και στην ουσία, με βάση τα ακριβή αστρονομικά δεδομένα, 14 μέρες) και έναν αναξιόπιστο μαθηματικό αλγόριθμο για τον υπολογισμό προσέγγισης της πανσελήνου, βάσει ενός απηρχαιωμένου σεληνιακού κύκλου 19 ετών (τον Μετώνειο κύκλο).
Κοινός Εορτασμός του Πάσχα: Όραμα και Πραγματικότητα
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έθεσε το 1920 επί τάπητος το αίτημα όλες οι Εκκλησίες να χρησιμοποιούν ένα κοινό ημερολόγιο, ώστε οι χριστιανοί σε Ανατολή και Δύση να εορτάζουν τις μεγάλες χριστιανικές γιορτές από κοινού. Ωστόσο, οι διχαστικές αντιδράσεις κατά της υιοθέτησης ενός νέου ημερολογίου και νέου υπολογισμού του Πάσχα κατέληξαν σε συμβιβασμό, που επέτρεψε στις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες να επιλέξουν είτε το Παλαιό Ημερολόγιο (Ιουλιανό) είτε το Νέο (Γρηγοριανό) για τη ρύθμιση του εκκλησιαστικού έτους, αλλά διατήρησε το Παλαιό Ιουλιανό Ημερολόγιο και τους επιστημονικούς υπολογισμούς που βασίζονται σε αυτό για τον προσδιορισμό των ημερομηνιών του Πάσχα, που όπως αναφέραμε δημιούργησε αν μη τι άλλο θέματα πλήρους αναξιοπιστίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.
Με επικείμενη, λοιπόν, σε 4 χρόνια, το 2025, την 1700ή επέτειο της συνόδου της Νίκαιας, η οποία προσδιόρισε τον κοινό εορτασμό του Πάσχα, είναι καιρός οι Ορθόδοξοι χριστιανοί να ακολουθήσουν την παρακαταθήκη του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να αρχίσουν και πάλι να συζητούν αυτό το σημαντικό θέμα του υπολογισμού ενός κοινού εορτασμού του Πάσχα από όλους του χριστιανούς, πέρα από οποιεσδήποτε προκαταλήψεις και παρερμηνείες των ιστορικών και κανονικών δεδομένων. Ενός υπολογισμού που σύμφωνα με το πνεύμα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου απαιτεί την χρήση ενός ακριβέστερου ημερολογίου, πέραν του Ιουλιανού (παλαιό) και Γρηγοριανού (εν χρήσει σήμερα από τις περισσότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες για τις ακίνητες εορτές), καθώς και ακριβέστερων επιστημονικών (αστρολογικών) υπολογισμών.
Του ζητήματος επιλήφθηκαν σχετικά πρόσφατα από κοινού το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και το Συμβούλιο των Εκκλησιών της Μέσης Ανατολής, το 1997, που με τη σύμφωνη γνώμη και στήριξη της Αγίας Έδρας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οργάνωσαν Οικουμενική Συνδιάσκεψη στο Χαλέπι της Συρίας με αποκλειστικό θέμα τον κοινό εορτασμό του Πάσχα. Είχαν βέβαια προηγηθεί, εκτός της Πανορθόδοξης Συνόδου του 1923, και η οικουμενική συνδιάσκεψη του Chambésy, το 1970, που έθετε ως βασική προτεραιότητα τη θρησκευτική έννοια της εορτής του Πάσχα και την χριστιανική ενότητα, αλλά και η προπαρασκευαστική της Πανορθοδόξου Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, το 1977, με τη συμμετοχή και κορυφαίων Ορθοδόξων θετικών επιστημόνων.
Η πρόταση της συνδιάσκεψης του Χαλεπίου ήταν η διατήρηση της οικουμενικής απόφασης της Νίκαιας, ότι δηλαδή το Πάσχα θα έπρεπε να εορτάζεται την Κυριακή μετά την πρώτη εαρινή πανσέληνο. Παράλληλα, για τον υπολογισμό των αστρονομικών δεδομένων (εαρινή ισημερία και πανσέληνος) θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα πιο ακριβή επιστημονικά δεδομένα. Τέλος, για πρώτη φορά προτείνεται για τον προσδιορισμό της εαρινής πανσελήνου να ληφθεί ως βάση ο μεσημβρινός της Ιερουσαλήμ, του τόπου δηλαδή του σταυρικού θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού.
Πιο ουσιαστική εντούτοις ήταν η θεολογική τεκμηρίωση της συμβιβαστικής (χωρίς την χρήση ούτε του ιουλιανού ούτε του γρηγοριανού ημερολογίου, αλλά ενός τρίτου επιστημονικού, ακριβέστερου και από το γρηγοριανό) και οικουμενικής αυτής πρότασης, που επεξεργάστηκαν από κοινού και οι τρείς μεγάλες οικογένειες της χριστιανικής πίστεως. Πρώτον, η Εκκλησία δεν θα πρέπει να λησμονεί την προέλευσή της, συμπεριλαμβανομένου και του στενού δεσμού μεταξύ του βιβλικού (εβραϊκού) Πάσχα και του πάθους και της αναστάσεως του Χριστού. Ενός συνδέσμου δηλαδή που αντανακλά τη συνολική πορεία της ιστορίας της σωτηρίας, δηλαδή της θείας οικονομίας. Κατά την εκτίμηση της συνδιάσκεψης, μια καθορισμένη ημερομηνία (ακίνητη δηλαδή εορτή, όπως κατά καιρούς προτάθηκε) θα αποδυνάμωνε αυτόν τον σύνδεσμο, εξαλείφοντας οποιαδήποτε αναφορά στα βιβλικά πρότυπα για τον υπολογισμό του Πάσχα.
Και δεύτερον, δεν θα πρέπει να αγνοείται η κοσμική διάσταση του χριστιανικού Πάσχα. Μέσω της αναστάσεως του Χριστού, ο ήλιος, η σελήνη και όλα τα κοσμικά στοιχεία αποκαθίστανται στην αρχική τους ακεραιότητα προκειμένου να δηλώνουν τη δόξα του Θεού (πρβλ. Ψαλμ. 18:1· Ψαλμ. 148:3), ενώ παράλληλα αποκαλύπτεται και η στενή σχέση ανάμεσα στη δημιουργία και την αναδημιουργία, την ενανθρώπιση δηλαδή και την απολύτρωση, ως αδιαχώριστων πτυχών της αποκάλυψης του Θεού.
Δυστυχώς οι σκέψεις αυτές και οι συστάσεις προς τις εκκλησίες και χριστιανικές κοινότητες να επεξεργαστούν περαιτέρω τα πορίσματα της συνδιάσκεψης του Χαλεπίου δεν εισακούστηκαν μέχρι σήμερα. Και για μας τους Ορθοδόξους, με επιμονή των αυτοκεφάλων εκκλησιών που ακολουθούν και στις ακίνητες εορτές το ιουλιανό ημερολόγιο (κυρίως μέχρι και πρόσφατα της Ρωσικής), αποσύρθηκε από την ημερήσια διάταξη της Πανορθοδόξου Συνόδου το θέμα του ημερολογίου.
Με επικείμενη, λοιπόν, σε 4 χρόνια, το 2025, την 1700ή επέτειο της συνόδου της Νίκαιας, η οποία προσδιόρισε τον κοινό εορτασμό του Πάσχα, είναι καιρός οι Ορθόδοξοι χριστιανοί να ακολουθήσουν την παρακαταθήκη του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να αρχίσουν και πάλι να συζητούν αυτό το σημαντικό θέμα του υπολογισμού ενός κοινού εορτασμού του Πάσχα από όλους του χριστιανούς, πέρα από οποιεσδήποτε προκαταλήψεις και παρερμηνείες των ιστορικών και κανονικών δεδομένων. Ενός υπολογισμού που σύμφωνα με το πνεύμα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου απαιτεί την χρήση ενός ακριβέστερου ημερολογίου, πέραν του Ιουλιανού (παλαιό) και Γρηγοριανού (εν χρήσει σήμερα από τις περισσότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες για τις ακίνητες εορτές), καθώς και ακριβέστερων επιστημονικών (αστρολογικών) υπολογισμών.
Η Ανάσταση του Χριστού ως «εορτή εορτών» και «πανήγυρις πανηγύρεων» συνιστά την πλέον αποφασιστική απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τον φόβο του θανάτου και την κυριαρχία του διαβόλου. Είναι η αρχή της νέας δημιουργίας και η διασφάλιση της παγκοσμιότητας της σωτηρίας των ανθρώπων με την βεβαιότητα της πνευματικής αναστάσεως των νεκρών. Ορθά λοιπόν η Εκκλησία, για να διαφυλάξει την παγκοσμιότητα της σωτήριας και απελευθέρωσης των ανθρώπων από τον φόβο του θανάτου, επέβαλε κοινό εορτασμό του Πάσχα, κι έτσι καθιέρωσε το «Ορθόδοξο» (ομολογιακά και ουσιαστικά) Πάσχα να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την – αστρολογικά/επιστημονικά αποδεδειγμένα – πρώτη πανσέληνο, μετά την εαρινή ισημερία.
Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, άλλωστε, έχει θεσμοθετήσει σε ύψιστο δογματικό επίπεδο, ότι «διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἡ ἱκανότης πρός ἐπιστημονικήν ἔρευναν τοῦ κόσμου ἀποτελεῖ θεόσδοτον δῶρον εἰς τόν ἄνθρωπον» (Η Αποστολή, παρ.11). Στο δε Μήνυμά της (παρ. 7) urbi et orbi διαβεβαίωσε ότι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποφεύγει τήν κηδεμονία τῆς ἐπιστημονικῆς ἀναζητήσεως καί δέν λαμβάνει θέση πάνω σέ κάθε ἐπιστημονικό ἐρώτημα. Εὐχαριστεῖ τόν Θεό πού δωρίζει στούς ἐπιστήμονες τό χάρισμα νά ἀποκαλύπτουν ἄγνωστες πτυχές τῆς θείας Δημιουργίας. Ἡ σύγχρονη ἀνάπτυξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν καί τῆς τεχνολογίας ἐπιφέρει ριζικές ἀλλαγές στή ζωή μας. Προσφέρει σημαντικές εὐεργεσίες ὅπως εἶναι ἡ διευκόλυνση τοῦ καθημερινοῦ βίου».
Η Ανάσταση του Χριστού ως «εορτή εορτών» και «πανήγυρις πανηγύρεων» συνιστά την πλέον αποφασιστική απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τον φόβο του θανάτου και την κυριαρχία του διαβόλου. Είναι η αρχή της νέας δημιουργίας και η διασφάλιση της παγκοσμιότητας της σωτηρίας των ανθρώπων με την βεβαιότητα της πνευματικής αναστάσεως των νεκρών. Ορθά λοιπόν η Εκκλησία, για να διαφυλάξει την παγκοσμιότητα της σωτήριας και απελευθέρωσης των ανθρώπων από τον φόβο του θανάτου, επέβαλε κοινό εορτασμό του Πάσχα, κι έτσι καθιέρωσε το «Ορθόδοξο» (ομολογιακά και ουσιαστικά) Πάσχα να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την – αστρολογικά/επιστημονικά αποδεδειγμένα – πρώτη πανσέληνο, μετά την εαρινή ισημερία.
Ο Πέτρος Βασιλειάδης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, Επίτιμος Πρόεδρος του Κέντρου Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών «Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου» (CEMES) και της Παγκόσμιας Συνομοσπονδίας Θεολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (WOCATI).
Το εικαστικό της ανάρτησης προέρχεται από χειρόγραφο της Βίβλου του 12ου αιώνα (Κώδικας Vindobonensis 2554), το οποίο φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας, στη Βιέννη.