Γεννήθηκε στα Μάγδαλα. Ένα μικρό χωριό στα χρόνια της, αλλά σπουδαίο κάποτε. Σοφοί άνθρωποι τo κατοικούσαν, πιστοί στο Θεό και φιλελεύθεροι όπως σε όλη τη Γαλιλαία. Μαγκντάλ τo ονόμασαν οι Άραβες που πάει να πει «πύργος» που μπορεί να σημαίνει ότι υπήρχε ένα μεγάλο κτίριο πράγμα που είναι δύσκολο ή ότι στεκόταν σαν πύργος στην περιοχή ως ορόσημο. Λίγο μετά τη γέννησή της ο Τιβέριος θεμελίωνε πέντε χιλιόμετρα πιο μακριά την Τιβεριάδα που έμελλε να γίνει η τέταρτη ιερή πόλη του Ισραήλ και να συγκεντρώσει τα καλύτερα μυαλά από την περιοχή. Εκεί θα γραφούν η Μισνά και το Παλαιστιανικό Ταλμούδ, εκεί θα μεταφερθεί και το Σαχεντρίν το μεγάλο συνέδριο μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ.
Πλούτος υλικός και πνευματικός είχε μαζευτεί στην περιοχή. Στα Μάγδαλα γεννήθηκε η Μαρία. Πλούσιοι οι γονείς της και πιστοί. Φαίνεται από το όνομα που διάλεξαν, Μυριάμ, για το οποίο λέγεται ότι προέρχεται από την Αίγυπτο και που πρώτη φορά το βρίσκουμε ως όνομα της αδελφής του Μωυσή, το οποίο μπορεί και να σημαίνει «αγαπημένη του Θεού». Πολλά πράγματα δεν ξέρουμε για τη ζωή αυτής της γυναίκας που ακολούθησε τον Ιησού σε όλη του την πορεία και τη διδασκαλία πάνω στη γη αλλά κι αργότερα στους ουρανούς της δόξας του. Πολλά δεν ξέρουμε αλλά αν κοιτάξεις μέσα από τις γραμμές του Ευαγγελίου θα τη βρεις εκεί γεμάτη ταπεινή ζωντάνια να μας μιλάει ακόμα.
Μας διασώζει ο Λουκάς ότι η Μαρία η Μαγδαληνή είχε επτά δαιμόνια που της έβγαλε ο Ιησούς. (Λκ. 8:2). Δηλαδή ήταν μια γυναίκα που αναζητούσε τον Θεό που αγαπούσε. Αυτόν έψαχνε μια ζωή. Αυτόν έψαχνε στα βιβλία, στις προσευχές και στην τήρηση των εντολών. Αυτόν προσπαθούσε να βρει. Αλλά απ’ ό,τι φαίνεται ειρήνη στην ψυχή της δεν είχε. Τα δαιμόνια είναι τα πάθη που εισχωρούν μέσα στην ψυχή και δεν την αφήνουν πραγματικά να αναπνεύσει. Η ζωή της πέρασε μέσα στην τήρηση των εντολών. Κι όσο τηρούσε τις εντολές τόσο ένιωθε μέσα της σκοτάδι. Μια ζωή με νόμους αλλά χωρίς Θεό είναι μια ζωή δυσβάσταχτη. Δεν διασώζεται το όνομα ενός άντρα, δεν διασώζεται ούτε γάμος ούτε παιδιά γιατί οποίος δεν μπορεί να νοιώσει ειρήνη στην καρδιά του, σ’ όποιον μαίνεται ο πόλεμος εντός του είναι αδύνατον να ανοιχτεί στον άλλον, τον διαφορετικό, τον ξένο που δεν θα γίνει ποτέ άνθρωπος δικός του.
Μια μέρα άκουσε ότι ο Ιησούς, ο επονομαζόμενος Μεσσίας, θα ήταν στην περιοχή της Γαλιλαίας. Ρώτησε να μάθει ποιος είναι ο δάσκαλος Ιησούς, της έδειξαν. Αν τη ρωτούσες τι είδε δεν θα μπορούσε να πει. Αν έλεγε «αγάπη», η λέξη ήταν μικρή, το νόημά της φθαρμένο. Στην πραγματικότητα ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή της ακέραια, γεμάτη, ολόκληρη, μακάρια όπως έλεγαν οι ψαλμοί που αγαπούσε. Κι ένιωσε έτσι όχι γιατί τήρησε τις εντολές, όχι γιατί έκανε κάτι η ίδια αλλά γιατί Αυτός την κοίταξε και στο βλέμμα Του συνάντησε όλη τη χαμένη ζωή της, όλη την διεσπαρμένη σε κομμάτια ζωή της κι ένιωσε να φεύγει από πάνω της όλο το βάρος των χρόνων, η εικόνα ενός φοβερού Θεού και να εισέρχεται Αυτός σαν ζωή και αλήθεια.
Μέχρι που άκουσε γι’ Αυτόν. «Είναι δάσκαλος», «κάνει θαύματα» της είπαν. «Είναι ο Μεσσίας», έλεγαν οι άλλοι. Γελούσε. Τόσοι και τόσοι θεραπευτές περνούσαν εκείνες τις μέρες. Τα θαύματα έκαναν βόλτα στα αυτιά των Ισραηλιτών. Δεν πίστευε στα θαύματα. Κι αν ήταν ο Μεσσίας, τρόμαζε ακόμα περισσότερο. Χρισμένος από τον Θεό, αυτόν τον Θεό τον Ελ-Σαντάι, τον Αδωνάϊ Τσεβαώθ, που κάθεται στο ύψος του ουρανού μοιράζοντας τιμωρίες. Αυτόν τον Θεό τον φοβόταν. Τον έψαχνε αλλά στην πραγματικότητα δεν Τον ήθελε. Αυτός ο Θεός της είχε μαυρίσει τη ζωή. Γι’ αυτό ήθελε να Τον βρει για να Τον δικάσει. Αυτή η Μαρία από τα Μάγδαλα, μια γυναίκα, ήθελε να δικάσει αυτόν τον φοβερό Θεό, αυτόν που ντρεπόταν από μικρή, αυτόν που νόμιζε ότι είχε προκαλέσει τα δαιμόνια στην ψυχή της.
Οι φήμες όμως όλο και μεγάλωναν. Είχε κάτι αυτός ξυλουργός από την Γαλιλαία, που τον έκανε διαφορετικό. Αυτή αντιστεκόταν. Δεν μπορούσε να πιστέψει. Ποιος ήταν στο κάτω-κάτω: ένας μικρότερος από αυτή στην ηλικία, περιπλανώμενος, ούτε ρούχα να αλλάξει δεν είχε. Δεν ήταν δυνατόν να έχει τις απαντήσεις Αυτός για τη ζωή της. Άλλωστε το βάρος της ζωής δεν φεύγει με ομιλίες και ευχολόγια.
Μια μέρα άκουσε ότι ο Ιησούς, ο επονομαζόμενος Μεσσίας, θα ήταν στην περιοχή της Γαλιλαίας. Στην αρχή αρνήθηκε. Μετά κατάλαβε ότι σχεδόν όλοι από τα Μάγδαλα θα πήγαιναν να τον ακούσουν. Ο γείτονάς της πήρε μαζί του τον τυφλό αδελφό του, ο διπλανός ξεκίνησε με δύο πατερίτσες. Πήρε απόφαση να πάει εκεί να Τον ακούσει. Να Τον βρει δεν ήταν δύσκολο. Πλήθη πήγαιναν να Τον συναντήσουν. Πήγε κι αυτή μαζί τους. Όταν έφτασε εκεί που ήταν συγκεντρωμένος ο κόσμος περίμενε να Τον δει όπως έκαναν οι θεραπευτές και οι ρήτορες να είναι ψηλά σ’ ἐναν βράχο και να τους μιλάει κουνώντας τα χέρια και φωνάζοντας. Δεν είδε τίποτε. Ρώτησε να μάθει ποιος είναι ο δάσκαλος Ιησούς, της έδειξαν. Έστρεψε το κεφάλι και Τον είδε να χαϊδεύει ένα παιδί. Εκείνη την ώρα την κοίταξε. Δεν έκανε λάθος, εκείνη κοίταξε και την κοίταξε ίσια στα μάτια. Το βλέμμα εκείνο μπήκε στην καρδιά της κι όπως μπαίνει ήλιος σε ένα σκοτεινό δωμάτιο άρχισε πραγματικά να βλέπει. Αν τη ρωτούσες τι είδε δεν θα μπορούσε να πει. Αν έλεγε «αγάπη», η λέξη ήταν μικρή, το νόημά της φθαρμένο. Στην πραγματικότητα ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή της ακέραια, γεμάτη, ολόκληρη, μακάρια όπως έλεγαν οι ψαλμοί που αγαπούσε. Κι ένιωσε έτσι όχι γιατί τήρησε τις εντολές, όχι γιατί έκανε κάτι η ίδια αλλά γιατί Αυτός την κοίταξε και στο βλέμμα Του συνάντησε όλη τη χαμένη ζωή της, όλη την διεσπαρμένη σε κομμάτια ζωή της κι ένιωσε να φεύγει από πάνω της όλο το βάρος των χρόνων, η εικόνα ενός φοβερού Θεού και να εισέρχεται Αυτός σαν ζωή και αλήθεια.
αυτός ήταν που μετέτρεψε τη ζωή της σε ένα πανηγύρι χαράς κι ελπίδας. Ήταν εκεί όταν Του έφεραν την είδηση για το θάνατο του Λαζάρου. Περπάτησε μαζί Του τις τέσσερις ημέρες που τον χώριζαν από το μνήμα του. Μύρισε την αποφορά του σαπισμένου σώματος κι όταν τον άκουσε να λέει «δεύρο έξω» (Ιω. 11:43) δεν είχε καμία αμφιβολία. Γιατί πλέον το ήξερε ότι Αυτός ήταν η Ζωή και η Ανάσταση και η Ελπίδα. Το ήξερε η ψυχή της και η ζωή της ολόκληρη.
Όλη τη μέρα καθόταν κοντά Του και τον έβλεπε. Λέξη δεν αντάλλαξαν αλλά ένιωθε πως ό,τι έκανε κι ό,τι έλεγε το έλεγε για αυτήν. Είδε τυφλούς να βλέπουν και όχι μόνο κυριολεκτικά τυφλούς, που πραγματικά δεν έβλεπαν αλλά και ανθρώπους, όπως αυτή, γεμάτους δαιμόνια, δηλαδή χωρισμένους από τον κόσμο, να στέκονται γύρω του γεμάτοι χαρά και συμπόνια για το διπλανό τους. Γιατί το δαιμόνιο σε χωρίζει από τους άλλους, το ήξερε, και σε αφήνει μέσα σε μια απέραντη μοναξιά και αυτό το ήξερε και έβλεπε το θαύμα που έζησε η ίδια και στους άλλους. Αυτούς τους ξένους, που κοιτούσαν με μάτια γεμάτα υποψία ο ένας για τον άλλον να αγκαλιάζονται, να μιλούν για πράγματα απλά αλλά και δύσκολα. Είδε τον γείτονά της να γελάει με τον αδελφό του που έβλεπε για πρώτη φορά το πρόσωπό του. Είδε τον άλλον που ήρθε με τις πατερίτσες να τις χαρίζει και να γελάει και να αγκαλιάζει όλον τον κόσμο. Η μέρα περνούσε η νύχτα ερχόταν αλλά το πανηγύρι δεν σταματούσε. Ήταν ένα πανηγύρι που δεν είχε ξαναζήσει ποτέ στη ζωή της. Κι Αυτός συνέχιζε να την κοιτάζει κι αυτή ένιωθε ότι για πρώτη φορά στη ζωή της ζούσε…
Ήρθε το βράδυ και κανένας δεν ήθελε να φύγει. Όταν ο Ιησούς μιλούσε η σιωπή ήταν απόλυτη μπορούσες να ακούσεις ακόμα και τα κύματα στην Τιβεριάδα, πολύ μακριά από τον λόφο. Λίγα πράγματα θυμάται από αυτά που είπε αλλά ένιωθε ότι τα λόγια του γίνονται ψωμί μέσα της, ότι γίνονται ζωή. Κι όταν σταμάταγε άρχιζε πάλι το πανηγύρι της χαράς. Είδε τον εαυτό της να έχει στην αγκαλιά ένα μικρό που η μάνα της το άφησε για λίγο κι ένιωσε τόση αγάπη γι’ αυτό το παιδί και για την μάνα του και για τον γείτονά της που όλο μάλωναν. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε αυτό το πανηγύρι και κανείς δεν ήθελε να φύγει από κοντά του. Δεν ήταν ότι Αυτός έλεγε κάποιες αλήθειες αλλά όλοι ένιωθαν ότι ο ίδιος ήταν η Αλήθεια και η Ζωή και δεν ήταν ανάγκη να μιλάει, δεν ήταν ανάγκη να κάνει θαύματα αλλά μονάχα να βρίσκεσαι εκεί μαζί του.
Βράδιαζε, ήρθε η τρίτη μέρα και τότε Τον άκουσε που φώναξε τους δώδεκα, τους μαθητές του. Άκουσε που τους είπε «Σπλαχνίζομαι αυτόν τον κόσμο, τρείς μέρες τώρα είναι μαζί μου. Και δεν έχουν τι να φάνε» (Πρβλ. Μτ. 14:14) . Κανείς δεν είχε νιώσει ότι πέρασαν μέρες, αλλά κανείς δεν ένιωθε πείνα. Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε. Διαισθάνθηκε ότι κάτι μεγάλο θα συνέβαινε. Τον άκουσε που ρώτησε «Πόσα ψωμιά έχετε;» (Μκ. 6:38)κι άκουσε που του είπανε «Εφτά ψωμιά και λίγα ψαράκια» (Πρβλ. Λκ 9:13). Όλοι Τον άκουγαν. Όλοι σιωπούσαν. Τον άκουσαν που τους είπε να καθίσουν κάτω και Τον είδαν να υψώνει τα χέρια και να ευχαριστεί τον Θεό για όλα τα αγαθά που τους δίνει. Δεν παρακάλεσε. Ευχαρίστησε για τη ζωή, για την ευκαιρία να είναι μαζί, για τη χαρά, για την ελπίδα, για την καλοσύνη για την αγάπη που μπορούν και μοιράζονται. Κι όταν τελείωσε είπε να τα μοιράσουν και τα μοίρασαν. Κι έφαγαν τέσσερις χιλιάδες γιατί ήταν ο ίδιος που μοιράστηκε, κι Αυτός ό,τι μοιράζει αυξάνει και δεν μειώνεται. Εφτά καλάθια περίσσεψαν. Γιατί η δική του η Χαρά, η δική του Ειρήνη είναι σαν το ζωντανό ποτάμι, που παραδίνει τα πάντα στην αφθονία της Αγάπης Του.
Από τότε η Μαρία από τα Μάγδαλα ήταν μαζί του. Περπάτησε στην σκιά του όπως η μητέρα Του. Μαζί του ήταν στο ταξίδι στην Ιερουσαλήμ, με την Μαρία του Κλωπά, την Ιωάννα την γυναίκα του Χουζά, με την Μαρία την μητέρα του Ιακώβου του μικρού, την Σαλώμη, μητέρα των γιών του Ζεβεδαίου, και την Σωσάννα. Ήταν μαζί τους όταν ελευθέρωσε τον βουβό δαιμονισμένο και το πλήθος έκλαιγε από χαρά κι αυτή μέσα από την δική της χαρά φώναξε «Χαρά στη μάννα που σε γέννησε και σε θήλασε» (Λκ. 11:27) και το φώναξε γιατί δεν είχε άλλο τρόπο να μοιραστεί αυτή τη χαρά που ένοιωθε κοντά του. Γιατί αυτός ήταν που μετέτρεψε τη ζωή της σε ένα πανηγύρι χαράς κι ελπίδας. Ήταν εκεί όταν Του έφεραν την είδηση για το θάνατο του Λαζάρου. Περπάτησε μαζί Του τις τέσσερις ημέρες που τον χώριζαν από το μνήμα του. Μύρισε την αποφορά του σαπισμένου σώματος κι όταν τον άκουσε να λέει «δεύρο έξω» (Ιω. 11:43) δεν είχε καμία αμφιβολία. Γιατί πλέον το ήξερε ότι Αυτός ήταν η Ζωή και η Ανάσταση και η Ελπίδα. Το ήξερε η ψυχή της και η ζωή της ολόκληρη.
Γιατί όταν δεις τον πραγματικό Θεό, όταν φας από τα χέρια Του, όταν τα μάτια σου συναντηθούν με τα δικά Του δεν μπορείς ποτέ να είσαι ο ίδιος. Γίνεσαι εσύ το όχημα της χαράς και της ελπίδας του Θεού στον κόσμο. Έτσι αυτό το κορίτσι από τα Μάγδαλα που ήταν ταλαιπωρημένη από έναν Θεό που οι άνθρωποι τον προβάλλαν ως εκδικητή, άγριο και απόμακρο, μόλις συνάντησε τον ταπεινό Θεό της χαράς και της αγάπης, έγινε ένα όχημα ελπίδας για να μπορούν να κάθονται οι κουρασμένοι και να μεταφέρουν με ειρήνη την ύπαρξή τους στα δικά Του πόδια.
Ήταν μαζί Του σε εκείνες τις δύσκολες ώρες του δείπνου, της προσευχής, της Γεθσημανή, της προδοσίας. Όταν σχεδόν όλοι οι μαθητές διασκορπίσθηκαν, αυτή έμεινε εκεί δίπλα Του. Ήταν μαζί Του στην ώρα του σταυρού. Αυτή τη στιγμή που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι Αυτός που ανέστησε νεκρούς, έδωσε το φως σε τυφλούς, έκανε ανάπηρους ανθρώπους να περπατήσουν, αλλά κυρίως Αυτός που έδωσε ελπίδα σ’ αυτόν τον διψασμένο κόσμο, ότι ήταν εκεί στο σταυρό αιμορραγώντας, πεθαίνοντας. Εκείνη την νύχτα αισθάνθηκε όπως ο χειρουργημένος που του έχουν κόψει το πόδι αλλά ακόμα το νιώθει. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό το ακατανόητο: να σβήνει για πάντα ο ήλιος του κόσμου κι αυτή να συνεχίζει να υπάρχει. Βρήκε κουράγιο και με τη μητέρα Του έριξαν μύρο στο σώμα Του, τον σκέπασαν με αλόη όπως θα σκέπαζε η μάνα το άρρωστο παιδί της. Κι εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε Τον έβλεπε να την κοιτάζει όπως την κοίταξε για πρώτη φορά σε εκείνο τον λόφο της Γαλιλαίας τότε αισθάνθηκε το χέρι της μητέρας Του δίπλα της. Άκουσε μόνο το «πάμε». Ήθελαν να Τον δούνε ακόμα μια φορά, να ρίξουν μύρο στις πληγές Του, όπως αυτός έκανε στις πληγές αυτού του κόσμου αλλά δεν Τον βρήκανε εκεί. Εκεί ήταν μόνο ένα παλικάρι με το μνημείο κενό. «Τι ζητάτε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς» (Λκ. 24:5), και δεν τον αναγνώρισε, αυτή τότε του απάντησε «Κύριε, αν τον πήρες εσύ, πες μου που τον έβαλες, κι εγώ θα τον πάρω από ‘κει» (Ιω. 20:15) κι έκλαιγε. Τότε άκουσε την φωνή Του να της λέει «Μαρία», και σήκωσε τα μάτια της και είδε πάλι εκείνο το βλέμμα που αντίκρισε εκείνη τη φορά στην Τιβεριάδα «Δάσκαλε μου» πρόλαβε να πει (Ιω. 20:16). Τότε έτρεξε λένε τα Ευαγγέλια στους μαθητές. «Είδα τον Κύριο» (Ιω. 20:18) τους είπε και δεν την πίστεψαν. Μέχρι που Τον είδαν ζωντανό και κατάλαβαν τι ήθελε να πει αυτή η Μαρία από τα Μάγδαλα, αυτή που αγαπούσε τον Θεό με όλη την καρδιά της μέχρι που ο Θεός συνάντησε τα μάτια της κι άλλαξε τη ζωή και ο κόσμος ολόκληρος.
Και αυτή τη χαρά μετέφερε η Μαρία στον κόσμο. Περπάτησε στη Γαλατία, τη Συρία, την Αίγυπτο, τη Φοινίκη, την Παμφυλία και ποιος ξέρει σε πόσες άλλες χώρες. Γιατί όταν δεις τον πραγματικό Θεό, όταν φας από τα χέρια Του, όταν τα μάτια σου συναντηθούν με τα δικά Του δεν μπορείς ποτέ να είσαι ο ίδιος. Γίνεσαι εσύ το όχημα της χαράς και της ελπίδας του Θεού στον κόσμο. Έτσι αυτό το κορίτσι από τα Μάγδαλα που ήταν ταλαιπωρημένη από έναν Θεό που οι άνθρωποι τον προβάλλαν ως εκδικητή, άγριο και απόμακρο, μόλις συνάντησε τον ταπεινό Θεό της χαράς και της αγάπης, έγινε ένα όχημα ελπίδας για να μπορούν να κάθονται οι κουρασμένοι και να μεταφέρουν με ειρήνη την ύπαρξή τους στα δικά Του πόδια.
Την εικόνα της σε πολλές αφηγήσεις την άλλαξαν γιατί εμείς οι άνθρωποι τρομάζουμε με τόσο φως. Η Μαρία από τα Μάγδαλα, η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή και Ισαπόστολος, είναι ένα από τα πιο παρεξηγημένα πρόσωπα της Καινής Διαθήκης. Ενώ υπήρξε παρθένος και απολύτως ενάρετη, πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να την συγχέουν με την πόρνη που άλειψε με μύρο τα πόδια του Ιησού ή ακόμη και με την μοιχαλίδα (Λκ. 7:36-50 & Μτ. 26:6-16).
Την Μαρία τη Μαγδαληνή δεν θα την βρούμε στα συναξάρια και στις ιστορίες. Θα την βρούμε στα μάτια κάθε γυναίκας, κάθε ανθρώπου που κοιτάζει με Ελπίδα και Αγάπη αυτόν τον κόσμο. Γιατί σε αυτά τα μάτια είναι που κατοικεί ο Χριστός και πίσω του πάντα στη σκιά από το φως Του θα στέκεται αυτή η Μαρία, η γυναίκα από τα Μάγδαλα, η απαλλαγμένη για πάντα από την ντροπή, από την ντροπή προς τους ανθρώπους και την ντροπή προς τον Θεό
Την Μαρία τη Μαγδαληνή δεν θα την βρούμε στα συναξάρια και στις ιστορίες. Θα την βρούμε στα μάτια κάθε γυναίκας, κάθε ανθρώπου που κοιτάζει με Ελπίδα και Αγάπη αυτόν τον κόσμο. Γιατί σε αυτά τα μάτια είναι που κατοικεί ο Χριστός και πίσω του πάντα στη σκιά από το φως Του θα στέκεται αυτή η Μαρία, η γυναίκα από τα Μάγδαλα, η απαλλαγμένη για πάντα από την ντροπή, από την ντροπή προς τους ανθρώπους και την ντροπή προς τον Θεό. Αυτή γίνεται και η πρώτη στη σειρά των γυναικών και των ανθρώπων, που γύρισε την πλάτη σε αυτή τη ντροπή και χώρεσε ανάμεσα στις γραμμές του Ευαγγελίου και έρχεται πάλι να μας κάνει να στραφούμε σε Αυτόν, που μας είπε «εγώ είμαι η οδός, η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14:6),ακριβώς δηλαδή αυτή την οδό, αυτή την αλήθεια και κυρίως αυτή τη ζωή πού όλοι αναζητούμε.
Ο Νίκος Α. Βαραλής είναι Δημοσιογράφος, Διευθυντής του Ρ/Σ «Ορθόδοξη Μαρτυρία» (104,00 FM) της Ι. Μητροπόλεως Δημητριάδος & Αλμυρού.
Εικαστικό θέμα: «Μη μου άπτου», 16ος αιώνας, άγνωστος Κρητικός ζωγράφος, Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας