Μέσα στην ιστορία, από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες μέχρι σήμερα και αναφορικά με τη Θεοτόκο παρατηρούμε ένα ενδιαφέρον φαινόμενο ανάδρασης ή αντικατοπτρισμού, όπου θεολογικά ζητούμενα, ιστορικές συγκυρίες αλλά και θεολογικές έριδες στέκονται αφορμή για την επεξεργασία πτυχών του προσώπου της Παναγίας, όπως αυτό διαμορφώνεται μέσα στους αιώνες. Το φαινόμενο αυτό δεν σταματά στο Βυζάντιο, όπως άλλωστε και η προσκύνηση της Παναγίας που συνεχίζεται αδιάκοπα μέχρι τις μέρες μας, νοηματοδοτούμενη από την άρρηκτη σχέση μεταξύ του ανθρώπου και της Θεοτόκου ως προστάτιδάς του.
Ο Μέγας Αθανάσιος γράφει για τη Θεοτόκο πως είναι «αδελφή μας», δηλαδή μία από εμάς, μία θνητή που μέσω της κατάφασής της στη θεία οικονομία έδωσε στον άνθρωπο τη δυνατότητα της σωτηρίας και ανέτρεψε την αρχαία αρά της ύβρεως του ανθρώπου προς τον Θεό. Τα Απόκρυφα Ευαγγέλια έρχονται να συμπληρώσουν τις «πληροφορίες» που λείπουν από τα συνοπτικά Ευαγγέλια σχετικά με τη γέννηση και το βίο της Μαρίας. Στο αβέβαιο τοπίο των χειρόγραφων παραδόσεων, η Παναγία υμνείται ως αμόλυντη και άσπιλη, αφιερωμένη στο Θεό από τα μικρά της χρόνια με όρους που επενδύουν τις λιτές ευαγγελικές αναφορές με αφηγηματικές περιγραφές, οι οποίες εντάσσουν την απλή παρθένο στο σωτηριολογικό σχέδιο της θείας οικονομίας. Τα κείμενα αυτά απετέλεσαν τη βάση για τη θέσπιση των θεομητορικών εορτών, με τη συνακόλουθη ομιλητική και υμνογραφική παράδοση, αλλά και την εικονογραφία της.
Τα επίθετα ή προσωνύμια που συνοδεύουν την Παναγία δεν ακολουθούν συγκεκριμένη τυπολογία και πολύ συχνά σημειώνεται αναντιστοιχία μεταξύ των εικονογραφικών τύπων και των επιθέτων που χρησιμοποιούνται. Η βυζαντινή αυτή παράδοση συνεχίζεται στα χρόνια που έπονται της Άλωσης και φτάνουν μέχρι τους νεότερους χρόνους. Η Θεοτόκος, ξεφεύγει από το πλαίσιο της ιστορικότητας όσο κανένα άλλο ιερό πρόσωπο του Χριστιανισμού και γίνεται μέσο κατανόησης του μυστηρίου της Σάρκωσης αλλά και σύμβολο μεσιτείας και προστασίας. Σε αυτά τα δύο διακριτά χαρακτηριστικά έμφυλης ταυτότητας που αποδίδονται στη Θεοτόκο επιλέγουμε να εστιάσουμε εδώ: από τη μία πλευρά στη στοργή, συνδεδεμένη με τον τόκο και από την άλλη στη δύναμη που αντλείται από αυτή τη σχέση αλλά και από τη δική της δυναμική συμμετοχή στην οικονομία της Σάρκωσης και της σωτηρίας.
Η Θεοτόκος, ξεφεύγει από το πλαίσιο της ιστορικότητας όσο κανένα άλλο ιερό πρόσωπο του Χριστιανισμού και γίνεται μέσο κατανόησης του μυστηρίου της Σάρκωσης αλλά και σύμβολο μεσιτείας και προστασίας. Σε αυτά τα δύο διακριτά χαρακτηριστικά έμφυλης ταυτότητας που αποδίδονται στη Θεοτόκο επιλέγουμε να εστιάσουμε εδώ: από τη μία πλευρά στη στοργή, συνδεδεμένη με τον τόκο και από την άλλη στη δύναμη που αντλείται από αυτή τη σχέση αλλά και από τη δική της δυναμική συμμετοχή στην οικονομία της Σάρκωσης και της σωτηρίας.
Η ανάδυση της Παναγίας ως Δεύτερης Εύας, συνδέεται με την παύλεια διατύπωση του Ιησού ως Δεύτερου Αδάμ (Α΄ Κορ. 15:20-22). Ο Ιουστίνος Μάρτυς (100-165 μ.Χ.) στον Διάλογό προς Τρύφωνα αντιδιαστέλλει την Εύα με την Παναγία και γράφει πως ο Χριστός ενανθρωπίστηκε από την παρθένο, έτσι ώστε η ανυπακοή που ξεκίνησε από τον όφι να λάβει τέλος. Η ανάγνωση του αντιθετικού σχήματος ανυπακοής-υπακοής εξυπηρετεί την τυπολογία, δηλ. την αντιστοίχιση Παλαιάς – Καινής Διαθήκης αλλά δεν φωτίζει αρκετά τη δυναμική κατάφαση της Παναγίας.
Το μοτίβο αυτό αναπτύσσεται και από άλλους συγγραφείς του 2ου αιώνα, όπως ο Μελίτων Σάρδεων, ο Ειρηναίος της Λυών και ο Τερτυλλιανός. Ο Ειρηναίος καταδεικνύει τη Θεοτόκο ως σημείο νέας εκκίνησης παρουσιάζοντας τη Μαρία να υπερασπίζεται την Εύα διορθώνοντας το σφάλμα της. Έτσι η Παναγία φαίνεται ως το πρόσωπο που ανατρέπει την ιστορία μέσα από την κατάφασή της στο Λόγο και το σχέδιο της σωτηρίας. Παράλληλα, ως ο άνθρωπος μέσα στο σώμα του οποίου υφάνθηκε ο σαρκωμένος Λόγος εκπροσωπεί ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, που έδωσε στο Χριστό το κοινωνικό και ψυχολογικό πλαίσιο της σαρκωμένης ύπαρξης.
Η πρώτη σωζόμενη αναφορά στην Παρθένο ως Θεοτόκο αλλά και στην προστασία της, απαντά σε ένα σπάραγμα παπύρου του 3ου αιώνα, που σώζεται στη βιβλιοθήκη John Rylands του Manchester υπό τον τίτλο Sub Tuum Praesidium, «Ὑπὸ τὴν σὴν εὐσπλαγχνίαν». Μια πραγματική κραυγή αγωνίας διαπερνά τους στίχους και οδηγεί μελετητές –όπως τον John Anthony McGuckin– στην τοποθέτησή του στην Αίγυπτο των πρώτων χριστιανικών αιώνων που ταρασσόταν από τους διωγμούς του Βαλεριανού ή του Δέκιου. «Θεοτόκος, Ἁγνὴ καὶ Εὐλογημένη» αποκαλείται η Παρθένος σε αυτόν τον ύμνο που συνοδεύει τον Χριστιανισμό της Ανατολής και της Δύσης μέσα στους αιώνες.
Οι Χαιρετισμοί, δηλαδή οι αλυσίδες των επιθέτων και των προσδιορισμών με τους οποίους οι πιστοί απευθύνονται στη Θεοτόκο, απαντούν πρώτη φορά στις ομιλίες του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλου, τον 5ο αιώνα. Οι Χαιρετισμοί πήραν την ονομασία τους από το «Χαῖρε» του Γαβριήλ στη Θεοτόκο κατά τον Ευαγγελισμό και συνδέονται με τους κοσμικούς χαιρετισμούς προς τον αυτοκράτορα ή προς ήρωες πολέμου. Ο Πρόκλος εξέφρασε με αριστοτεχνική ρητορική το μυστήριο της σάρκωσης γράφοντας πως στη μήτρα της Παρθένου υφάνθηκε ο χιτώνας του Αρχιερέα, περιγράφοντάς την ως το νέφος που προσφέρει την παρουσία του Θεού, το νυφικό κοιτώνα όπου η ανθρώπινη και η θεία φύση συνευρίσκονται αγαπητικά, ως τη φλεγομένη και μη καιομένη βάτο. Οι τυπολογικές και ρητορικές αυτές εικόνες διατηρήθηκαν στην ομιλητική και υμνογραφική παράδοση της Εκκλησίας και έγιναν πρότυπο μίμησης.
Η πρώτη σωζόμενη αναφορά στην Παρθένο ως Θεοτόκο αλλά και στην προστασία της, απαντά σε ένα σπάραγμα παπύρου του 3ου αιώνα, που σώζεται στη βιβλιοθήκη John Rylands του Manchester υπό τον τίτλο Sub Tuum Praesidium, «Ὑπὸ τὴν σὴν εὐσπλαγχνίαν». Μια πραγματική κραυγή αγωνίας διαπερνά τους στίχους και οδηγεί μελετητές –όπως τον John Anthony McGuckin– στην τοποθέτησή του στην Αίγυπτο των πρώτων χριστιανικών αιώνων που ταρασσόταν από τους διωγμούς του Βαλεριανού ή του Δέκιου. «Θεοτόκος, Ἁγνὴ καὶ Εὐλογημένη» αποκαλείται η Παρθένος σε αυτόν τον ύμνο που συνοδεύει τον Χριστιανισμό της Ανατολής και της Δύσης μέσα στους αιώνες
Μέσα στον 5ο αιώνα χτίζονται και οι μεγάλοι ναοί της Κωνσταντινούπολης που αφιερώνονται στη Θεοτόκο κάνοντας την αυτοκρατορική πόλη Θεοτοκούπολη, κατά την έκφραση του Cyril Mango. Στα τέλη του 5ου καιστιςαρχές 6ου αιώνα η συριακή υμνογραφία προσέφερε τις πλέον συναισθηματικά φορτισμένες αφηγήσεις ευαγγελικών περικοπών, από τον Εφραίμ τον Σύρο, ως τον Ιάκωβο του Σαρούγκ και τον Ρωμανό το Μελωδό. Ο Ρωμανός μέσα από την ποίησή του προσφέρει στην παράδοση της Εκκλησίας ένα ζωντανό πορτρέτο της Παναγίας, της δεύτερης Εύας, ως εναργούς, στοργικής και θρηνωδούσας μητέρας. Στον πρώτο του ύμνο για τα Χριστούγεννα δίνει έμφαση στην αντινομία του προαιώνιου Θεού που τίκτεται από την ταπεινή παρθένο. Με δική του συγκατάθεση ο πατέρας γίνεται υιός της μητέρας: «ὁ πατὴρ τῆς μητρὸς γνώμῃ υἱὸς ἐγένετο». Η στοργή της Παναγίας εντάσσεται σε κοσμολογικό πλαίσιο και η παράκληση «ὑπὲρ εὐκρασίας ἀέρων, τῶν καρπῶν τῆς γῆς καὶ τῶν οἰκούντων ἐν αὐτῇ», απευθύνεται από τα χείλη της εν ονόματι του κτιστού κόσμου. Στην επόμενη στροφή η Παναγία βεβαιώνει ότι δεν είναι μόνο μητέρα του Σωτήρα αλλά και ότι η γέννησή του την κατέστησε στέγη και τείχος όλης της ανθρωπότητας, οδηγό των προπατόρων που εκδιώχθηκαν από τον Παράδεισο πίσω στην ευλογία του.
Οι ύμνοι του Ρωμανού τοποθετούν τη Θεοτόκο στο κέντρο των γεγονότων, που σε μεγάλο βαθμό ταυτίζονταν με το κέντρο της αυτοκρατορικής πόλης. Ο 6ος αιώνας ήταν μία δύσκολη εποχή που σημαδεύτηκε από τη Στάση του Νίκα, έντονη σεισμική δραστηριότητα και από την πανώλη του 542, στη διάρκεια της οποίας περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους της Πόλης έχασαν τη ζωή τους. Στην αβέβαιη κατάσταση της εποχής ήρθαν να προστεθούν απειλές εχθρών που έθεταν σε κίνδυνο την αυτοκρατορία. Το 626, όταν οι Άβαροι πολιόρκησαν την Πόλη, η Θεοτόκος αναφέρεται στις πηγές ότι εμφανίστηκε στα τείχη της και απέτρεψε τον κίνδυνο. Η μεσιτεία της όμως και η σωτηρία της Πόλης είχαν ήδη αποτυπωθεί στα κοντάκια του Ρωμανού, ο οποίος επικαλείται την Παρθένο να επέμβει με στιβαρότητα για να αποκρούσει τον κίνδυνο και να σώσει τον λαό της.
Τόσο ο συγγραφέας όσο και η χρονολογία συγγραφής του Ακάθιστου Ύμνου παραμένουν αντικείμενο έρευνας και συζήτησης με επικρατέστερες τις απόψεις που τον τοποθετούν χρονολογικά είτε στον 6ο και 7ο αιώνα είτε νωρίτερα, στην περίοδο πριν τη Σύνοδο της Χαλκηδόνος. Το προοίμιο «Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ» γράφτηκε τον 7ο αιώνα από τον Πατριάρχη Σέργιο σε συνέχεια του θαύματος που επιτελέστηκε το 626. Ο Πατριάρχης Σέργιος λιτάνευσε στα τείχη της αυτοκρατορικής Πόλης το μαφόριο και τα άλλα λείψανα της Θεοτόκου που παρέμεναν εκεί μέχρι την εποχή της Τέταρτης Σταυροφορίας, ακολουθούμενος από τον λαό και ψάλλοντας μαζί του τον Ακάθιστο Ύμνο. Οι πηγές αναφέρουν πως τότε σηκώθηκε άνεμος δυνατός που κατέστρεψε τον στόλο των Αβάρων. Το «χαῖρε» του Γαβριήλ ανακαλεί τη μορφή των επιθαλάμιων ύμνων και συνδέεται με την προσφώνηση «νύμφη ἀνύμφευτε» που απαντά στο εφύμνιο. Αφετηρία του ύμνου είναι το κατ’ εξοχήν Μαριολογικό κατά Λουκάν Ευαγγέλιο.
Ως αρχετυπική γυναίκα, η Παναγία απηχεί αξίες και γνωρίσματα που συνδέονται με τη θέση της γυναίκας στην Αρχαιότητα, το Βυζάντιο και τους νεότερους χρόνους. Στη βυζαντινή λογοτεχνία και τέχνη, η Παναγία αποτελεί το κατ’ εξοχήν πρόσωπο μέσω του οποίου εκφράζεται η στοργή και ο θρήνος. Συναισθήματα που σχετίζονται με τελετουργικά γέννησης, ανατροφής, αλλά και ταφικά έθιμα που κληρονομήθηκαν από τις μακρόχρονες σημαίνουσες παραδόσεις της Ανατολικής Μεσογείου αποτυπώνονται στο πρόσωπο της Παναγίας με τα θλιμμένα μάτια, από την επίγνωση της Σταύρωσης, και συνάδουν με την έμφυλη ταυτότητα της Παναγίας αλλά και όλων των γυναικών της εποχής.
Ο ύμνος δομημένος σε 24 οίκους και ακροστοιχίδα από το Α ώς το Ω, ξεκινά από την εμφάνιση του Γαβριήλ και διατρέχει τα γεγονότα μέχρι την Υπαπαντή. Το δεύτερο ήμισυ του ύμνου αναπτύσσει τις θεολογικές παραμέτρους της προσκύνησης της Θεοτόκου από τις τυπολογικές αναφορές έως τις εκφάνσεις της ποιητικής έκφρασης, όπως τις είδαμε στη συριακή ποίηση και στο έργο του Ρωμανού.
Ο Ακάθιστος είναι το πιο χαρακτηριστικό κείμενο όπου η Παρθένος περιγράφεται ως στρατηγός κι αποκτά το χαρακτηριστικό της ανδρείας, κεντρικό ιδανικό της προσωπικότητας του ήρωα από τα ομηρικά έπη που διατρέχει την ιστορία της Ανατολικής Μεσογείου. Στο πρωτοποριακό της τότε άρθρο για τη Θεοτόκο κατά τον 6ο αιώνα, η Averil Cameron τονίζει την παραλληλία Θεοτόκου και Αθηνάς Παλλάδας, προστάτιδας της πόλης των Αθηνών. Σε ένα μέχρι σήμερα αξεπέραστο άρθρο της, η Ιόλη Καλαβρέζου επεσήμανε τη στροφή που σημειώνεται στην εικονογραφία της Θεοτόκου μετά την περίοδο της Εικονομαχίας. Είναι η στιγμή που η Παρθένος γίνεται Μήτηρ Θεού.
Ως αρχετυπική γυναίκα, η Παναγία απηχεί αξίες και γνωρίσματα που συνδέονται με τη θέση της γυναίκας στην Αρχαιότητα, το Βυζάντιο και τους νεότερους χρόνους. Στη βυζαντινή λογοτεχνία και τέχνη, η Παναγία αποτελεί το κατ’ εξοχήν πρόσωπο μέσω του οποίου εκφράζεται η στοργή και ο θρήνος. Συναισθήματα που σχετίζονται με τελετουργικά γέννησης, ανατροφής, αλλά και ταφικά έθιμα που κληρονομήθηκαν από τις μακρόχρονες σημαίνουσες παραδόσεις της Ανατολικής Μεσογείου αποτυπώνονται στο πρόσωπο της Παναγίας με τα θλιμμένα μάτια, από την επίγνωση της Σταύρωσης, και συνάδουν με την έμφυλη ταυτότητα της Παναγίας αλλά και όλων των γυναικών της εποχής.
Ωστόσο, στον Ευαγγελισμό, η κατάφαση της Θεοτόκου στον άγγελο δεν μας επιτρέπει να την αντιμετωπίσουμε απλά ως στάση υπακοής. Πρόκειται για μία κατάφαση, που αν αναλογιστεί κανείς το κοινωνικό περιβάλλον, ενείχε κίνδυνο ζωής και τιμής. Ήδη τη στιγμή της συγκατάνευσής της, η Θεοτόκος εκπροσωπεί ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, καθώς η σωτηριολογική προοπτική της σάρκωσης δεν αφορά μόνο άνδρες ή γυναίκες, αλλά τον μεταπτωτικό άνθρωπο με όλον τον πόνο της ύπαρξής του, την αμφιβολία για την κατάλυση των φυσικών νόμων και τον πόθο για την συμμετοχή στο θείο.
Στοργή και θλίψη, τρυφερότητα και θρήνος αποτελούν συναισθήματα γνωστά και βιωμένα από άνδρες και γυναίκες. Η έκφρασή τους και η απόδοσή τους στη Θεοτόκο, υπερβαίνει τα στενά όρια του φύλου. Όπως ακριβώς στη βυζαντινή τέχνη γυναικείες και ανδρικές μορφές απεικονίζονται με τρόπο συναφή, που τείνει να αποσιωπήσει τα χαρακτηριστικά της έμφυλης ταυτότητάς τους δίνοντας το προβάδισμα στην πνευματική τους υπόσταση, κατά τον ίδιο τρόπο στη βυζαντινή γραμματεία γυναικεία και ανδρική έκφραση συνυπάρχουν και γίνονται κτήμα κοινό μέσα από τον ομιλητή ή τον υμνογράφο που έρχεται να αποδώσει αναπαραστατικά, συναισθήματα κοινά σε ό,τι αφορά στο βίωμά τους, αλλά διακριτά στην έκφρασή τους.
Ο Γεώργιος Νικομηδείας (9ος αιώνας), γνωστός για τις Μαριολογικές του ομιλίες μας προσφέρει ένα κομβικό παράδειγμα τόσο για τη Θεοτόκο Γλυκοφιλούσα, την Παναγία του θρήνου, όσο και για τη Θεοτόκο προστάτιδα, τη Θεοτόκο ανδρεία, τη Θεοτόκο στρατηγό. Ο θρήνος της Θεοτόκου, ένας αρχέγονος γυναικείος θρήνος, φτάνει στον 9ο αιώνα να μεταφέρει επιπρόσθετα το μήνυμα των επιπτώσεων της Σάρκωσης που δεν είναι άλλο από την κατάλυση του δυισμού, τη σύμπλευση πνεύματος και σώματος, τη συνύπαρξη νου και συναισθήματος, νου και ύλης, υλικού και άυλου. Στο σημείο της μισγάγγειας, εκεί που συναντιούνται ετερόκλητα αν όχι και αντιφατικά στοιχεία, τα όρια μεταξύ αρσενικού και θηλυκού στοιχείου υποχωρούν μπροστά στην ανάδυση του πνευματικού ανθρώπου που μοιράζεται εξίσου τη στοργή και το θρήνο, τη θλίψη για το χαμένο παράδεισο και την προσμονή της επανόδου του στο σημείο εκκίνησης.
Στοργή και θλίψη, τρυφερότητα και θρήνος αποτελούν συναισθήματα γνωστά και βιωμένα από άνδρες και γυναίκες. Η έκφρασή τους και η απόδοσή τους στη Θεοτόκο, υπερβαίνει τα στενά όρια του φύλου. Όπως ακριβώς στη βυζαντινή τέχνη γυναικείες και ανδρικές μορφές απεικονίζονται με τρόπο συναφή, που τείνει να αποσιωπήσει τα χαρακτηριστικά της έμφυλης ταυτότητάς τους δίνοντας το προβάδισμα στην πνευματική τους υπόσταση, κατά τον ίδιο τρόπο στη βυζαντινή γραμματεία γυναικεία και ανδρική έκφραση συνυπάρχουν και γίνονται κτήμα κοινό μέσα από τον ομιλητή ή τον υμνογράφο που έρχεται να αποδώσει αναπαραστατικά, συναισθήματα κοινά σε ό,τι αφορά στο βίωμά τους, αλλά διακριτά στην έκφρασή τους. Στην περιδιάβαση των κειμένων είδαμε τη Θεοτόκο να αναδύεται στρατηγός, υπέρμαχος της Πόλης της, λιμήν και τείχος, αλλά και στοργική μητέρα, εναγκαλίζουσα και γλυκοφιλούσα τον Υιό και Θεό της. Όπως το αποτυπώνει ο Γεώργιος Νικομηδείας, στον θρήνο «ἀναλόγως γὰρ τοῖς διαφλεγομένοις αὐτοῖς σπλάγχνοις, τὸ ἀνδρεῖον καὶ τολμηρὸν ἐπεδείκνυτο.»
Η Νίκη Τσιρώνη είναι βυζαντινολόγος και από το 2000 μέχρι σήμερα εργάζεται στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Είναι επίσης εταίρος του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Harvard στην Ουάσινγκτον και διδάσκουσα στο Stavros Niarchos Foundation – Centre for Hellenic Studies του Πανεπιστημίου Simon Fraser στο Βανκούβερ του Καναδά.
Το παρόν άρθρο αποτελεί περίληψη της ομιλίας με τίτλο «Θεοτόκος Στρατηγός – Θεοτόκος Γλυκοφιλούσα: όψεις του ίδιου ανεκτίμητου νομίσματος», που δόθηκε στο πλαίσιο του κύκλου ηλεκτρονικών διαλέξεων «Καιρός του ποιήσαι» της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, στις 12 Απριλίου 2021.
Το εικαστικό θέμα της ανάρτησης βασίζεται σε μωσαϊκό της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης του 12ου αι.