Είναι γνωστό ότι ο χώρος της λογοτεχνίας δεν κατοικείται πλέον από συμπαγή και αυτάρκη υποκείμενα με συγκροτημένη εσωτερική ζωή, πρόσφορη για συνεκτικές αφηγήσεις ή τουλάχιστον δεν κατοικείται πλέον μόνο από αυτά. Εδώ και καιρό έχουν εμφιλοχωρήσει στους κόλπους του η αταξία, η ρωγμή, το θραύσμα, η αυτοαναφορικότητα, ο αποδομητικός σαρκασμός, η νομιμοποιημένη προσποίηση, οι διάφοροι τύποι ανοιχτής ανάγνωσης, η δίκην παλίμψηστου κειμενική διαστρωμάτωση.
Το διάτρητο κείμενο ως λεκτική αποτύπωση της ροής μιας κατακερματισμένης συνείδησης παρέχει εκ προοιμίου τα «ανοίγματα» που καθιστούν αναπόδραστη την υπέρβασή του, με το νόημα που της αποδίδει ο Gérard Genette, δηλαδή μιας «υπερχείλισης της κοίτης» του κειμένου, το οποίο εξέρχεται από τα όριά του αποκαλύπτοντας αθέατες μέχρι τότε συνάφειες.[1]
Η σημαντικότερη ίσως μορφή σχέσεων που αναπτύσσει ένα κείμενο κατά την έξοδό του από τον εαυτό του, προκειμένου να διαλεχθεί με άλλα, είναι η δηλούμενη από τον περιληπτικό όρο υπερκειμενικότητα, όπου στεγάζονται όλοι οι δυνατοί τρόποι της μίμησης και του μετασχηματισμού δια των οποίων ένα παράγωγο κείμενο (υπερκείμενο) μεταγράφει το αρχικό κείμενο προέλευσής του (υπο-κείμενο). Η μεταγραφή αυτή μπορεί να είναι πιστή στο αρχικό κείμενο, να το διασκευάζει ή και να το αποδομεί, να το αντιμετωπίζει σοβαρά η να το παρωδεί, να αξιοποιεί το κυριολεκτικό νόημά του ή να το αλλοιώνει πλήρως, προσαρμόζοντάς το στα δικά της συμφραζόμενα.
Αυτή η αποστασιοποίηση της λογοτεχνίας από οποιαδήποτε θεολογική «δεοντολογία», σήμανε ταυτόχρονα τη διάνοιξη εντελώς νέων προοπτικών στη μεταξύ τους σχέση. Βιβλικά γεγονότα και χωρία, θεματικά μοτίβα και θεολογικά ζητήματα που απορρέουν από τη Γραφή απαντούν αυτούσια ή διασκευασμένα, ιδωμένα σοβαρά ή ειρωνικά, σχολιασμένα με ή χωρίς σεβασμό, στο επίκεντρο εμβληματικών λογοτεχνικών κειμένων όχι απλώς κοσμικής έμπνευσης, αλλά ενίοτε και έντονα εικονοκλαστικών, ακόμη και με λογοτεχνικά κριτήρια.
Ενδεικτική είναι εν προκειμένω η περίπτωση της ποίησης του Αρθούρου Ρεμπώ. Η παρουσία στο έργο ενός «καταραμένου» ποιητή πυκνών βιβλικών και θεολογικών αναφορών, ορισμένες από τις οποίες μάλιστα μοιάζουν να εγκλείουν μια γνήσια συναισθηματική και υπαρξιακή φόρτιση, αν και οι κριτικοί ερίζουν σχεδόν μόνιμα για την αποκωδικοποίησή τους, διεγείρει ένα ζωηρό ενδιαφέρον.
Ένα τέτοιο πλέγμα υπερκειμενικών συνάψεων χαρακτηρίζει και τις σχέσεις της Αγίας Γραφής, του κορυφαίου για τη γραμματεία του χριστιανικού κόσμου καταγωγικού κειμένου, με το πλήθος των υπερκειμένων της που προέρχονται όχι μόνο από τον χώρο της θεολογίας και της φιλοσοφίας, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, αλλά και από εκείνον της λογοτεχνίας. Η άνθηση της τελευταίας συνδέεται με την προοδευτική χειραφέτησή της από την σχολαστικής προέλευσης κηδεμονία της θεολογίας, καθώς και με την έναρξη της εφαρμογής επιστημονικών μεθόδων στη μελέτη των ίδιων των βιβλικών κειμένων. Οι σημαντικές αυτές εξελίξεις, και οι δύο προϊόντα του κλίματος εκκοσμίκευσης που χαρακτηρίζει την εποχή της νεωτερικότητας, απάλλαξαν τους λογοτέχνες από το άχθος μιας δυνητικής «λογοδοσίας» και τους επέτρεψαν να αντλούν πλέον από τη Γραφή ό,τι υλικό χρειάζονταν και να το μεταπλάθουν χωρίς να δεσμεύονται από το θεολογικό της περιεχόμενο.
Αυτή η αποστασιοποίηση της λογοτεχνίας από οποιαδήποτε θεολογική «δεοντολογία», σήμανε ταυτόχρονα τη διάνοιξη εντελώς νέων προοπτικών στη μεταξύ τους σχέση. Βιβλικά γεγονότα και χωρία, θεματικά μοτίβα και θεολογικά ζητήματα που απορρέουν από τη Γραφή απαντούν αυτούσια ή διασκευασμένα, ιδωμένα σοβαρά ή ειρωνικά, σχολιασμένα με ή χωρίς σεβασμό, στο επίκεντρο εμβληματικών λογοτεχνικών κειμένων όχι απλώς κοσμικής έμπνευσης, αλλά ενίοτε και έντονα εικονοκλαστικών, ακόμη και με λογοτεχνικά κριτήρια.
Ενδεικτική είναι εν προκειμένω η περίπτωση της ποίησης του Αρθούρου Ρεμπώ. Η παρουσία στο έργο ενός «καταραμένου» ποιητή πυκνών βιβλικών και θεολογικών αναφορών, ορισμένες από τις οποίες μάλιστα μοιάζουν να εγκλείουν μια γνήσια συναισθηματική και υπαρξιακή φόρτιση, αν και οι κριτικοί ερίζουν σχεδόν μόνιμα για την αποκωδικοποίησή τους, διεγείρει ένα ζωηρό ενδιαφέρον. Η συμβολή των βιογραφικών πληροφοριών σχετικά με την θρησκευτική ανατροφή και εκπαίδευση του ποιητή και την αναστροφή του με τα βιβλικά κείμενα οπωσδήποτε δεν επαρκεί για να εξηγήσει ικανοποιητικά τη δυναμική και πολύσημη παρουσία της θεολογίας στα έργα του.
Πολύ πιο διαφωτιστικό για το θέμα είναι το ποιητικό του πρόγραμμα, έτσι όπως το αναπτύσσει ο ίδιος στις λεγόμενες «επιστολές του προφήτη».[2] Για τον Ρεμπώ η ποίηση αποτελεί κάτι πολύ ευρύτερο και σημαντικότερο από μιαν απλή αισθητική αναζήτηση, ακόμα και από την ανάγκη του δημιουργού για καλλιτεχνική έκφραση και συνακόλουθα για υπαρξιακή πραγμάτωση. Αυτά είναι ιδιώματα της «υποκειμενικής ποίησης» που ναρκισσεύεται απηχώντας αποκλειστικά τα ενδιαφέροντα και τις φιλοδοξίες όσων την καλλιεργούν. Ο Ρεμπώ θηρεύει μόνο την «αντικειμενική ποίηση», εκείνη που σπάζει το κέλυφος του εγωτισμού, εξέρχεται από τα όριά της και ανοίγεται στο αντικείμενο, στον «άλλο» και τελικά στο άγνωστο προκειμένου, με ενδιάμεσο τον ποιητή-προφήτη, να το φανερώσει στους ανθρώπους. Η κύρια λειτουργία της αντικειμενικής ποίησης είναι επομένως επιτελεστική. Και ο αταλάντευτος στόχος της είναι να μεταστοιχειώσει τη ζωή διά του λόγου, ακριβώς όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της βιβλικής προφητείας, όπου ο παραβολικός και προφητικός λόγος δεν ρυθμίζει ούτε καλλύνει απλώς τη ζωή του αναγνώστη, αλλά τη μεταμορφώνει εκ βάθρων και όπου οι γλωσσικές μεταφορές δεν διαβάζονται, αλλά βιώνονται.
Για τον Ρεμπώ η ποίηση αποτελεί κάτι πολύ ευρύτερο και σημαντικότερο από μιαν απλή αισθητική αναζήτηση, ακόμα και από την ανάγκη του δημιουργού για καλλιτεχνική έκφραση και συνακόλουθα για υπαρξιακή πραγμάτωση.
Ως επίδοξος φορέας του ποιητικού προφητικού μηνύματος ο ποιητής οφείλει να είναι κατάλληλα προετοιμασμένος. Η προετοιμασία συνίσταται σε μια δραστική μεταβολή του τρόπου ζωής του, που θα μπορούσε να συνοψιστεί στη φράση: «άσκηση από την ανάποδη» και που ο ίδιος ο Ρεμπώ περιγράφει ως «μια μακρόχρονη, ηρωική και λελογισμένη απορρύθμιση όλων των αισθήσεων». Ακολουθώντας προφανώς τη βιβλική και την ευρύτερη θεολογική παράδοση, εντοπίζει και αυτός στην περιοχή των αισθήσεων το πεδίο επί του οποίου είναι απαραίτητο να επέλθει μια αλλοίωση, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την επίσκεψη της προφητείας. Ενώ όμως η θεολογία προβάλλει την κάθαρσή τους ως την ασφαλέστερη οδό η οποία οδηγεί τον άνθρωπο στην πνευματική ησυχία που του επιτρέπει να αφουγκραστεί τη φωνή του Θεού εντός του, ο ποιητής επιχειρεί να προσπελάσει τον χώρο του άρρητου δια της αντίστροφης πορείας: αντί δηλαδή να χαλιναγωγήσει τις αισθήσεις του, επιδιώκει να τις παροξύνει και να τους παραδοθεί.[3] Αναγνωρίζει βέβαια ότι πρόκειται για διαδικασία επώδυνη και επικίνδυνη που απαιτεί από τον ποιητή να εξοικειωθεί με όλες τις μορφές «του έρωτα, της οδύνης και της τρέλας» και που θα έχει ως κατάληξη την παραμόρφωση της ψυχής του και τη μεταμόρφωσή της σε τέρας. Την αναδέχεται όμως ως μαρτύριο το οποίο οφείλει να υπομείνει σθεναρά, δεν διστάζει μάλιστα να το παραλληλίσει με τα σταυρικό Πάθος του Χριστού.
Ο παραλληλισμός αυτός σηματοδοτεί την απαρχή μιας τάσης που διατρέχει έκτοτε το μεγαλύτερο μέρος του ρεμπαλδικού έργου, προπάντων τις Proses Évangéliques και το Μια εποχή στην Κόλαση και συνίσταται στις επανειλημμένες απόπειρες του ποιητή να εγγράψει στις διάφορες φάσεις του επίγειου βίου του Ιησού περιστατικά και βιώματα της δικής του ζωής, με τις τροποποιήσεις ασφαλώς που μια τέτοια μεταγραφή συνεπάγεται. Η πολύπτυχη διεργασία αυτής της υποκατάστασης εκκινεί από το μαρτύριο. Ο ποιητής, όπως ο Χριστός, κατεβαίνει στην Κόλαση, την «πανάρχαια, εκείνη που ο υιός του ανθρώπου άνοιξε τις πύλες της»[4], όπου υφίσταται κάθε λογής ταλανισμούς αλλά, όπως ο Χριστός, παραμένει για περιορισμένο χρονικό διάστημα, για μια εποχή κι όχι αιώνια. Κατά τη μαρτυρική του θητεία στον έρωτα, την οδύνη και την τρέλα, στο πέρας της οποίας ευελπιστεί ότι του επιφυλάσσεται το χάρισμα της προφητείας, ο ποιητής γεύεται εμπειρίες που μπορούν να ανιχνευτούν και στον βίο του Ιησού: εξοβελίζεται στο κοινωνικό περιθώριο, βιώνει τη μοναξιά, την έλλειψη κάθε ανθρώπινης παρηγοριάς στα μαρτύριά του, την αδυναμία των γύρω του να τον κατανοήσουν, τη συνεχή πίεση να ασκεί με τον λόγο του τις επιτελεστικές του δυνάμεις. Το ερώτημα αν οι τελευταίες ανήκουν όντως στη σφαίρα του υπαρκτού αποτελεί για τον Ρεμπώ μόνιμη πηγή αμφιβολίας και αμφιθυμίας, είτε φορέας τους θεωρείται ο Χριστός ή κάποιο ιερό πρόσωπο είτε ο ίδιος ο ποιητής.
Ο ποιητής, όπως ο Χριστός, κατεβαίνει στην Κόλαση, την «πανάρχαια, εκείνη που ο υιός του ανθρώπου άνοιξε τις πύλες της»[4], όπου υφίσταται κάθε λογής ταλανισμούς αλλά, όπως ο Χριστός, παραμένει για περιορισμένο χρονικό διάστημα, για μια εποχή κι όχι αιώνια. Κατά τη μαρτυρική του θητεία στον έρωτα, την οδύνη και την τρέλα, στο πέρας της οποίας ευελπιστεί ότι του επιφυλάσσεται το χάρισμα της προφητείας, ο ποιητής γεύεται εμπειρίες που μπορούν να ανιχνευτούν και στον βίο του Ιησού: εξοβελίζεται στο κοινωνικό περιθώριο, βιώνει τη μοναξιά, την έλλειψη κάθε ανθρώπινης παρηγοριάς στα μαρτύριά του, την αδυναμία των γύρω του να τον κατανοήσουν, τη συνεχή πίεση να ασκεί με τον λόγο του τις επιτελεστικές του δυνάμεις.
Σε κάθε περίπτωση, εάν είναι θεμιτό να γίνει λόγος για ένα ερμηνευτικό κλειδί που να επιτρέπει την, μερική έστω, αποκρυπτογράφηση του ρεμπαλδικού έργου, αυτό εντοπίζεται στην έννοια της «αμφιθυμίας». Το κατ’ εξοχήν πεδίο όπου αυτή η διάχυτη αμφιθυμία συμπυκνώνεται και εκδηλώνεται με τρόπο σχεδόν εκρηκτικό είναι αναμφίβολα η σχέση ανάμεσα στο ποιητικό εγώ και στον Χριστιανισμό. Κι αν η συχνότητα με την οποία το ποιητικό εγώ μεταπίπτει από την αγωνιώδη λαχτάρα για την παρουσία του Θεού («Λαίμαργα περιμένω το Θεό»)[5] στη σαρκαστική άρνηση της χριστιανικής πίστης και λατρείας (Αρκετά!… Μου γέμισαν το κεφάλι με ψευτιές, μαγεία, ψευτοαρώματα, μουσικούλες […] […] -Τι βλάκας, τρομάρα μου!»)[6] μπορεί να εκληφθεί ως ενδεικτική ενός οξύτατου ψυχικού και πνευματικού ταλανισμού, τα ίδια τα κείμενα παρέχουν ερείσματα και για την διαμετρικά αντίθετη ερμηνεία η οποία, στη θέση του ταλανισμού, βλέπει μια σαρδόνια προσποίηση του ποιητικού υποκειμένου, που διασκεδάζει να εξαπατά τον αναγνώστη, ενώ συγχρόνως προσπαθεί τεχνηέντως να διεγείρει τη συμπάθεια και τη συμπόνια του. Η αμφιθυμία του έργου επεκτείνεται αναπόφευκτα και στις απόπειρες αποκωδικοποίησής του.
[1] Λίζυ Τσιριμώκου, «Εισαγωγή», στο: Gérard Genette, Παλίμψηστα. Η λογοτεχνία δευτέρου βαθμού, μτφρ. Βασίλης Πατσογιάννης, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2018, 9-24.
[2] Δύο επιστολές, γραμμένες από τον Ρεμπώ τον Μάιο του 1871, που απευθύνονταν στον καθηγητή του Ζωρζ Ιζαμπάρ και στον ομότεχνο και φίλο του Πωλ Ντεμενύ αντίστοιχα. Εκεί ξεδιπλώνεται το όραμά του για την ποίηση ως προφητεία και για τον ρόλο του ποιητή-προφήτη. Πολλοί τις θεωρούν «ιδρυτικά κείμενα του ποιητικού μοντερνισμού». Βλ. Arthur Rimbaud, Ένα Ποίημα και πέντε Επιστολές, μτφρ. Στρατής Πασχάλης, Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2008, 55-70.
[3] Η στάση αυτή θυμίζει τη μία από τις δύο βασικές κατευθύνσεις του Γνωστικισμού, στα πλαίσια του οποίου άλλες ομάδες τηρούσαν μιαν υπέρμετρη εγκράτεια, ενώ άλλες είχαν υιοθετήσει την ακολασία είτε με το επιχείρημα ότι αποτελούσε πηγή της μυστικής Γνώσης είτε με το πρόσχημα ότι οι καταχρήσεις αυτού του είδους έφθειραν την – εκ προοιμίου κακή – ύλη.
[4] Arthur Rimbaud, «Πρωινό», Μια εποχή στην Κόλαση, μτφρ. Χριστόφορος Λιοντάκης, Αθήνα: Γαβριηλίδης, 52013.
[5] Στο ίδιο, «Το αίμα του κακού».
[6] Στο ίδιο, «Νύχτα κόλασης».
Η Τερέζα Παναγιώτου είναι απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία» του ΕΑΠ. Έχει μεταφράσει από τα Γαλλικά λογοτεχνικά έργα και δοκίμια.
Το παρόν άρθρο βασίζεται στη μεταπτυχιακή διπλωματική της εργασία με τίτλο «“Λαίμαργα περιμένω τον Θεό”. Ο πόθος για τον Θεό και οι μορφές έκφρασής του στο έργο του Αρθούρου Ρεμπώ», η οποία πρόκειται να κυκλοφορήσει σε βιβλίο από τις εκδόσεις «Αρμός».
Το εικαστικό θέμα της ανάρτησης είναι λεπτομέρεια από τον πίνακα του Σπύρου Παπαλουκά, «Μονή στο Άγιο Όρος» (1932-35).