Πολυμερώς και πολυτρόπως, λοιπόν. Αυτό το «πολυμερώς και πολυτρόπως» αποτελεί σκάνδαλο και μωρία εν τούτοις για όσους πασχίζουν να ορίσουν και να οριοθετήσουν τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός μιλά στον κόσμο και διαλέγεται με τον άνθρωπο. Η ομορφιά αυτή της πολυμέρειας και πολυτροπίας θα έπρεπε να ενισχύει την πίστη στην Εκκλησία για την οικουμενικότητα της φύσης της. Θα έπρεπε να αποτελεί την πέτρα της ελπίδας πως το δώρο της εν Χριστώ σωτηρίας και η κοινωνία στην πληρότητα της αλήθειας προσφέρονται από τον Θεό Πατέρα προς τον κάθε άνθρωπο (Α΄ Τιμ 2:4), οικείο και ανοίκειο. Του κάκου. Αντί να γίνεται πρόξενος χαράς, αντιμετωπίζεται με οργή και «ιερή» αγανάκτηση, όποτε έρχεται να προκαλέσει τις βεβαιότητές μας. Η φωνή του Θεού μάς είναι προσφιλής, μόνο όταν ταυτίζεται με τη δική μας φωνή. Σε διαφορετική περίπτωση γίνεται κατάρα και ανάθεμα, αφού μας αποστερεί από τον εφησυχασμό και την πνευματική βόλεψη. Πρόκειται για την ίδια «κακή ησυχία» που επεδίωκε και ο άτιμος δούλος της παραβολής των ταλάντων.
Πώς μπορούμε όμως να αναγνωρίσουμε τη φωνή του Θεού σήμερα; Ποιος διαθέτει το χάρισμα της διακρίσεως για να μας φυλάξει με την προφητική του μαρτυρία από τις αλλότριες φωνές των ψευδοπροφητών που λένε «εδώ είναι ο Μεσσίας» ή «εκεί είναι ο Μεσσίας» (Μτ 24:23-24); Η πρώτη τυπική απάντηση από έναν σημερινό Ορθόδοξο θα ήταν «ο τάδε γέροντας έχει το χάρισμα». Ένας πιο πεπαιδευμένος θεολογικά θα έλεγε πως οι απαντήσεις βρίσκονται στους Πατέρες, στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και στους ιερούς κανόνες, και, αν δεν ήταν αρνητικά διακείμενος για τους πολλάκις διατυπωμένους λόγους, θα προσέθετε και την Αγία Γραφή. Όσοι πάλι διακρίνονται από εκκλησιαστικό φρόνημα, θα παρέπεμπαν και στην υπακοή προς τις συνοδικές λειτουργίες και διαδικασίες της Εκκλησίας. Εδώ, μια λογική επιλεκτικότητας μεταξύ όλων αυτών θα ήταν και είναι επικίνδυνη. Ο Θεός όντως μας μιλά μέσα απ’ αυτούς τους πυλώνες αλήθειας. Υπάρχει όμως και ένας ακόμα φορέας μαρτυρίας της πολυμέρειας και της πολυτροπίας του Θεού. Είναι η ίδια η ανθρώπινη ιστορία, από την οποία το Πνεύμα ποτέ δεν εξέλιπε, αλλά στην οποία πνέει και εκχέεται διαρκώς ελκύοντας αδιάκοπα τον τραυματισμένο άνθρωπο προς τον Σωτήρα και Δημιουργό του. Αυτή η ανθρώπινη ιστορία είναι πλημμυρισμένη από την παρουσία του Θεού, άλλοτε εργαζόμενη μυστικά και άλλοτε μαρτυρημένη και ομολογημένη από τους ευλογημένους ανθρώπους, στους οποίους το Πνεύμα αναπαύεται.
Θα μπορούσε να σταματήσει εδώ η θεολογική θεωρητικολογία και να πει κανείς πως τα υπόλοιπα είναι άρρητα ρήματα. Η ιστορία όμως δεν είναι άρρητη. Ούτε πρέπει να μένουν άρρητες οι εκφράσεις της θείας αγάπης μέσα στην πορεία πάλης, αγώνα, πόνου, μαρτυρίου και θανάτου της ανθρωπότητας. Εκφράσεις που μαρτυρούν το έργο του Πνεύματος και την καταφατική απάντηση του ανθρώπου προς δόξα Θεού και καταισχύνη του εχθρού της σωτηρίας μας. Η ιστορική μνήμη της πορείας του χρόνου είναι σημαδεμένη από γεγονότα και σταθμούς αυτής της καταφατικής απάντησης του ανθρώπου. Τα μαρτύρια των μαρτύρων είναι από τις πιο δυναμικές καταφάσεις και μας πλημμυρίζουν με ελπίδα για τη δύναμη της πίστης, η οποία καθιστά τον άνθρωπο σύμφυτο του Χριστού και δυνάμενο να νικήσει τον φόβο του πόνου και αυτού ακόμα του θανάτου προς χάρη της αγάπης του Χριστού και των ελαχίστων αδερφών Του.
Ο Σταυρός του Χριστού, αν και όργανο επαίσχυντου θανάτου και αράς, για τους Χριστιανούς αποτελεί πηγή ζωής και αγιασμού. Έτσι και τα όργανα βασανισμού μαρτυρούν τον πόνο, αλλά και το μεγαλείο ψυχής των μαρτύρων, το αίμα των οποίων και τα χαρίτωσε. Το 2014 στις αποθήκες του Εθνικού Μουσείου της Βαυαρίας (Bayerisches Nationalmuseum) εντοπίστηκε μια ιστορική γκιλοτίνα. Είναι η γκιλοτίνα με την οποία στις 22 Φεβρουαρίου του 1943 αποκεφαλίστηκαν από το ναζιστικό καθεστώς, στη φυλακή Stadelheim του Μονάχου, τα νεαρά αδέλφια Hans και Sophie Scholl, και ο σύντροφός τους Christoph Probst. Ο τελευταίος, αν και μόλις 24 χρονών, άφησε πίσω τρία ορφανά παιδιά και μια άρρωστη γυναίκα. Τους επόμενους μήνες ακολούθησαν οι αποκεφαλισμοί και άλλων συναγωνιστών τους, όπως του Alexander Schmorell (του Γερμανορώσου Ορθοδόξου παθοφόρου νεομάρτυρα Αλεξάνδρου του Μονάχου), του Kurt Huber και του Willi Graf. Όλοι τους ήταν μέλη της αντιστασιακής ομάδας μη-βίας «Λευκό Ρόδο», η οποία προσπάθησε να αφυπνίσει τους Γερμανούς πολίτες κατά του Γ΄ Ράιχ. Η ιστορία του «Λευκού Ρόδου» είναι ήδη ή γίνεται όλο και πιο γνωστή και στη χώρα μας. Σήμερα στέκομαι μόνο στην ιερότητα αυτής της λαιμητόμου. Υπολογίζεται πως εκατοντάδες αντιναζιστές και καταδικασμένοι από το Γ΄ Ράιχ εκτελέστηκαν με τη χρήση της. Πιστοί Χριστιανοί, όπως ήταν πολλά από τα μέλη του «Λευκού Ρόδου» (μέλη και υποστηρικτές του οποίου υπήρξαν και άνθρωποι με διαφορετικές θρησκευτικές και κοσμοθεωρητικές πεποιθήσεις), αλλά και αντιναζιστές αγωνιστές που εκκινούσαν από άλλες αφετηρίες.
Αν το Ευαγγέλιο της Κρίσης (Μτ 25:31‐46), το οποίο αναγιγνώσκεται την Κυριακή της Απόκρεω, αποτελεί ένα παράθυρο στο επέκεινα, από ποια μεριά (εκ δεξιών ή εξ ευωνύμων;) θα σταθούν όλα αυτά τα θύματα που μαρτύρησαν αντιστεκόμενα στη δικτατορία του κακού, όπως σημείωναν τα μέλη του «Λευκού Ρόδου» στην τρίτη προκήρυξή τους; Καλώς θα πει κάποιος πως η τελική κρίση των ανθρώπων είναι του Θεού και δεν ανήκει σε μας για να το πούμε. Τείνω όμως όλο και περισσότερο να κατανοώ την εκκλησιολογία, εσχατολογία και σωτηριολογία μέσα απ’ αυτό το ευαγγελικό ανάγνωσμα. Και αν κανείς θελήσει να κλείσει γρήγορα αυτό το θέμα με τη θεολογική ρήση extra ecclesiam nulla salus του αγίου Κυπριανού Καρθαγένης, τσιτάτο στα χείλη εκείνων των Ορθοδόξων και όχι απλώς γενικά των Χριστιανών που φοβούνται την πολυμέρεια και την πολυτροπία του Θεού, εντούτοις θα πρέπει να απαντηθεί με ποιο ζύγι μετριέται η αξία ενός μαρτυρίου και η αγιότητά του. Γιατί αν ο ίδιος ο Χριστός είπε πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγάπη από εκείνην του ανθρώπου που θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των φίλων του (Ιω 15:13), τότε, ποιο είναι αλήθεια το μέγεθος της αγάπης των μαρτύρων του «Λευκού Ρόδου», οι οποίοι θυσίασαν τη ζωή τους όχι μόνο για χάρη των φίλων τους αλλά και για την σωτηρία των μυριάδων μελλοθάνατων επιβατών των τραίνων που κατευθύνονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή εκείνων που πέθαιναν στα πεδία των μαχών ως βορά στη μηχανή του φασισμού, του ιμπεριαλισμού και του μιλιταρισμού; Αντέχουν να σκεφτούν πως αυτοί οι μάρτυρες, οι εντός και εκτός μυστηριακής κοινωνίας, ενσάρκωσαν το Ευαγγέλιο της Κρίσης με τρόπο που ίσως οι ίδιοι δεν θα το πράξουν ποτέ;
Τα «αιρετικά» και «σκανδαλώδη» αυτά ερωτήματα θα συνεχίζουν να μας προκαλούν για όσο στην Εκκλησία εύκολα αναγνωρίζεται η τιμή των ιερών εικόνων και τίθενται προς προσκύνηση ιερές παντόφλες, ευλογημένα κάστανα και άλλα ενθυμήματα αγίων, κλείνοντας όμως τα μάτια και αποστρέφοντας το βλέμμα από την ιερότητα και την αγιότητα του μαρτυρίου εκείνων που ενώ η ίδια δε γνωρίζει, ο Χριστός μάλλον υποδέχεται στεφανοφορεμένους ως μιμητές της αγάπης του.
Τούτη η σύγκριση δεν υποκρύπτει κάποια μομφή εναντίον της Ορθόδοξης θεολογίας περί αγιασμού και της ύλης και διά της ύλης. Πόσο μάλλον που όχι μόνο η εκκλησιαστική παράδοση είναι μπολιασμένη με αυτήν την εμπειρία, αλλά υπάρχουν, δόξα τω Θεώ, και οι σχετικές αγιογραφικές αναφορές. Συχνά, μάλιστα, αναρωτιέμαι γιατί πολλοί από τους Χριστιανούς που ακολουθούν την παράδοση της Μεταρρύθμισης στέκονται τόσο επιλεκτικά απέναντι σ’ αυτές τις μαρτυρίες της Βίβλου και πώς συμβιβάζουν τη θεολογική θέση της διακοπής των θαυμάτων μετά την αποστολική περίοδο (cessationism) με το sola scriptura. Δεδομένων αυτών, στέκομαι όμως κριτικά και απέναντι στην ειδωλολατρική κατανόηση αυτού του αγιασμού, η οποία, όπως και διαφάνηκε τον ένα χρόνο της πανδημίας, είναι διάχυτη μέσα στην Εκκλησία.
Ταυτοχρόνως, με την αναφορά στο «άγνωστο» μαρτύριο, δεν προτείνεται η απόδοση του φωτοστέφανου σε κάθε άνθρωπο που έχασε τη ζωή του μέσα στην αλληλουχία των πολεμικών γεγονότων στο ρου της ιστορίας υπερασπιζόμενος οικογένεια, ιδέες, εθνική ή ταξική χειραφέτηση κτλ. Αυτό είναι ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα, στο οποίο και θα επανέλθουμε σύντομα, έχοντας κατά νου και τη συνάφεια των 200 ετών από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων.
Μέχρι, λοιπόν, η Εκκλησία ως Σώμα, ως κοινότητα και ως εσχατολογική προεικόνιση της μέλλουσας Βασιλείας να ρίξει το βλέμμα της στο πώς ο Θεός εργάστηκε στη ζωή και μέσα από τη ζωή αυτών των στεφανοφόρων, εμείς θα στεκόμαστε μπροστά σ’ αυτή την γκιλοτίνα, την ιερά λαιμητόμο, που η λεπίδα της ανακάτεψε το αίμα Ορθοδόξων, Ρωμαιοκαθολικών και Ευαγγελικών, συντηρητικών, σοσιαλιστών, αναρχικών και κομμουνιστών, ένθεων και μη, μαρτύρων ενός κοινού αγώνα, όπως στεκόμαστε μπροστά στον Σταυρό, ελπίζοντας στη δίκαιη κρίση του Θεού. Μέχρι τότε εμείς, έστω και ακροβατώντας, θα μακαρίζουμε το νέφος των μαρτύρων, προσευχόμενοι ο Θεός να μας αξιώσει λίγη από τη χάρη τους.
Ο Νίκος Κοσμίδης πραγματοποίησε προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές στο ΕΑΠ στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό και στην Ορθόδοξη Θεολογία αντίστοιχα, ενώ η έρευνά του επικεντρώνεται στη μελέτη της προφητικής μαρτυρίας των Χριστιανών κατά τη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων. Διετέλεσε μέλος της Επιτροπής Νεότητας ECHOS του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών.
Η εικονογράφηση των τριών πρώτων μαρτύρων του «Λευκού Ρόδου» είναι του συγγραφέα.
Περισσότερες πληροφορίες για τη γκιλοτίνα και μια φωτογραφία της, παρατίθενται στο άρθρο των New York Times, “A Guillotine in Storage Bears Signs of a Role in Silencing Nazis’ Critics” (10.01.2014).