Πού είσαι νιότη πού λεγες πως θα γινόμουν άλλος…
Πριν από κάποια χρόνια δημοσίευσα ένα μικρό κείμενο για τις υποκειμενικές προϋποθέσεις του θεολογούντος («Ποιος είναι αυτός που θεολογεί;». Νέα Ευθύνη, τ. 15, 2013, σ. 48-50. Δημοσιεύθηκε και στο βιβλίο μου «Μουσικές για την ψυχή και τον κόσμο»). Με το σημείωμα ετούτο θα ήθελα να επιχειρήσω μια επισκόπηση της ελλαδικής θεολογικής πραγματικότητας, σε συνάρτηση μάλιστα με τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις.
Έχει από πολλούς επισημανθή πως η περίφημη θεολογική αναγέννηση της δεκαετίας 60 και 70 εκφυλίσθηκε συν τω χρόνω. Τήν απήγαγαν ο μοναστικός νεοευσεβισμός και ο εκκλησιαστικός ιεραρχισμός. Και όχι μόνο τήν απήγαγαν αλλά τήν μετέτρεψαν και σε γενίτσαρο! Και εγένετο η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης, αφού τώρα οι δύο αυτές διαστροφές αυτοδοξάζονται ως δήθεν Ορθόδοξες!
Γνωστές οι αναλύσεις, δεν θα τίς επαναλάβω. Αυτό που θέλω να επισημάνω εδώ είναι δύο πράγματα: α) πως οι αλλοιώσεις αυτές εγγράφονται μέσα σε ένα γενικότερο ρεύμα συμφεροντολογίας, β) πως η θεολογικά αναγεννητική σκέψη δεν εξέλιπε εντελώς, αλλά επιβιώνει σε μεμονωμένους ασφυκτιώντες.
Θα σταθώ κυρίως στο πρώτο. Στην ανατολή της η αναγεννητική (και εν πολλοίς ανατρεπτική) θεολογική σκέψη συνοδευόταν από το θάμβος της έκπληξης και από την ανιδιοτέλεια της ανακάλυψης. Ήταν η εποχή κατά την οποία, στην παράλληλη κοσμική ιστορία των ιδεών, επικρατούσαν ιδεολογίες που μάχονταν για το καλό της ανθρωπότητας, όπως τουλάχιστον τό αντιλαμβάνονταν αυτές, στόχο για τον οποίο πρόθυμα στρατεύονταν ζωές. Η ώσμωση είναι προφανής.
Μάς διαφεύγει, λοιπόν, πως η φθορά των λαμπερών θεολογικών ανακαλύψεων άρχισε να λαμβάνει χώρα σε μια εποχή κατά την οποία ως εκκοσμικευμένο ανάλογο άρχισε να εμφανίζεται το συμφέρον. Η δεκαετία του 90 και οι επόμενες συνοδεύθηκαν από την εισβολή του λιφστάιλ, του εύκολου πλουτισμού, της καριέρας, της επίδειξης. Η βαθμιαία εισβολή του διαδικτύου κορύφωσε την ιδιοτέλεια: οι χρήστες μέθυσαν από τις άφθονες δυνατότητες άμεσης και εκτεταμένης επιδραστικότητας, ενώ ο πόλεμος των εντυπώσεων αντικατέστησε την ανταλλαγή των ιδεών.
Δεν φαίνεται να έχουν συλλάβει επαρκώς ο θεολογικός και ο εκκλησιαστικός χώρος την εμβέλεια και τον αντίκτυπο τον οποίο οι κοινωνικές εξελίξεις έχουν επάνω του. Στο συγκεκριμένο ζήτημα η πορεία αλλοτρίωσης της θεολογικής αναγέννησης σημαδεύτηκε από έναν παράλληλο θρασύ σφετερισμό ιδεών στην κοσμική σφαίρα, όπως «σοσιαλισμός», «ελευθερία», «άτομο», «δικαιώματα» κτλ. Αντίστοιχα, οι όροι τους οποίους το θεολογικό και εκκλησιαστικό σύστημα ιδιοποιήθηκε και μόλυνε ήταν «παράδοση», «επίσκοπος», «ιεραρχία», «υπακοή» κ.ο.κ. Εν ολίγοις, μέσα στην ατμόσφαιρα ενός επελαύνοντος μετανεωτερικού ατομικισμού, η στρέβλωση της θεολογικής αναγέννησης επιχειρήθηκε ακριβώς για να εξυπηρετήσει ατομικές ή συλλογικές ατζέντες.
Πίσω απ’ όλα αυτά δεν βρίσκεται τίποτε άλλο παρά μόνο ιδιωτικές στοχεύσεις. Μοναστήρια θέλουν να αυξήσουν τους μοναχούς τους ή τις μοναχές τους, πνευματικοί θέλουν να αναβαθμίσουν την φήμη τους, αρχιμανδρίτες θέλουν να γίνουν επίσκοποι, μητροπολίτες θέλουν να γίνουν αρχιεπίσκοποι, θεολόγοι θέλουν να εκλεγούν στις θεολογικές σχολές, πανεπιστημιακοί θέλουν να εξελιχθούν ή να αποκτήσουν κύκλο επιρροής. Όλα αυτά ασεβώντας μέχρι ιεροσυλίας, επικαλούμενοι θεολογικόμορφο λόγο. Αγωνιά κανείς, κοιτάζοντας γύρω του, να βρει κάποιον, όχι χωρίς προσωπική ατζέντα (αυτό είναι κάτι θεμιτό), αλλά κάποιον που να μην διαμορφώνεται ο δημόσιος λόγος του από την ατομική του ιδιοτέλεια…
Έτσι φθάσαμε γεροντάδες (με ή χωρίς εισαγωγικά) να ζητούν παράλογη υποταγή, μοναστήρια να αρνούνται κατηγορηματικά κάθε λειτουργική ανανέωση, εφημέριοι να εκμεταλλεύονται σεξουαλικά γυναίκες ή και άνδρες, επίσκοποι να αποκλείουν κάθε άλλη φωνή στο όνομα μιας συνοδικότητας η οποία δεν λειτουργεί. Επιπλέον, και πανεπιστημιακοί μπήκαν στον χορό, αναπαράγοντας ταχύτατα (και, το χειρότερο, ανώδυνα!) υψηλές θεολογικές ορολογίες και σπουδαίους Πατέρες, για να δημιουργήσουν τελικώς άνευρα και ανούσια πονήματα.
Πίσω απ’ όλα αυτά δεν βρίσκεται τίποτε άλλο παρά μόνο ιδιωτικές στοχεύσεις. Μοναστήρια θέλουν να αυξήσουν τους μοναχούς τους ή τις μοναχές τους, πνευματικοί θέλουν να αναβαθμίσουν την φήμη τους, αρχιμανδρίτες θέλουν να γίνουν επίσκοποι, μητροπολίτες θέλουν να γίνουν αρχιεπίσκοποι, θεολόγοι θέλουν να εκλεγούν στις θεολογικές σχολές, πανεπιστημιακοί θέλουν να εξελιχθούν ή να αποκτήσουν κύκλο επιρροής. Όλα αυτά ασεβώντας μέχρι ιεροσυλίας, επικαλούμενοι θεολογικόμορφο λόγο. Αγωνιά κανείς, κοιτάζοντας γύρω του, να βρει κάποιον, όχι χωρίς προσωπική ατζέντα (αυτό είναι κάτι θεμιτό), αλλά κάποιον που να μην διαμορφώνεται ο δημόσιος λόγος του από την ατομική του ιδιοτέλεια…
Η θεολογική αναγέννηση μάς έμαθε –πολύ σωστά– να εντοπίζουμε και να καταδικάζουμε τον εθνικισμό, τον βυζαντινισμό, την κληρικοκρατία, τον πλατωνίζοντα ιδεαλισμό, τον ηθικισμό, τον νομικισμό και άλλα κατάλοιπα της ιστορικής μας φθοράς. Δεν ασχολήθηκε, όμως, να προτρέψει σε αγάπη, σε ταπείνωση, σε ανιδιοτέλεια. Και καλά έκανε: υπήρχε το Ευαγγέλιο γι’ αυτά. Όποιος ήθελε ας τό εμπιστευόταν και ας τό ακολουθούσε…
Οι πρωτεργάτες της θεολογικής αναγέννησης δεν μπορούσαν να προβλέψουν την μεταχείριση που θα υφίστατο αργότερα, αλλά και να μπορούσαν δεν είχαν την δύναμη να αποτρέψουν την κακοποίησή της. Ακόμη περισσότερο: όσοι ίδρωσαν και μάτωσαν για να αντλήσουν από το χρυσωρυχείο της Θεολογίας τους αγνοημένους θησαυρούς, οπωσδήποτε έκαναν και λάθη στην ερμηνεία τους, είχαν ως άνθρωποι τα «κολλήματά» τους, υπέπεσαν σε μονομέρειες – όμως διέθεταν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Αγωνίστηκαν για την αγνή χαρά της θεολογικής αποκάλυψης και χάρηκαν την απελευθέρωση από τα δεσμά της αδιόρατης κακοδοξίας που είχε διαπεράσει ολόκληρο το είναι της Ορθοδοξίας. Αντίθετα (και τό γράφω με πολλή θλίψη αυτό) σήμερα κατάντησε σπάνιο να συναντήσεις έναν κληρικό ή θεολόγο ο οποίος να χρησιμοποιεί τις θεολογικές αλήθειες άδολα!
…Το πρόγραμμα αυτού του κόμματος, εννοείται, δεν αντέχει στα κριτήρια μιας υγιούς Θεολογίας. Άγκυρες ενδοκοσμικές ψάχνει. Ψυχολογική καταπράϋνση επιζητεί, απέναντι σε ένα άγχος το οποίο εκλύει η τρελή πορεία του περιβάλλοντος κόσμου. Και ως αγχολυτικά χρησιμοποιεί την Πατρίδα, την Θρησκεία, την Οικογένεια…Αλλά (και εδώ βρίσκεται μια σημαντική παράμετρος) οι ψηφοφόροι του δεν τό επιλέγουν με κριτήριο την τσέπη τους! Όσοι εκφράζουν την προτίμησή τους στη «Νίκη» δεν τό πράττουν με κριτήριο την οικονομία, όπως κατά κανόνα συμβαίνει στην χώρα μας όπου οι πελατειακές σχέσεις διέθεταν την δύναμη να εξαγοράζουν ολόκληρες επαγγελματικές τάξεις. Κίνητρο της ψήφου υπέρ της «Νίκης» είναι τα ιδανικά!
Μέσα στο κλίμα αυτό εμφανίσθηκε και η «Νίκη»! Όσοι διατηρούμε κάποια θεολογικά κριτήρια επικρίνουμε τις θεοκρατικές της αφέλειες, και ορθώς πράξαμε. Αν δοκιμάζαμε, όμως, να εξετάσουμε το φαινόμενο μέσα από όσα προηγήθηκαν παραπάνω; Μήπως τότε θα διακρίναμε στα στελέχη της και στους ψηφοφόρους της μιαν οιονεί εκδίκηση της ανιδιοτέλειας;
Τείνω να καταλήξω σε αυτή την θεώρηση. Το πρόγραμμα αυτού του κόμματος, εννοείται, δεν αντέχει στα κριτήρια μιας υγιούς Θεολογίας. Άγκυρες ενδοκοσμικές ψάχνει. Ψυχολογική καταπράϋνση επιζητεί, απέναντι σε ένα άγχος το οποίο εκλύει η τρελή πορεία του περιβάλλοντος κόσμου. Και ως αγχολυτικά χρησιμοποιεί την Πατρίδα, την Θρησκεία, την Οικογένεια…
Αλλά (και εδώ βρίσκεται μια σημαντική παράμετρος) οι ψηφοφόροι του δεν τό επιλέγουν με κριτήριο την τσέπη τους! Όσοι εκφράζουν την προτίμησή τους στη «Νίκη» δεν τό πράττουν με κριτήριο την οικονομία, όπως κατά κανόνα συμβαίνει στην χώρα μας όπου οι πελατειακές σχέσεις διέθεταν την δύναμη να εξαγοράζουν ολόκληρες επαγγελματικές τάξεις. Κίνητρο της ψήφου υπέρ της «Νίκης» είναι τα ιδανικά!
Έτσι σημαντική μερίδα των πιστών συμπολιτών μας, μελών του εκκλησιαστικού σώματος, πραγματοποιούν την υπέρβασή τους (σε σύγκριση με τα μέχρι τώρα πολιτικά αντανακλαστικά). Δηλώνουν έμπρακτα προς κάθε κατεύθυνση ότι «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος». Προτάσσουν την ιδιότητα του πιστού και του Έλληνα απέναντι σε αυτήν του εργαζόμενου και του φορολογούμενου.
Προς όσους θεολόγους και κληρικούς ενοχλούνται από τη «Νίκη» και τους ομοφρονούντες της, ένα έχω να πω. Συμπάσχω μαζί τους, με τη διαφορά ότι δεν τήν θεωρώ κόμμα. Πρόκειται για κίνημα. Ένα κίνημα για το οποίο την κύρια ευθύνη φέρουν οι μεγαλοσχήμονες κληρικοί και οι καριερίστες θεολόγοι. Τό δημιούργησαν όσοι θεολογούν με «πέτρινη καρδιά» και όσοι ευλογούν με το μυαλό αλλού. Πονάω κι εγώ που δημιουργήθηκε, όπως επίσης θρηνώ που κοιτάζω γύρω μου και δυσκολεύομαι να ανακαλύψω άδολους μαθητές του Χριστού…
Πριν τούς κατηγορήσουμε ας προσπαθήσουμε να μπούμε για λίγο στη θέση τους. Η πλειονότητα βιώνουν επώδυνο αδιέξοδο. Κοιτούν γύρω τους και βλέπουν αρχιμανδρίτες να πασχίζουν να εκλεγούν επίσκοποι, τον μητροπολίτη τους να νοιάζεται μόνο για φιέστες και στολές, τους εφημερίους να ανεβάζουν διαρκώς φωτογραφίες και βίντεο από τις δραστηριότητές τους, ακόμη και τις πιο στοιχειώδεις. Παράλληλα, μαθαίνουν για τα σκάνδαλα των Θεολογικών Σχολών, ενώ ακούν κηρύγματα παιδαριώδη και συμβουλές τερατώδεις από εκείνους που φοίτησαν σε αυτές.
Εύλογα μάς ενοχλεί ο αντιδυτικισμός των συντηρητικών πιστών. Όμως υπάρχουν και πιστοί οι οποίοι πιστεύουν σε γόνιμο διάλογο Ορθοδοξίας και Δυτικού πολιτισμού, αλλά δεν οργανώνονται. Προφανώς και οι πιστοί δεν εξαντλούνται σε όσους βρίζουν και κραυγάζουν με τα πληκτρολόγιά τους, αλλά οι συνετοί απαξιώνουν να καταθέσουν μαρτυρία στο διαδίκτυο. Είναι που σωπαίνουν οι μετριοπαθείς, γι’ αυτό αναλαμβάνουν την εκπροσώπηση της Εκκλησίας οι φανατικοί!
Προς όσους θεολόγους και κληρικούς ενοχλούνται από τη «Νίκη» και τους ομοφρονούντες της, ένα έχω να πω. Συμπάσχω μαζί τους, με τη διαφορά ότι δεν τήν θεωρώ κόμμα. Πρόκειται για κίνημα. Ένα κίνημα για το οποίο την κύρια ευθύνη φέρουν οι μεγαλοσχήμονες κληρικοί και οι καριερίστες θεολόγοι. Τό δημιούργησαν όσοι θεολογούν με «πέτρινη καρδιά» και όσοι ευλογούν με το μυαλό αλλού. Πονάω κι εγώ που δημιουργήθηκε, όπως επίσης θρηνώ που κοιτάζω γύρω μου και δυσκολεύομαι να ανακαλύψω άδολους μαθητές του Χριστού…